Η απάντηση βρίσκεται στις προτεραιότητες. Αναδιανομή ή ανάπτυξη;
Στο ξεκίνημα του 2017 ο κόσμος μοιάζει να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο σε μια δίνη, κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική, οικολογική που έχει στη βάση της την οικονομική κρίση και καταβροχθίζει πλούτο, ζωές, αξίες, κατακτήσεις, δικαιώματα, πολιτισμό, ειρήνη…
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 άνοιξε μια εποχή παρακμής και πτώσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής μετά από δεκαετίες διεθνούς κυριαρχίας της «παγκοσμιοποιημένης» οπτικής σε όλο το φάσμα των επιλογών, οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών. Στην Ευρώπη το «όραμα» της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέσα από την διαδικασία της ΕΕ/ΟΝΕ καθόρισε τους στόχους του συνόλου σχεδόν των ευρωπαϊκών κρατών. Τα τελευταία χρόνια της κρίσης τα ιδεολογήματα για την αποτελεσματικότητα και την προοπτική της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στην παγκοσμιοποιημένη σύγχρονη πραγματικότητα (όπως πχ η «μεγάλη ιδέα» της ισχυρής «ευρωπαϊκής Ελλάδας») έχουν υποχωρήσει δραματικά και έχει απομείνει μόνο η σκληρή λιτότητα, η άνοδος των πολεμικών συγκρούσεων, των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων και το «ΤΙΝΑ».
Προστατευτισμός/εθνικισμός: μια συστημική απάντηση στην κρίση της «παγκοσμιοποίησης»
Τώρα πια, με τη νίκη του Τράμπ λίγο μετά το BREXIT ανοίγει μια νέα σελίδα στην κλιμάκωση της βαρβαρότητας και αναπτερώνει τις προσδοκίες των ακροδεξιών ευρωσκεπτικιστών ενόψει πολλών ευρωπαϊκών εκλογών και πρώτα απ’ όλα της Μαρί Λεπέν στην Γαλλία. Ο προστατευτισμός / εθνικισμός έρχεται να δώσει μια διαφορετική εκδοχή στην διαχείριση της κρίσης αλλάζοντας ωστόσο μόνο τον «αριθμητή», τις επιλογές για το κυνήγι της ανάπτυξης, μετακινώντας το «κέντρο» από το διεθνές στο εθνικό πεδίο και κρατώντας τον ίδιο «παρονομαστή», δηλαδή την αντιμετώπιση της εργατικής τάξης, της νεολαίας, των γυναικών, των προσφύγων/ μεταναστών και γενικότερα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και των αποκλεισμένων ως αυτούς που θα «πληρώσουν το μάρμαρο» της κρίσης με την ζωή τους ακόμη και ως ωμό κρέας για τις πολεμικές μηχανές.
Το γεγονός ότι ο προστατευτισμός / εθνικισμός ευνοεί την κλιμάκωση των, ψυχρών και θερμών, πολεμικών ανταγωνισμών, ότι αποτελεί εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη του ρατσισμού και του φασισμού, ότι επιταχύνει την καταστροφή του περιβάλλοντος δεν σημαίνει ασφαλώς τίποτα καλύτερο για την ακραιφνή νεοφιλελεύθερη «παγκοσμιοποιημένη» αντίληψη που συγκροτεί το διεθνές στάτους, απέναντι στην οποία υποτίθεται ότι αποτελεί εναλλακτική. Οι εξελίξεις αυτές ενδεχομένως θα τροφοδοτήσουν εκ νέου μια συζήτηση που έρχεται από το παρελθόν και με διάφορους τρόπους εμφανίζεται «επικαιροποιημένη», ως προς την ιστορική προοπτική του ιμπεριαλισμού και την αδυναμία/δυνατότητα να ολοκληρωθεί σε παγκόσμιο σύστημα. Όμως σ’ αυτή την συζήτηση, το σημαντικό στοιχείο από την σκοπιά των από κάτω και της σοσιαλιστικής προοπτικής, έρχεται επίσης από το παρελθόν και αφορά στην διαπίστωση πως κάθε φορά που το σύστημα βυθίζεται στις αντιφάσεις του προσφέρει αντικειμενικά τις δυνατότητες για την ανατροπή του. Προϋπόθεση, βέβαια, αποτελεί αυτή η αντίληψη, της μαρξιστικής επαναστατικής σκοπιάς, να κατισχύσει και στον υποκειμενικό παράγοντα, στην πολιτική Αριστερά. Δηλαδή να μην αναζητά τις απαντήσεις σε καμιά από τις «αντιμαχόμενες» αστικές προσεγγίσεις αλλά να «δει» και να προσηλωθεί στην ευκαιρία της ιστορικής περιόδου για την όξυνση της ταξικής και πολιτικής πάλης και για την ανάπτυξη των δικών της δυνάμεων. Να δει την ευκαιρία για τη διαρκή και βαθύτερη αποσταθεροποίηση του συστήματος υπό την πίεση και τις κατακτήσεις του κόσμου της εργασίας και των «από κάτω» γενικότερα. Πρέπει να συγκροτεί μια στρατηγική περιόδου, με συνείδηση ότι δεν αποτελεί γραμμική εξέλιξη – μια καρικατούρα της ταξικής και πολιτικής πάλης. Μιας περιόδου πως όπως φαίνεται έχει ακόμη χρόνο μπροστά της, επεισόδια και ανατροπές, με ανοιχτό ορίζοντα. Μιας περιόδου όπου η πολιτική διάσταση της κρίσης «άνοιξε τον δρόμο» (μετά από πολλές δεκαετίες) στο κεντρικό πολιτικό πεδίο σε φορείς της επαναστατικής αντίληψης της αριστεράς, μέσω των «πλατιών κομμάτων», σε πολλές ευρωπαϊκές, τουλάχιστον, χώρες αναδεικνύοντας (και) μ’ αυτόν τον τρόπο το ιδεολογικοπολιτικό κενό καθώς και τις (ιστορικές) δυνατότητες να διεκδικηθεί από την επαναστατική / αντικαπιταλιστική στρατηγική…
Δύο χρόνια «αριστερής» μνημονιακής κυβέρνησης
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης και να αποτελεί αδύναμο κρίκο των ευρωπαϊκών και διεθνών αντιφάσεων που συμπυκνώνονται στην αντιμετώπιση του χρέους και της λιτότητας. Έχει ωστόσο υποχωρήσει ο κρίσιμος παράγοντας της ταξικής πάλης και της αριστερής προοπτικής μετά από την παταγώδη ήττα της κοινωνικής και πολιτικής διαδικασίας που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση. Ήττα που υπονομεύει άμεσα την ίδια την κυβέρνηση και τα σχέδια του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ για την «αναστύλωση» του σοσιαλδημοκρατικού πόλου στον εγχώριο δικομματισμό / διπολισμό και την μακροημέρευση του συγκεκριμένου πολιτικού προσωπικού στην διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού. Εντούτοις, θα είναι ηττοπαθής και εν τέλει καταστροφική η υποτίμηση ή/και υπερτίμηση του ενός εκ των δύο, είτε της υποχώρησης του κινήματος και της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης προβάλλοντας την επιθυμία και τον στόχο για άμεση ανατροπή (εναλλακτικό «κυβερνητικό πρόγραμμα της αριστεράς») είτε του αντικειμενικού χαρακτήρα της Ελλάδας ως αδύναμου κρίκου της ευρωπαϊκής κρίσης παραβλέποντας έτσι την διαρκή συστημική αδυναμία πολιτικής και κοινωνικής σταθεροποίησης και ειρήνευσης στη περίοδο (δυνατότητα της αναζωπύρωσης του κινήματος και της διαδικασίας αριστερής ριζοσπαστικοποίησης).
Σήμερα, δύο χρόνια μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, το αριστεροδέξιο, μνημονιακό, κυβερνητικό μόρφωμα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή καθώς δυσκολεύεται να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση υποκύπτοντας στις σκληρές απαιτήσεις των δανειστών που και αυτοί με τη σειρά τους σπαράζονται από αντιφάσεις. «Τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές ή εκλογές» είναι η δημοσιογραφική προσέγγιση της συγκυρίας και μάλιστα χρωματισμένη από τις επιθυμίες των αντιπάλων της κυβέρνησης, κυρίως της δεξιάς, στην χώρα και πανευρωπαϊκά. Βέβαια, η αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τους δανειστές είναι στην πραγματικότητα πιο σύνθετη καθώς λαμβάνει χώρα σε μια ιστορική στιγμή όπου τα υπαρξιακά αδιέξοδα της ΟΝΕ/ΕΕ έχουν «χτυπήσει κόκκινο» και οι θεωρίες για την «Ευρώπη των δύο ταχυτήτων» έχουν ξεπεράσει πλέον την αποκλειστικότητα των μύχιων επιθυμιών του Σόιμπλε. Θεωρίες οι οποίες όχι απλά ευνοούν το GREXIT αλλά το αναζητούν και το επιδιώκουν. Το μέγεθος του προβλήματος φαίνεται από πλήθος δηλώσεων και επιλογών όπως πχ την απροθυμία της Ιταλίας να δηλώσει νέους στόχους μείωσης των δαπανών ή την ουσιαστική δήλωση του Τουσκ για την αδυναμία αντιμετώπισης των ισχυρών ιμπεριαλιστικών πόλων, ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα από οποιαδήποτε μεμονωμένη ευρωπαϊκή χώρα στις σύγχρονες συνθήκες. Όμως η βαθιά ατέλεια του ευρωπαϊκού αρχιτεκτονήματος δοκιμάζεται από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις σε κάθε χώρα χωριστά και μάλιστα σε μια συγκυρία όπου πολλές εκλογικές διαδικασίες θα γίνουν σε κεντρικές χώρες (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία αλλά και πιθανών σε Ιταλία, Ισπανία) στους επόμενους μήνες με επίδικο όχι μόνο τη σύγκρουση των ευρωπαϊστών με τους ανερχόμενους ευρωσκεπτικιστές αλλά και τη σύγκρουση μεταξύ των βασικών εκφραστών του διπολισμού/ δικομματισμού και ενίοτε κυβερνητικών συνέταιρων, σοσιαλδημοκρατίας και δεξιάς, πρώτ’ απ’ όλα στην Γερμανία. Η ελληνική κυβέρνηση ποντάρει σ’ αυτές τις αντιθέσεις και ελπίζει στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στην οποία ατύπως έχει ήδη ενταχθεί και από την οποία απολαμβάνει την όποια στήριξη, αναιμική για το μέγεθος των προκλήσεων, είναι η αλήθεια.
Σ’ αυτό το πλαίσιο ερμηνεύεται το άνοιγμα της συζήτησης για το GREXIT από αστικούς παράγοντες στην Ελλάδα (Σημίτης, ΜΜΕ και βεβαίως ΣΕΒ) αλλά και με την κατάργηση της «απαγόρευσης» αυτής της συζήτησης στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, με «λαγό» τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο Ξυδάκη. Μια συζήτηση που συνεπικουρείται τούτη την ώρα ανεπίσημα και από το νέο καθεστώς των ΗΠΑ στα πλαίσια της επιθετικής στάσης του απέναντι στην ΟΝΕ/ΕΕ – Γερμανία. Η συζήτηση αυτή ανοίγει ακριβώς επειδή το ενδεχόμενο εμφανίζεται ως εντελώς ρεαλιστικό αποκαλύπτοντας το …προφανές, ότι δηλαδή η επιλογή αυτή δεν αποτελεί ταμπού για τον εγχώριο αστισμό, όσο κι αν δεν αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα. Το τι σημαίνει το GREXIT από την αστική σκοπιά παρουσιάζει εύγλωττα ο ίδιος ο ΣΕΒ στα σχετικά δελτία αναλύοντας τα απαραίτητα μνημόνια που πρέπει να συνοδεύουν κάθε νομισματική εκδοχή. Εδώ κάπου μπαίνει στο κάδρο αυτής της συζήτησης και το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής που αποφασίζει μια πιο καθαρή τοποθέτηση υπέρ της δραχμής, απ’ ότι στο παρελθόν, κυρίως όμως για να διαπραγματευτεί με αστικές μερίδες το στιβαρό και ανθεκτικό της ποσοστό το οποίο ασφαλώς δεν απέκτησε με κέντρο την δραχμή αλλά με βάση στοιχεία της ακροδεξιάς ιδεολογικής της ταυτότητας.
Για την κυβέρνηση η δυσκολία είναι προφανής καθώς η αποδοχή των μέτρων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας (αφορολόγητο, συντάξεις, εργασιακά κ.α.) θα την βυθίσει σε ακόμη μεγαλύτερη ανυποληψία στα μάτια του κοινωνικού και εκλογικού ακροατηρίου. Όμως και η επιλογή των εκλογών δεν είναι απλή καθώς απαιτεί μια κεντρική διακύβευση που θα την κάνει αξιόμαχη. Υπάρχει βέβαια πάντα και η επιλογή της «οικουμενικής κυβέρνησης» αν και δεν φαντάζει τούτη την ώρα πολύ πιθανή. Το προφανώς ευκταίο για την κυβέρνηση είναι να φτάσει σε μια συμφωνία η οποία αφενός θα έχει τα λιγότερο δύσπεπτα μέτρα σε συνδυασμό με κάποιες υποσχέσεις για το χρέος που θα μπορέσει να τις παρουσιάσει ως εξέλιξη, ως κάποια μορφή νίκης. Εντούτοις, ακόμη κι αν οι ευρωπαϊκές και διεθνείς πολιτικές εξελίξεις ευνοήσουν την πιο αποφασιστική στήριξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στην ελληνική κυβέρνηση και οδηγήσουν σε «ελάφρυνση» του μείγματος των αποφάσεων για την Ελλάδα, κάτι που είναι τουλάχιστον απρόβλεπτο, ενδέχεται η διαπραγμάτευση να φτάσει στο «παρά πέντε», εκεί που πιάνουν τόπο (ή όχι βέβαια) οι εκβιασμοί, δηλαδή στις αρχές του καλοκαιριού όπου χρειάζεται να πληρωθούν τα ομόλογα.
Απ’ την άλλη, η επιλογή των εκλογών από τον ΣΥΡΙΖΑ κρύβει την υποχρέωση της στροφής σε πειστικά σκληρή στάση απέναντι στους δανειστές κάτι που σήμερα δεν μπορεί να υποστηριχθεί χωρίς τουλάχιστον τον υπαινιγμό του ενδεχόμενου της ρήξης και της εξόδου από το ευρώ (το λιγότερο μια στάση τύπου Βαρουφάκη). Ίσως εδώ να προκύπτει μια ερμηνεία για τις δηλώσεις Ξυδάκη και κυρίως για την (μη) αντίδραση του Μαξίμου.
GREXIT ή LEXIT;
Όλες αυτές οι εξελίξεις - απεικόνιση των οποίων αποτελεί επίσης το σταθερά υψηλό ποσοστό της κοινωνικής μειοψηφίας που δηλώνει υπέρμαχος του GREXIT (γύρω στο 30% εδώ και πολλούς μήνες) – αναδεικνύουν νέα δεδομένα στην αριστερά και αφήνουν εκτεθειμένες όλες τις βασικές τρέχουσες γραμμές που έχουν οδηγήσει στον πολυκερματισμό του χώρου μεταφέροντας τα αδιέξοδα σ’ ένα ευρύ κοινωνικό / εκλογικό τμήμα που επιθυμεί αριστερή απάντηση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, σαφώς ευρύτερο από το άθροισμα των δημοσκοπικών εκλογικών επιδόσεων κάθε σχήματος χωριστά.
Τα επιχειρήματα μιας προηγούμενης περιόδου, αφενός ότι το GREXIT αποτελεί «μονοπώλιο» της αριστεράς και μάλιστα της αντικαπιταλιστικής επειδή ο ελληνικός αστισμός είναι αμετακίνητα ευρωπαϊστικός και αφετέρου ότι το μείζον αφορά στο να πειστεί σημαντικό κοινωνικό τμήμα ότι η επιστροφή στην δραχμή δεν αποτελεί καταστροφή, δεν έχουν πλέον σοβαρή υπόσταση. Όσο κι αν οι επιλογές του εγχώριου αστικού συστήματος και των πολιτικών αλλά και δημοσιογραφικών του εκπροσώπων εξακολουθούν να είναι η προσκόλληση στην ευρωπαϊκή προοπτική, στο πεδίο της ιδεολογικοπολιτικής συζήτησης στην κοινωνία και στο πεδίο της πολιτικής προπαγάνδας η συζήτηση έχει «νομιμοποιηθεί» και έχει ανοίξει διάπλατα. Είναι πλέον σαφές ότι χρειάζεται τουλάχιστον η διάκριση του αριστερού σχεδίου της ρήξης με την ΟΝΕ/ΕΕ (LEXIT) από τις αστικές, δεξιές και ακροδεξιές εκδοχές. Πόσο καθαρό είναι στο κοινωνικό ακροατήριο ότι απέναντι στον ευρωπαϊκό «μονόδρομο» βρίσκονται τουλάχιστον δύο διαφορετικά πολιτικά σχέδια που όχι μόνο δεν εφάπτονται αλλά είναι σε σκληρή εχθρότητα και αντιπαράθεση; Πόσο διαφορετική είναι στα μάτια της κοινωνίας και ιδιαίτερα των εργαζόμενων και των λαϊκών τάξεων η δραχμή του Σόιμπλε, του ΣΕΒ, του Ξυδάκη από αυτή της ΛΑΕ, του Λαπαβίτσα, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όψιμα της Ζωής Κωσταντοπούλου; Πολύ περισσότερο από την ασαφή εναλλακτική του ΚΚΕ. Ήδη το κοινωνικό ποσοστό που καταγράφεται υπέρ της δραχμής είναι τέτοιου μεγέθους που αν αντιστοιχούσε στην αριστερά θα επαρκούσε για άμεσες ανατροπές! Είναι όμως έτσι; Κανείς δυστυχώς δεν μπορεί σοβαρά να το ισχυριστεί αυτό!
Στις μέρες μας επιβεβαιώνεται με τρόπο πικρό ότι με προτεραιότητα το νομισματικό δίλλημα και τις απαντήσεις εντός του πλαισίου της αστικής οικονομικής αντίληψης (η δήθεν «μία», «αντικειμενική» οικονομική επιστήμη) οδηγούνται οι αριστερές φωνές σε τουλάχιστον δύσκολα σημεία που κρύβουν κινδύνους ακόμη και γελοιοποίησης όταν τα επιχειρήματα εγκλωβίζονται στην «τεχνική» διάσταση και καλούνται να απαντήσουν αν το GREXIT θα είναι συμφωνημένο με τον ευρωπαϊκό και διεθνή παράγοντα (μνημόνιο δραχμής), αν και πόσο θα υποτιμηθεί το νέο νόμισμα, πως θα λυθεί το ζήτημα της ρευστότητας, ποια θα είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας και πόσο διαφορετική μπορεί να είναι αυτή από το δόγμα της εξάρτησης της εργασίας από την «ανάπτυξη» και την «προσέλκυση επενδύσεων» και εν τέλει που βρίσκεται μέσα σ’ όλα αυτά η ουσιαστική ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας, η πραγματική αναδιανομή πλούτου και ισχύος υπέρ των «από κάτω» του κόσμου της εργασίας / ανεργίας, της νεολαίας, των γυναικών, των απανταχού αποκλεισμένων….
Η απάντηση βρίσκεται στις προτεραιότητες. Αναδιανομή ή ανάπτυξη; Εργατική τάξη, άνεργοι, νεολαία ή γενικά η κοινωνία (διαταξική ενότητα εργαζομένων, άνεργων, μεσοαστών, αστών κ.λ.π.); Η σύγκρουση με την ΟΝΕ/ΕΕ είναι συνέπεια του στρατηγικού και όχι ο στρατηγικός στόχος ο ίδιος. Ούτε καν ο κεντρικός πολιτικός στόχος! Είναι η συνέπεια της ανατροπής του νεοφιλελευθερισμού και της λιτότητας καθώς και της αντίστροφης αναδιανομής από τα κάτω προς τα πάνω που λαμβάνει χώρα στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων. Απ’ τ’ αριστερά! Καθώς μόνο «απ’ τα κάτω» και «απ’ τ’ αριστερά» έχουν νόημα (όλων των ειδών) οι ανατροπές για την αντικαπιταλιστική, σοσιαλιστική στρατηγική.
Στο υπόβαθρο βρίσκεται πάντα το ερώτημα «σε ποιόν απευθύνεσαι». Γιατί βέβαια για ένα ευρύτατο κοινωνικό τμήμα τα ζητήματα της ρευστότητας, της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας, των καταθέσεων κ.λ.π. λίγη σημασία έχουν καθώς δεν έχουν επιχειρήσεις (έστω μικρές ακόμη και ατομικές), δεν έχουν καταθέσεις, συχνά δεν έχουν καν δουλειά (σε επίπεδο κοινωνικών / ταξικών προτεραιοτήτων καθώς σε εξατομικοποιημένο επίπεδο οι διαχωριστικές δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρες)… Η διαφορά με το πρόσφατο παρελθόν, πριν από την υπογραφή του «αριστερού» μνημονίου, βρίσκεται στην αλλαγή της κατάστασης στην κοινωνία με την υποχώρηση της ριζοσπαστικής δυναμικής που ενοποιούσε υποτελείς τάξεις και στρώματα υπό την ηγεμονία του μαζικού κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς (μόνο στην προπαγάνδα όπως αποδείχτηκε αν και αυτό δεν τροποποιεί την διαπίστωση για την κοινωνική διαδικασία) με αποκορύφωμα το ίδιο το δημοψήφισμα. Σήμερα οι συνθήκες μετεωρίζονται στο μεταίχμιο της εκ νέου κοινωνικής έγερσης ή της υποταγής στον ρεαλισμό της αγοράς. Το στοίχημα δεν έχει κριθεί! Η δυνατότητα άσκησης μαζικής, ριζοσπαστικής, αριστερής πολιτικής είναι παρούσα στην περίοδο. Χρειάζεται ωστόσο εκ νέου συγκέντρωση δύναμης των «από κάτω» υπό την ιδεολογικοπολιτική ηγεμονία της ριζοσπαστικής αριστεράς. Χρειάζεται προετοιμασία.
Μαζική αντικαπιταλιστική πολιτική και μεταβατική αντίληψη
Στην πραγματικότητα αυτή η συζήτηση αφορά στο νόημα και στην ερμηνεία της μεταβατικής προσέγγισης. Το ΚΚΕ ισχυρίζεται ότι τέτοια δεν υπάρχει καθώς οδηγείται πάντα στον αστικό κυβερνητισμό, στην κεντροαριστερά, ενισχύοντας μάλιστα την θέση του από τα αποτελέσματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ως εκ τούτου μετατρέπεται ο στόχος της ανατροπής και η επικαιρότητα του Σοσιαλισμού σε θρησκευτικό εικόνισμα που ποτέ δεν μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει στην πραγματική ζωή. Καμιά ελπίδα για τους «από κάτω», πολύ περισσότερο αν …. δεν είναι μέλη του κόμματος. Η σοσιαλιστική επανάσταση, για να θυμηθούμε και την επέτειο των 100 χρόνων, όχι ως δυνατότητα των «απλών» ανθρώπων αλλά μάλλον ως έννοια συγγενής με την αποκάλυψη του Ιωάννη. Μια τέτοια προσέγγιση φυσιολογικά οδηγεί ή/ και προκύπτει στον ή/και από τον, πιο βαθύ αριστερίστικο σεχταρισμό. Αφού δεν υπάρχει πια «σοσιαλιστική πατρίδα» δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη….
Απέναντι σ’ αυτή την οπτική δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί ασφαλώς η …. επιβεβαίωσή της! Το σύνθημα «κυβέρνηση της αριστεράς» δεν είναι σύνθημα και στόχος «παντός καιρού». Το «μεταβατικό πρόγραμμα» δεν είναι προϊόν «εργαστηρίου» με μόνιμα χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν είναι το πρόγραμμα ενός νομίσματος. Το GREXIT με … τακτική! Αντίθετα αποτελεί την εμβάθυνση και την πολιτικοποίηση της τακτικής του «ενιαίου μετώπου», είναι πρόγραμμα «κινητό», διαλεκτικά δεμένο με το επίπεδο της ταξικής και πολιτικής πάλης και σκοπεύει διαρκώς και κατά απόλυτη προτεραιότητα στην ενοποίηση των δυνάμεων της εργατικής τάξης και υπό την ηγεμονία της όλων των «από κάτω» σε μια πορεία προς την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Χωρίς στάδια! Γι αυτό και δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ζητούμενη ηγεμονία των μισθωτών, των σύγχρονων προλετάριων και των επαναστατικών ιδεών της ταξικής και κατά συνέπεια συνολικά της κοινωνικής απελευθέρωσης, με ότι άλλο είναι διαθέσιμο στην περίοδο, μικρομεσαία στρώματα, αγρότες κ.λ.π. Πολύ περισσότερο δεν αφορά στις απολύτως χρεωκοπημένες ιδέες των διαταξικών «λαϊκών μετώπων» που τόσες τραγωδίες έχουν προκαλέσει στο μαζικό και στο κομμουνιστικό κίνημα με πιο πρόσφατη ελληνική εμπειρία το «βρώμικο ‘89».
Μεταξύ του «αριστερισμού» και του «κυβερνητισμού» υπάρχει μια ισχυρή υπόγεια σύνδεση που στην Ιστορία καταγράφηκε ξεκάθαρα στην σταλινική πολιτική της «τρίτης περιόδου» και αφορά στην παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης στην αυτενέργεια και στην κίνηση των μαζών και εν τέλει στην απόρριψη της επικαιρότητας της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του Σοσιαλισμού. Τότε την πολιτική αυτή την γεννούσαν οι ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής της σταλινικής κρατικοκαπιταλιστικής υπερδύναμης που καθοδηγούσε τα κομμουνιστικά κόμματα διεθνώς οδηγώντας τα από ήττα σε ήττα. Σήμερα οι συναφείς προσεγγίσεις μοιάζουν σαν σκιά ενός χαμένου καθεστώτος. Η άρνηση της σύγχρονης πραγματικότητας και μαζί μ’ αυτήν κάθε σύγχρονης ευκαιρίας για την ανοικοδόμηση της μαζικής κοινωνικής ελπίδας ότι υπάρχει διέξοδος από τον βάρβαρο, αυτοκαταστροφικό καπιταλισμό. «Ομπίντα»!
Απ’ αυτή την σκοπιά σήμερα δεν τίθεται άμεσα το ζήτημα της «κυβέρνησης της αριστεράς» στην Ελλάδα, όσο κι αν το σύνθημα παραμένει χρήσιμο και λειτουργικό στην περίοδο. Υπάρχει η δυνατότητα να οικοδομηθούν εκ νέου οι δυνατότητες της συγκέντρωσης δύναμης ξεκινώντας κυριολεκτικά «από τα κάτω» και ταυτόχρονα επιδιώκοντας σταθερά το «μέτωπο της αριστεράς».
Στις συγκεκριμένες τρέχουσες συνθήκες στην Ελλάδα το ζήτημα της «ενότητας» και του «μετώπου» αποκτά πλέον χαρακτηριστικά «αυταξίας» προκειμένου η αριστερά να φιλοδοξεί δια της συγκέντρωσης της δύναμης της τη διεκδίκηση σημαντικού κοινωνικού τμήματος πρώτ’ απ’ όλα άμεσα στην διαδικασία συγκρότησης κινήματος και αντιστάσεων. Όμως ακόμη και στις προσεχείς (όποτε συμβούν) εκλογές αντιμετωπίζοντας σε ένα βαθμό το κεντρικό εκλογικό δίλλημα για τον κόσμο της αριστεράς «ΣΥΡΙΖΑ ή ΝΔ». Σε άλλη περίπτωση η μοίρα όλων των σχημάτων πλην ΚΚΕ (ΛΑΕ, Πλεύση, ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι μάλλον σκοτεινή (πιθανά όλοι εκτός Βουλής).
Την κύρια ευθύνη για την κατάσταση στην πολιτική αριστερά την έχει το ΚΚΕ – χωρίς αυτό να ελαφραίνει την ευθύνη του μικρομέγαλου σεχταρισμού των υπολοίπων, κυρίως της, υπό την ηγεμονία του ΝΑΡ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του σχήματος της Ζωής Κωσταντοπούλου.
Ο αριστερισμός του ΚΚΕ είναι η μια πλευρά του νομίσματος και η ηττοπάθεια η άλλη. Όσο κι αν μετά την υπογραφή του μνημονίου από την κυβέρνηση Τσίπρα η στάση του μοιάζει λιγότερο προφανής απ’ ότι την πρώτη μνημονιακή περίοδο που επέλεγε πορείες στου… Ψυρρή όταν εκατοντάδες χιλιάδες ταρακουνούσαν το Σύνταγμα. Η άρνηση να αναλάβει την ηγεσία των αριστερόστροφων και ριζοσπαστικοποιημένων κοινωνικών τμημάτων που διαμόρφωσαν οι συνθήκες των μνημονίων και η κατάρρευση του πολιτικού δικομματικού συστήματος και πολιτικά η άρνηση να αναλάβει την πρωτοβουλία για το «μέτωπο της αριστεράς» δείχνει τον βαθύ σεχταρισμό του προς την ίδια την εργατική τάξη και τις υποτελείς τάξεις και στρώματα γενικότερα, ιδιαίτερα όταν αυτές κινούνται. Ακόμη πιο εντυπωσιακή εντούτοις εμφανίζεται η ασυνέπεια των θεωρητικών του προσεγγίσεων που γενικά χαρακτηρίζονται από την τολμηρή μαρξιστική απόρριψη της προηγούμενης σταλινικής, λαϊκομετωπικής αντίληψης πολλών δεκαετιών (από τον Ζαχαριάδη ως τον Φλωράκη) όταν φτάνει στα «εθνικά» ζητήματα με αιχμή το επίκαιρο Κυπριακό συναντώντας μέσω αριστερισμού …τον πιο βαθύ εθνικισμό.
Παρά ταύτα με δοσμένη την γραμμή του ΚΚΕ η ευθύνη μετακυλύεται στα υπόλοιπα σχήματα απ’ όπου θα μπορούσε να εκπονηθεί μια συστηματική πίεση προς αυτό, στον βαθμό βέβαια που θα είχαν επιτύχει τη συνεργασία μεταξύ τους. Αν εντούτοις για το ΚΚΕ η πολιτική που ακολουθεί αφορά στην προσπάθεια να εκμεταλλευτεί την περίοδο με τρόπο που να του αποδίδει ένα αξιόλογο ποσοστό (όχι όμως και πολύ μεγάλο γιατί ασφαλώς τότε η ανάληψη της ευθύνης επιβάλλεται από τα πράγματα) οδηγώντας το σε αντιφατικές επιλογές που γίνονται φανερές σε κάθε ιδιαίτερο ζήτημα χωριστά (συνδικάτα, τοπικές κοινωνίες κ.λ.π.) χωρίς να πλήττουν άμεσα τις επιδιώξεις του, για τις μικρότερες δυνάμεις (ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Πλεύση κ.α.) η μη συνεργασία είναι κυριολεκτικά αυτοκτονική.
Η Λαϊκή Ενότητα και το «μέτωπο»
Για την ΛΑΕ συγκεκριμένα η οποία έκτισε την ταυτότητά της ακριβώς πάνω στην ιδέα του μετώπου, ο δρόμος της επιμονής σ’ αυτή την γραμμή και η διαρκής εξυπηρέτησή της είναι κυριολεκτικά μονόδρομος. Αυτό σημαίνει κατανόηση των όρων και των περιορισμών της «μετωπικής γραμμής». Πρώτ’ απ’ όλα στο εσωτερικό, καθώς η ίδια η ΛΑΕ είναι ένα μετωπικό σχήμα. Σε τέτοιου τύπου δομές δεν μπορεί να υπάρξει οικοδόμηση φορέα και εξωστρεφούς, μαζικής γραμμής στην βάση της πολιτικής «καθαρότητας». Ο παράγοντας του πλουραλισμού είναι δομικό στοιχείο του σχήματος ή με άλλα λόγια πρέπει να μπορούν να ερμηνεύουν την γραμμή όλες οι συνιστώσες δυνάμεις με τρόπο που να τους επιτρέπει να παραμένουν και να δραστηριοποιούνται μέσα στο σχήμα. Είτε έχουν την ερμηνεία του ισόρροπα διμέτωπου τόσο με το νεοφιλελευθερισμό και την «παγκοσμιοποίηση» όσο και με τον προστατευτισμό/ εθνικισμό και επιμονή στη ταξική προτεραιότητα της αναδιανομής και της αντιλιτότητας είτε τονίζουν το δόγμα «αντιευρώ» επειδή αποτελεί δομικό στοιχείο συγκρότησης των οργανώσεών τους, είτε ακόμη επειδή επιμένουν στις αναλύσεις για την εξαρτημένη Ελλάδα και τα «εθνικοαπελευθερωτικά» καθήκοντα, είτε εν τέλει γιατί πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού σε φιλολαϊκή κατεύθυνση με εθνικό νόμισμα και κυβέρνηση της ριζοσπαστικής αριστεράς…. Το ενοποιητικό στοιχείο είναι η ταυτότητα της αριστεράς που επιδιώκει την ανατροπή της λιτότητας και του καταναγκασμού χρέους και ευρώ (συγκεκριμένα η απόφαση της συνδιάσκεψης). Εντούτοις μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί την δυνατότητα όλων των συνιστωσών να διαχειρίζονται την εξωστρεφή, δημόσια εκφώνηση δίνοντας εκ των πραγμάτων την ερμηνεία τους. Η μαζική πολιτική έτσι κι αλλιώς είναι πάντα «μείγμα». Η ενδεχόμενη μη εξυπηρέτηση του πλουραλισμού δεν αφορά λοιπόν στην υπεράσπιση της «μαζικότητας» της γραμμής αλλά σε βαθύτερη διαφωνία στο ιδεολογικοπολιτικό περιεχόμενο του μετώπου και της «ενωτικής διαδικασίας» στις σύγχρονες συνθήκες.
Πολύ περισσότερο στο πεδίο της επιδίωξης εκλογικού και πολιτικού μετώπου με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την Πλεύση κ.λ.π. όπου απαιτείται πολιτική γενναιόδωρης αποδοχής των προσχημάτων αυτών που αρνούνται τη συνεργασία αλλά προσπαθούν να κρυφτούν πίσω από διατυπώσεις και «περιστατικά».
Συμπερασματικά διάγουμε μια ιδιαίτερα απαιτητική περίοδο που βρίσκει την ριζοσπαστική αριστερά πολυκερματισμένη σ’ ένα διεθνές περιβάλλον ρευστό γεμάτο αυξανόμενους κινδύνους για τους λαούς και πρώτα απ’ όλα για την ειρήνη. Εντούτοις δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η εποχή των πολέμων και της βαρβαρότητας συμπίπτει με αυτή των ευκαιριών, ανατροπών και επαναστάσεων. Είναι πρόδηλη η ανάγκη να παρουσιαστεί η ριζοσπαστική αριστερά ως στιβαρός πολιτικός πόλος με σαφή αντινεοφιλελεύθερα, αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά που μπορεί να συγκεντρώνει τη δύναμή της και να διεκδικεί αποφασιστική συμβολή στην άνοδο και την δύναμη του κινήματος. Πολύ περισσότερο μετά το σοκ που προκάλεσε το «φιάσκο» των δύο κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρώτο άμεσο καθήκον αφορά στην στήριξη αλλά και στην δημιουργία γεγονότων που φέρουν το μήνυμα της ανατροπής «εδώ και τώρα» δίνοντας την έμφαση στην δράση του κόσμου απ’ τα κάτω παρά στην εκλογική ανάθεση. Το τρίπτυχο «αντιστροφή των «μνημονίων» σε βάρος του κεφαλαίου μέσα στην χώρα αλλά και ενάντια στους ιμπεριαλιστές / δανειστές με την αμφισβήτηση και ανατροπή των καταναγκασμών χρέους και ευρώ – επιμονή, οργάνωση και στήριξη σε κάθε μικρή ή / και μεγαλύτερη εστία αντίστασης με πολιτική γενίκευση προς τ’ αριστερά- ενότητα κινηματική, εκλογική, πολιτική της αριστεράς» αποτελεί βάση για μια πρώτη συγκέντρωση δύναμης που θα δώσει το υπόβαθρο για μια αξιόπιστη απεύθυνση σ’ ένα ευρύ κοινωνικό τμήμα που θα επιθυμούσε την αριστερή απάντηση στην μνημονιακή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.