Σε κάθε περίπτωση το κυρίαρχο όπως προκύπτει είναι η ριζοσπαστική αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης, των μνημονίων που υπηρετούν την υπέρβασή της προς όφελος του κεφαλαίου, η εκ βάθρων αλλαγή των όρων της αστικής ταξικής κυριαρχίας.
Οι πολιτικές οπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Στις τέσσερις, ανάμεσα στις πέντε, πολυπληθέστερες και οικονομικά ισχυρότερες κεντρικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ιταλία), αναπτύσσονται πολιτικοί σχηματισμοί και ρεύματα τα οποία εμφανίζουν πλέον μια σημαντική εκλογική εμβέλεια, και τάσσονται όχι απλά σε μια ευρωσκεπτικιστική αντιμετώπιση, αλλά σε ισχυρή απόρριψη της ζώνης του ευρώ και της ίδιας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, αυτά τα κινήματα δεν προέρχονται από την παρέμβαση της Αριστεράς, αλλά απεναντίας ανήκουν σε μια ακραία συντηρητική κατεύθυνση, εντός του υφιστάμενου κοινοβουλευτικού πλαισίου, αλλά με μια φυσιογνωμία εθνικιστική, αποσχιστική, ρατσιστική, ξενοφοβική και βαθύτατα αστική στο επίπεδο των οικονομικών τους προσανατολισμών. Προφανώς και πλαισιώνονται και από λαϊκά εργατικά στρώματα, ωστόσο αυτό γίνεται από μια ηγεμονία καθαρά ακροδεξιού χαρακτήρα. Στην Βρετανία το Brexit ηγεμονεύτηκε από το Κόμμα της Ελευθερίας και μέρος του Συντηρητικού Κόμματος, στη Γαλλία κυριαρχείται από την παρουσία του Εθνικού Μετώπου, στη Γερμανία από την Εναλλακτική, και στην Ιταλία από ακροδεξιές δυνάμεις και το κόμμα των πέντε αστέρων.
Συνεπώς η τάση για την διάλυση του ευρωπαϊκού πολιτικού και οικονομικού οικοδομήματος είναι παρούσα (ήδη στην Βρετανία πήρε έναν «σκληρό» δρόμο), αν όχι κατά τρόπο άμεσο, σίγουρα όμως σαν μια μεσοπρόθεσμη προοπτική. Το ζήτημα είναι ότι στη σημερινή συγκυρία αυτές οι διαλυτικές επιδιώξεις τροφοδοτούνται πλέον ανοιχτά και από την αμερικανική διοίκηση Ν. Τράμπ, της οποίας τα χαρακτηριστικά είναι κατά πολύ πιο συντηρητικά και αντιδραστικά, από ό,τι αυτά των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων. Από την άλλη πλευρά, οι ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις δεν έχουν μπει σε μια τροχιά αντι-ευρωπαϊκού χαρακτήρα και περισσότερο κινούνται σε μια κατεύθυνση επιζήτησης τερματισμού της λιτότητας, περιορισμού της γερμανικής κυριαρχίας , θεσμικού εκδημοκρατισμού και αντίθεσης στις μνημονιακές πολιτικές (UnidosPodemos στην Ισπανία , Μπλόκο + ΚΚ στην Πορτογαλία, DieLinke στη Γερμανία, Εργατικό Κόμμα στη Βρετανία, ΚΚ και αριστερή πτέρυγα των σοσιαλιστών στη Γαλλία κλπ, και πρόσφατα η Ιταλική Αριστερά).
Τέλος το τρίτο ρεύμα που στην ευρωπαϊκή ήπειρο υπεραμύνεται της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της λειτουργίας της ζώνης του κοινού νομίσματος, είναι η κοινή στάση των σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών πολιτικών σχηματισμών, που ασκούν την διακυβέρνηση στο σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών, όντας αθροιστικά το πλειοψηφικό ρεύμα του ευρωπαϊσμού (στη Γαλλία Σοσιαλιστικό Κόμμα + Ρεπουμπλικανοί, στη Γερμανία χριστιανοδημοκρατία + σοσιαλδημοκράτες, στην Ελλάδα ΝΔ + ΣΥΡΙΖΑ κλπ.). Βέβαια η ανάδειξη πλέον αδιεξόδων στην άσκηση πολιτικών λιτότητας, μνημονιακών ρυθμίσεων, δημοσιονομικής πειθαρχίας κ.ά. οδηγούν σήμερα, τουλάχιστον το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα σε μια ορισμένη «αριστερόστροφη» αποστασιοποίηση από αυτές τις πολιτικές. Στα σίγουρα δεν πρόκειται προφανώς απλά για πολιτικές επιχειρήσεις «εξαπάτησης» των λαϊκών τάξεων, αλλά απεναντίας για την αντανάκλαση στο πολιτικό επίπεδο των φαινομένων παραφθοράς ή και εξαθλίωσης που αντιμετωπίζουν σημαντικά τμήματα των εθνικών λαϊκών τάξεων.
Μια στάση διαφοροποίησης της ελληνικής Αριστεράς
Και ενώ οι αριστεροί σχηματισμοί των ευρωπαϊκών χωρών επιζητούν τον τερματισμό των δημοσιονομικών περιορισμών και την εκ βάθρων αναδιάταξη τού ευρωπαϊκού οικοδομήματος, στην ελληνική περίπτωση σχήματα της Αριστεράς θέτουν ως προϋπόθεση της οποιασδήποτε εναλλακτικής προοδευτικής διεξόδου την αφετηριακή αποχώρηση από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η κύρια δύναμη της ελληνικής Αριστεράς επικεντρώνεται πρωτίστως στην αντιπαλότητα στον ελληνικό και διεθνοποιημένο καπιταλισμό, και αντιμετωπίζει την ευρωπαϊκή ένταξη ως παράπλευρη διάσταση της συνολικής αντικαπιταλιστικής και αντιμονοπωλιακής αλλαγής. Πρόκειται πραγματικά στην πρώτη περίπτωση των δύο σχημάτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για μια εξολοκλήρου ελληνική πολιτική ιδιαιτερότητα, που διαφοροποιείταιαπό την αριστερή πολιτική στις υπόλοιπες έξη ευρωπαϊκές χώρες όπου καταγράφεται μια αξιοσημείωτη παρουσία της Αριστεράς.
Θα ισχυρισθεί βέβαια κανείς ότι αυτό συμβαίνει στην ελληνική περίπτωση εξ αιτίας του πολύχρονου μνημονιακού ολέθρου, της εξαθλίωσης των λαϊκών στρωμάτων, της καταστροφής σημαντικών παραγωγικών δυνάμεων (κεφαλαίου και εργασίας). Άρα επειδή αυτή η ολομέτωπη επίθεση των τριών μέχρι σήμερα μνημονίων (μια και κυοφορείται και το τέταρτο μνημόνιο) επέφερε τραγικά αποτελέσματα για την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία, γι’ αυτό και θα απαιτούνταν η ολοσχερής απομάκρυνση της ελληνικής οικονομίας από τον «ζουρλομανδύα» του ευρώ και από τον «κορσέ» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν κανείς θεωρήσει ότι το σύνολο των δεινών της ελληνικής κοινωνίας προέρχεται από τη λειτουργία της Ευρωζώνης και της ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης, τότε πραγματικά δεν θα απέμενε ως μοναδική λύση παρά η απαλλαγή από αυτή την «ξενική» κυριαρχία και «κατοχή», προκειμένου να ανοιχθούν τα αναπτυξιακά φτερά της εθνικής (καπιταλιστικής) οικονομίας. Είναι όμως έτσι αποκλειστικά τα πράγματα;
Τρεις είναι οι παράμετροι που στη σημερινή περίοδο είναι παρούσες, τόσο ανεξάρτητα μεταξύ τους, όσο και στην αλληλεπίδρασή τους, που συνθέτουν το ζήτημα της κρίσης στην οποία έχει βυθιστεί η ελληνική κοινωνία και οικονομία :
Κρίση υπερσυσσώρευσης, δημόσιο χρέος, κοινό νόμισμα
Α) Ο πρώτος έχει να κάνει με την εξέλιξη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία μετά την πρώτη κρίση υπερσυσσώρευσης που είχε διανύσει στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980, δρομολόγησε μια ανασυγκρότηση του κεφαλαίου που εξασφάλισε για μια εικοσιπενταετία μια αναπτυξιακή διαδρομή, αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου και τις διαδικασίες συγκέντρωσης και συσσώρευσης. Το πρόβλημα ανέκυψε με την δεύτερη και πολύ σφοδρότερη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου από το 2008, η οποία στην ελληνική οικονομία προσέλαβε οξύτατα χαρακτηριστικά. Τα ζημιογόνα αποτελέσματα του εταιρικού τομέα της οικονομίας έθεσαν σε κίνηση τη λειτουργία των εκκαθαριστικών μηχανισμών της κρίσης (απαξίωση κεφαλαίων, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων με το ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 25%), και ταυτόχρονα επέβαλαν πολιτικά την πολιτική των συνεχών μνημονίων, που κατά ένα μεγάλο τους μέρος αποσκοπούσαν να επιφέρουν την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας (μειώσεις μισθών, φοροαπαλλαγές και ενισχύσεις επιχειρήσεων, διάλυση εργασιακών σχέσεων κλπ.), πράγμα που επιτεύχθηκε από το 2015 και μετά. Μια πορεία που κατόρθωσε να διασώσει την πλειονότητα των ιδιωτικών εταιριών και να γύρει την πλάστιγγα προς την πλευρά της κερδοφορίας, χωρίς αυτή να συνοδεύεται από αναπτυξιακά χαρακτηριστικά (μείωση ανεργίας, αύξηση κύκλου εργασιών κ.ά.). Το καθοριστικό σήμερα είναι ότι αυτή η ανάκαμψη του ελληνικού καπιταλισμού, που προήλθε αποκλειστικά από τις μνημονιακές ρυθμίσεις, για να μπορεί να σταθεροποιηθεί και να διανοίξει αναπτυξιακές προοπτικές απαιτεί την συνέχιση των πολιτικών των μνημονίων, όπως στην προκειμένη περίπτωση του τετάρτου μνημονίου που η επιβολή του ετοιμάζεται αυτό το διάστημα.
Β) Αν στην αφετηρία αυτής της πρώτης παραμέτρου, τον καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν τα ταξικά συμφέροντα της ελληνικής και των συνασπισμένων ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, το ίδιο συνέβη και με την δεύτερη παράμετρο, αυτήν δηλαδή της υπερδιόγκωσης του δημόσιου χρέους και του συνεχούς δανεισμού, πράγμα που δεν πρόκειται να μειωθεί ακόμη και στην περίπτωση εξόδου της χώρας στην διεθνή χρηματοπιστωτική αγορά, για την τροφοδότηση των πληρωμών των τόκων από τα διεθνή χρηματιστικά ιδιωτικά κεφάλαια. Ο φαύλος κύκλος του χρέους προέκυψε αφενός από το γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη των προηγούμενων δεκαετιών πραγματοποιούνταν στη βάση φορολογικών απαλλαγών και ενισχύσεων των ιδιωτικών επιχειρήσεων, που οδήγησε στη σαφή μείωση των φορολογικών εσόδων, δημιουργώντας μια σοβαρή ανισορροπία ελλειμμάτων, ενώ οι κρατικές δαπάνες παρέμεναν σταθερές, και ούτως ή άλλως βρίσκονταν σε μέτρια επίπεδα. Αφετέρου προφανώς από την αύξηση της αναλογίας χρέους προς ΑΕΠ, εφόσον επήλθε μείωση του εθνικού εισοδήματος κατά 25% λόγω της παραγωγικής καταστροφής της κρίσης. Και άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν σημαντικά υψηλό δημόσιο χρέος, ωστόσο η σταθερότητα και αύξηση του ΑΕΠ τους δεν δημιουργεί την εκρηκτική ελληνική περίπτωση. Μ’ άλλες λέξεις και σ’ αυτή τη δεύτερη περίπτωση δεν ήταν η «κακοδαιμονία» της ελληνικής οικονομίας, ούτε μόνον οι «αρπακτικές διαθέσεις» του τοκογλυφικού κεφαλαίου, αλλά οι ανάγκες της ελληνικής αστικής τάξης (φορολογικές απαλλαγές, ενισχύσεις και κίνητρα, εκκαθάριση των μη αποδοτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων) που πέρασαν στον λαιμό της εργαζόμενης πλειοψηφίας την θηλιά του δημόσιου χρέους και της μακροχρόνιας αποπληρωμής του.
Γ) Τέλος η τρίτη παράμετρος που αφορά την είσοδο στην ΟΝΕ και τη λειτουργία στην ενιαία νομισματική αγορά δεν ήταν παρά ο διακαής πόθος της ελληνικής αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), να μπορούν να λειτουργούν ανταγωνιστικά σε ένα ευρύτατο οικονομικό ευρωπαϊκό πλαίσιο, που πέρα από την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, εμπορευμάτων κλπ. εξασφάλιζε τη λειτουργία αυτής της δυνατότητας με ένα ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Αυτό το γεγονός εξυπηρέτησε και (συνεχίζει να το κάνει) τα οικονομικά συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης, ωστόσο όμως, εξ αιτίας της ανισοβαρούς παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των βόρειο-ευρωπαϊκών οικονομιών, δημιούργησε την πλήρη ανισορροπία πλεονασμάτων και ελλειμμάτων, σε βάρος της συνολικής οικονομικής κατάστασης των χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Η συγκρότηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και με την μορφή της νομισματικής ενοποίησης επέβαλε άλλωστε δρακόντειους δημοσιονομικούς περιορισμούς, τέτοιους που να γίνονται αποπνικτικοί για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Το Γιούρογκρουπ, η ΕΚΤ κλπ. θεσμικά όργανα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης πήραν τη μορφή δικτατορικής επιβολής οικονομικών υπαγορεύσεων και θεσμικών κανόνων, που διαχειρίστηκαν την καπιταλιστική κρίση αποκλειστικά στην τροχιά του ακραίου νεοφιλελευθερισμού και της επιβολής μορφών εξαγωγής απόλυτης υπεραξίας, μέσα σε ένα οικονομικό περιβάλλον που κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζονταν από τον καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας.
Στο επίκεντρο οι αντικαπιταλιστικοί μετασχηματισμοί
Διαπιστώνουμε έτσι ότι στην αφετηρία λειτουργίας και των τριών παραμέτρων που συνθέτουν την σημερινή συγκυρία (δημόσιο χρέος, υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, ευρωπαϊκό νόμισμα), βρίσκεται αποκλειστικά η εξυπηρέτηση των ταξικών συμφερόντων της ελληνικής αστικής τάξης, στη συμπόρευσή της με τις συνασπισμένες αστικές τάξεις της ευρωπαϊκής ηπείρου. Πρόκειται για ένα κατ΄ εξοχήν πολιτικό ζήτημα, που δεν έχει να κάνει με τεχνικές, νομισματικές και οικονομικές, διευθετήσεις. Και επειδή πρόκειται για μια σύμφυση, συλλειτουργία και των τριών αυτών παραμέτρων, η αντιμετώπιση των τρεχουσών προκλήσεων δεν μπορεί παρά να γίνεται με ταυτόχρονους όρους, που έχουν στο επίκεντρό τους την αναγκαιότητα μετασχηματισμού αυτών των παραμέτρων, χωρίς να απομονώνεται καμία διάσταση από τις άλλες, πράγμα που θα οδηγούσε στην αναποτελεσματικότητα. Σε κάθε περίπτωση το κυρίαρχο όπως προκύπτει είναι η ριζοσπαστική αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης, των μνημονίων που υπηρετούν την υπέρβασή της προς όφελος του κεφαλαίου, η εκ βάθρων αλλαγή των όρων της αστικής ταξικής κυριαρχίας.
Έτσι η επιδίωξη π.χ. μονοδιάστατης αποχώρησης από την ευρωζώνη, σε μια προοπτική μάλιστα τροφοδότησης της αυτοδύναμης καπιταλιστικής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, χωρίς ταυτόχρονες ριζικές αντικαπιταλιστικές τομές (ολοκληρωτική αναδιανομή εισοδήματος, γενικευμένη επιβολή εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις, καθολική επιδότηση όλων των ανέργων, αποκατάσταση συμβατικών μισθών και συντάξεων κλπ.), μπορεί να ηγεμονευθεί και να κυριαρχηθεί από τις αστικές επιχειρηματικές και πολιτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα η κοινωνική «υποτίμηση» να φτάσει στα πιο έσχατα όρια. Από την άλλη πλευρά το μονομερές ενδεχόμενο παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους και ριζικής απομείωσής του, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί εντός του ενιαίου ευρωπαϊκού νομισματικού πλαισίου, γιατί θα οδηγήσει σε καταστρεπτικές συνέπειες. Τέλος δεν μπορεί να αναδειχθεί μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική πολιτική απέναντι στα μνημόνια και την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, χωρίς προφανώς την απαλλαγή από τον βρόγχο του δημόσιου χρέους και της συνεχούς αποπληρωμής του, καθώς επίσης και από τους δημοσιονομικούς καταναγκασμούς της ευρωζώνης.