Καπιταλιστική κρίση και εργασιακές αναδιαρθρώσεις

Μια ολό­κλη­ρη αντί­λη­ψη που έχει ση­μα­ντι­κή απή­χη­ση στην ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά θε­ω­ρεί εδώ και μια επτα­ε­τία ότι οι μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές που έχουν εγκαι­νια­σθεί από τον Μάιο του 2010 και συ­νε­χί­ζο­νται μέχρι σή­με­ρα, με αμ­φί­βο­λο τον ορί­ζο­ντα του τερ­μα­τι­σμού τους, έχουν επι­βλη­θεί και συ­νε­χί­ζουν να υπα­γο­ρεύ­ο­νται από τους «ξέ­νους» και ιδιαί­τε­ρα από την «μπότα» του γερ­μα­νι­κού κρά­τους, έχουν δη­λα­δή κα­θα­ρά «εξω­γε­νή» προ­έ­λευ­ση, με τα αστι­κά πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα, του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου, να δια­δρα­μα­τί­ζουν τον ρόλο «Τσο­λά­κο­γλου», «εθε­λο­δου­λεί­ας» και «εξάρ­τη­σης», χωρίς δικό τους πο­λι­τι­κό οι­κο­νο­μι­κό ρόλο («μα­ριο­νέ­τες» των Βρυ­ξελ­λών). Μ’ αυτή την έν­νοια ο ελ­λη­νι­κός, αλλά και ο πολύ ευ­ρύ­τε­ρος ευ­ρω­παϊ­κός κα­πι­τα­λι­σμός, τί­θε­νται στο απυ­ρό­βλη­το, μια και οι αντι­λαϊ­κές νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ανα­διαρ­θρώ­σεις των συ­νε­χών μνη­μο­νί­ων είναι προ­ϊ­όν «αλ­λο­δα­πών» υπα­γο­ρεύ­σε­ων, και η αντι­πα­ρά­θε­ση που διε­ξά­γε­ται είναι «εθνι­κού» και «πα­τριω­τι­κού» χα­ρα­κτή­ρα, με­τα­ξύ των «υπε­ρή­φα­νων» ελ­λή­νων και των «επι­κυ­ρί­αρ­χων» ξένων. Γι’ αυτό άλ­λω­στε δεν είναι λίγες οι φορές που γί­νε­ται η έκ­κλη­ση δρο­μο­λό­γη­σης ενός εθνι­κό – απε­λευ­θε­ρω­τι­κού σύγ­χρο­νου ΕΑΜ, που θα απαλ­λά­ξει τη χώρα από την «ξε­νι­κή» επι­βου­λή και θα χα­ρά­ξει μια ανε­ξάρ­τη­τη πο­ρεία ανά­πτυ­ξης της ελ­λη­νι­κής (ωστό­σο πά­ντο­τε κα­πι­τα­λι­στι­κής) οι­κο­νο­μί­ας. Άλ­λω­στε η σχε­τι­κή κα­τα­στρο­φή πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων, ερ­γα­σί­ας και κε­φα­λαί­ου (μεί­ω­ση του ΑΕΠ κατά 27% στην τε­λευ­ταία επτα­ε­τία), απο­δί­δε­ται στον «ανά­πη­ρο» χα­ρα­κτή­ρα της ελ­λη­νι­κής κε­φα­λαιο­κρα­τί­ας, μια και θε­ω­ρεί­ται ότι αυτή βα­σί­ζο­νταν σε «πή­λι­να πόδια», ήταν «ξε­νό­δου­λη», «κο­μπρα­δό­ρι­κη», με­σά­ζο­ντας με­τα­ξύ πο­λυ­ε­θνι­κού κε­φα­λαί­ου και «αναι­μι­κής» ελ­λη­νι­κή­ςπα­ρα­γω­γής.

Η γερ­μα­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία πρώτη δι­δά­ξα­σα (2003 – 05)

Στην σύγ­χρο­νη εξέ­λι­ξη των κοι­νω­νι­κών πραγ­μά­των δεν ήταν παρά η γερ­μα­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία του Γ. Σρέ­ντερ (ο οποί­ος τε­λευ­ταία ανα­δεί­χθη­κε πρό­ε­δρος του διοι­κη­τι­κού συμ­βου­λί­ου του ρω­σι­κού πε­τρε­λαϊ­κού γί­γα­ντα Rosneft), μετά βέ­βαια από το εγ­χεί­ρη­μα των βρε­τα­νών Ερ­γα­τι­κών του Τ. Μπλερ του «τρί­του δρό­μου» (προς την ερ­γα­σια­κή απορ­ρύθ­μι­ση με τις συμ­βά­σεις των μη­δε­νι­κών ωρών απα­σχό­λη­σης), που δρο­μο­λό­γη­σε στην ηπει­ρω­τι­κή Ευ­ρώ­πη δια­δο­χι­κά κύ­μα­τα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων ανα­διαρ­θρώ­σε­ων στις ερ­γα­σια­κές σχέ­σεις, ανα­γκαί­ων για την τό­νω­ση και ανά­πτυ­ξη της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας της γερ­μα­νι­κής βιο­μη­χα­νί­ας (ιδιαί­τε­ρα στην αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νία και στα χη­μι­κά). Έτσι από τον Μάρ­τιο του 2003 η γερ­μα­νι­κή κα­γκε­λα­ρία ανήγ­γει­λε την εφαρ­μο­γή της Ατζέ­ντας 2010, προ­χω­ρώ­ντας ήδη από τότε με ένα πρώτο βήμα που ήταν η αύ­ξη­ση του ορίου συ­ντα­ξιο­δό­τη­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων από τα 63 χρό­νια στα 65, και από εκεί στα 67 χρό­νια. Πα­ράλ­λη­λα ανα­τέ­θη­κε στον πρώην διευ­θυ­ντή προ­σω­πι­κού της Volkswagen Πήτερ Χάρτζ από κοι­νού με το Ίδρυ­μα Bertelsmann η επε­ξερ­γα­σία μιας ολό­κλη­ρης σει­ράς μέ­τρων για την ανα­διάρ­θρω­ση της αγο­ράς ερ­γα­σί­ας και την ώθηση των ανέρ­γων στην εξα­θλί­ω­ση των προ­σω­ρι­νών και υπό - αμει­βο­μέ­νων απα­σχο­λή­σε­ων στις υπη­ρε­σί­ες. Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι ο ερ­γο­δο­τι­κός αυτός τε­χνο­κρά­της κα­τα­δι­κά­στη­κε από τα γερ­μα­νι­κά ποι­νι­κά δι­κα­στή­ρια το 2007 για από­πει­ρα εξα­γο­ράς της συν­δι­κα­λι­στι­κής επι­τρο­πής της αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νί­ας με την πα­ρο­χή μιζών, την εξα­σφά­λι­ση τα­ξι­διών σε τρο­πι­κές χώρες και την δω­ρε­άν προ­μή­θεια κοι­νών γυ­ναι­κών.

Κατ’ αυτό τον τρόπο είδαν το φως της δη­μο­σιό­τη­τας και ψη­φί­στη­καν τέσ­σε­ρεις δέ­σμες μέ­τρων στην διε­τία 2003 – 05, που πήραν μά­λι­στα και το όνομα του εμπνευ­στή τους. Έτσι το σχέ­διο Χάρτζ Ι (Ια­νουά­ριος 2003) προ­χώ­ρη­σε στην ίδρυ­ση ου­σια­στι­κά ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νων εται­ριών προ­σω­ρι­νής απα­σχό­λη­σης στον τομέα κυ­ρί­ως των υπη­ρε­σιών, νο­μι­μο­ποιώ­ντας και απε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας τις μορ­φές προ­σω­ρι­νής και με­ρι­κής ερ­γα­σί­ας, και επι­βάλ­λο­ντας ποι­νές στην εν­δε­χό­με­νη άρ­νη­ση των ανέρ­γων στην προ­σφο­ρά της οποιασ­δή­πο­τε ερ­γα­σί­ας. Έτσι, σε άνερ­γη εκ­παι­δευ­τι­κό προ­τά­θη­κε η ερ­γα­σία σε κα­τά­στη­μα πώ­λη­σης σε­ξουα­λι­κών ειδών και αντι­κει­μέ­νων και απει­λή­θη­κε με μεί­ω­ση του επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας μπρο­στά στην προ­φα­νή της άρ­νη­ση να απο­δε­χθεί μια τέ­τοια απα­σχό­λη­ση, και χρειά­στη­κε η προ­σφυ­γή της στα δι­κα­στή­ρια για να δι­καιω­θεί.

Η Χάρτζ ΙΙ (Ια­νουά­ριος 2003) προ­χώ­ρη­σε στην δη­μιουρ­γία του πε­ρί­φη­μου ερ­γα­σια­κού θε­σμού των minijobsκαι των midijobs με αμοι­βές για τις πρώ­τες τα 400 ευρώ και τις δεύ­τε­ρες μέχρι τα 850 ευρώ, αμοι­βές δη­λα­δή κα­τα­φα­νώς κάτω από το όριο της φτώ­χειας των 979 ευρώ μη­νιαία. Αυτό αφο­ρού­σε κατ’ εξο­χήν τους χα­μη­λά ει­δι­κευ­μέ­νους ερ­γα­ζό­με­νους, ή και ακόμη ερ­γα­ζό­με­νους με εξει­δί­κευ­ση που όμως δεν μπο­ρού­σαν να βρουν απα­σχό­λη­ση. Ανα­φέ­ρε­ται η πε­ρί­πτω­ση εξει­δι­κευ­μέ­νου γρα­φί­στα που κλή­θη­κε από το Jobcenter (Κέ­ντρο Απα­σχό­λη­σης) να ερ­γα­στεί ως οι­κο­δό­μος σε ερ­γο­τά­ξιο, φέ­ρο­ντας μαζί του και τον κα­τάλ­λη­λο εξο­πλι­σμό, και χρειά­στη­κε και σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση η δι­κα­στι­κή προ­σφυ­γή προ­κει­μέ­νου να απο­φευ­χθεί η επι­βο­λή ποι­νής 10%, 30% ή και 100% στο επί­δο­μα ανερ­γί­ας που έπαιρ­νε των 409 ευρώ.

Η Χάρτζ ΙΙΙ (Ια­νουά­ριος 2004) προ­χώ­ρη­σε στην ανα­διάρ­θρω­ση του Ομο­σπον­δια­κού Γρα­φεί­ου Απα­σχό­λη­σης της Γερ­μα­νί­ας, ιδρύ­ο­ντας περί τα 400 πα­ραρ­τή­μα­τα των Jobcenter (ένα είδος μι­κρών ΟΑΕΔ), που έγι­ναν ο φόβος και ο τρό­μος των ανέρ­γων και των υπό-απα­σχο­λου­μέ­νων. Τα προ­γράμ­μα­τα Χάρτζ συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νουν πλέον περί τα έξη εκα­τομ­μύ­ρια πο­λί­τες, εκ των οποί­ων τα 2,6 εκα­τομ­μύ­ρια είναι οι επί­ση­μα άνερ­γοι, 1,7 εκα­τομ­μύ­ρια οι μη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νοι άνερ­γοι και 1,6 εκα­τομ­μύ­ρια τα παι­διά των δι­καιού­χων του επι­δό­μα­τος ανερ­γί­ας των 409 ευρώ το μήνα. Ο έλεγ­χος που ασκούν τα Jobcenter πάνω στους ανέρ­γους και στους υπο­χρε­ω­τι­κά ερ­γα­ζό­με­νους στις Minijobs ξε­περ­νά­ει κάθε όριο. Ανα­φέ­ρε­ται η πε­ρί­πτω­ση άνερ­γης εγκύ­ου γυ­ναί­κας στην οποία απαι­τή­θη­κε να δη­λώ­σει τον ερω­τι­κό της σύ­ντρο­φο που είναι ο πι­θα­νός πα­τέ­ρας του εμ­βρύ­ου, προ­κει­μέ­νου να δια­πι­στω­θεί η ταυ­τό­τη­τά του. Αυτά τα Κέ­ντρα Απα­σχό­λη­σης λει­τουρ­γούν με την συχνή επι­βο­λή ποι­νών στους ανέρ­γους και υπό-απα­σχο­λού­με­νους, σε τέ­τοιο βαθμό ώστε μέσα σε έναν χρόνο (2016) επέ­βα­λαν περί το ένα εκα­τομ­μύ­ριο ει­σο­δη­μα­τι­κές τι­μω­ρί­ες για ποι­κί­λους λό­γους, αφαι­ρώ­ντας από το ει­σό­δη­μα των επι­δο­του­μέ­νων περί τα 108 εκα­τομ­μύ­ρια ευρώ.

Τέλος οι ρυθ­μί­σεις του Χάρτζ ΙV (Ια­νουά­ριος 2005) προ­χώ­ρη­σαν ακόμη πα­ρα­πέ­ρα, μειώ­νο­ντας δρα­στι­κά τον χρόνο επι­δό­τη­σης της ανερ­γί­ας από τα τρία σχε­δόν χρό­νια στον ένα χρόνο. Μετά τη λήξη της δω­δε­κά­μη­νης αυτής επι­δό­τη­σης οι άνερ­γοι παίρ­νουν πλέον ένα κοι­νω­νι­κό βο­ή­θη­μα σε ένα επί­πε­δο μι­κρό­τε­ρο των 350 ευρώ το μήνα, με την προ­φα­νή υπο­χρέ­ω­ση να απο­δε­χθούν την οποια­δή­πο­τε Minijob, ακόμη και τις ερ­γα­σί­ες του 1 ευρώ την ώρα (EinEuroJobs), για απα­σχό­λη­ση 15 – 30 ωρών την εβδο­μά­δα. Επό­με­νο είναι να ανα­πτύσ­σο­νται τέ­τοιες πρα­κτι­κές απέ­να­ντι στους ανέρ­γους, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο (δια μέσου των Minijobs) το πο­σο­στό ανερ­γί­ας εμ­φα­νί­ζε­ται χα­μη­λό (5%), ενώ πα­ράλ­λη­λα αυτές οι μορ­φές υπο­α­πα­σχό­λη­σης μο­νι­μο­ποιού­νται και αλ­λά­ζουν ρι­ζι­κά τον χάρτη του γερ­μα­νι­κού κα­θε­στώ­τος ερ­γα­σί­ας. Έτσι δεν είναι πε­ρί­ερ­γο που το ίδιο το γερ­μα­νι­κό Υπουρ­γείο Οι­κο­νο­μι­κών, ούτε λίγο ούτε πολύ σε μια επί­ση­μη μπρο­σού­ρα του επι­χει­ρεί να πα­ρο­μοιά­σει τους ανέρ­γους με βιο­λο­γι­κά «πα­ρά­σι­τα» που ικα­νο­ποιούν τις δια­τρο­φι­κές τους ανά­γκες σε  βάρος άλλων ζω­ι­κών ορ­γα­νι­σμών», γιατί άλ­λω­στε «μόνον όποιος ερ­γά­ζε­ται πρέ­πει να μπο­ρεί να τρώει» (Φ. Μυ­ντε­φέ­ρινγκ πρό­ε­δρος του SPDτο 2006), και προ­φα­νώς «μια έρευ­να το δια­βε­βαιώ­νει : 132 ευρώ το μήνα είναι αρ­κε­τά για να ζήσει κα­νείς» (τί­τλος της Bild, 6-9-2008) [ εύ­γλω­τη η πε­ρι­γρα­φή των ση­με­ρι­νών απο­τε­λε­σμά­των της Ατζέ­ντας 2010 από τον OlivierCyranLenferdumiracleallemand”, MondeDiplomatique, Σε­πτέμ­βριος 2017 – Η κό­λα­ση του γερ­μα­νι­κού θαύ­μα­τος ].

Η πρώτη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ανα­διάρ­θρω­ση Ε. Μα­κρόν (2015)

Ήδη από την άνοι­ξη του 2015 ο τότε υπουρ­γός οι­κο­νο­μι­κών του Φ. Ολάντ Ε. Μα­κρόν, υπό τις ευ­λο­γί­ες της Α. Μέρ­κελ και του Ζ.Κ.Γιουν­κέρ, επε­ξερ­γά­στη­κε το πρώτο νο­μο­σχέ­διο των γάλ­λων σο­σια­λι­στών για την απορ­ρύθ­μι­ση της ερ­γα­σί­ας, ακο­λου­θώ­ντας κατά πόδας τις κα­τευ­θύν­σεις των γερ­μα­νών σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τών του Γ. Σρέ­ντερ του πρώ­του μισού της δε­κα­ε­τί­ας του 2000, το οποίο και κατά πα­ρέκ­κλι­ση των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών δια­δι­κα­σιών (με βάση το άρθρο 49 – 3 του γαλ­λι­κού Συ­ντάγ­μα­τος), εγκρί­θη­κε ως νόμος με προ­ε­δρι­κό διά­ταγ­μα[ ανα­λυ­τι­κή έκ­θε­ση της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης αυτής με­ταρ­ρύθ­μι­σης MartineBulardLoiMacron, lechoixdutouzoursmoins’” – Νόμος Μα­κρόν, η επι­λο­γή του πά­ντο­τε λι­γό­τε­ρα, MondeDiplomatique, Απρί­λιος 2015].

Σε ένα πρώτο επί­πε­δο κα­θιέ­ρω­σε για πρώτη φορά την ατο­μι­κή συμ­φω­νία ερ­γο­δό­τη – ερ­γα­ζό­με­νου ως σύμ­βα­ση ερ­γα­σί­ας, η οποία όμως δεν θα ανήκε πλέον στη δι­καιο­δο­σία του Ερ­γα­τι­κού Κώ­δι­κα αλλά του Αστι­κού Κώ­δι­κα, στε­ρώ­ντας έτσι τον μι­σθω­τό από την ισχύ των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων και τις προ­στα­τευ­τι­κές δια­τά­ξεις του Ερ­γα­τι­κού Δι­καί­ου. Πα­ράλ­λη­λα θε­σμο­θε­τή­θη­κε η πλή­ρης απο­δυ­νά­μω­ση των Ερ­γα­το­δι­κεί­ων (prud’ hommes), τόσο με την μεί­ω­ση του αριθ­μού των εκ­προ­σώ­πων που συμ­με­τέ­χουν σ’ αυτά, όσο και με την μα­ταί­ω­ση της εκλο­γής των ερ­γα­τι­κών αντι­προ­σώ­πων σ’ αυτά. Πα­ράλ­λη­λα κα­ταρ­γή­θη­κε η ποι­νι­κή δίωξη (με κίν­δυ­νο ποι­νής φυ­λά­κι­σης) των ερ­γο­δο­τών που πα­ρε­μπο­δί­ζουν την ανά­πτυ­ξη της συν­δι­κα­λι­στι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας των αντι­προ­σώ­πων του προ­σω­πι­κού, αντι­κα­θι­στώ­ντας την με την επι­βο­λή ενός απλού χρη­μα­τι­κού προ­στί­μου. Κα­ταρ­γή­θη­κε η δυ­να­τό­τη­τα ελέγ­χου των απο­λύ­σε­ων από τους επι­θε­ω­ρη­τές ερ­γα­σί­ας μέχρι των εννέα απο­λύ­σε­ων, μαζί με την υπο­χρέ­ω­ση δια­βού­λευ­σης της επι­χεί­ρη­σης με τα σω­μα­τεία. Και το πιο εξω­φρε­νι­κό αυτού του νόμου : Εάν το διοι­κη­τι­κό δι­κα­στή­ριο στο οποίο προ­σφεύ­γει ο μι­σθω­τός για την από­λυ­σή του, την κρί­νει αδι­καιο­λό­γη­τη και πα­ρά­νο­μη, αυτό δεν οδη­γεί στην κα­τα­βο­λή απο­ζη­μί­ω­σης σε βάρος του ερ­γο­δό­τη.

Σε ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο, η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη αυτή ανα­διάρ­θρω­ση, με το πρό­σχη­μα της δη­μιουρ­γί­ας νέων θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας και αύ­ξη­σης της εμπο­ρι­κής κα­τα­νά­λω­σης των του­ρι­στών, κα­θιέ­ρω­σε εμπο­ρι­κές ζώνες οι οποί­ες και λει­τουρ­γούν όλες τις Κυ­ρια­κές του χρό­νου, πράγ­μα που δεν μπο­ρούν να αλ­λά­ξουν ούτε οι δή­μαρ­χοι ούτε οι νο­μάρ­χες των αντί­στοι­χων πε­ριο­χών. Ήδη σχε­δόν το ένα τρίτο των γάλ­λων ερ­γα­ζο­μέ­νων (29%) ερ­γά­ζο­νται τα­κτι­κά ή εκ πε­ρι­τρο­πής τις Κυ­ρια­κές, και μά­λι­στα σε έναν τομέα των υπη­ρε­σιών (με­γά­λα εμπο­ρι­κά κα­τα­στή­μα­τα), όπου οι αμοι­βές των ερ­γα­ζο­μέ­νων είναι κα­τώ­τε­ρες των 1.375 ευρώ το μήνα, τη στιγ­μή που ο μέσος όρος των μι­σθών στην γαλ­λι­κή οι­κο­νο­μία φτά­νει τα 1.712 ευρώ. Και το αξιο­ση­μεί­ω­το είναι ότι έμπρα­κτα κα­ταρ­γεί­ται η αμοι­βή της ερ­γα­σί­ας τις Κυ­ρια­κές και στις νυ­χτε­ρι­νές βάρ­διες με τις προ­βλε­πό­με­νες προ­σαυ­ξή­σεις (100% για την κυ­ρια­κά­τι­κη απα­σχό­λη­ση) και αυτή η προ­σαύ­ξη­ση μειώ­νε­ται στο επί­πε­δο του 30%.

 Σε ένα τρίτο επί­πε­δο, ο πρώ­τος αυτός νόμος Ε. Μα­κρόν, ανοί­γει την πόρτα στις ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων με πρώτη την Βιο­μη­χα­νι­κή Κοι­νο­πρα­ξία Επί­γειων Εξο­πλι­σμών, η οποία και πω­λή­θη­κε στην γερ­μα­νι­κή KraussMaffelWegman, πράγ­μα που στε­ρεί από το επι­μέ­ρους κρά­τος την δυ­να­τό­τη­τα άσκη­σης της εθνι­κής του κυ­ριαρ­χί­ας. Πα­ράλ­λη­λα εκ­χω­ρού­νται συ­νο­λι­κά ή επι­μέ­ρους τμή­μα­τα του κε­φα­λαί­ου πολ­λών αε­ρο­δρο­μί­ων της χώρας, με­τα­ξύ των οποί­ων της Λυών, της Νί­καιας κλπ. Το εξαι­ρε­τι­κό είναι ότι στο ίδιο το πεδίο του νο­ση­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, τα Νο­σο­κο­μεια­κά Πα­νε­πι­στη­μια­κά Κέ­ντρα, που ήταν φο­ρείς της ια­τρι­κής επι­στη­μο­νι­κής έρευ­νας, ιδρύ­ουν ιδιω­τι­κά νο­ση­λευ­τι­κά ιδρύ­μα­τα, που προ­ο­ρί­ζο­νται για την νο­ση­λεία ανώ­τε­ρων αστι­κών στρω­μά­των από διά­φο­ρες χώρες του κό­σμου (ια­τρι­κός του­ρι­σμός). Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, και στις δη­μό­σιες επι­χει­ρή­σεις που βρί­σκο­νται στον έλεγ­χο του κρά­τους, επι­βάλ­λε­ται η υπα­γω­γή τους στο Εμπο­ρι­κό Δί­καιο του ελεύ­θε­ρου αντα­γω­νι­σμού, με απο­τέ­λε­σμα την μέ­γι­στη μεί­ω­ση της συμ­με­το­χής των αντι­προ­σώ­πων των μι­σθω­τών στα διοι­κη­τι­κά τους συμ­βού­λια, που κα­τα­κλύ­ζο­νται από τους τε­χνο­κρά­τες μαν­δα­ρί­νους του χρη­μα­τι­στι­κού κε­φα­λαί­ου.

Τέλος σε ένα τέ­ταρ­το επί­πε­δο ο πρώ­τος αυτός νόμος Ε. Μα­κρόν, προ­χώ­ρη­σε και σε άλλες αλ­λα­γές, πέραν εκεί­νων του Κώ­δι­κα Ερ­γα­σί­ας, που κα­τα­δει­κνύ­ουν τον ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο χα­ρα­κτή­ρα του : Πλή­ρης ελα­στι­κο­ποί­η­ση των όρων δό­μη­σης στις του­ρι­στι­κές πε­ριο­χές, αμ­βλύ­νο­ντας τα μέ­γι­στα τους ανα­γκαί­ους πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κούς ελέγ­χους των κα­τα­σκευών, προ­κει­μέ­νου να στη­ρι­χθεί η ανά­πτυ­ξη του του­ρι­στι­κού κε­φα­λαί­ου. – Απαλ­λα­γή από την φο­ρο­λό­γη­ση και τις ει­σφο­ρές προ­κει­μέ­νου για την με­τα­βί­βα­ση με­το­χών από τις επι­χει­ρή­σεις στα ανώ­τε­ρα διευ­θυ­ντι­κά τους στε­λέ­χη, πράγ­μα που στε­ρεί το γαλ­λι­κό δη­μό­σιο από φο­ρο­λο­γι­κά έσοδα 900 εκα­τομ. ευρώ το χρόνο. – Απε­λευ­θέ­ρω­ση των επαγ­γελ­μά­των των δι­κη­γό­ρων και των συμ­βο­λαιο­γρά­φων ως αρχή για την πλήρη απε­λευ­θέ­ρω­ση του συ­νό­λου των δια­κο­σί­ων πε­ρί­που επαγ­γελ­μά­των που ασκού­νται στην οι­κο­νο­μι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα. Σε τέ­τοιο βαθμό συ­νο­λι­κά, που ο υπεύ­θυ­νος ευ­ρω­παϊ­κών υπο­θέ­σε­ων του κι­νε­ζι­κού υπουρ­γεί­ου εμπο­ρί­ου, που έχει προ­ω­θή­σει πολ­λές εξα­γο­ρές γαλ­λι­κών επι­χει­ρή­σε­ων από κι­νε­ζι­κά κε­φά­λαια, Μα Σε να δη­λώ­νει : «Στην εποχή της πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης, δεν μπο­ρεί κα­νείς να δια­τη­ρεί τις κοι­νω­νι­κές κα­τα­κτή­σεις. Πρέ­πει οι γάλ­λοι να αντι­λη­φθούν ότι δεν υπάρ­χουν πλέον δω­ρε­άν γεύ­μα­τα».[ ανα­λύ­σεις σ’ όλο το εύρος αυτών των ερ­γα­σια­κών ανα­διαρ­θρώ­σε­ων επί­σης στο EconomieetPolitique, Νο­έμ­βριος – Δε­κέμ­βριος 2014 “LeprojetdeloiMacronoucommentconstruireuneFrancehyperliberale” – Το νο­μο­σχέ­διο Μα­κρόν ή πώς να οι­κο­δο­μη­θεί μια υπέρ – φι­λε­λεύ­θε­ρη Γαλ­λία ].

Ο βομ­βαρ­δι­σμός του Ερ­γα­τι­κού Κώ­δι­κα από την  Κομρί (2016)

Δεν χρειά­στη­κε ούτε έναν χρόνο για να ξε­κι­νή­σει το δεύ­τε­ρο κύμα κα­τε­δα­φί­σε­ων του Ερ­γα­τι­κού Δι­καί­ου (ενός δι­και­ϊ­κού συ­στή­μα­τος από τα πιο προ­ω­θη­μέ­να στον σύγ­χρο­νο κόσμο), με τον και­νού­ριο νόμο που έφερε η Μυ­ριάμ Ελ Κομρί της σο­σια­λι­στι­κής κυ­βέρ­νη­σης του Φ. Ολάντ. Με τον εύ­γλω­το τίτλο της «κα­θιέ­ρω­σης νέων ελευ­θε­ριών και και­νού­ριων προ­στα­τευ­τι­κών μέ­τρων για τις επι­χει­ρή­σεις», επι­χεί­ρη­σε μέσα από μια νέα σειρά ανα­διαρ­θρώ­σε­ων που αφο­ρού­σε τον χρόνο ερ­γα­σί­ας, τα Ερ­γα­το­δι­κεία, τις απο­λύ­σεις, την απο­ζη­μί­ω­ση της ερ­γα­σί­ας κλπ. να «προ­σαρ­μό­σει τη νο­μο­θε­σία στις ανά­γκες των επι­χει­ρή­σε­ων».           Η γε­νι­κή κα­τεύ­θυν­ση που υιο­θε­τή­θη­κε είναι η δυ­να­τό­τη­τα αναί­ρε­σης της ισχύ­ος των κα­νό­νων του Ερ­γα­τι­κού Δι­καί­ου που έχουν την μορφή νόμων κα­θο­λι­κής ισχύ­ος, από επι­χει­ρη­σια­κές συμ­φω­νί­ες (όπου η θέση των ερ­γα­ζο­μέ­νων είναι εκτε­θει­μέ­νη στις πιέ­σεις και τους κα­τα­να­γκα­σμούς της ερ­γο­δο­σί­ας), ακόμη κι’ αν αυτές είναι δυ­σμε­νέ­στε­ρου πε­ριε­χο­μέ­νου από ό,τι προ­βλέ­πουν οι ερ­γα­τι­κοί νόμοι : Οι ανά­γκες δη­λα­δή των εται­ριών πάνω από την λαϊκή βού­λη­ση όπως εκ­φρά­ζε­ται από τις απο­φά­σεις της Εθνο­συ­νέ­λευ­σης.

Αρ­χι­κά αυτός ο νέος νόμος που όπως και ο προη­γού­με­νος επι­κυ­ρώ­θη­κε με προ­ε­δρι­κό διά­ταγ­μα και όχι από την ψήφο των βου­λευ­τών του γαλ­λι­κού κοι­νο­βου­λί­ου (δια­φω­νού­σε μια ση­μα­ντι­κή ομάδα βου­λευ­τών του ίδιου του κυ­βερ­νη­τι­κού ΣΚ), θέτει τέλος στην ισχύ της σύμ­βα­σης αο­ρί­στου χρό­νου, στο βαθμό που η ερ­γο­δο­σία έχει πλέον το δι­καί­ω­μα να διαρ­ρή­ξει αυτή την σύμ­βα­ση με το που επι­κα­λεί­ται απλώς λό­γους «ανα­συ­γκρό­τη­σης της επι­χεί­ρη­σης», την οποία μά­λι­στα δεν είναι καν υπο­χρε­ω­μέ­νη να τεκ­μη­ριώ­σει : «Οι ελευ­θε­ρί­ες και τα θε­με­λιώ­δη δι­καιώ­μα­τα του πο­λί­τη δια­σφα­λί­ζο­νται σε κάθε ερ­γα­σια­κή σχέση. Μπο­ρούν όμως να επι­βλη­θούν πε­ριο­ρι­σμοί στην άσκη­σή τους αν δι­καιο­λο­γού­νται από τις ανά­γκες λει­τουρ­γί­ας της επι­χεί­ρη­σης…». Η απαί­τη­ση για την ύπαρ­ξη «σπου­δαί­ου και σο­βα­ρού» λόγου για την από­λυ­ση των μι­σθω­τών, το βάρος της από­δει­ξης της οποί­ας έφερε ο ερ­γο­δό­της, κα­ταρ­γεί­ται και ο ερ­γα­ζό­με­νος πε­ριο­ρί­ζε­ται μόνον σε μια απο­ζη­μί­ω­ση από­λυ­σης, όπως δη­λα­δή και στο ελ­λη­νι­κό Ερ­γα­τι­κό Δί­καιο (από τα πλέον κα­θυ­στε­ρη­μέ­να της Ευ­ρώ­πης).

Ο χρό­νος ερ­γα­σί­ας, ημε­ρή­σια και εβδο­μα­διαία, διευ­ρύ­νε­ται, επι­διώ­κο­ντας να κα­τα­στεί πα­ρελ­θόν η ισχύς του 35ω­ρου που είχε θε­σπι­σθεί με την προη­γού­με­νη σο­σια­λι­στι­κή κυ­βέρ­νη­ση : Η κα­θιέ­ρω­ση της ερ­γα­σί­ας των 10 ή και 12 ακόμη ωρών ημε­ρη­σί­ως, και των 46 ή και 48 ωρών εβδο­μα­διαία γί­νε­ται νό­μι­μη εφό­σον η εται­ρία επι­κα­λεί­ται λό­γους «αύ­ξη­σης της δρα­στη­ριό­τη­τάς της» ή «αι­τί­ες ανα­διορ­γά­νω­σης της επι­χεί­ρη­σης». Αντί της δια­φη­μι­ζό­με­νης αύ­ξη­σης της απα­σχό­λη­σης, δια­τη­ρεί­ται η ανερ­γία στα υπάρ­χο­ντα επί­πε­δα, εφό­σον οι επι­χει­ρή­σεις κα­λύ­πτουν τις πρό­σθε­τες ανά­γκες τους με την ελα­στι­κο­ποί­η­ση του χρό­νου απα­σχό­λη­σης του υπάρ­χο­ντος προ­σω­πι­κού. Επι­πρό­σθε­τα η ερ­γο­δο­σία έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να μειώ­σει τους μι­σθούς (κατά πα­ρέκ­κλι­ση των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων), να αυ­ξή­σει τον χρόνο ερ­γα­σί­ας και να προ­χω­ρή­σει προ­φα­νώς σε απο­λύ­σεις σε πε­ρί­πτω­ση «οι­κο­νο­μι­κών δυ­σχε­ρειών», εφό­σον αντι­με­τω­πί­ζει μεί­ω­ση των πα­ραγ­γε­λιών της ή του κύ­κλου ερ­γα­σιών της ή μεί­ω­ση της κερ­δο­φο­ρί­ας της για ένα ορι­σμέ­νο διά­στη­μα.

Το ίδιο συμ­βαί­νει και στην πε­ρί­πτω­ση που οι εται­ρί­ες προ­χω­ρούν σε «τε­χνο­λο­γι­κές ανα­διαρ­θρώ­σεις», κατά τις οποί­ες αν ο μι­σθω­τός ερ­γα­ζό­με­νος αρ­νη­θεί την με­τά­θε­σή του ή την απα­σχό­λη­ση με μειω­μέ­νο μισθό, ή την αύ­ξη­ση του χρό­νου ερ­γα­σί­ας χωρίς αντί­στοι­χη αύ­ξη­ση των απο­δο­χών, μπο­ρεί απλά να απο­λυ­θεί χωρίς κα­νέ­ναν άλλο λόγο. Ο ερ­γα­ζό­με­νος που κρί­νε­ται ότι δεν είναι επαρ­κώς πα­ρα­γω­γι­κός (αυτό το κρί­νει προ­φα­νώς ο ερ­γο­δό­της μο­νο­με­ρώς), ή εμ­φα­νί­ζε­ται ως διεκ­δι­κη­τι­κός, μπο­ρεί εξί­σου να απο­λυ­θεί ανά πάσα στιγ­μή. Επί­σης οι υπε­ρω­ρια­κές ώρες απα­σχό­λη­σης ενώ προη­γού­με­να αμεί­βο­νταν με προ­σαύ­ξη­ση 25% στην αρχή και 50% στη συ­νέ­χεια, στο εξής πλη­ρώ­νο­νται με προ­σαύ­ξη­ση μόνον κατά 10%.

Οι επι­χει­ρή­σεις λοι­πόν πάνω από το νόμο και τις συλ­λο­γι­κές συμ­βά­σεις (κλα­δι­κές ή γε­ω­γρα­φι­κές). Ο δια­φη­μι­ζό­με­νος κοι­νω­νι­κός διά­λο­γος και δια­βού­λευ­ση­σε επι­χει­ρη­σια­κό επί­πε­δο δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει παρά μια προ­σχη­μα­τι­κή δια­δι­κα­σία για την επι­βο­λή των απαι­τή­σε­ων του κε­φα­λαί­ου. Στα δη­μο­ψη­φί­σμα­τα που προ­βλέ­πο­νται στο επί­πε­δο των επι­χει­ρή­σε­ων, οι ερ­γα­ζό­με­νοι βρί­σκο­νται απέ­να­ντι σε επι­λο­γές με­τα­ξύ Σκύ­λας και Χά­ρυ­βδης, εφό­σον στην ερ­γο­δο­σία ενα­πό­κει­ται πά­ντο­τε να δια­τυ­πώ­σει το ερώ­τη­μα της ψη­φο­φο­ρί­ας. Π.χ. όπω­ςέ­γι­νε­σε­ε­ται­ρί­ε­ςό­πω­ςη Bosch, η GeneralMotors, η Continental, όπου το ερώ­τη­μα που ετί­θε­το στο δη­μο­ψή­φι­σμα ήταν αν οι ερ­γα­ζό­με­νοι απο­δέ­χο­νται να ερ­γά­ζο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο και να πλη­ρώ­νο­νται λι­γό­τε­ρο, ή να χά­σουν την ερ­γα­σία τους [ Δια­φω­τι­στι­κές οι πα­ρα­τη­ρή­σεις στο MartinBulardDelugedebombessurleCodeduTravail”, MondeDiplomatique, Φε­βρουά­ριος 2016 – Κα­ται­γι­σμός από βόμ­βες στον Κώ­δι­κα Ερ­γα­σί­ας ].

Το πρό­σφα­το «κοι­νω­νι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα» του Μα­κρόν (2017)

Τε­λευ­ταία πράξη του δρά­μα­τος των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων (=μνη­μο­νια­κών) με­ταλ­λά­ξε­ων του Ερ­γα­τι­κού Δι­καί­ου στη γαλ­λι­κή οι­κο­νο­μία, τα πέντε δια­τάγ­μα­τα της κυ­βέρ­νη­σης του Ε. Μα­κρόν που υπο­γρά­φη­καν την τε­λευ­ταία εβδο­μά­δα του Σε­πτεμ­βρί­ου 2017, με την για μία και­νού­ρια φορά πα­ρά­καμ­ψη της ψήφου της Εθνι­κής Αντι­προ­σω­πεί­ας. Κύρια κα­τεύ­θυν­ση και αυτής της τε­λευ­ταί­ας ανα­διάρ­θρω­σης του Κώ­δι­κα Ερ­γα­σί­ας η ου­σια­στι­κή ακύ­ρω­ση των Συλ­λο­γι­κών Συμ­βά­σε­ων Ερ­γα­σί­ας σε εθνι­κό, πε­ρι­φε­ρεια­κό και κλα­δι­κό επί­πε­δο, και η με­τα­φο­ρά των συμ­φω­νιών κε­φα­λαί­ου – ερ­γα­ζο­μέ­νων σε επί­πε­δο επι­χει­ρή­σε­ων, όπου η ισχύς της ερ­γο­δο­σί­ας και οι πιέ­σεις που μπο­ρεί να ασκή­σει είναι προ­φα­νείς, με απο­τέ­λε­σμα να κα­θαι­ρού­νται οι υπο­χρε­ω­τι­κοί ερ­γα­τι­κοί νόμοι και οι ρυθ­μί­σεις των κλα­δι­κών συλ­λο­γι­κών δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων. Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό όπως μπο­ρεί να δια­πι­στώ­σει κα­νείς [ UGICTCGT «Τα ερ­γα­τι­κά δι­καιώ­μα­τα σή­με­ρα, και αύριο μετά τα προ­ε­δρι­κά δια­τάγ­μα­τα», καθώς και SyndicatdesAvocatsdeFrance «Ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρες ελευ­θε­ρί­ες και ασφά­λεια για τις επι­χει­ρή­σεις, ακόμη λι­γό­τε­ρα δι­καιώ­μα­τα και πρό­σβα­ση στη δι­καιο­σύ­νη για τους μι­σθω­τούς» ] ότι πρό­κει­ται για μια συ­στη­μα­τι­κή απο­δό­μη­ση θε­με­λιω­δών ερ­γα­τι­κών ρυθ­μί­σε­ων και κα­νό­νων, που προ­φα­νώς είχε με­θο­δευ­τεί και με τους προη­γού­με­νους νό­μους Ε. Μα­κρόν και Μ. Ελ Κομρί. Εν­δει­κτι­κά έτσι μπο­ρού­με να δούμε ορι­σμέ­νες με­ταλ­λά­ξεις ανά­με­σα στις πά­μπολ­λες άλλες που επι­φέ­ρουν αυτά τα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρα δια­τάγ­μα­τα.

Ο νέος νόμος νο­μι­μο­ποιεί πλέον τις πα­ρά­νο­μες και κα­τα­χρη­στι­κές απο­λύ­σεις που γί­νο­νταν προη­γού­με­να μόνον για «σπου­δαίο και σο­βα­ρό» λόγο, με το βάρος της από­δει­ξης να επα­φί­ε­ται­στον ερ­γο­δό­τη. Εφε­ξής, ακόμη και αν η από­λυ­ση κρι­θεί πα­ρά­νο­μη από τους Prud’hommes (Ερ­γα­το­δι­κεία), ο ερ­γα­ζό­με­νος έχει δι­καί­ω­μα μόνον σε χρη­μα­τι­κή απο­ζη­μί­ω­ση και όχι σε επα­να­πρό­σλη­ψη. Ακόμη και στην πε­ρί­πτω­ση από­λυ­σης εγκύ­ων γυ­ναι­κών, ή για ανά­πτυ­ξη συν­δι­κα­λι­στι­κής δρά­σης (ιδιαί­τε­ρα στις πε­ρί­φη­με­ςμι­κρο­με­σαί­ες επι­χει­ρή­σεις), η απο­ζη­μί­ω­ση της από­λυ­σης μειώ­νε­ται στο μισό. Μέχρι σή­με­ρα η επι­χεί­ρη­ση ήταν υπο­χρε­ω­μέ­νη σε πε­ρί­πτω­ση απο­λύ­σε­ων να κοι­νο­ποιεί την αι­τιο­λο­γία με επί­ση­μο έγ­γρα­φο, και στη βάση αυτή οι ερ­γα­ζό­με­νοι να ανα­πτύσ­σουν την επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία τους ενώ­πιον των δι­κα­στη­ρί­ων. Εφε­ξής ο ερ­γο­δό­της δεν υπο­χρε­ού­ται να κοι­νο­ποι­ή­σει τον λόγο των απο­λύ­σε­ων παρά μόνον την τε­λευ­ταία στιγ­μή κατά την εκ­δί­κα­ση της προ­σφυ­γής, έτσι ώστε οι μι­σθω­τοί να μην μπο­ρούν να ετοι­μά­σουν την νο­μι­κή τους επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία. Η εκτί­μη­ση των λόγων από­λυ­σης για οι­κο­νο­μι­κούς λό­γους, προ­κει­μέ­νου για πο­λυ­ε­θνι­κές φίρ­μες με θυ­γα­τρι­κές στη Γαλ­λία, γί­νε­ται μόνον στο επί­πε­δο πε­ρί­πτω­σης οι­κο­νο­μι­κών δυ­σχε­ρειών των θυ­γα­τρι­κών, πα­ρό­λο που οι μη­τρι­κές πο­λυ­ε­θνι­κές είναι κερ­δο­φό­ρες στο συ­νο­λι­κό τους επί­πε­δο.

Προ­ά­γο­νται κάθε εί­δους μορ­φές προ­σω­ρι­νής ερ­γα­σί­ας σε βάρος των συμ­βά­σε­ων αο­ρί­στου χρό­νου (Contratadureeintetermine). Έτσι ενώ μέχρι σή­με­ρα οι συμ­βά­σεις ορι­σμέ­νου χρό­νου (Contratadureedetermine) μπο­ρού­σαν να διαρ­κέ­σουν μόνον μέχρι 18 μήνες, και μετά να με­τα­τρα­πούν σε αο­ρί­στου χρό­νου, εφε­ξής η διάρ­κειά τους μπο­ρεί να επε­κτεί­νε­ται στα 5 χρό­νια. ΟΙ ερ­γο­τα­ξια­κές συμ­βά­σεις αο­ρί­στου χρό­νου που τέ­λειω­ναν με το τέλος του έργου και ίσχυαν μόνον στις κα­τα­σκευ­ές, τώρα επε­κτεί­νο­νται σε όλους τους κλά­δους, με απο­τέ­λε­σμα όταν ολο­κλη­ρώ­νε­ται ένα πρό­τζεκτ (συ­νή­θως επι­στη­μό­νων και μη­χα­νι­κών) να παίρ­νει τέλος η σύμ­βα­ση ερ­γα­σί­ας ως εάν ήταν ορι­σμέ­νου χρό­νου. Η δο­κι­μα­στι­κή πε­ρί­ο­δος μετά την πρό­σλη­ψη των μι­σθω­τών (2 μήνες για ερ­γα­το­τε­χνί­τες, 3 για τε­χνι­κούς και 4 για στε­λέ­χη), επε­κτεί­νε­ται πλέον επ’ αό­ρι­στον κατά την κρίση της επι­χεί­ρη­σης. Οι συμ­βά­σεις ερ­γα­σί­ας που συ­νά­πτο­νται πλέον θα μπο­ρούν να τρο­πο­ποι­η­θούν ανά πάσα στιγ­μή από την ερ­γο­δο­σία με απλή επι­χει­ρη­σια­κή συμ­φω­νία, όπου η επι­χεί­ρη­ση θα έχει το δι­καί­ω­μα να αλ­λά­ξει τους όρους της σύμ­βα­σης, επι­βάλ­λο­ντας π.χ. μεί­ω­ση των μι­σθών, αύ­ξη­ση του χρό­νου ερ­γα­σί­ας κ.ά.

Σε πε­ρί­πτω­ση με­τα­βί­βα­σης μιας επι­χεί­ρη­σης σε άλ­λους επι­χει­ρη­μα­τί­ες, αυτοί πλέον δεν θα έχουν υπο­χρέ­ω­ση να δια­τη­ρή­σουν το ίδιο προ­σω­πι­κό, έχο­ντας τη δυ­να­τό­τη­τα να απο­λύ­σουν ακόμη και ολό­κλη­ρο το προη­γού­με­νο ερ­γα­τι­κό δυ­να­μι­κό. Σε πε­ρί­πτω­ση δυ­σχε­ρειών της εται­ρί­ας και δια­μόρ­φω­σης ενός «κοι­νω­νι­κού σχε­δί­ου ανα­συ­γκρό­τη­σης», ο ερ­γο­δό­της που απο­λύ­ει τους ερ­γα­ζό­με­νους λόγω των οι­κο­νο­μι­κών δυ­σκο­λιών, δεν υπο­χρε­ού­ται να τους επα­να­προ­σλά­βει όταν η πα­ρα­γω­γι­κή μο­νά­δα επι­στρέ­ψει στην κερ­δο­φο­ρία. Οι προ­βλε­πό­με­νες από τις κλα­δι­κές συλ­λο­γι­κές συμ­βά­σεις, αλλά και από τον ίδιο το νόμο, νό­μι­μες πλη­ρω­μέ­νες άδειες των μι­σθω­τών σε πε­ρί­πτω­ση γάμου, γέν­νη­σης παι­διού,  θα­νά­του άμεσα συγ­γε­νι­κού προ­σώ­που, φρο­ντί­δας άρ­ρω­στου παι­διού κλπ. κα­ταρ­γού­νται, με απλή επι­χει­ρη­σια­κή συμ­φω­νία, χωρίς την ανά­γκη πα­ρου­σί­ας συν­δι­κα­λι­στι­κών εκ­προ­σώ­πων. Ακόμη και το 20λε­πτο διάλ­λει­μα ξε­κού­ρα­σης εγκύ­ων γυ­ναι­κών οδη­γεί­ται σε κα­τάρ­γη­ση με απλή επι­χει­ρη­σια­κή δια­βού­λευ­ση.

Πα­ράλ­λη­λα η πραγ­μα­το­ποί­η­ση δη­μο­ψη­φί­σμα­τος για ένα ερ­γα­σια­κό ζή­τη­μα με­τα­ξύ των ερ­γα­ζο­μέ­νων μιας επι­χεί­ρη­σης ήταν συν­δι­κα­λι­στι­κό δι­καί­ω­μα. Εφε­ξής μόνον η ερ­γο­δο­σία έχει το δι­καί­ω­μα διε­ξα­γω­γής δη­μο­ψη­φί­σμα­τος, και μά­λι­στα και κα­θο­ρι­σμού του θέ­μα­τός του, τόση δη­μο­κρα­τία στις επι­χει­ρή­σεις... Μέχρι σή­με­ρα όταν μια κλα­δι­κή σύμ­βα­ση πα­ρα­βιά­ζο­νταν από την επι­χεί­ρη­ση μπο­ρού­σε να γίνει προ­σφυ­γή στη δι­καιο­σύ­νη με το βάρος της από­δει­ξης να ενα­πο­τί­θε­ται­στον ερ­γο­δό­τη. Εφε­ξής το βάρος της από­δει­ξης βα­ρύ­νει τους ερ­γα­ζο­μέ­νους, αλλά και η όποια θε­τι­κή δι­κα­στι­κή από­φα­ση δεν έχει σε καμία πε­ρί­πτω­ση ανα­δρο­μι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Επί­σης, ενώ μέχρι πρό­σφα­τα οι συ­ζη­τή­σεις και δια­πραγ­μα­τεύ­σεις για μι­σθο­λο­γι­κά θέ­μα­τα γί­νο­νταν κάθε χρόνο, εφε­ξής θα μπο­ρούν να γί­νο­νται μόνον κάθε 4 χρό­νια κλπ.

Στις κα­πι­τα­λι­στι­κές αφε­τη­ρί­ες των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών

Τί­θε­ται έτσι το ερώ­τη­μα που αφορά τις αι­τί­ες επι­βο­λής αυτών των πο­λι­τι­κών νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων ανα­διαρ­θρώ­σε­ων των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων και των οι­κο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των, που όπως δια­πι­στώ­νε­ται έχουν κοινά ή πα­ράλ­λη­λα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά όχι μόνον στις χώρες της Νό­τιας Ευ­ρώ­πης με την μορφή των μνη­μο­νί­ων που συ­νο­δεύ­ουν τις δια­δι­κα­σί­ες αντι­με­τώ­πι­σης του υπερ­δα­νει­σμού, αλλά και εξί­σου στις κε­ντρι­κές και κυ­ρί­αρ­χες χώρες της ευ­ρω­παϊ­κής ηπεί­ρου (Γερ­μα­νία και Γαλ­λία). Προ­έρ­χο­νται αυτές από τον υπερ­δα­νει­σμό των επι­μέ­ρους εθνι­κών κρα­τών, από την υπέρ­με­τρη χρη­μα­τι­στι­κο­ποί­η­ση των οι­κο­νο­μιών, από τον ασθε­νή, «στρε­βλό και εξαρ­τη­μέ­νο» χα­ρα­κτή­ρα ορι­σμέ­νων εθνι­κών κα­πι­τα­λι­σμών όπως ο ελ­λη­νι­κός, από τη «εκ­δι­κη­τι­κή μανία» του δαί­μο­να των Βρυ­ξελ­λών, από την απλη­στία και τη «βαρ­βα­ρό­τη­τα» των γερ­μα­νών βιο­μη­χά­νων κλπ ; Απε­να­ντί­ας, εφό­σον υιο­θε­τεί κα­νείς την μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση και ανά­γνω­ση των πραγ­μά­των, που συ­νε­χί­ζει να βρί­σκει την επι­βε­βαί­ω­σή της στις ίδιες τις εξε­λί­ξεις της οι­κο­νο­μι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, προ­κύ­πτει ότι το σύ­νο­λο αυτών των κυ­μά­των μέ­τρων ολο­κλη­ρω­τι­κής απορ­ρύθ­μι­σης της ερ­γα­σί­ας προ­έρ­χε­ται από τις πο­λι­τι­κές των αστι­κών τά­ξε­ων να αντι­με­τω­πί­σουν τη μα­κρο­χρό­νια κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση και να βρουν διε­ξό­δους σε βάρος της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και των λαϊ­κών στρω­μά­των ευ­ρύ­τε­ρα και προς όφε­λος του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου [ πρό­σφα­τα στοι­χεία, πί­να­κες και δια­γράμ­μα­τα στην ανά­λυ­ση του MichelHussonDixansdecriseetpuisMacron”, Δέκα χρό­νια κρί­σης …και μετά ο Μα­κρόν, DefendDemocracyPress ].

Σε αντί­θε­ση με την κεϋν­σια­νή αντί­λη­ψη που απο­δί­δει την κρίση στην χρη­μα­τι­στι­κή αστά­θεια και στις πο­λι­τι­κές της λι­τό­τη­τας που κρί­νο­νται αντί-πα­ρα­γω­γι­κές, η μαρ­ξι­στι­κή κρι­τι­κή επι­κε­ντρώ­νε­ται στην τάση πτώ­σης του πο­σο­στού κέρ­δους, το οποίο για να απο­κα­τα­στα­θεί απαι­τεί την απα­ξί­ω­ση με­γά­λων τμη­μά­των του κε­φα­λαί­ου. Η κα­πι­τα­λι­στι­κή δυ­να­μι­κή που κα­θο­ρί­ζε­ται από την δια­τή­ρη­ση του πο­σο­στού κέρ­δους σε επαρ­κή επί­πε­δα, εξαρ­τά­ται κυ­ρί­ως από τα κέρδη της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας της ερ­γα­σί­ας, από το επί­πε­δο της πραγ­μα­τι­κής αμοι­βής της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και από την εξέ­λι­ξη της ορ­γα­νι­κής σύν­θε­σης του κε­φα­λαί­ου. Δια­πι­στώ­νε­ται στα­τι­στι­κά  (LongTermProductivityDatabaseτης Τρά­πε­ζας της Γαλ­λί­ας) ότι στην πε­ρί­ο­δο από το 1960 μέχρι το 2015 όλοι οι σχε­τι­κοί δεί­κτες (πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας, ορ­γα­νι­κή σύν­θε­ση του κε­φα­λαί­ου, κατά κε­φα­λήν ΑΕΠ) βρί­σκο­νται σε μια πτω­τι­κή πο­ρεία που ξε­κι­νά­ει από ένα δεί­κτη 7 για να φτά­σει στον δεί­κτη 1. Στην ίδια πε­ρί­ο­δο έτσι ο σύν­θε­τος δεί­κτης της κα­πι­τα­λι­στι­κής δυ­να­μι­κής (το επί­πε­δο της ετή­σιας ανά­πτυ­ξης) πέ­φτει από ένα επί­πε­δο 5 στο επί­πε­δο του 0,5. Η έκρη­ξη της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κής κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου (μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 – αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1980) συν­δέ­ε­ται με την πτώση του μέσου πο­σο­στού κέρ­δους, ως απο­τέ­λε­σμα της εξά­ντλη­σης και σα­φούς επι­βρά­δυν­σης των κερ­δών της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας της ερ­γα­σί­ας. Έτσι ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός που εγκαι­νιά­ζε­ται από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, επι­διώ­κο­ντας να δια­τη­ρή­σει το επί­πε­δο του πο­σο­στού κέρ­δους, κα­τα­φεύ­γει στην συ­νε­χή μεί­ω­ση του πραγ­μα­τι­κού μι­σθού (του με­τα­βλη­τού δη­λα­δή κε­φα­λαί­ου).

Αυτή η νέα νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πε­ρί­ο­δος της κα­πι­τα­λι­στι­κής εξέ­λι­ξης κα­τορ­θώ­νει μ’ αυτό τον τρόπο (κα­τε­δά­φι­ση του κοι­νω­νι­κού κρά­τους) να δια­τη­ρή­σει και να προ­σαυ­ξή­σει το πο­σο­στό κέρ­δους τόσο στην Ευ­ρω­παϊ­κή Ένωση όσο και στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες (με­τα­ξύ 1980 και 2015 στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση αυ­ξά­νε­ται από ένα δεί­κτη 10 στον δεί­κτη 14, στην δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση από έναν δεί­κτη 15 στον δεί­κτη 22). Το απο­τέ­λε­σμα είναι η συ­νε­χής πτώση των μι­σθών που στη διάρ­κεια της πε­ριό­δου 1970 – 2014 έπε­σαν από το 54,5 % της συμ­με­το­χής στο ΑΕΠ (πα­γκό­σμιος μέσος όρος) στο 50,5%. Προ­φα­νώς το ερώ­τη­μα που τέ­θη­κε με την μεί­ω­ση των μι­σθών ήταν το ποιος θα αγο­ρά­ζει πλέον τα πα­ρα­γό­με­να προ­ϊ­ό­ντα αφού είχε επι­βλη­θεί η λι­τό­τη­τα. Η νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη απά­ντη­ση που δό­θη­κε ήταν η αύ­ξη­ση των ει­σο­δη­μά­των των ανώ­τε­ρων αστι­κών στρω­μά­των (εμ­βά­θυν­ση των τα­ξι­κών ανι­σο­τή­των), η αύ­ξη­ση της πί­στω­σης (συ­νε­χής δα­νει­σμός) και η διέ­ξο­δος στις διε­θνείς αγο­ρές (πα­γκο­σμιο­ποί­η­ση). Προ­έ­κυ­ψε έτσι μια έντο­νη «χρη­μα­τι­στι­κο­ποί­η­ση» των οι­κο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των, που σε καμία πε­ρί­πτω­ση βέ­βαια δεν ήταν αιτία της κρί­σης (της οποί­ας τα αίτια συ­νέ­χι­σαν να εντο­πί­ζο­νται στην πραγ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γι­κή οι­κο­νο­μία), αλλά ήταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ένα σύμ­πτω­μα της φθί­νου­σας πο­ρεί­ας της κα­πι­τα­λι­στι­κής δυ­να­μι­κό­τη­τας.

Χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε έτσι η διέ­ξο­δος στις αγο­ρές των ανα­δυό­με­νων οι­κο­νο­μιών με την δια­δι­κα­σία της πα­ρα­γω­γι­κής πα­γκο­σμιο­ποί­η­σης με την έντο­νη αλ­λη­λο­δια­πλο­κή των οι­κο­νο­μιών με την μορφή των «πα­γκό­σμιων αλυ­σί­δων αξίας» (globalvaluechains). Ωστό­σο, αυτή η δια­δι­κα­σία που βα­σί­ζο­νταν κυ­ρί­ως στην ανά­πτυ­ξη της κι­νε­ζι­κής οι­κο­νο­μί­ας, φά­νη­κε να εξα­ντλεί­ται με την εκ­δή­λω­ση της με­γά­λης κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου του 2008, με απο­τέ­λε­σμα η πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας, ενώ είχε εμ­φα­νί­σει αυ­ξη­τι­κή πο­ρεία  μέχρι τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 2000, να πάρει ξανά την κα­τιού­σα, λι­γό­τε­ρο στις ανα­δυό­με­νες οι­κο­νο­μί­ες (BRICS) και πε­ρισ­σό­τε­ρο στις ανα­πτυγ­μέ­νες κα­πι­τα­λι­στι­κές χώρες. Έτσι, εφό­σον η μεί­ω­ση των μι­σθών έφτα­σε σε ορι­σμέ­να ιστο­ρι­κά όρια, και αφού οι «πα­γκό­σμιες αλυ­σί­δες αξίας» εμ­φά­νι­σαν πλέον σαφή υπο­χώ­ρη­ση (ιδιαί­τε­ρα στην τε­λευ­ταία πε­ντα­ε­τία 2010 – 15), ενώ οι τε­χνο­λο­γι­κές ανα­διαρ­θρώ­σεις δεν μπο­ρού­σαν πλέον να επι­φέ­ρουν αύ­ξη­ση στα κέρδη από την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας, τα διε­θνή οι­κο­νο­μι­κά κέ­ντρα προ­έ­κρι­ναν την μα­ζι­κή κα­τα­στρο­φή πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων (κυ­ρί­ως με την επέ­κτα­ση της ρο­μπο­τι­κής) και μια μη­δε­νι­κή σχε­δόν ανά­πτυ­ξη : Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση έντο­νη ήταν η ανά­γκη να βα­θύ­νει ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο η κοι­νω­νι­κή κα­τα­στρο­φή του κό­σμου της ερ­γα­σί­ας (εκ­κα­θα­ρί­σεις θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας, λι­τό­τη­τα και ελα­στι­κο­ποί­η­ση).

Προ­ω­θή­θη­κε έτσι ο δια­χω­ρι­σμός των πα­ρα­γω­γι­κών μο­νά­δων σε επι­χει­ρή­σεις υψη­λής πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας που έπρε­πε να στη­ρι­χθούν και σε «επι­χει­ρή­σεις– ζόμπι» που εμ­φά­νι­ζαν χα­μη­λή πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα και αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα και χρειά­ζο­νταν να εκ­κα­θα­ρι­στούν : Οι «ζω­ντα­νές – νε­κρές» επι­χει­ρή­σεις έπρε­πε λοι­πόν να εκ­κα­θα­ρι­στούν γιατί απο­τε­λού­σαν εμπό­διο στην «δη­μιουρ­γι­κή κα­τα­στρο­φή»κε­φα­λαί­ου και  στην απο­δο­τι­κή χρη­σι­μο­ποί­η­ση των πα­ρα­γό­ντων της πα­ρα­γω­γής. Άρα ήρθαν στην επι­φά­νεια της αστι­κής οι­κο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής οι με­γά­λες διαρ­θρω­τι­κές αλ­λα­γές, δη­λα­δή η ολο­σχε­ρής ελα­στι­κο­ποί­η­ση των μορ­φών απα­σχό­λη­σης, πα­ρα­τε­τα­μέ­νες πο­λι­τι­κές μεί­ω­σης των μι­σθών, εκ­κα­θα­ρί­σεις των μη επαρ­κώς αξιο­ποιου­μέ­νων κε­φα­λαί­ων (δια­τή­ρη­ση της ανερ­γί­ας σε υψηλά επί­πε­δα). Υιο­θε­τεί­ται δη­λα­δή η μαρ­ξι­στι­κή δια­πί­στω­ση ότι ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν ξε­περ­νά­ει την κρίση του παρά απα­ξιώ­νο­ντας το ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό τμήμα του κε­φα­λαί­ου. Αυτό βέ­βαια φέρ­νει το πα­ρα­γω­γι­κό κε­φά­λαιο σε μια ορι­σμέ­νη αντί­θε­ση με το πλα­σμα­τι­κό (χρη­μα­τι­στι­κό) κε­φά­λαιο που είχε προ­ω­θή­σει ο ίδιος ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, δια­σφα­λί­ζο­ντας την στα­θε­ρή κερ­δο­φο­ρία των με­γα­λο­με­τό­χων των επι­χει­ρή­σε­ων, ωστό­σο όμως οι ανά­γκες ανά­καμ­ψης της δυ­να­μι­κής του πα­ρα­γω­γι­κού κε­φα­λαί­ου απευ­θύ­νουν μια αυ­στη­ρή προει­δο­ποί­η­ση για την επα­να­φο­ρά στην τάξη του νόμου της αξίας.

Μ’ αυτή την δε­δο­μέ­νη κα­τά­στα­ση πραγ­μά­των ο ίδιος ο κεϋν­σια­νι­σμός εμ­φα­νί­ζε­ται εξο­λο­κλή­ρου ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κός στο μέτρο που η αύ­ξη­ση της αγο­ρα­στι­κής δύ­να­μης και της ζή­τη­σης που ευαγ­γε­λί­ζε­ται βρί­σκε­ται σε πλήρη αντί­θε­ση με την επι­κρα­τού­σα κα­πι­τα­λι­στι­κή λο­γι­κή της οποί­ας η μο­να­δι­κή έγνοια είναι η απο­κα­τά­στα­ση του πο­σο­στού της επι­χει­ρη­μα­τι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας : Ο κα­πι­τα­λι­σμός δεν μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει απο­δε­χό­με­νος μι­κρό­τε­ρη απο­δο­τι­κό­τη­τα του κε­φα­λαί­ου, έτσι ώστε οι κυ­ρί­αρ­χες τά­ξεις να στε­ρη­θούν των προ­νο­μί­ων τους. Έτσι η μο­να­δι­κή διέ­ξο­δος που προ­κρί­νε­ται από τα κυ­ρί­αρ­χα αστι­κά κέ­ντρα, και που εκ­φρά­ζε­ται με τον πλέον εμ­βλη­μα­τι­κό τρόπο από την γαλ­λι­κή προ­ε­δρία Ε. Μα­κρόν, είναι η εμ­βά­θυν­ση των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών μέσα από νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ανα­διαρ­θρώ­σεις  : Δη­μιουρ­γι­κή κα­τα­στρο­φή κε­φα­λαί­ων, αύ­ξη­ση της ανερ­γί­ας, ελα­στι­κο­ποί­η­ση της απα­σχό­λη­σης, απο­ψί­λω­ση δι­καιω­μά­των και ει­σο­δή­μα­τος της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας. Εφό­σον ο σύγ­χρο­νος κα­πι­τα­λι­σμός αδυ­να­τεί να επα­να­κτή­σει τα κέρδη από την πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα της ερ­γα­σί­ας, δεν μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει παρά με το μο­ντέ­λο του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Γι’ αυ­τούς τους λό­γους η αντι­με­τώ­πι­ση των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών σε πα­νευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο δεν μπο­ρεί να γίνει παρά από μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή που συν­δέ­ει ορ­γα­νι­κά τις άμε­σες ερ­γα­τι­κές ανά­γκες με με­τα­βα­τι­κές ρι­ζο­σπα­στι­κές ρή­ξεις και τομές.

Αντι­πα­ρά­θε­ση στον διε­θνο­ποι­η­μέ­νο ευ­ρω­παϊ­κό κα­πι­τα­λι­σμό

Συ­νά­γε­ται συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά ότι οι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ανα­διαρ­θρώ­σεις των ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων και των οι­κο­νο­μι­κών δομών, που έχουν κα­τα­γρα­φεί στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της τε­λευ­ταί­ας επτα­ε­τί­ας εφαρ­μο­γής των τεσ­σά­ρων συ­νε­χών μνη­μο­νί­ων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ), δη­λα­δή μεί­ω­σης των μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων, ολο­σχε­ρούς πε­ριο­ρι­σμού και μεί­ω­σης των επι­δο­μά­των ανερ­γί­ας, κα­τάρ­γη­σης της ισχύ­ος των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων, ιδιω­τι­κο­ποί­η­σης των κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων που έχουν απο­μεί­νει στην δη­μό­σια κυ­ριό­τη­τα, γε­νί­κευ­σης των συμ­βά­σε­ων προ­σω­ρι­νής και με­ρι­κής απα­σχό­λη­σης κλπ., δεν απο­τε­λεί πρω­το­τυ­πία του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού και του πο­λι­τι­κού φά­σμα­τος των μνη­μο­νια­κών κομ­μά­των. Η ίδια πο­λι­τι­κή, με δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες ή πα­νο­μοιό­τη­πες  μορ­φές έχει ασκη­θεί και συ­νε­χί­ζει να υλο­ποιεί­ται στο σύ­νο­λο των ευ­ρω­παϊ­κών χωρών, και μά­λι­στα του ίδιου του ευ­ρω­παϊ­κού κέ­ντρου (Γερ­μα­νία και Γαλ­λία), όπως εξί­σου και της πε­ρι­φέ­ρειας (Ιτα­λία, Ισπα­νία, χώρες της πρώην Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης). Ο υπερ­δα­νει­σμός των εθνι­κών κρα­τών που είναι απο­τέ­λε­σμα των ακραί­ων νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών δια­χεί­ρι­σης της κρί­σης, χρη­σι­μο­ποιεί­ται ως μέσον εκ­βια­σμού προ­κει­μέ­νου αφε­νός να επι­βλη­θεί ένας δρα­κό­ντειος δη­μο­σιο­νο­μι­κός έλεγ­χος ως προ­ϋ­πό­θε­ση της οι­κο­νο­μι­κής «εξυ­γί­αν­σης», και αφε­τέ­ρου για να επι­βλη­θούν μορ­φές αύ­ξη­σης της πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας των επι­μέ­ρους εθνι­κών κα­πι­τα­λι­σμών, μέσα από την κα­τα­κό­ρυ­φη κοι­νω­νι­κή υπο­τί­μη­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας.

Έτσι, αυτά τα δια­δο­χι­κά κύ­μα­τα μέ­τρων απο­δό­μη­σης του Ερ­γα­τι­κού Δι­καί­ου στην ευ­ρω­παϊ­κή ήπει­ρο, είναι απο­τέ­λε­σμα των πο­λι­τι­κών αντι­με­τώ­πι­σης της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου (που στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία προ­σέ­λα­βε ακόμη πιο οξυ­μέ­νες δια­στά­σεις) προς όφε­λος των επι­χει­ρή­σε­ων και σε βάρος του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, και όχι απλά έκ­φρα­ση μιας «εκ­δι­κη­τι­κής μα­νί­ας» των «ξένων επι­κυ­ρί­αρ­χων» και με­τα­τρο­πής της ελ­λη­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης σε ευ­ρω­παϊ­κό «πει­ρα­μα­τό­ζωο» : Πολύ με­γα­λύ­τε­ρα «πει­ρα­μα­τό­ζωα» απο­δει­κνύ­ο­νται οι πολ­λα­πλά­σιες σε μέ­γε­θος ερ­γα­τι­κές τά­ξεις των ηγε­μο­νι­κών ευ­ρω­παϊ­κών χωρών, τόσο στη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του 2000, όσο και στην διάρ­κεια της τρέ­χου­σας δε­κα­ε­τί­ας του 2010. Προ­κύ­πτει άρα ότι η αντι­πα­ρά­θε­ση που δια­τρέ­χει τις οι­κο­νο­μί­ες της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης και της Ζώνης του Ευρώ δεν έχει πρω­τί­στως τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «εθνι­κών και πα­τριω­τι­κών» αντι­πα­ρα­θέ­σε­ων, αλλά τα βα­θειά τα­ξι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της αντι­πα­λό­τη­τας ανά­με­σα στις επι­μέ­ρους ερ­γα­τι­κές τά­ξεις και στις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ανα­διαρ­θρώ­σεις του διε­θνο­ποι­η­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού σε εθνι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο.

Άρα μια αντι­μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή με την ευ­ρύ­τε­ρη έν­νοια του όρου δεν μπο­ρεί να βα­σί­ζε­ται σε μια αντί­λη­ψη «εθνι­κής (αστι­κής) ανά­πτυ­ξης», με όρους ενός δια­τα­ξι­κού πα­τριω­τι­κού με­τώ­που (μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, αλλά και μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των, και μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων και αστι­κών πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων), αλλά με όρους ενός τα­ξι­κού με­τώ­που των ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων στους επι­μέ­ρους εθνι­κούς κοι­νω­νι­κούς σχη­μα­τι­σμούς, όσο και σε πα­νευ­ρω­παϊ­κό κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο. Το ζή­τη­μα δεν είναι η «πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση» των οι­κο­νο­μιών που έχουν υπο­στεί τις συ­νέ­πειες της «δη­μιουρ­γι­κής κα­τα­στρο­φής» πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων ως απο­τέ­λε­σμα της απα­ξί­ω­σης των ανε­παρ­κώς αξιο­ποιου­μέ­νων (ζη­μιο­γό­νων) κε­φα­λαί­ων, αλλά ο ίδιος ο στρα­τη­γι­κός κοι­νω­νι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός των κα­πι­τα­λι­στι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων, όχι προ­φα­νώς με έναν κενό πο­λι­τι­κό λόγο στη συ­γκυ­ρία («εδώ και τώρα κομ­μου­νι­σμός»), αλλά με μια ορ­γα­νι­κή δια­σύν­δε­ση των άμε­σων ζω­τι­κών λαϊ­κών ανα­γκών με ένα ρι­ζο­σπα­στι­κό με­τα­βα­τι­κό αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό πρό­γραμ­μα πάλης στο ιστο­ρι­κό παρόν.

Η αρι­στε­ρή αντι­με­τώ­πι­ση των θε­σμών της ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ολο­κλή­ρω­σης δεν μπο­ρεί να προ­ά­γε­ται με όρους εθνι­κών πε­ρι­χα­ρα­κώ­σε­ων και δια­χω­ρι­σμών, αλλά με όρους ερ­γα­τι­κής τα­ξι­κής δια­πά­λης απέ­να­ντι στις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες ανα­συ­γκρο­τή­σεις των εθνι­κών κα­πι­τα­λι­σμών και της Ιερής Συμ­μα­χί­ας των αστι­κών τά­ξε­ων στο ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο. Αυτό το μή­νυ­μα έρ­χε­ται από τις μα­ζι­κές ερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις στη γερ­μα­νι­κή οι­κο­νο­μία των μέσων της δε­κα­ε­τί­ας του 2000, το ίδιο από τις συν­δι­κα­λι­στι­κές απερ­γί­ες της τριε­τί­ας 2015 – 17 στη γαλ­λι­κή κοι­νω­νία, το ίδιο από τις μα­ζι­κές απερ­γί­ες στην αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νία της Κε­ντρι­κής Ευ­ρώ­πης το 2017 (Σλο­βα­κία, Ουγ­γα­ρία, Τσε­χία), το ίδιο από τις ελ­λη­νι­κές πα­νερ­γα­τι­κές απερ­γί­ες του 2010 – 12, που κα­τέ­λη­ξαν στην πο­λι­τι­κή στή­ρι­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, κι’ αυτός  οδή­γη­σε τις λαϊ­κές προσ­δο­κί­ες στα τάρ­τα­ρα. Η θέση της κάθε επι­μέ­ρους ερ­γα­τι­κής τάξης είναι στην κοινή της συ­μπα­ρά­τα­ξη με τον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο των υπο­λοί­πων ευ­ρω­παϊ­κών χωρών, και όχι με τις αστι­κές και μι­κρο­α­στι­κές εθνι­κές τους δυ­νά­μεις, για την ανα­τρο­πή των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων ανα­διαρ­θρώ­σε­ων στο εθνι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο.

Ετικέτες