«Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη (…) Ανεπαισθήτως με έκλεισαν από τον κόσμον έξω» Κ.Π. Καβάφης
«Ανεπαισθήτως», αλλά με τον πλέον συστηματικό τρόπο διαμορφώνεται ένα νέο πολιτικό «σκηνικό». Μεγάλοι χορηγοί και πρωταγωνιστές συνάμα ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ, το πολιτικό «δίδυμο» του νέου μνημονιακού δικομματισμού, μαζί φυσικά με τους μιντιακούς μηχανισμούς του αστικού-μνημονιακού καθεστώτος. Ένα σκηνικό όπου περισσεύει ο κομματικός ανταγωνισμός, πληθωρικός, καθημερινός, συχνά «δι’ ασήμαντον αφορμήν», την ίδια στιγμή που απουσιάζουν έστω και ίχνη ουσιαστικών προγραμματικών και πολιτικών διαφορών ανάμεσα στους μεγάλους «ανταγωνιστές».
Τα δελτία ειδήσεων είναι γεμάτα με τις στερεότυπες «επικές» εκφράσεις όπως «θύελλα αντιδράσεων», «σκληρή απάντηση», «οξύνεται η πολιτική αντιπαράθεση» κ.λπ. Η συνέχεια ωστόσο είναι σχεδόν πάντα αδιάφορη, βαρετή, ασήμαντη. «Προσέβαλε» αρθρογράφος της «Αυγής» τον Πύρρο Δήμα και την Κατερίνα Στεφανίδη; Θύελλα ανταλλαγής δηλώσεων κομματικών στελεχών και εκπροσώπων Τύπου των κομμάτων, ανακοινώσεις κ.λπ. Θαλάσσιο δυστύχημα με νεκρούς στην Αίγινα; Νέα «θύελλα» κομματικού ανταγωνισμού. Εγκαίνια του αεροδρομίου της Πάρου και του νοσοκομείου της Σαντορίνης; Αντιπαράθεση με γεύσεις από τον αλήστου μνήμης δικομματισμό ΝΔ και ΠΑΣΟΚ των προηγούμενων δεκαετιών. Δηλώσεις, αντιδηλώσεις και καταγγελίες με οποιαδήποτε αφορμή.
Κι όμως, όλα αυτά τα βαρετά, ανούσια και απωθητικά είναι τα δομικά υλικά για τα νέα τείχη που υψώνονται για να κλείσουν την κοινωνία έξω από τον κόσμο της πραγματικής πολιτικής, δηλαδή της αντιπαράθεσης για όσα ουσιαστικά, θεμελιώδη και υπαρξιακά αφορούν την ίδια του τη ζωή. Δεν αρκεί λοιπόν να τα απορρίψουμε, να αποστρέψουμε το βλέμμα, να τα χλευάσουμε. Πρέπει να μην επιτρέψουμε στους «οικοδόμους» του μνημονιακού δικομματισμού και στους μηχανισμούς της συστημικής προπαγάνδας να θάψουν την πραγματική πολιτική κάτω από τόνους «σκουπιδιών» της παραπολιτικής και να περιθωριοποιήσουν έτσι τις κοινωνικές αντιστάσεις και την Αριστερά.
Το μνημονιακό πολιτικό μονοπώλιο
Με το… υπερθέαμα αυτού του πληθωρικού δικομματικού ανταγωνισμού επιδιώκεται ταυτόχρονα, από τους δύο «μονομάχους», αλλά και το αστικό-μνημονιακό σύστημα, η εγκαθίδρυση ενός πολιτικού μονοπωλίου, με μνημονιακή ατζέντα και μνημονιακούς πρωταγωνιστές.
Η εγκαθίδρυση του μονοπωλίου της μνημονιακής ατζέντας είναι η απόλυτη προϋπόθεση και ο μεγάλος στόχος. Η αστική τάξη και το πολιτικό της σύστημα ταλαιπωρήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από το μεγάλο ταξικό ρήγμα που εξέφραζε η διαχωριστική μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Στην περίοδο πριν από τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ακόμη απειλητικός ή έστω απρόβλεπτος, έκαναν συστηματική προσπάθεια να πείσουν ότι η διαχωριστική μνημόνιο-αντιμνημόνιο ήταν «διχαστική» όσον αφορά την «ενότητα θέλησης του έθνους» να αντιμετωπίσει με «σοβαρότητα» την κρίση, ότι ήταν «λαϊκισμός» που ευνοούσε την ενίσχυση των «δύο άκρων», ότι συνιστούσε επικίνδυνη «στρέβλωση» για το πολιτικό σύστημα.
Οι μανιώδεις προσπάθειές τους, συνήθως με το μαστίγιο, αλλά και με το καρότο, να ξεφορτωθούν την καταραμένη διαχωριστική γραμμή δεν απέδωσαν, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτή η διαχωριστική γραμμή εξέφραζε ένα ενεργό ρήγμα στην κοινωνία που μάλιστα είχε πάρει τη μορφή πολιτικού ρεύματος, δηλαδή είχε μετατραπεί σε πολιτικό ρήγμα.
Η μεγάλη ευκαιρία για την «υπέρβαση» της διαχωριστικής γραμμής μνημόνιο-αντιμνημόνιο παρουσιάστηκε με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015, ενισχύθηκε με τον εκλογικό θρίαμβο του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 2015 και «ωρίμασε» με την υπερψήφιση των «πακέτων» του τρίτου μνημονίου. Οι παλιοί μνημονιακοί το ήθελαν από πριν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, έως χθες εκπρόσωπος αυτής της διαχωριστικής στο πολιτικό επίπεδο, μνημονιακό μεταλλαγμένος πλέον, το θέλει εξίσου.
Το αποτέλεσμα είναι ότι τόσο οι παλιοί μνημονιακοί όσο και ο νεομνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ έχουν κοινό στόχο να «ξορκίσουν», ακυρώσουν, εξορίσουν από την πολιτική σκηνή αυτή τη διαχωριστική. Οι τόνοι των παραπολιτικών σκουπιδιών και το «υπερθέαμα» του δικομματικού ανταγωνισμού αποσκοπούν στο να σκεπάσουν το ρήγμα, να αποκαταστήσουν το μονοπώλιο της μνημονιακής πολιτικής ατζέντας, να πείσουν ότι η ανατροπή του μνημονίου είναι κάτι που δεν συζητείται καν, κάτι «εκτός ατζέντας», απομεινάρι ενός «λαϊκισμού» που έχει περιθωριοποιηθεί.
Πάνω σε αυτή τη βάση, ο δεύτερος στόχος είναι η εγκαθίδρυση του πολιτικού μονοπωλίου του νέου δικομματισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Με στόχο να εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι αυτοί είναι πλέον οι πρωταγωνιστές, αυτοί είναι ντεφάκτο τα κόμματα εξουσίας, αυτούς αφορά η νομή και ανακατανομή της εξουσίας. Ότι δίπλα σε αυτούς υπάρχουν οι διεκδικούμενοι από τα δύο κόμματα δορυφόροι του δικομματισμού και μια περιθωριοποιημένη Αριστερά, στην οποία αξίζει κάθε σεβασμός όσο κάθεται ήσυχα στο περιθώριό της…
Ο ανταγωνισμός ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ
Όλο αυτό προϋποθέτει, αλλά και απαιτεί να αντικατασταθούν τα πάθη και η έμπνευση από την πραγματική ταξική πάλη, από τις πραγματικές πολιτικές και προγραμματικές αντιπαραθέσεις, με τα «πλαστικά πάθη» του δικομματικού ανταγωνισμού. Ακόμη και μια «εκλογολογία χωρίς εκλογές» είναι προς το κοινό τους συμφέρον: ενισχύει το πολιτικό μονοπώλιο του δικομματισμού, ενισχύει τη μετατόπιση του πολιτικού άξονα από τα πραγματικά ζητήματα που αφορούν τους όρους ζωής της κοινωνικής πλειοψηφίας στα ζητήματα «καταλληλότητας» για να κυβερνούν, του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, του Τσίπρα ή του Μητσοτάκη…
Στο έδαφος αυτής της ισχυρής κοινότητας συμφερόντων να «σκεπάσουν» το ταξικό ρήγμα, να ξορκίσουν τη διαχωριστική γραμμή μνημόνιο-αντιμνημόνιο και να επιβάλουν το μνημονιακό πολιτικό μονοπώλιο, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ έχουν ταυτόχρονα έναν ισχυρό λόγο για να ανταγωνίζονται πολιτικά: τη νομή και ανακατανομή της μνημονιακής πολιτικής –και όχι μόνο– εξουσίας. Η «μάχη» για τον έλεγχο του δικαστικού σώματος και των μίντια είναι μάχη για ερείσματα στους σκληρούς μηχανισμούς της εξουσίας και διεξάγεται –αν και με λιγότερο εμφανή και «φαντασμαγορικό» τρόπο– σε όλους τους τομείς, για την απόκτηση ερεισμάτων στο τραπεζικό σύστημα, το στρατό και τις δυνάμεις καταστολής, την επιχειρηματική «αφρόκρεμα» και τους μηχανισμούς ελέγχου και επιρροής στην οικονομία.
Αυτή η μάχη, για τη νομή και ανακατανομή των μνημονιακών μηχανισμών εξουσίας, είναι «ειλικρινής» και όχι προσχηματική, δηλαδή έχει πραγματικό αντικείμενο. Μόνο που το αντικείμενο αυτό δεν αφορά την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα και τη νεολαία, αλλά μόνο το κλειστό κλαμπ των μνημονιακών διαχειριστών της αστικής εξουσίας.
Το κίνημα και η Αριστερά
Το πολιτικό μονοπώλιο του μνημονιακού δικομματισμού και η δικομματική αντιπαράθεση, σαν ουσία, αλλά και σαν θέαμα, ακόμη και με τα ανούσια, βαρετά και απωθητικά τους στοιχεία είναι μηχανισμός αναπαραγωγής του μνημονιακού καθεστώτος και των κομμάτων που το διαχειρίζονται, μηχανισμός αποθάρρυνσης και παθητικοποίησης, μηχανισμός περιθωριοποίησης των κινημάτων αντίστασης και της Αριστεράς. Ο νέος δικομματισμός διαπαιδαγωγεί την κοινωνία στην πολιτική αφασία, στο μάταιο οποιασδήποτε αντίστασης, στην παραπολιτική και την ατομική διέξοδο, στην εξοικείωση με τα μιντιακά σκουπίδια μιας εικονικής ζωής που εκτυλίσσεται σαν θέαμα.
Στο βαθμό που αυτό το μονοπώλιο εμπεδωθεί και γίνει η νέα «κανονικότητα», οι συνέπειες για το κίνημα και την Αριστερά θα είναι διαλυτικές. Πρέπει λοιπόν, εξίσου στοχευμένα, οργανωμένα και συστηματικά, να παρέμβουμε για να χαλάσουμε το «σκηνικό», να αποκαλύψουμε τους στόχους της σκηνοθεσίας και την ιδιοτέλεια των σκηνοθετών.
Για να το πετύχουμε, πρέπει να μη λειτουργούμε σαν αριστεροί σχολιαστές της ατζέντας που επιβάλλουν οι αστικοί-μνημονιακοί μηχανισμοί (δικομματισμός, μίντια κ.λπ.). Το ταξικό ρήγμα εξακολουθεί να υπάρχει. Η πραγματική ζωή εξακολουθεί να καθορίζεται από τα βάσανα και την αβίωτη καθημερινότητα της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας. Ο ρόλος της Αριστεράς είναι να βγάλει αυτό το ταξικό ρήγμα στην επιφάνεια και να το σπρώξει στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ενάντια στην παθητικοποίηση και την πολιτική αφασία, να οργανώσει τη δυσαρέσκεια σε κίνημα αντίστασης. Ενάντια στην επιχειρούμενη «κάθαρση» της πολιτικής από τα «πάθη» της διαχωριστικής μνημόνιο-αντιμνημόνιο να δουλέψει για τη συγκέντρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα ανατρέψουν το στημένο σκηνικό.