Το θέατρο του παραλόγου θυμίζει το πολιτικό σκηνικό και η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη το τελευταίο διάστημα.

Στα πρώτα χρό­νια των μνη­μο­νί­ων συ­σπει­ρώ­θη­κε, παρά τις αντι­θέ­σεις του, όλο το συ­στη­μι­κό πο­λι­τι­κό δυ­να­μι­κό, συ­νερ­γά­στη­καν και συ­γκυ­βέρ­νη­σαν η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία με την δεξιά (στην «νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη εποχή», στην Γερ­μα­νία και αλλού συ­γκυ­βερ­νούν χωρίς την κοι­νω­νι­κή πίεση και τις συν­θή­κες μνη­μο­νί­ου) υλο­ποιώ­ντας από κοι­νού την μνη­μο­νια­κή λι­τό­τη­τα και προ­σπα­θώ­ντας να πεί­σουν (με το «κα­ρό­το» και, κυ­ρί­ως με το «μα­στί­γιο») την κοι­νω­νία να απο­δε­χτεί την κα­τά­στα­ση. Από δήθεν θέση «εθνι­κής ευ­θύ­νης» έκα­ναν μέ­τω­πο στον «λαϊ­κι­σμό» πρώτα και κύρια της αρι­στε­ράς.

Σή­με­ρα έχου­με μια κυ­βέρ­νη­ση που πρό­κυ­ψε από τη νίκη της αρι­στε­ράς στον προη­γού­με­νο γύρο που όμως – μετά τα γνω­στά γε­γο­νό­τα - υπό­γρα­ψε και υλο­ποιεί το τρίτο μνη­μό­νιο. Για τον λόγο αυτό και παρά τις με­γά­λες δυ­σκο­λί­ες αλλά και πλή­θος ερα­σι­τε­χνι­σμών στην δια­κυ­βέρ­νη­ση, είναι πλέον ξε­κά­θα­ρα η προ­τι­μώ­με­νη των δα­νει­στών αντί των  πα­ρα­δο­σια­κών κομ­μά­των της ελ­λη­νι­κής άρ­χου­σας τάξης και κυ­ρί­ως της δε­ξιάς. Για ένα μόνο λόγο: γιατί περ­νά­νε τα μέτρα χωρίς πολύ σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα – η συ­ντρι­πτι­κή πλειο­ψη­φία του ελ­λη­νι­κού κοι­νο­βου­λί­ου είναι μνη­μο­νια­κή και η προ­σχώ­ρη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις μνη­μο­νια­κές δυ­νά­μεις έχει σο­κά­ρει και έχει πα­ρα­λύ­σει την κοι­νω­νία.

Παρά ταύτα η έντα­ση των ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κών αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων στο πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό δεν έχει καμ­φθεί. Συ­ντη­ρεί­ται και ενί­ο­τε κλι­μα­κώ­νε­ται πάνω στην δια­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή «αρι­στε­ρά – δεξιά». Διότι η αντί­φα­ση αυτή ξε­κι­νά­ει από τη σύ­γκρου­ση των τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Αυτό που μέσα στην κρίση για το κε­φά­λαιο και ευ­ρύ­τε­ρα για τον κόσμο της «επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τας» είναι (ερ­γα­τι­κό) κό­στος, για την ερ­γα­τι­κή τάξη, και ευ­ρύ­τε­ρα τους συ­ντα­ξιού­χους, τους φτω­χούς, τον κόσμο της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας απο­τε­λεί το βιω­τι­κό επί­πε­δο, την επι­βί­ω­ση.

Ακραιφ­νής νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός  ενα­ντί­ον  «αρι­στε­ρού» μνη­μο­νί­ου!

Ο Μη­τσο­τά­κης, ο οποί­ος ούτως ή άλλως έγινε αρ­χη­γός της ΝΔ με ση­μαία την επι­δί­ω­ξη της άμε­σης πτώ­σης της συ­γκε­κρι­μέ­νης μνη­μο­νια­κής κυ­βέρ­νη­σης (σε αντί­θε­ση με άλλες συ­στη­μι­κές από­ψεις και μέσα στο κόμμα του που έβλε­παν την προ­τε­ραιό­τη­τα της ανοι­κο­δό­μη­σης ευ­ρεί­ας συ­ναί­νε­σης στην βάση του μνη­μο­νί­ου), επι­λέ­γει στην αντι­πα­ρά­θε­ση με την κυ­βέρ­νη­ση και στο κυ­νή­γι της εξου­σί­ας, την πλέον ξε­κά­θα­ρη εκ­φώ­νη­ση της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής των μνη­μο­νί­ων. Έτσι η γραμ­μή της ΝΔ είναι επι­θε­τι­κά πο­λω­τι­κή τόσο στο ιδε­ο­λο­γι­κό όσο και στο τα­ξι­κό επί­πε­δο. Επι­τί­θε­ται με σφο­δρό­τη­τα στην κυ­βέρ­νη­ση «της αρι­στε­ράς» (παρά στην κυ­βέρ­νη­ση «του τρί­του μνη­μο­νί­ου») και ανα­λαμ­βά­νει το κό­στος απώ­θη­σης ευ­ρέ­ων κοι­νω­νι­κών κομ­μα­τιών όπως είναι πχ οι δη­μό­σιοι υπάλ­λη­λοι, αγκα­λιά­ζο­ντας χωρίς προ­σχή­μα­τα κάθε έκ­φρα­ση της εγ­χώ­ριας αστι­κής τάξης και της, ευ­ρω­παϊ­κά και ευ­ρύ­τε­ρα, κυ­ρί­αρ­χης νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής.   Εντού­τοις, πέρα από το «ιδε­ο­λο­γι­κό πρό­ση­μο», το μνη­μό­νιο που υλο­ποιεί ο Τσί­πρας, δη­λα­δή το πλή­ρες και συ­μπα­γές κυ­βερ­νη­τι­κό πρό­γραμ­μα που επι­βά­λουν οι δα­νει­στές σε συ­ναί­νε­ση με το με­γά­λο εγ­χώ­ριο κε­φά­λαιο, δεν είναι κα­θό­λου δια­φο­ρε­τι­κό απ’ αυτό που θα υλο­ποιού­σε ο ίδιος στην θέση του. Ομοί­ως και στο πεδίο της «γε­ω­πο­λι­τι­κής» δη­λα­δή στην επι­λο­γή ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ της όλο και πιο σφι­χτής πρόσ­δε­σης στο άρμα του ΝΑ­ΤΟι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού.

Ο Μη­τσο­τά­κης εμ­φα­νί­ζε­ται να υπο­νο­μεύ­ει τη μέχρι σή­με­ρα υλο­ποί­η­ση του  μνη­μο­νί­ου από την κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, δη­λα­δή τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή εξό­δου απ’ την κρίση, προ­κει­μέ­νου να ανα­λά­βει ο ίδιος και το κόμμα του τα ηνία της εξου­σί­ας και να συ­νε­χί­σει στην ίδια, στρα­τη­γι­κά, γραμ­μή των μνη­μο­νί­ων… 

Ταυ­τό­χρο­να ο Τσί­πρας έχει επι­λέ­ξει αντί­στοι­χα την πό­λω­ση του κοι­νω­νι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου (κατά το δο­κούν βέ­βαια) στην ίδια ακρι­βώς δια­χω­ρι­στι­κή: αρι­στε­ρά – δεξιά. Μά­λι­στα μετά το «μού­δια­σμα» της πρώ­της κυ­βερ­νη­τι­κής πε­ριό­δου, όπου το «πρό­σω­πο του πρω­θυ­πουρ­γού» και το «εθνι­κό συμ­φέ­ρον» είχαν την τι­μη­τι­κή τους στον λόγο και στην προ­πα­γάν­δα της κυ­βέρ­νη­σης, έχει επα­νέλ­θει στο αφή­γη­μα της κυ­βέρ­νη­σης της «αρι­στε­ράς» με κο­ρώ­νες και διά­φο­ρους συμ­βο­λι­σμούς, όπως η υπό­θε­ση της Και­σα­ρια­νής, τα επι­χει­ρή­μα­τα για τις τη­λε­ο­πτι­κές άδειες και την δια­πλο­κή, οι ανα­φο­ρές στους «δύο κό­σμους» κ.α. Με μία κρί­σι­μη βέ­βαια «υπο­ση­μεί­ω­ση»: όλα αυτά εντός του «μνη­μο­νί­ου» και της συ­νε­χι­ζό­με­νης και εντει­νό­με­νης τα­ξι­κής λι­τό­τη­τας που δήθεν «παρά τη θέ­λη­σή της» υλο­ποιεί η «αρι­στε­ρή» κυ­βέρ­νη­ση. Μά­λι­στα, υπο­τί­θε­ται ότι στην …πρώτη ευ­και­ρία θα υλο­ποι­ή­σει και ένα «πα­ράλ­λη­λο πρό­γραμ­μα» προς το συμ­φέ­ρον των «από κάτω». Από κοντά και διά­φο­ροι υπουρ­γοί που δί­νουν αντί­στοι­χες «μάχες», όπως ο Φίλης στα θρη­σκευ­τι­κά, ο Σκουρ­λέ­της για το 17% του Δη­μο­σί­ου στην ΔΕΗ, ο «κομ­μου­νι­στής» Κα­τρού­γκα­λος στα ερ­γα­σια­κά, ο Μου­ζά­λας στο προ­σφυ­γι­κό κ.λ.π.

Στον πό­λε­μο έχουν μπει και οι … «φι­λό­σο­φοι»! Ο Ράμ­φος κα­ταγ­γέλ­λει τον λαϊ­κι­σμό και προσ­δο­κά το τέλος της «φα­ντα­σί­ω­σης της πρώ­της φοράς αρι­στε­ρά» ενώ απ’ την άλλη ο Δου­ζί­νας δι­καιο­λο­γεί την κυ­βέρ­νη­ση ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εν­θυ­μού­με­νος την «γε­νι­κή διά­νοια» και τις «αλ­λα­γές» στον κα­πι­τα­λι­σμό…

Το «νέο ΠΑΣΟΚ» και ο «νέος δι­κομ­μα­τι­σμός»;

Απέ­να­ντι σ’ αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η οποία αν δεν ήταν η βι­τρί­να μιας σκλη­ρής και ανε­λέ­η­της τα­ξι­κής επί­θε­σης στον κόσμο της ερ­γα­σί­ας, τη νε­ο­λαία και τα κα­τώ­τε­ρα λαϊκά στρώ­μα­τα, θα μπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί κω­μι­κή, ακού­γο­νται ορι­σμέ­νες «εύ­κο­λες» απα­ντή­σεις με πιο αξιό­λο­γη αυτή που ανα­γνω­ρί­ζει στα φαι­νό­με­να την ανά­δυ­ση του «νέου δι­κομ­μα­τι­σμού», με τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην θέση του ΠΑΣΟΚ. Πα­ρα­βλέ­που­με εδώ τους απα­ξιω­τι­κούς χα­ρα­κτη­ρι­σμούς - όπως «προ­δό­τες», «δεν είναι αρι­στε­ρά», «χει­ρό­τε­ροι απ’ την δεξιά», «μου­σο­λι­νι­κοί και φα­σί­στες», κ.α. Αν και απο­λύ­τως δι­καιο­λο­γη­μέ­νες αντι­δρά­σεις ενός ολό­κλη­ρου κό­σμου, κύρια της αρι­στε­ράς,  από την κα­τάρ­ρευ­ση των προσ­δο­κιών του, δεν ερ­μη­νεύ­ουν την κα­τά­στα­ση και άρα δεν οδη­γούν σε συ­μπε­ρά­σμα­τα. Εξάλ­λου η αρι­στε­ρά «χωρίς την πε­ποί­θη­ση της επι­και­ρό­τη­τας του Σο­σια­λι­σμού» δεν εξα­ντλεί­ται στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο αν ανοί­ξου­με την συ­ζή­τη­ση του τι εν­νο­εί ο κα­θέ­νας σή­με­ρα ως «Σο­σια­λι­σμό».

Εί­μα­στε λοι­πόν μπρο­στά στην στα­θε­ρο­ποί­η­ση του πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος και στην ανα­γέν­νη­ση ενός νέου δι­κομ­μα­τι­σμού; Αυτό σή­με­ρα δεν μπο­ρεί κα­νείς να το ισχυ­ρι­στεί πολύ σο­βα­ρά. Τα διαρ­κή τα­ξι­κά μέτρα δο­κι­μά­ζουν ξανά και ξανά τις κοι­νω­νι­κές αντο­χές και πρώτα του κυ­ριο­λε­κτι­κά «φτω­χο­ποι­η­μέ­νου» τμή­μα­τος, το οποίο είναι ιδιαί­τε­ρα με­γά­λο και διαρ­κώς διευ­ρύ­νε­ται. Τα εντει­νό­με­να αδιέ­ξο­δα της κρί­σης χρέ­ους στην χώρα, εξαρ­τη­μέ­να απο­λύ­τως από την συ­νο­λι­κή κρίση της ευ­ρω­ζώ­νης και της ΕΕ, υπο­νο­μεύ­ουν κάθε δυ­να­τό­τη­τα οι­κο­δό­μη­σης πλα­τιών κοι­νω­νι­κών συ­ναι­νέ­σε­ων και «επι­στρο­φής στην κα­νο­νι­κό­τη­τα». Εκτός βέ­βαια της «θα­τσε­ρι­κής» εκ­δο­χής της πλή­ρους και ολο­κλη­ρω­τι­κής ισο­πέ­δω­σης αντι­στά­σε­ων, συ­νει­δή­σε­ων και ελ­πί­δων, που αν και απο­τε­λεί εν­δε­χό­με­νο δεν είναι η ση­με­ρι­νή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πέραν αυτής της δια­πί­στω­σης υφί­στα­ται το πρό­βλη­μα της κοι­νω­νι­κής αξιο­πι­στί­ας της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στην χώρα και πα­νευ­ρω­παϊ­κά. Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ επι­χει­ρεί να στρί­ψει ολο­κλη­ρω­τι­κά στον χώρο της ευ­ρω­παϊ­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, χωρίς μά­λι­στα προ­σχή­μα­τα όπως δή­λω­σε ξε­κά­θα­ρα ο Τσί­πρας στο πρό­σφα­το συ­νέ­δριο του κόμ­μα­τος, απο­φεύ­γο­ντας στο εγ­χώ­ριο πεδίο, επι­λε­κτι­κά ορι­σμέ­να ιδιαί­τε­ρα δυ­σφη­μι­σμέ­να από την πρό­σφα­τη μνη­μο­νια­κή πε­ρί­ο­δο των συ­γκυ­βερ­νή­σε­ων, ηγε­τι­κά στε­λέ­χη του συρ­ρι­κνω­μέ­νου πλέον ΠΑΣΟΚ και πα­ρα­λαμ­βά­νο­ντας στα­δια­κά τους άλ­λους, με σκοπό να κα­λύ­ψει το κενό στο δι­κομ­μα­τι­κό σκη­νι­κό. Αυτό είναι ολο­φά­νε­ρο αλλά οι προ­θέ­σεις δεν αρ­κούν. Τα σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα και εν προ­κει­μέ­νω στην Ελ­λά­δα το ΠΑΣΟΚ, στή­ρι­ξαν την δυ­να­τό­τη­τά τους να μα­κροη­με­ρεύ­σουν στην κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία πάνω σε πραγ­μα­τι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις και αντι­πα­ρα­θέ­σεις με την δεξιά (στην Γαλ­λία πχ ακόμη και σή­με­ρα «αρι­στε­ρά» ονο­μά­ζε­ται η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία και γι’ αυτό ότι υπάρ­χει στ’ αρι­στε­ρά της ονο­μά­ζε­ται «αρι­στε­ρά της αρι­στε­ράς»). Το ΠΑΣΟΚ της πρώ­της κυ­βέρ­νη­σής του το ’81 πραγ­μα­το­ποί­η­σε με­ταρ­ρυθ­μί­σεις με­γά­λης ανα­δια­νο­μής πλού­του προς «τα κάτω» και ταυ­τό­χρο­να δια­μόρ­φω­σε ου­σια­στι­κές σχέ­σεις με το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα και τον κόσμο της αρι­στε­ράς. Τα «καύ­σι­μα» αυτής της «αλ­λα­γής» έφτα­ναν, έστω και σαν μνή­μες, για να στη­ρί­ζουν τον χώρο μέχρι και την υπο­γρα­φή του μνη­μο­νί­ου από τον Γ. Πα­παν­δρέ­ου. Το πα­ρά­δειγ­μα της με­γά­λης απερ­γί­ας της ΕΑΣ στις αρχές του ’90, χρό­νια μετά τη δεξιά στρο­φή του Α. Πα­παν­δρέ­ου, με ηγε­σία στε­λέ­χη του ΠΑΣΟΚ (και του ΚΚΕ) - που απο­τέ­λε­σαν αμέ­σως μετά την «φρου­ρά του Ση­μί­τη» - δεί­χνει την δια­φο­ρά κλί­μα­κας στην σχέση με την κοι­νω­νία και την ερ­γα­τι­κή τάξη, από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και ιδιαί­τε­ρα τον Τσί­πρα που δεν τόλ­μη­σε καν να στη­ρί­ξει απο­φα­σι­στι­κά την ση­μα­ντι­κή από­πει­ρα της ΟΛΜΕ να απερ­γή­σει κατά την διάρ­κεια των εξε­τά­σε­ων, στα τέλη του Μάη του ’14.

Προ­φα­νώς λοι­πόν ο Τσί­πρας και γε­νι­κό­τε­ρα η ηγε­σία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ επι­διώ­κουν να κα­τα­λά­βουν το κενό που άφησε ο μα­ζι­κός πο­λι­τι­κός ρε­φορ­μι­σμός του ΠΑΣΟΚ έχο­ντας επί­γνω­ση με ποιο ιδε­ο­λο­γι­κό πρό­ση­μο έφτα­σαν ως την κυ­βέρ­νη­ση και κέρ­δι­σαν ακόμη και τις εκλο­γές του Σε­πτέμ­βρη του ’15, όμως όλη η προ­σπά­θεια εξα­ντλεί­ται σε επι­κοι­νω­νια­κά τε­χνά­σμα­τα που όπως ήδη απο­δει­κνύ­ε­ται δεν μπο­ρούν ν’ αντέ­ξουν στον χρόνο. Όταν στην οι­κο­νο­μι­κή – υλική «βάση» η κυ­βέρ­νη­ση της «αρι­στε­ράς» συ­ναι­νεί και δια­χει­ρί­ζε­ται την ίδια τα­ξι­κή, νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη λι­τό­τη­τα είναι αδύ­να­το να οι­κο­δο­μή­σει δια­χω­ρι­στι­κή μα­κράς πνοής με μάχες στο «εποι­κο­δό­μη­μα», στην σφαί­ρα των αφη­ρη­μέ­νων ιδεών και συμ­βο­λι­σμών. Μάχες που ακόμη και αν δεν τις θε­ω­ρή­σου­με προ­σχη­μα­τι­κές ως προς τις προ­θέ­σεις, είναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νες να χα­θούν, συχνά πριν ακόμη δο­θούν, μέσα στην «κι­νού­με­νη άμμο» των μνη­μο­νί­ων και της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης λι­τό­τη­τας που η ίδια κυ­βέρ­νη­ση δια­χει­ρί­ζε­ται και υλο­ποιεί. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα της τα­χύ­τη­τας με την οποία βυ­θί­ζε­ται στην άλυτη αντί­φα­ση είναι το γε­γο­νός ότι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ όχι μόνο δεν απο­τε­λεί πλέον ση­μείο ανα­φο­ράς των προ­σπα­θειών αρι­στε­ρό­στρο­φης ανα­νέ­ω­σης της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς στην Ευ­ρώ­πη αλλά αντί­θε­τα είναι ο Τσί­πρας που, με­τα­ξύ άλλων, δή­λω­σε στο πρό­σφα­το συ­νέ­δριο ότι πρέ­πει να μι­μη­θεί… τον Κόρ­μπιν! 

Κοι­νω­νι­κή «ζή­τη­ση» και το κενό της αρι­στε­ράς

Τόσο όμως ο Τσί­πρας  και ο ση­με­ρι­νός, μνη­μο­νια­κός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που, από κυ­βερ­νη­τι­κή θέση, κι­νεί­ται «προς τα δεξιά» όσο και ο Κόρ­μπιν και το βρε­τα­νι­κό Ερ­γα­τι­κό κόμμα που, από θέση αντι­πο­λί­τευ­σης, ανα­ζη­τά μια κί­νη­ση «προς τ΄αρι­στε­ρά», επι­βε­βαιώ­νουν το ίδιο φαι­νό­με­νο: το πλή­ρες αδιέ­ξο­δο του μα­ζι­κού, πο­λι­τι­κού ρε­φορ­μι­σμού της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, μέσα στην βαθιά κρίση του νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου κα­πι­τα­λι­σμού. Επι­βε­βαιώ­νουν ότι δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει ισχυ­ρός και δια­κρι­τός αρι­στε­ρός πόλος χωρίς να συ­γκρου­στεί με τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή. Αυτό που έχει ση­μα­σία, εντού­τοις, είναι ότι στο υπό­βα­θρο όλων των αρι­στε­ρό­στρο­φων εγ­χει­ρη­μά­των, είτε της πο­ρεί­ας του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ προς την κυ­βέρ­νη­ση (και της ση­με­ρι­νής τα­χεί­ας συ­στη­μι­κής προ­σαρ­μο­γής του), είτε της πε­ρί­πτω­σης του Κόρ­μπιν στην Βρε­τα­νία, είτε ακόμη και του Σά­ντερς ένα προη­γού­με­νο διά­στη­μα στις ΗΠΑ, βρί­σκε­ται η προ­φα­νής δια­πί­στω­ση της ύπαρ­ξης ενός μα­ζι­κού κοι­νω­νι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου που δεν μπο­ρεί και δεν θέλει να συμ­βι­βα­στεί με τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Τα ίδια τα «πλα­τιά κόμ­μα­τα» της αρι­στε­ράς που διεκ­δί­κη­σαν (και διεκ­δι­κούν ακόμη στην Ισπα­νία και στην Πορ­το­γα­λία), με τρόπο εμπει­ρι­κό και πλέον καί­ρια υπο­νο­μευ­μέ­νο μετά την πο­ρεία του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, την θέση στ’ αρι­στε­ρά της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και της κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, ανα­δει­κνύ­ουν με την σύν­θε­σή τους (ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα και αρι­στε­ρά θραύ­σμα­τα της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας μαζί με ορ­γα­νώ­σεις της επα­να­στα­τι­κής αρι­στε­ράς) την ανα­γκαιό­τη­τα της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής εναλ­λα­κτι­κής. Ανα­δει­κνύ­ουν την ανα­γκαιό­τη­τα της «επι­στρο­φής» της αρι­στε­ράς στη νοη­μα­το­δό­τη­σή της ως πο­λι­τι­κός χώρος και φο­ρέ­ας της εναλ­λα­κτι­κής στον κα­πι­τα­λι­σμό. Αυτή είναι η πραγ­μα­τι­κή μάχη που κάθε φορά δί­νε­ται στο εσω­τε­ρι­κό των με­τω­πι­κών και πο­λυ­τα­σι­κών σχη­μα­τι­σμών και αυτή ακρι­βώς χά­θη­κε στο εσω­τε­ρι­κό του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Αυτές τις ιδέες, της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής αμ­φι­σβή­τη­σης και της σο­σια­λι­στι­κής στρα­τη­γι­κής «καλεί» η ιστο­ρι­κή ανα­γκαιό­τη­τα (όχι όμως και ως αυ­τό­μα­τη «δι­καί­ω­ση» κα­θε­νός από τα συ­γκε­κρι­μέ­να ορ­γα­νω­τι­κά σχή­μα­τα που συ­ντή­ρη­σαν στο πέ­ρα­σμα του χρό­νου την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή στρα­τη­γι­κή - με την μορφή διά­φο­ρων εκ­δο­χών / «πα­ρα­δό­σε­ων» - μέχρι σή­με­ρα).

Για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, τον Α. Τσί­πρα και την κυ­βέρ­νη­σή του πλη­σιά­ζει η στιγ­μή που θα χρεια­στεί να με­τα­κι­νη­θεί πολύ πιο ξε­κά­θα­ρα προς τα δεξιά. Για να ταυ­τι­στεί με την στρα­τη­γι­κά ητ­τη­μέ­νη, νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία. Για να υπο­στεί νέες ακόμη πιο δρα­μα­τι­κές με­ταλ­λά­ξεις. Που θα δί­νουν την δυ­να­τό­τη­τα την οποία απαι­τούν οι συ­στη­μι­κές ανά­γκες μέσα στην κρίση: τις κυ­βερ­νή­σεις συ­νερ­γα­σί­ας των «με­γά­λων συ­να­σπι­σμών».  

Όμως ο ιστο­ρι­κός χρό­νος δεν έχει τους ρυθ­μούς της αν­θρώ­πι­νης κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας. Για το ερ­γα­τι­κό, μα­ζι­κό κί­νη­μα, για τις ανά­γκες και τα συμ­φέ­ρο­ντα των από κάτω και κυ­ρί­ως για την αρι­στε­ρά που απο­δέ­χε­ται την ευ­θύ­νη και την φι­λο­δο­ξία να παί­ξει κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στις εξε­λί­ξεις, στην τρέ­χου­σα πε­ρί­ο­δο, το κρί­σι­μο διά­στη­μα είναι αυτό που δια­νύ­ου­με τώρα. Πριν ακόμη η εν­δε­χό­με­νη άνο­δος της τα­ξι­κής πάλης απαι­τή­σει πο­λι­τι­κούς στό­χους και στρα­τη­γι­κή για να μην συ­ντρι­βεί αλλά να νι­κή­σει ή ακόμη χει­ρό­τε­ρα πριν η ήττα αφο­μοιω­θεί ολο­κλη­ρω­τι­κά και η δυ­να­τό­τη­τα των δια­τα­ξι­κών συ­ναι­νέ­σε­ων οι­κο­δο­μη­θεί πάνω στα συ­ντρίμ­μια των συ­νει­δή­σε­ων και των ανα­γκών.   

Η ση­με­ρι­νή συν­θή­κη στην Ελ­λά­δα βρί­σκει την κοι­νω­νι­κή δυ­να­μι­κή της αρι­στε­ρό­στρο­φης ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης του ’10 –‘ 15 κυ­ριο­λε­κτι­κά θρυμ­μα­τι­σμέ­νη σαν απο­τέ­λε­σμα της συν­θη­κο­λό­γη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και της υπο­τα­γής του στα «αδιέ­ξο­δα» του οι­κο­νο­μι­κού «ρε­α­λι­σμού» και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στις στρα­τη­γι­κές απαι­τή­σεις της εγ­χώ­ριας άρ­χου­σας τάξης και ταυ­τό­χρο­να του ευ­ρω­παϊ­κού και αμε­ρι­κά­νι­κου ιμπε­ρια­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος. Έτσι τα με­σο­στρώ­μα­τα απο­συν­δέ­ο­νται από τους μι­σθω­τούς και «γέρ­νουν» προς τα κυ­βερ­νη­τι­κά κόμ­μα­τα, οι μι­σθω­τοί ξα­να­χω­ρί­ζο­νται σε ιδιω­τι­κού, δη­μο­σί­ου και πε­ραι­τέ­ρω, οι άνερ­γοι βυ­θί­ζο­νται στο τέλμα της απελ­πι­σί­ας και της εξα­το­μι­κο­ποί­η­σης, η νε­ο­λαία απο­μα­κρύ­νε­ται από την πο­λι­τι­κή δράση την οποία είχε συ­να­ντή­σει στα κι­νή­μα­τα, στις εκλο­γές του ’12 και του Γε­νά­ρη του­’15, στο δη­μο­ψή­φι­σμα κ.ο.κ. Γι’ αυτόν τον λόγο δεν είναι δυ­να­τόν να υπάρ­ξει, εδώ και τώρα, πο­λι­τι­κή γραμ­μή που να συ­γκε­ντρώ­σει άμεσα την κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία. Η δυ­να­τό­τη­τα αυτή χρειά­ζε­ται να οι­κο­δο­μη­θεί εκ νέου.

Προ­τε­ραιό­τη­τα η συ­γκέ­ντρω­ση της δύ­να­μης του «κό­σμου της αρι­στε­ράς»

Πάνω απ’ όλα όμως πο­λυ­δια­σπά­στη­κε η δύ­να­μη του «κό­σμου της αρι­στε­ράς» (όσοι/ες έχουν βαθμό αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής συ­νεί­δη­σης, συ­γκρό­τη­σης και εκ­παί­δευ­σης, είτε είναι ορ­γα­νω­μέ­νοι είτε όχι) οι «φο­ρείς του σχε­δί­ου», η «καρ­διά» και η «ατμο­μη­χα­νή» του κι­νή­μα­τος. Ένα μέρος αυτού του δυ­να­μι­κού απο­δέ­χτη­κε με κρύα καρ­διά την εξέ­λι­ξη – με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και όσοι/ες τον απέρ­ρι­ψαν δεν συ­γκε­ντρώ­θη­καν εκ νέου σε έναν πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό. Ένα ευ­ρύ­τα­το μέρος του «κό­σμου της αρι­στε­ράς» υφί­στα­ται την πίεση του εν­δε­χό­με­νου να επι­στρέ­ψει στην κυ­βέρ­νη­ση η ΝΔ και μά­λι­στα του ακραιφ­νούς νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρου Μη­τσο­τά­κη. Η απέ­χθεια για την δεξιά απο­τε­λεί ξε­κά­θα­ρα αρι­στε­ρό αντα­να­κλα­στι­κό (όπως και η αντί­θε­ση στον ρόλο της εκ­κλη­σί­ας, ο αντι­ρα­τσι­σμός και ο αντι­φα­σι­σμός κ.α.) όσο κι αν δεν αρκεί επου­δε­νί σή­με­ρα για να οδη­γή­σει σε αρι­στε­ρή διέ­ξο­δο.

Αυτή η εξέ­λι­ξη αδυ­νά­τι­σε στο μα­ζι­κό, κοι­νω­νι­κό πεδίο, την ωστι­κή δύ­να­μη της γραμ­μής «ανα­τρο­πή του μνη­μο­νί­ου» όπως και της γραμ­μής «σύ­γκρου­ση με τους δα­νει­στές και την ευ­ρω­ζώ­νη» - πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο της «επι­στρο­φής στην δραχ­μή» ως «ρε­α­λι­στι­κή» οι­κο­νο­μι­κή εναλ­λα­κτι­κή. Οι γραμ­μές αυτές, «αντι­μνη­μό­νιο» και «άρ­νη­ση του χρέ­ους και του ευρώ» απο­τέ­λε­σαν συ­στα­τι­κά της δια­δι­κα­σί­ας της κοι­νω­νι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης που οδή­γη­σε τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην κυ­βέρ­νη­ση, «απο­γειώ­θη­καν» στο δη­μο­ψή­φι­σμα και απο­κτού­σαν νόημα και δυ­να­μι­κή συ­να­ντώ­ντας τον πα­ρά­γο­ντα «αρι­στε­ρά» που κα­θό­ρι­ζε την κα­τεύ­θυν­σή τους, στο κόμμα ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Σή­με­ρα αυτή η συν­θή­κη έχει ακυ­ρω­θεί ακρι­βώς γιατί ακυ­ρώ­θη­κε ο στρα­τη­γι­κός πα­ρά­γο­ντας, η «αρι­στε­ρά». Το ΚΚΕ δεν διεκ­δί­κη­σε ποτέ ηγε­μο­νι­κό ρόλο στην πε­ρί­ο­δο καθώς αρ­νή­θη­κε να ανα­γνω­ρί­σει την δια­δι­κα­σία της κοι­νω­νι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης όλο το προη­γού­με­νο διά­στη­μα των μνη­μο­νί­ων, και στην φάση της μα­ζι­κο­ποί­η­σης του κι­νή­μα­τος όπως και στην πό­λω­ση του δη­μο­ψη­φί­σμα­τος. Σή­με­ρα αντι­λαμ­βά­νε­ται το «κενό» και επι­χει­ρεί να το προ­σε­ται­ρι­στεί με πιο «ανοι­χτές» αλλά ελεγ­χό­με­νες πρω­το­βου­λί­ες όπως η πρό­σφα­τη κι­νη­το­ποί­η­ση των ομο­σπον­διών, πάντα όμως μέσα στα αυ­στη­ρά πλαί­σια του κομ­μα­τι­κού σε­χτα­ρι­σμού του που απο­τε­λεί την επι­βε­βαί­ω­ση της στρα­τη­γι­κής «μη ανά­λη­ψης της ευ­θύ­νης».

Στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες το πο­λι­τι­κό πλαί­σιο των «τριών ση­μεί­ων» (αρι­στε­ρά – αντι­μνη­μό­νιο – άρ­νη­ση χρέ­ους και ευρώ) εξα­κο­λου­θεί να είναι επί­και­ρο και επαρ­κές. Χρειά­ζε­ται όμως να ανα­συ­γκρο­τη­θεί η συ­νο­χή του με ιδιαί­τε­ρη έμ­φα­ση στο «αρι­στε­ρά» καθώς ο στρα­τη­γι­κός αυτός πα­ρά­γο­ντας αφε­νός είναι απα­ραί­τη­τος για να δώσει πε­ριε­χό­με­νο και δυ­να­μι­κή στους τα­κτι­κούς στό­χους και αφε­τέ­ρου γιατί ακρι­βώς εκεί δη­μιουρ­γεί­ται η σύγ­χυ­ση και διά­σπα­ση του κοι­νω­νι­κού/τα­ξι­κού και του ιδε­ο­λο­γι­κού από την ίδια την κυ­βέρ­νη­ση.

Ο στρα­τη­γι­κός πα­ρά­γο­ντας «αρι­στε­ρά» κα­θο­ρί­ζει τους άλ­λους δύο τα­κτι­κούς/πο­λι­τι­κούς στό­χους. Ο στό­χος «αντι­μνη­μό­νιο» απο­κτά τα­ξι­κό νόημα και ση­μα­το­δο­τεί­ται από την άμεση ανα­τρο­πή της λι­τό­τη­τας και τη σύ­γκρου­ση με τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη στρα­τη­γι­κή, σε όλες τις εκ­φάν­σεις της. Διότι αν «αντι­μνη­μό­νιο» ση­μαί­νει πρω­τί­στως «ανά­πτυ­ξη» (επει­δή η λι­τό­τη­τα υπο­τί­θε­ται ότι είναι «λάθος πο­λι­τι­κή» ή πο­λι­τι­κή που ευ­νο­εί απο­κλει­στι­κά τους «δα­νει­στές»), τότε πα­ρα­κάμ­πτε­ται η προ­τε­ραιό­τη­τα του ερω­τή­μα­τος της ανα­δια­νο­μής και των συμ­φε­ρό­ντων της ερ­γα­σί­ας. Επί­σης φαί­νε­ται ακα­τα­νό­η­τη η συ­σπεί­ρω­ση μιας μειο­ψη­φι­κής μεν, αλλά συ­μπα­γούς με­ρί­δας του πλη­θυ­σμού (των «ισχυ­ρών» ή των «από πάνω») στο μνη­μό­νιο ή/και τη λι­τό­τη­τα. Η λι­τό­τη­τα είναι τα­ξι­κή πο­λι­τι­κή: Είναι «ορθή» για το κε­φά­λαιο και κα­τα­στρο­φι­κή για την ερ­γα­σία. Συ­νε­πώς η αρι­στε­ρή, ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­κή πρέ­πει πρώτα απ’ όλα να ση­μαί­νει μέτρα ανα­δια­νο­μής σε όφε­λος του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας και γε­νι­κό­τε­ρα της κοι­νω­νι­κής πλειο­ψη­φί­ας και ανα­τρο­πής του συ­σχε­τι­σμού που δια­μόρ­φω­σαν τα μνη­μό­νια υπέρ του εγ­χώ­ριου με­γά­λου κε­φα­λαί­ου, ανε­ξάρ­τη­τα από το σχέ­διο της «ανά­πτυ­ξης». Ση­μαί­νει ένα πρό­γραμ­μα – μνη­μό­νιο για το κε­φά­λαιο. Είναι προ­φα­νές ότι εάν ση­μα­το­δο­τη­θεί ως ένα σχέ­διο που απο­σκο­πεί κατά προ­τε­ραιό­τη­τα στην «ανά­πτυ­ξη» ακυ­ρώ­νει πά­ραυ­τα κάθε τα­ξι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό. Αντί­στοι­χα ο στό­χος «άρ­νη­ση χρέ­ους και ευρώ» νοη­μα­το­δο­τεί­ται σαν συ­νέ­πεια της προη­γού­με­νης επι­λο­γής. Ενώ είναι εντε­λώς ξε­κά­θα­ρο ότι το αρι­στε­ρό, ρι­ζο­σπα­στι­κό και τα­ξι­κό πρό­γραμ­μα οδη­γεί­ται ανα­πό­τρε­πτα στην σύ­γκρου­ση με την ευ­ρω­ζώ­νη δεν ισχύ­ει και η αντί­θε­τη ανά­γνω­ση. Ότι δη­λα­δή κάθε εί­δους σύ­γκρου­ση με την ευ­ρω­ζώ­νη απο­τε­λεί επι­λο­γή αρι­στε­ρή, ρι­ζο­σπα­στι­κή και τα­ξι­κή. Εδώ ανα­δει­κνύ­ε­ται ένα σο­βα­ρό θε­ω­ρη­τι­κό ζή­τη­μα καθώς είναι προ­βλη­μα­τι­κό και πο­λι­τι­κά απο­λύ­τως αδιέ­ξο­δο να τί­θε­ται από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά ως προ­ο­πτι­κή η ανα­τρο­πή της «πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης» από την σκο­πιά της «επι­στρο­φής» στο κα­θε­στώς των εθνι­κών κρα­τών. Η μο­να­δι­κή προ­σέγ­γι­ση των μαρ­ξι­στών (και όχι μόνο) ήταν πάντα και πα­ρα­μέ­νει η πυ­ρο­δό­τη­ση φαι­νο­μέ­νων «ντό­μι­νο» που θα κά­νουν εφι­κτή την διε­θνή εξά­πλω­ση του αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού (σο­σια­λι­στι­κού) υπο­δείγ­μα­τος. Έτσι μόνο απο­κτά νόημα η «έξο­δος από την ΟΝΕ/ΕΕ», ως ρήξη του «αδύ­να­μου κρί­κου» με διε­θνι­στι­κή προ­ο­πτι­κή. Την οπτι­κή αυτή αντι­στρα­τεύ­τη­κε η στα­λι­νι­κή αντί­λη­ψη της «θε­ω­ρί­ας των στα­δί­ων», των «λαϊ­κών με­τώ­πων» και του «σο­σια­λι­σμού σε μια χώρα» η οποία έχει χρε­ο­κο­πή­σει ιστο­ρι­κά σε τέ­τοιο βαθμό που κα­νείς δεν τολμά πια να την υπο­στη­ρί­ξει ανοι­χτά – όσο κι αν πα­ρα­μέ­νει «εμπει­ρι­κά» πα­ρού­σα στις αντι­λή­ψεις και τις επι­λο­γές τμή­μα­τος της αρι­στε­ράς.

Στις τρέ­χου­σες συν­θή­κες, πε­ρισ­σό­τε­ρο και από πριν, η ανά­λη­ψη της ευ­θύ­νης των απα­ντή­σε­ων και η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τά τους στην δια­πά­λη του «αρι­στε­ρά – δεξιά» είναι που θα κρί­νει την οι­κο­δό­μη­ση και μα­ζι­κο­ποί­η­ση του αρι­στε­ρού πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου που διεκ­δι­κεί ρόλο κα­θο­ρι­στι­κό σ’ αυτή την πε­ρί­ο­δο. Εκεί­νη η αρι­στε­ρά δη­λα­δή που μπο­ρεί να απα­ντά πιο άμεσα, ξε­κά­θα­ρα και απο­τε­λε­σμα­τι­κά στα κυ­ρί­αρ­χα ιδε­ο­λο­γή­μα­τα και τις «εφαρ­μο­γές» τους στην πα­ρού­σα φάση (ΤΙΝΑ – «ανά­πτυ­ξη» – με­ταρ­ρύθ­μι­ση της ΟΝΕ/ΕΕ – εθνι­κή ενό­τη­τα και συμ­φέ­ρον – ν/φ πρό­γραμ­μα με δίχτυ προ­στα­σί­ας κ.λ.π.), απέ­να­ντι στην ΝΔ και στα ΜΜΕ ταυ­τό­χρο­να  με τις αντί­στοι­χες επι­λο­γές της κυ­βέρ­νη­σης και του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

Ωστό­σο η επι­λο­γή της διεκ­δί­κη­σης των «αρι­στε­ρών απα­ντή­σε­ων» που εκ­θέ­τει την δήθεν κυ­βέρ­νη­ση της «αρι­στε­ράς» και ανα­λαμ­βά­νει την ευ­θύ­νη της ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κής σύ­γκρου­σης με την δεξιά και το αστι­κό απα­ράτ εντός και εκτός της χώρας ση­μαί­νει την διεκ­δί­κη­ση σε πρώτο χρόνο της εκ νέου συ­γκέ­ντρω­σης δύ­να­μης του «κό­σμου της αρι­στε­ράς» η οποία στις πα­ρού­σες συν­θή­κες απαι­τεί την επι­μο­νή στις πλα­τιές και πο­λυ­τα­σι­κές αρι­στε­ρές συ­σπει­ρώ­σεις με­τα­θέ­το­ντας την πάλη για την ηγε­μο­νία στο εσω­τε­ρι­κό τους. Ση­μαί­νει την απαλ­λα­γή από την ολέ­θρια και δια­λυ­τι­κή προ­σχώ­ρη­ση στην με­τα­μο­ντέρ­να απο­δό­μη­ση των εν­νοιών και της θε­ω­ρί­ας, από την υπο­χώ­ρη­ση των στρα­τη­γι­κών, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κών θε­με­λί­ων του ερ­γα­τι­κού, μα­ζι­κού κι­νή­μα­τος, από τον σε­χτα­ρι­σμό της «μο­να­δι­κής ορ­γά­νω­σης με την σωστή γραμ­μή» που κρύ­βει την στρα­τη­γι­κή της «μη ανά­λη­ψης της ευ­θύ­νης» ακόμη και από τον «σε­χτα­ρι­σμό» της μη συμ­με­το­χής και ου­σια­στι­κά της απο­στρά­τευ­σης. 

Στην εποχή όπου πλή­θος συ­στη­μι­κών δια­νο­ού­με­νων και αρ­θρο­γρά­φων σε κε­ντρι­κά αστι­κά μέσα διε­θνώς ανα­κα­λύ­πτουν το στρα­τη­γι­κό αδιέ­ξο­δο του συ­στή­μα­τος συ­νο­λι­κά, την αντί­θε­ση της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής με τη δη­μο­κρα­τία, την αύ­ξη­ση των δια­κρί­σε­ων και τη συ­γκέ­ντρω­ση του πλού­του, την ίδια την προ­ο­πτι­κή της κα­τα­στρο­φής του πλα­νή­τη, στην εποχή όπου η ίδια η χρε­ω­κο­πη­μέ­νη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία προ­σπα­θεί να ξα­να­βρεί την επι­κοι­νω­νία με τους «από κάτω» για να εξα­κο­λου­θή­σει να υπάρ­χει ως δια­κρι­τός πο­λι­τι­κός πόλος, την εποχή που τα σύν­νε­φα του πο­λέ­μου και οι στρα­τιές των προ­σφύ­γων πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται, στην εποχή που η απει­λή της ακρο­δε­ξιάς και του φα­σι­σμού ξα­να­προ­βάλ­λει από τον σκου­πι­δο­τε­νε­κέ της Ιστο­ρί­ας, η πρό­κλη­ση αφορά την μα­ζι­κή πο­λι­τι­κή και την ορ­γά­νω­ση της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής αρι­στε­ράς. Οι απα­ντή­σεις και οι επι­λο­γές δεν προ­κύ­πτουν αβί­α­στα πρέ­πει όμως να ξε­κι­νούν πάντα από την προ­βο­λή του στρα­τη­γι­κού στό­χου αγκα­λιά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να με εμπι­στο­σύ­νη την κί­νη­ση και την αυ­τε­νέρ­γεια των μαζών.

Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο στην ση­με­ρι­νή Ελ­λά­δα η οποία πα­ρα­μέ­νει αντι­κει­με­νι­κά ένας αδύ­να­μος κρί­κος της ευ­ρω­παϊ­κής και όχι μόνο, κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και όπου, παρά το πι­σω­γύ­ρι­σμα της μνη­μο­νια­κής κυ­βέρ­νη­σης του Τσί­πρα η κοι­νω­νία απέ­χει από την απο­δο­χή της ισο­πέ­δω­σής της.

Ετικέτες