Το Φλεβάρη του 1968, τα μέλη του ΚΚΕ στην Ελλάδα –που αντιμετώπιζαν τότε τα πιο δύσκολα καθήκοντα της αντίστασης σε μια δικτατορία, που στις 21/4/67 είχε πιάσει την ηγεσία και το μηχανισμό του κόμματος απολύτως απροετοίμαστους για αυτό το ενδεχόμενο- μάθαιναν εμβρόντητα τη διάσπαση του ΚΚΕ.

Μια πτέ­ρυ­γα, ισχυ­ρή στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας, κυ­ρί­ως μέσα από την κα­θο­δη­γη­τι­κή σχέση της με τις ορ­γα­νώ­σεις της ΕΔΑ και των Λα­μπρά­κη­δων, έπαιρ­νε το δρόμο που ήδη αι­χνο­φαί­νο­νταν στο ΚΚ Ιτα­λί­ας, στο ΚΚ Ισπα­νί­ας και, λι­γό­τε­ρο, στο ΚΚ Γαλ­λί­ας, το δρόμο του «ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού». Μια πτέ­ρυ­γα, με πα­ρου­σία στις ορ­γα­νώ­σεις του εσω­τε­ρι­κού και πλήρη κυ­ριαρ­χία στις ορ­γα­νώ­σεις των πο­λι­τι­κών προ­σφύ­γων στο Ανα­το­λι­κό Μπλοκ, πα­ρέ­με­νε πιστή στο «διε­θνές κέ­ντρο», το ΚΚΣΕ, πα­ρέ­με­νε στο δρόμο της στα­λι­νι­κής «ορ­θο­δο­ξί­ας» ή –κατά τους αντι­πά­λους της– στο δρόμο του «δογ­μα­τι­σμού». Τέλος, μια τρίτη πτέ­ρυ­γα –με δύ­να­μη στις ορ­γα­νω­μέ­νες πρω­το­βου­λί­ες αντί­στα­σης και πα­ρου­σία στα στρα­τό­πε­δα των κρα­τού­με­νων αγω­νι­στών– έμενε «ανέ­ντα­χτη», ζη­τού­σε πιο έντο­νη κρι­τι­κή στην ΕΣΣΔ και έδει­χνε να ακού­ει πε­ρισ­σό­τε­ρο τα «μη­νύ­μα­τα» του διε­θνούς ρι­ζο­σπα­στι­σμού που ήδη είχε αρ­χί­σει να δια­μορ­φώ­νε­ται και θα κο­ρυ­φω­νό­ταν με τον επερ­χό­με­νο Μάη του 1968 (Βιετ­νάμ, Μαύ­ροι Πάν­θη­ρες, αγώ­νες στην Αφρι­κή, «νέα κι­νή­μα­τα» στην Ευ­ρώ­πη κ.ά.). Όχι τυ­χαία, αυτή η «3η κα­τά­στα­ση» αυ­το­προσ­διο­ρι­ζό­ταν ως ρεύμα του «χάους»… Η διά­σπα­ση του ΚΚΕ δεν είναι δυ­να­τόν να γίνει κα­τα­νοη­τή αν δεν σκε­φτεί κα­νείς πάνω στην προϊ­στο­ρία της. 

Η κρίση του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος 

Η δια­μόρ­φω­ση των προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων για την «κρίση του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος» (για να δα­νει­στού­με τον όρο του Φερ­νά­ντο Κλα­ου­ντίν), δη­λα­δή την κρίση των ΚΚ-με­λών της 3ης Διε­θνούς, όπως αυτή δια­μορ­φώ­θη­κε μέσα από την τρα­γι­κή δε­κα­ε­τία του ’30, υπήρ­ξε μια μακρά δια­δι­κα­σία.

Ένας κρί­σι­μος σταθ­μός ήταν η κα­τά­λη­ξη του Β' Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, που υπήρ­ξε τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κή από την κα­τά­λη­ξη του Α' Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, που εξα­πέ­λυ­σε το επα­να­στα­τι­κό κύμα του 1917. Ο συμ­βι­βα­σμός των νι­κη­τών στη Γιάλ­τα, εξα­σφά­λι­ζε ση­μα­ντι­κά κέρδη για τη Ρωσία του Στά­λιν, αλλά και ση­μα­ντι­κές ήττες του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος στη Δύση και κυ­ρί­ως στην Ευ­ρώ­πη. Στην Ιτα­λία και στη Γαλ­λία, τα πα­νί­σχυ­ρα ΚΚ της επο­χής –με το κύρος της ηγε­σί­ας στην αντί­στα­ση κατά των Ναζί– συμ­με­τεί­χαν στις κυ­βερ­νή­σεις «Εθνι­κής Ενό­τη­τας», συμ­βάλ­λο­ντας κα­θο­ρι­στι­κά στη με­τα­πο­λε­μι­κή στα­θε­ρο­ποί­η­ση του κα­πι­τα­λι­σμού. Αυτή η «προ­δο­σία» -σε πλήρη ρήξη με τη γραμ­μή της Κο­μι­ντέρν στον καιρό του Λέ­νιν- δια­μόρ­φω­νε στο εσω­τε­ρι­κό των κομ­μά­των και των κι­νη­μά­των και στις δύο αυτές κε­ντρι­κές χώρες, ισχυ­ρό­τα­τες τά­σεις αμ­φι­σβή­τη­σης της «ορ­θο­δο­ξί­ας», τόσο από τα αρι­στε­ρά, όσο και από δεξιά. Τά­σεις που δεν ήταν δυ­να­τόν να πε­ριο­ρι­στούν στις «υπό­γειες δια­δρο­μές» επ’ άπει­ρο. 

Η Γιάλ­τα υπήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ση­μείο της ενί­σχυ­σης του στα­λι­νι­σμού. Όμως το κα­θε­στώς στην ΕΣΣΔ ήταν υπο­νο­μευ­μέ­νο από τις ίδιες τις αντι­φά­σεις του: Στα 1956, στο 20ό Συ­νέ­δριο του ΚΚΣΕ, οι κομ­μου­νι­στές όλου του κό­σμου άκου­σαν τον επι­κε­φα­λής της μάχης στο Στά­λιν­γκραντ, τον Ν. Χρου­στσόφ, να κα­ταγ­γέλ­λει την «προ­σω­πο­λα­τρεία» ως εγκλη­μα­τι­κή (επα­να­φέ­ρο­ντας την τραυ­μα­τι­κή συ­ζή­τη­ση για τις με­γά­λες διώ­ξεις του ’30) και κυ­ρί­ως να απο­κα­λύ­πτει ότι ήταν μύθος η ετοι­μό­τη­τα του κα­θε­στώ­τος για τον «Με­γά­λο Πα­τριω­τι­κό Πό­λε­μο» (επα­να­φέ­ρο­ντας τη συ­ζή­τη­ση για το εξί­σου τραυ­μα­τι­κό γε­γο­νός του «Συμ­φώ­νου Φι­λί­ας» με­τα­ξύ της στα­λι­νι­κής Ρω­σί­ας και της να­ζι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας στα 1939…). Ήταν μια ψυ­χρο­λου­σία που λει­τουρ­γού­σε αντι­κει­με­νι­κά απο­συ­σπει­ρω­τι­κά.

Η τάση αυτή ενι­σχύ­θη­κε από ακόμα δύο πα­ρά­γο­ντες: Αφε­νός, τις ερ­γα­τι­κές εξε­γέρ­σεις στις χώρες του Ανα­το­λι­κού Μπλοκ (Ανα­το­λι­κή Γερ­μα­νία το ’53, Ουγ­γα­ρία το ’56, Πο­λω­νία και αρ­γό­τε­ρα Τσε­χο­σλο­βα­κία το ’68). Αφε­τέ­ρου, τις δια­σπά­σεις στο εσω­τε­ρι­κό του «νέου» κομ­μου­νι­στι­κού στρα­το­πέ­δου: στο ΚΚ Γιου­γκο­σλα­βί­ας, στο ΚΚ Κίνας, στο ΚΚ Βιετ­νάμ κ.ο.κ., η ρήξη με τη Μόσχα ήρθε σύ­ντο­μα και είχε τε­ρά­στιες συ­νέ­πειες. 

Στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας, η ητ­τη­μέ­νη στον Εμ­φύ­λιο Αρι­στε­ρά αντι­με­τώ­πι­ζε αυτήν τη «χα­ο­τι­κή» συ­ζή­τη­ση σε συν­θή­κες ακόμα με­γα­λύ­τε­ρης συ­μπί­ε­σης. Το απί­στευ­τα αυ­ταρ­χι­κό εσω­κομ­μα­τι­κό κα­θε­στώς που είχε επι­βά­λει ο Ν. Ζα­χα­ριά­δης (που ακόμα πολ­λοί εξα­κο­λου­θούν να αντι­με­τω­πί­ζουν ως «οδη­γη­τή») συν­δυα­ζό­ταν με μια πρω­το­φα­νή πο­λι­τι­κή ισο­πέ­δω­ση: την άποψη ότι το 1949 ήταν «ήττα στο στρα­τιω­τι­κό πεδίο, αλλά νίκη στο πο­λι­τι­κό» και την εκτί­μη­ση ότι οι κομ­μου­νι­στές «πα­ρα­μέ­νουν με το όπλο παρά πόδας…». 

Όλα αυτά τα στοι­χεία της ιδε­ο­λο­γι­κής, πο­λι­τι­κής και ορ­γα­νω­τι­κής κρί­σης, ενι­σχύ­θη­καν στο έπα­κρο από την επέ­λα­ση του νέου ρι­ζο­σπα­στι­σμού. Ο διε­θνής Μάης και ο Τσε έβα­ζαν με έμ­φα­ση του αί­τη­μα για μια «Νέα Αρι­στε­ρά».

Στην Ελ­λά­δα αυτό εκ­φρά­στη­κε μέσα στο κύμα αγώ­νων και πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης της «γε­νιάς του ‘60» που κο­ρυ­φώ­θη­κε στα Ιου­λια­νά. Το ΚΚΕ σή­με­ρα κα­ταγ­γέλ­λει -σω­στά!- τη γραμ­μή και την ηγε­σία της ΕΔΑ ως «δεξιά από­κλι­ση», αλλά τε­λεί­ως λα­θε­μέ­να κα­ταγ­γέλ­λει το κί­νη­μα, το ρι­ζο­σπα­στι­σμό και τη μα­ζι­κή διά­στα­σή του, κά­νο­ντας λόγο για «σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή εποχή της ΕΔΑ». Άλ­λω­στε, απέ­να­ντι στους ερ­γά­τες και τους νέους της επο­χής του ’60 οι με­τέ­πει­τα «ανα­νε­ω­τές» και οι «δογ­μα­τι­κοί» στά­θη­καν μαζί…

Μετά την εύ­κο­λη επι­βο­λή της δι­κτα­το­ρί­ας, όμως, η διά­σπα­ση του ΚΚΕ ήταν απλώς ανα­πό­φευ­κτη.

Κομ­μου­νι­στι­κή Ανα­νέ­ω­ση;

Σή­με­ρα, εκ του απο­τε­λέ­σμα­τος, γνω­ρί­ζου­με ότι το ρεύμα του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού στην Ιτα­λία, στη Γαλ­λία, στην Ισπα­νία, αλλά και στην Ελ­λά­δα, ήταν μια στρο­φή προς τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία.

Δεν ήταν από την αρχή γνω­στό, ούτε δε­δο­μέ­νο ότι θα κα­τέ­λη­γε έτσι. Χι­λιά­δες αγω­νι­στές-στριες που στρα­τεύ­τη­καν στις γραμ­μές του, το έκα­ναν ανα­ζη­τώ­ντας μια έξοδο από το «στα­λι­νι­κό φαι­νό­με­νο» και μέσα σε συν­θή­κες με­γά­λων αγώ­νων, όπου θα μπο­ρού­σε να υπάρ­ξει δια­φο­ρε­τι­κή έκ­βα­ση. Όμως αυτό δεν αναι­ρεί ούτε τις με­γά­λες ηγε­τι­κές ευ­θύ­νες (του Μπερ­λι­γκου­έρ, του Κα­ρί­γιο, του Μαρ­σαί και των ντό­πιων ομο­λό­γων τους), ούτε τα με­γά­λα ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κά «κενά» στη στρα­τη­γι­κή του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού.

Ο Εν­ρί­κο Μπερ­λι­γκου­έρ υπήρ­ξε ο πρω­το­πό­ρος που «διεύ­ρυ­νε» την κρι­τι­κή προς το στα­λι­νι­σμό, απορ­ρί­πτο­ντας την πα­ρά­δο­ση της Οκτω­βρια­νής Επα­νά­στα­σης συ­νο­λι­κά και θέ­το­ντας τα θε­μέ­λια προς τον «ιστο­ρι­κό συμ­βι­βα­σμό» και τη συ­γκυ­βέρ­νη­ση με τη σκλη­ρή χρι­στια­νο­δη­μο­κρα­τι­κή Δεξιά.
Η τάση αυτή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γεί­ται με μια ορι­σμέ­νη «ανά­γνω­ση» του Γκράμ­σι από τον ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμό. Ο με­γά­λος Σαρ­δη­νός μαρ­ξι­στής δεν έχει ευ­θύ­νη γι’ αυτό: στο έργο του η διεκ­δί­κη­ση της «ηγε­μο­νί­ας» δεν ταυ­τί­ζε­ται με τη διαρ­κή επι­δί­ω­ξη των «συ­ναι­νέ­σε­ων» με τις αντί­πα­λες τά­ξεις, ο «πό­λε­μος θέ­σε­ων» μέσα στις πιο σύν­θε­τες δυ­τι­κές κοι­νω­νί­ες δεν ταυ­τί­ζε­ται με την ιστο­ρι­κή απόρ­ρι­ψη των «κι­νή­σε­ων», με την απόρ­ρι­ψη της ερ­γα­τι­κής/λαϊ­κής επα­νά­στα­σης ως «τομής» στην εξέ­λι­ξη της τα­ξι­κής πάλης. Οι ευ­ρω­κομ­μου­νι­στές ως Γκράμ­σι «δια­βά­ζουν» τον Το­λιά­τι και τη δική του «με­τά­φρα­ση» του μαρ­ξι­στι­κού έργου του Γκράμ­σι. 

Στην Ελ­λά­δα, το ΚΚ. εσ. είδε «θε­τι­κά» την από­πει­ρα φι­λε­λευ­θε­ρο­ποί­η­σης της χού­ντας επί Μαρ­κε­ζί­νη, είδε αρ­νη­τι­κά την εξέ­γερ­ση του Πο­λυ­τε­χνεί­ου και αντι­με­τώ­πι­σε τους με­γά­λους αγώ­νες της επο­χής της Με­τα­πο­λί­τευ­σης με τη δια­τα­ξι­κή στρα­τη­γι­κή της Εθνι­κής Αντι­δι­κτα­το­ρι­κής Ενό­τη­τας (ΕΑΔΕ) του Λ. Κύρ­κου. Φυ­σιο­λο­γι­κά συρ­ρι­κνώ­θη­κε απέ­να­ντι στην πιο συ­γκρο­τη­μέ­νη αν και εξί­σου με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή στρα­τη­γι­κή του ΚΚΕ και κυ­ρί­ως μπρο­στά στην επέ­λα­ση του ΠΑΣΟΚ. Έχασε τη νε­ο­λαία του (με τη διά­σπα­ση της Β΄ Πα­νελ­λα­δι­κής) και κα­τέ­λη­ξε στο θνη­σι­γε­νές σχήμα της ΕΑΡ. Η ηγε­σία του Λ. Κύρ­κου συ­νέ­βα­λε τα μέ­γι­στα (μαζί με τον «δογ­μα­τι­κό» Χ. Φλω­ρά­κη) στο αί­σχος της συ­νερ­γα­σί­ας με τον μη­τσο­τα­κι­σμό στα 1989, ενώ στη συ­νέ­χεια τα στε­λέ­χη της ΕΑΡ επι­βί­ω­σαν ως δεξιά πτέ­ρυ­γα μέσα στον ενιαίο Συ­να­σπι­σμό. 

Μια λι­γό­τε­ρο φα­νε­ρή πτυχή στο έργο του Το­λιά­τι είναι ότι, παρά τις αντί­θε­τες δια­κη­ρύ­ξεις, ου­δέ­πο­τε διέ­κο­ψε τις καλές σχέ­σεις του με το «διε­θνές κέ­ντρο» της Μό­σχας. Αυτό ισχύ­ει για τη με­γά­λη πλειο­ψη­φία του ρεύ­μα­τος του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού. Ο Λ. Κύρ­κος υπο­στή­ρι­ξε δη­μό­σια το πρα­ξι­κό­πη­μα του Για­ρου­ζέλ­σκι στην Πο­λω­νία! Στη σύ­γκρου­ση με την αρι­στε­ρή πτέ­ρυ­γα του ΚΚΕ εσ. (μάχη για το «Κ») και το σάλτο προς το κενό της ΕΑΡ, είναι γνω­στό ότι ο Κύρ­κος (αλλά και άλλα «αρι­στε­ρό­τε­ρα» στε­λέ­χη που τε­λι­κά συμ­φώ­νη­σαν μαζί του) είχαν «εσω­τε­ρι­κή» ενη­μέ­ρω­ση για τις επερ­χό­με­νες εξε­λί­ξεις στην ΕΣΣΔ και την αυ­το­διά­λυ­ση του ΚΚΣΕ. Ανά­λο­γα δείγ­μα­τα γρα­φής πα­ρου­σί­α­σαν ο Κα­ρί­γιο στο ΚΚ Ισπα­νί­ας και ο Μαρ­σαί στο ΚΚ Γαλ­λί­ας. Ο ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμός αυ­το­συ­στή­θη­κε ως από­πει­ρα δη­μο­κρα­τι­κής στρο­φής σε ρήξη με το «στα­λι­νι­κό φαι­νό­με­νο» και λει­τούρ­γη­σε ως σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή στρο­φή στο πλαί­σιο της συ­νέ­χειας του στα­λι­νι­κού ρεύ­μα­τος και των «άτυ­πων» σχέ­σε­ων με τις οποί­ες αυτό το ρεύμα λει­τουρ­γού­σε μετά τη διά­λυ­ση της Κο­μι­ντέρν και κυ­ρί­ως μέσα στις συν­θή­κες του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου.

Παρ' όλα αυτά είναι κυ­ριο­λε­κτι­κά γε­λοία η προ­σπά­θεια της «Αυγής» να πεί­σει το κοινό της ότι τα έργα της ση­με­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ απο­τε­λούν μια κά­ποια ομαλή συ­νέ­χεια των ελ­πί­δων «ανα­νέ­ω­σης» του κομ­μου­νι­σμού, των ελ­πί­δων της δε­κα­ε­τί­ας του ’70. Ότι οι νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες με­ταρ­ρυθ­μί­σεις και το μνη­μό­νιο 3 απο­τε­λούν μια κά­ποια εκ­δο­χή «πο­λέ­μου θέ­σε­ων», που πε­ρι­λαμ­βά­νει μεν «επώ­δυ­νους συμ­βι­βα­σμούς» αλλά όμως πα­ρα­μέ­νει προ­σα­να­το­λι­σμέ­νος στην αλ­λα­γή της κοι­νω­νί­ας προς όφε­λος των ερ­γα­ζο­μέ­νων και των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Γιατί τα «πο­λυ­βο­λεία» που εγκα­θι­στούν μέσα στο κρά­τος, την κοι­νω­νία και τους θε­σμούς της, ο Τσί­πρας, ο Δρα­γα­σά­κης και ο Κο­τζιάς, δεν στρέ­φουν τα πυρά τους ενά­ντια στους κα­πι­τα­λι­στές και τις κυ­ρί­αρ­χες κρα­τι­κές γρα­φειο­κρα­τί­ες. Αντί­θε­τα πο­λυ­βο­λούν κα­θη­με­ρι­νά τους ερ­γά­τες και τους φτω­χούς αν­θρώ­πους. Και αυτός είναι ένας Ρου­βί­κω­νας που όποιος τον δια­βεί οφεί­λει να γνω­ρί­ζει ότι δεν υπάρ­χει καμιά ελ­πί­δα για επι­στρο­φή. 

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες