Συζητάμε με το Γιάννη Κουζή, Καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων στο Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου και Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών.
Η Εργατική Αριστερά και το Rproject θέτουν ερωτήσεις για τη συνεχιζόμενη κρίση μετά από 3 μνημόνια στην Ελλάδα, η οποία πήρε διαστάσεις μεγάλης όξυνσης με το ξέσπασμα της πανδημίας λόγω Covid-19 και χρησιμοποιήθηκε ως άλλη μια ευκαιρία αντεργατικών επιθέσεων από την κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και ολόκληρο το σύστημα. Συζητάμε, όμως και για τις δυνατότητες απάντησης του εργατικού κινήματος, που, παρά τις απανωτές απογοητεύσεις που βίωσε τα τελευταία χρόνια, με εξέχουσα την περίοδο του 2015 και την τεράστια διάψευση των προσδοκιών κι ελπίδων του λόγω της ολικής μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται ανθεκτικό, δίνοντας μάχες αντοχής, σε πολύ δυσμενή περιβάλλοντα, ακόμα κι εν μέσω κορονοϊού, με όσους τρόπους μπορεί και με τις ηγεσίες των μεγάλων συνδικάτων του, είτε σε απόλυτη ταύτιση με το κεφάλαιο (ΓΣΕΕ), είτε σε απογοητευτική «απόσυρση» από το «καμίνι» των χώρων δουλειάς (ΑΔΕΔΥ).
Από την άλλη, η αριστερά και οι ταξικές δυνάμεις προσπαθούν να παρέμβουν στο κίνημα και στο όλο και πιο δύσκολο εργασιακό τοπίο, με αγωνιστικές προτάσεις που, κατ’ αρχάς έρχονται με τα βαρίδια της πολυδιάσπασης και του κατακερματισμού του παρελθόντος, φαίνεται όμως ότι ίσως να αναγνωρίζουν και το μη διαχειρίσιμο, πλέον, πρόβλημα αυτής της κατάστασης ακριβώς και επιχειρούν κάποιες κινήσεις προς μια πιο ενωτική κατεύθυνση.
Η Κατερίνα Γιαννούλια, μέλος κι αυτή του συνδικαλιστικού κινήματος (στο ΔΣ της ΠΟΓΕΔΥ και στη Γραμματεία του ΜΕΤΑ), με το Θοδωρή Πατσατζή, εκ μέρους της Εργατικής Αριστεράς και του Rp, προσπαθούν να ανιχνεύσουν τις δυνατότητες αντιστάσεων και διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος, στις νέες, επιδεινωμένες συνθήκες των χώρων δουλειάς.
Στην ετήσια έκθεση, του 2020, «ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ» του ΕΙΕΑΔ (Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού) , αναφέρεται στο 1ο κεφάλαιο ότι «οι εκτιμήσεις για τις επιπτώσεις στην αγορά εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ αναλυτών και οργανισμών. Όλοι όμως συμφωνούν ότι οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας θα είναι και σημαντικές και αρνητικές». Πες μας πώς αποκωδικοποιείται και συμπυκνώνεται αυτή η διαπίστωση στην Ελλάδα.
Πρώτα από όλα αυτό που θα πρέπει να επισημάνουμε είναι το ότι η συγκυρία της πανδημίας δεν είναι η αιτία της κρίσης. Υπάρχει πάντα μία διαφορετική προσέγγιση για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται και ερμηνεύονται οι κρίσεις. Αυτό που καταγράφεται και από διεθνείς οργανισμούς έχει να κάνει με το γεγονός ότι αφενός έχουμε μία κρίση η οποία επεκτείνεται σε όλο το φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, σε αντίθεση με την προηγούμενη κρίση που είχαμε από το 2008-09 και για μία δεκαετία. Αυτό που θα μπορούσαμε να επισημάνουμε είναι ότι η πανδημία είναι μία αφορμή για ένα βάθεμα των κοινωνικών επιπτώσεων και ιδίως των επιπτώσεων στην αγορά εργασίας. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι μόνο στην περίοδο της πανδημίας οι εκτιμήσεις που υπάρχουν είναι ότι σε παγκόσμιο επίπεδο στον ένα χρόνο που διαρκεί αυτή η πανδημία ο αριθμός των ανέργων θα ξεπεράσει τα 25 εκατομμύρια. Και βεβαίως μία ακόμη συνακόλουθη διάσταση έχει να κάνει με το ότι υποβαθμίζεται η εργασία. Ένα στοιχείο της υποβάθμισης της εργασίας είναι αφενός η υποβάθμιση και η υποχώρηση του ύψους των μισθών αφετέρου η περαιτέρω ανάπτυξη της ευελιξίας της εργασίας. Μορφών εργασίας δηλαδή οι οποίες αντιπαραβάλλονται από την πλήρη και σταθερή απασχόληση.
Η διαχείριση των πολιτικών τόσο της προηγούμενης κρίσης με τα μνημόνια όσο και της πανδημίας είναι μία συνέχιση πολιτικών οι οποίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχουν ξεκινήσει ήδη από την δεκαετία του 1980. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 με μόνη διαφορά και αναφέρομαι στα ζητήματα της αγοράς εργασίας, ότι οι παρεμβάσεις και οι αλλαγές που συντελούνταν το προηγούμενο διάστημα πραγματοποιούνταν με πιο χαμηλούς και αργούς ρυθμούς αλλά στην ίδια κατεύθυνση για αλλαγή των όρων λειτουργίας της αγοράς εργασίας. Αυτό στην περίοδο των μνημονίων και με τις πολιτικές οι οποίες ακολουθήθηκαν βάθυνε. Δηλαδή είχαμε και επέκταση αυτών των πολιτικών αλλά και ένταση της δοσολογίας τους στην ίδια πάντα κατεύθυνση. Ήδη λοιπόν είχε δημιουργηθεί ένα ευέλικτο εργασιακό τοπίο με έντονο το στοιχείο της εργασιακής ανασφάλειας και επισφάλειας. Στην περίοδο της πανδημίας έχουμε μία μεγαλύτερη δοσολογία πολιτικών που ωθούν σε αυτό το αποτέλεσμα. Δηλαδή σε μία ευέλικτη αγορά εργασίας με χαμηλά αμειβόμενο εργατικό δυναμικό και με εργατικό δυναμικό πολλαπλών ταχυτήτων με ένταση του φαινομένου της παρουσίας εργαζομένων με αμοιβές ιδιαίτερα χαμηλές. Αύξηση δηλαδή της νέας φτώχειας στην κατηγορία των εργαζομένων και βεβαίως με χαμηλά δικαιώματα.
Στην ίδια έκθεση του ΕΙΕΑΔ, αναφέρεται τεράστια αύξηση της ανεργίας το 2020, ακόμα και πριν την πανδημία. Μπορείς να μας πεις το ρόλο που παίζει στην κατάσταση του υπάρχοντος εργατικού κινήματος, όπως και η κυριαρχία των ελαστικών σχέσεων εργασίας;
Εδώ να πούμε το εξής. Όταν μιλάμε για ανεργία προφανώς αναφερόμαστε σε μία στατιστική ανεργία όπως αυτή καταγράφεται αλλά υπάρχει και η πραγματική ανεργία. Η στατιστική ανεργία πριν από την προηγούμενη κρίση, δηλαδή το 2008, ήταν στο 7,5% και στο αποκορύφωμα της έφτασε στο 28%. Στη συνέχεια είχαμε μία υποχώρηση της για να φτάσουμε στην αρχή της πανδημίας στο 17%. Η κορύφωση και η υποχώρηση ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη καθώς έτσι συμβαίνει πάντα όταν έχουμε κρίση. Αυτή η κατά κάποιο τρόπο επιστροφή στην απασχόληση έγινε, όπως αναδεικνύουν τα στοιχεία που είχαμε και πριν την πανδημία, με την υπερδιόγκωση της ευέλικτης εργασίας. Μέσα στη γενικότερη φτωχοποίηση της κοινωνίας που συντελέστηκε στην περίοδο της προηγούμενης κρίσης και με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαχείριση της από τα μνημόνια είχαμε και μία εκτεταμένη φτωχοποίηση της εργασίας. Για παράδειγμα ο κατώτατος μισθός στις αρχές της κρίσης το 2011, πριν ακόμη συμπιεστεί με τα μνημονιακά μέτρα, από 751 ευρώ κατέβηκε στα 586 και στα 510 ευρώ ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα στα τέλη της δεκαετίας, το 2019, οι μισοί περίπου εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, περίπου το 47%, να αμείβονται με αμοιβές που ήταν μέχρι τα ελάχιστα κατώτατα μισθολογικά όρια του 2011. Τη στιγμή που εκείνη την περίοδο το 2011 με αυτά τα κατώτατα μισθολογικά όρια, δηλαδή μέχρι 751 ευρώ, αμείβονταν γύρω στο 18% των εργαζομένων συμπεριλαμβανομένων και των μερικά απασχολουμένων. Η συμπίεση των κατώτατων μισθών, η αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και ταυτόχρονα το πρωτοφανές φαινόμενο θα λέγαμε, η παρουσία ενός γενικού κατωτάτου μισθού συμπιεσμένου για 7 συνεχή χρόνια, από το 2012 έως το 2019, δημιούργησε ένα μεγάλο βάλτωμα. Είμαστε η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που τη δεκαετία που διανύσαμε είχαμε μείωση των κατώτατων μισθών και γενικότερα των μισθών. Αν συγκρίνει και παρακολουθήσει κανείς τα στοιχεία, θα δει ότι σταδιακά όχι μόνο αποκλίνουμε από τις χώρες πρώτης ταχύτητας της ΕΕ, της πάλαι ποτέ Ευρώπης των 15, αλλά και ολοένα και περισσότερο συγκλίνουμε με τις χώρες της ανατολικής και νότιας βαλκανικής Ευρώπης. Με βάση μάλιστα και τις δεσμεύσεις που υπάρχουν από το παράρτημα 5 του δεύτερου μνημονίου που βλέπουμε να ακολουθείτε με έναν ευλαβικό τρόπο, οι μισθοί στην Ελλάδα συγκλίνουν με τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και μάλιστα υπάρχουν και χώρες από την διευρυμένη ΕΕ (μετά το 2005), που μας έχουν ξεπεράσει σε μισθούς σε σχέση με αυτό που ίσχυε πριν από το 2009.
Αυτό είναι μία εικόνα η οποία καταγράφεται ήδη στην περίοδο που προηγήθηκε της πανδημίας και επιπλέον, αυτή η καθήλωση και συμπίεση των μισθών συνοδεύεται και από την υπερδιόγκωση των θέσεων μειωμένης απασχόλησης που από 5% που ήταν το 2009, το 2019 μαζί με την εκ περιτροπής εργασία εκτοξεύτηκε στο 28%. Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως έχει συνολικά, πριν από την πανδημία τονίζω, διαμορφωθεί το εργασιακό τοπίο. Ένα εργασιακό τοπίο που διαμορφώνεται με σκοπό να παραμείνει και ενόψει των δεσμεύσεων των μεταμνημονιακών που έχει αναλάβει η χώρα μέχρι το 2060, με τα πρωτογενή πλεονάσματα και ότι αυτό συνεπάγεται. Με μία δηλαδή πολιτική διαρκούς λιτότητας. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία προκύπτει και η πανδημία.
Η περίοδος της πανδημίας παρουσιάζει τα καινούργια εξής χαρακτηριστικά: προφανώς έχουμε μία νέα κρίση που γεννάει ανεργία. Τα στοιχεία της ανεργίας ακόμη δεν έχουν φανεί έντονα και για αυτό επισήμανα προηγουμένως τη διαφορά ανάμεσα στη στατιστική και την πραγματική ανεργία, γιατί φαίνεται πώς παραμένει ελαφρά αυξημένη τώρα στο τέλος του 2020 κοντά στο 17 με 18%, σε σχέση με το τέλος του 2019. Με μόνη διαφορά όμως ότι αυτό είναι μία πλασματική εικόνα γιατί κρύβει ότι έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό ο μη ενεργός πληθυσμός δηλαδή κάποιοι που δεν ζητούν εργασία πλέον. Και αυτό το αναδεικνύει και η έκθεση που αναφέρατε. Υπάρχει και μία ακόμη σημαντική διάσταση. Το εκτεταμένο φαινόμενο των αναστολών συμβάσεων εργασίας υποκρύπτει σε μεγάλο αν όχι σε απόλυτο βαθμό ανεργία. Κατά συνέπεια αυτό το στατιστικό του 17% που παρουσιάζεται η ανεργία ακόμα και σήμερα κρύβει την πραγματικότητα. Αλλά και αυτό ας λάβουμε υπόψη μας ότι είναι 10 μονάδες πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο ανεργίας που καταγράφεται σήμερα στο 7 με 8%. Η Ελλάδα επομένως παρά τους χαμηλότερους δείκτες που παρουσίαζε από την κορύφωση της ανεργίας το 2013 παραμένει σήμερα η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ.
Ας αφήσουμε την ανεργία και να πάμε να δούμε το τι συμβαίνει με τους μισθούς. Σε συνδυασμό με τη συνέχεια των όσων ανέφερα προηγουμένως για το πώς υποχώρησαν οι μισθοί στην περίοδο της προηγούμενης κρίσης, αυτό που καταγράφεται στην περίοδο της πανδημίας, με την εκτεταμένη πια χρήση της εκ περιτροπής εργασίας και τη μείωση των αποδοχών, είναι ότι μόνο μέσα σε ελάχιστους μήνες ο μέσος μισθός στην Ελλάδα έχει μειωθεί περίπου κατά 100 ευρώ. Από 885 ευρώ που ήταν στο τέλος του 2019 έχει πέσει στα 800 ευρώ σήμερα. Ωστόσο αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι έχουμε μία πολύ μεγάλη διόγκωση των μισθών που είναι κάτω από 500 και 400 ευρώ. Στο τέλος του 2019 μόνο το 1% των εργαζομένων στην Ελλάδα είχαν μισθό κάτω από 200 ευρώ. Στο τέλος του 2020 το ποσοστό έχει εκτοξευθεί στο 12%. Μόνο μέσα σε λίγους μήνες. Αυτό μπορεί να δημιουργεί και ένα πρόκριμα για το τι θα γίνει μετά το τέλος της πανδημίας. Το 2020 δεν είχαμε επανεξέταση του κατώτατου μισθού με αφορμή την πανδημία. Για το 2021 με βάση τις εκτιμήσεις που υπάρχουν είναι πολύ πιθανόν να έχουμε υποχώρηση του κατώτατου μισθού κάτω από τα 650 ευρώ. Τα 534 ευρώ, η αποζημίωση ειδικού σκοπού που δίνεται για την αναστολή εργασίας που έχει γίνει σε εκτεταμένη βάση για 900 χιλιάδες εργαζόμενους που έχουν μπει σε αυτό το καθεστώς, δημιουργεί και ένα ψυχολογικό όριο για μία υποχώρηση του κατώτατου μισθού και κάτω από τα 650 ευρώ. Καταλαβαίνετε ποια είναι η κατάσταση στην αγορά εργασίας και πάνω σε ποια βάση θα στηριχθεί η οποιαδήποτε παρέμβαση με το τέλος της πανδημίας.
Και με το σχέδιο Πισσαρίδη ακόμη και για το δημόσιο συζητιέται η μείωση μισθών.
Με το σχέδιο Πισσαρίδη και το εργατικό νομοσχέδιο που δεν το έχουμε δει ακόμη αλλά από τις διαρροές που υπάρχουν φαίνεται ότι θα έχουμε μία περαιτέρω εμβάθυνση στα θέματα της ευελιξίας της εργασίας. Θα έχουμε αυτό το φαινόμενο των λεγόμενων απλήρωτων υπερωριών το οποίο δεν μας έλειψε και τα προηγούμενα χρόνια. Εντάσσεται στο μετρό της ελαστικής διευθέτησης του συνολικού χρόνου εργασίας που τα προηγούμενα χρόνια διογκώθηκε ως πρακτική σε πολύ μεγάλη βάση. Άρα λοιπόν αυτό δεν είναι κάτι που μας ξενίζει. Αυτό που ενδεχομένως έρθει με το καινούργιο νομοσχέδιο κάτι το οποίο το αναφέρει και εμμέσως η έκθεση Πισσαρίδη είναι το να διευκολύνει ακόμη περισσότερο τους εργοδότες να μπούνε σε αυτή τη διαδικασία των απλήρωτων υπερωριών με το αντιστάθμισμα μειωμένων ωρών εργασίας σε κάποιες περιόδους που δεν έχει ανάγκη τους εργαζόμενους η επιχείρηση. Αυτό βεβαίως είναι μία πρακτική που αυξάνει πολύ την κερδοφορία των επιχειρήσεων μιας που δεν πληρώνονται οι υπερωρίες και οι προσαυξήσεις σε υπερωρίες και ενδέχεται αυτό το μέτρο να γίνει με ατομικές συμφωνίες εργαζόμενου και εργοδότη παρακάμπτοντας τις συλλογικές συμφωνίες και όλους τους νόμους μέχρι τώρα, ακόμη και τις συλλογικές συμφωνίες που έγιναν με Ενώσεις προσώπων. Με ότι συνεπάγεται από την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Ακόμα βεβαίως αναμένονται, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν διαρρεύσει, μέτρα που θα κάνουν ακόμα πιο δύσκολο το έργο της απεργίας, με την προσθήκη και νέων περιορισμών για την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος σε συνδυασμό βεβαίως και με τις ποινικές καταδίκες απέναντι σε απεργούς ή σε εκφράσεις που συνοδεύουν την απεργιακή κινητοποίηση.
Η έκθεση Πισσαρίδη είναι και αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ένας οδικός χάρτης για το πώς θα πρέπει να λειτουργήσει η οικονομία της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή. Υπάρχουν μεταμνημονιακές δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και έρχεται μία έκθεση η οποία της κάνει πιο συγκεκριμένες και με πολύ λεπτομερείς όρους σε μία σειρά από πεδία που άπτονται της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Σε σχέση με τα εργασιακά η έκθεση Πισσαρίδη, πρώτον δίνει έμφαση στα θέματα των απλήρωτων υπερωριών μέσω της διευθέτησης του ελαστικού χρόνου εργασίας και δεύτερον, κάτι που επισημαίνεται και αναφέρεται πίσω από τις λέξεις όταν κάνει αναφορά στην κινητικότητα της εργασίας, όπου προφανώς εννοεί την περαιτέρω διευκόλυνση των απολύσεων. Θα αναμένουμε επίσης το ότι θα πρέπει να συρρικνωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα η μικρομεσαία επιχείρηση και η αυτοαπασχόληση μιας που τη θεωρεί αντιπαραγωγική. Αυτό με το δεδομένο ότι η μικρομεσαία επιχείρηση έχει το 60% περίπου της συνολικής απασχόλησης στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τη διευκόλυνση των απολύσεων θα ενισχύσει το πρόβλημα της ανεργίας και αν θέλετε γενικότερα της εργασιακής επισφάλειας. Άρα λοιπόν αυτά είναι κάποια πρόσθετα στοιχεία τα οποία θα πρέπει να αναμένουμε πόσο μάλλον και να τα συνδέσουμε με κάποια μέτρα τα οποία πάρθηκαν στην περίοδο των μνημονίων.
Η έκθεση Πισσαρίδη επικαλείται την πανδημία ως ευκαιρία προκειμένου η Ελλάδα να είναι ένας χώρος επενδύσεων με φθηνό εργατικό δυναμικό, κάτι που έχει προκύψει ήδη από την περίοδο των μνημονίων, ώστε να καλυφθεί ένα πιθανό έλλειμμα που δημιουργείται τώρα λόγω της πανδημίας. Αυτό των αποστάσεων που μπορεί να έχουν οι επιχειρήσεις οι Ευρωπαϊκές να επενδύουν σε μακρινές περιοχές, όπως για παράδειγμα στην Ασία ή στην Ανατολική Ασία. Η πανδημία τους δίνει τη δυνατότητα να επενδύουν στην Ελλάδα σε επενδύσεις ελαφράς βιομηχανίας και άρα χρειάζονται ένα διαμορφωμένο στα μέτρα τους εργατικό περιβάλλον. Αυτό σε συνδυασμό και με κάποια άλλα στοιχεία που σας έλεγα προηγουμένως έχει οδηγήσει την Ελλάδα, στις 22 χώρες της ΕΕ που έχουν γενικό κατώτατο μισθό, από την 8η θέση στη 12η και πάει για ακόμα πιο χαμηλή θέση. Στα ζητήματα του χρόνου εργασίας η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση με τον υψηλότερο εργάσιμο χρόνο και δεν βάζω μέσα τις υπερωρίες, βάζω μόνο την τυπική απασχόληση, το κανονικό ωράριο, συμπεριλαμβανομένων αργιών ετήσιας άδειας. Βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην Ευρώπη μετά την Εσθονία. Άρα λοιπόν να ένα ακόμη στοιχείο που φανερώνει το εκτεταμένο φαινόμενο της φτωχοποίησης της εργασίας και φτωχοποίησης της κοινωνίας. Όλα αυτά λοιπόν τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι αναμένεται ένα ζοφερό μέλλον και μετά την πανδημία και οποιαδήποτε ανάκαμψη της απασχόλησης και της οικονομίας που θα ναι μεγέθυνση και δεν θα ναι ανάπτυξη με όρους κοινωνικών προσήμων θα είναι απλά οικονομική μεγέθυνση, θα επιδεινώσει τη θέση της εργασίας τόσο από πλευράς μισθολογικής όσο και από πλευράς καθεστώτος εργασιακού μιας που όλα αυτά θα στηρίζονται σε ένα εργασιακό καθεστώς με χαμηλά αμειβόμενους εργαζόμενους και με εργασιακά δικαιώματα ιδιαίτερα περιορισμένα.
Γιατί καθυστερούν να καταθέσουν το νομοσχέδιο;
Πρώτα από όλα ξέρουμε πολύ καλά ότι όταν πρόκειται να κατατεθεί ένα νομοσχέδιο προηγούνται διαρροές για να δουν αντιδράσεις από την πλευρά της κοινής γνώμης. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή, αυτή την περίοδο μάλλον, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των αντιδράσεων που έχουν καταγραφεί, δεν θα αργήσει να καταθέσει το νομοσχέδιο. Πόσο μάλλον που σε συνθήκες πανδημίας θα ήταν ότι καλύτερο για την κυβέρνηση προκειμένου μάλιστα να προληφθούν τυχόν κινητοποιήσεις σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις συναθροίσεων. Ξέρουμε ότι όταν ενισχύονται οι αντικοινωνικές πολιτικές ενισχύεται παράλληλα και η αστυνομοκρατία και οι περιορισμοί των ελευθεριών. Άρα νομίζω ότι μέσα σε αυτή την περίοδο που θα ακολουθήσει από τις αρχές του νέου έτους θα έχουμε και το αντεργατικό αυτό νομοσχέδιο και άλλα μέτρα όπως για παράδειγμα η πανεπιστημιακή αστυνομία στα πανεπιστήμια και ούτω καθεξής. Δηλαδή είναι θα λέγαμε μιας πρώτης τάξης ευκαιρία προκειμένου τέτοια μέτρα να αντιμετωπίσουν τις εικαζόμενες μειωμένες αντιδράσεις λόγω του εγκλεισμού που έχει επιβληθεί στην περίοδο της πανδημίας. Αυτό το οποίο παρουσιάζεται από τη μία πλευρά ότι κυριαρχεί απόλυτα η πολιτική της κυβέρνησης έλλειψη αντιπολίτευσης αυτό είναι όντως μία πραγματικότητα αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει γενικότερη αποδοχή αυτής της πολιτικής. Υπάρχει μία γενική ανησυχία για το τι μέλλει γενέσθαι. Αυτά νομίζω μαζί και με τους επικοινωνιακούς παράγοντες, με την επικοινωνιακή λογική με την οποία συνδέεται η συνδέονται οι κυβερνητικές παρεμβάσεις, λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να έχουμε κάποια εξέλιξη. Αλλά λογικά δεν θα γίνουν αυτές οι παρεμβάσεις όταν ο κόσμος θα κυκλοφορεί ελεύθερος στους δρόμους. Άρα να το αναμένουμε σύντομα.
Πώς ερμηνεύεις την εντεινόμενη καταστολή και την αύξηση του αυταρχισμού και στο εργατικό κίνημα; Μήπως υπάρχει και φόβος για τις αντιδράσεις;
Ο κόσμος είναι ανήσυχος. Παρά την καταιγίδα και τον βομβαρδισμό μιας ενημέρωσης απόλυτα μονόπλευρης. Παρά τον απόλυτο έλεγχο των μέσων ενημέρωσης ο κόσμος ζει και μία σκληρή πραγματικότητα. Βεβαίως εδώ θα λέγαμε ότι πάντα εγκυμονεί ένας κίνδυνος. Ο κόσμος να μάθει να λειτουργεί και να αποδέχεται τη μιζέρια. Αυτό είναι κάτι που αποτελεί κατά την άποψή μου μία στόχευση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών ήδη από τα μνημόνια. Μιλώντας πάντα για την αγορά εργασίας παγιώνεται ένα τοπίο όπου πρέπει να μάθουν οι εργαζόμενοι και η κοινωνία γενικότερα να λειτουργεί με πολύ διαφορετικούς όρους από ότι είχε μάθει να λειτουργεί πριν από την κρίση του του 2010. Αυτό κυρίως απευθύνεται στους νέους. Ένας νέος που μπαίνει στην αγορά εργασίας και βλέπει αυτή την κατάσταση στην αγορά εργασίας, με την εκτεταμένη ασυδοσία αλλά και με τα περιορισμένα δικαιώματα, τον ένα μισθό που τελικά δεν είναι ένας μισθός για μία στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση αλλά ένας μισθός φιλοδώρημα, ένα χαρτζιλίκι και δεν έχει και συγκρίσεις με το παρελθόν, μαθαίνει και διαμορφώνει μία κουλτούρα για το πώς είναι τελικά η εργασία. Δεν έχει παραστάσεις και βιώματα για το πώς ήταν και το πώς εξελίσσεται εκτός από τα διαβάσματα η ακούσματα που μπορεί να έχει. Αυτό είναι κάτι στο οποίο επενδύουν πάρα πολύ τα μέτρα τα οποία προηγήθηκαν στην περίοδο των μνημονίων και που βεβαίως συνεχίζεται και τώρα στην περίοδο της πανδημίας. Άρα λοιπόν υπάρχει ένας κίνδυνος να μάθει η κοινωνία να ζει λιτά με την κακή έννοια του όρου. Δηλαδή να μάθει να ζει μέσα στη μιζέρια της και να αποδεχθεί αυτή την καθημερινότητα ως δεδομένο και αυτό το βλέπουμε και στο ευρύτερο πολιτικό επίπεδο. Βλέπουμε δηλαδή μέχρι τώρα πόσο έχει καθίσει σε πολιτικό επίπεδο και επίπεδο προβληματισμού, τουλάχιστον όπως εκδηλώνεται σε εκλογική έκφραση τα τελευταία χρόνια, αυτή η απογοήτευση του κόσμου. Μέγα ζητούμενο είναι αν αυτή η απογοήτευση δημιουργήσει όρους κοινωνικής ενεργοποίησης ή θα είναι μία απογοήτευση αποδοχής της μιζέριας. Αλλά δεν νομίζω ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα κίνημα από κάτω από την κοινωνία πού να τους οδηγήσει σε κάποια αλλαγή πλεύσης. Δεν μιλάμε για τέτοια δεδομένα. Βέβαια ζητούμενο και αυτό είναι το οποίο αναδεικνύει η κατάσταση είναι αν οι όποιες αντιστάσεις θα συγκροτηθούν και σε ένα πολιτικό περιεχόμενο.
Προβλήματα μπορεί να δει κανείς σε κάθε χώρα. Μην ξεχνάμε ότι οι Γερμανοί έχουν το χαμηλότερο συγκριτικά ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων στην Ευρώπη, ποιοι οι Γερμανοί που είναι υποτίθεται η λοκομοτίβα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Οι Γάλλοι έχουν πάνω από ένα χρόνο τα κίτρινα γιλέκα στους δρόμους που σημαίνει ότι δείχνουνε μία αντίδραση σε πολιτικές. Το μέγα πρόβλημα είναι όμως ότι παρόλο που έχουνε πάνω από ένα χρόνο κινητοποιήσεις στη Γαλλία αυτό δεν έχει αντανάκλαση σε πολιτικό επίπεδο. Άρα λοιπόν είναι ένα ζήτημα το αν θα υπάρχουν κοινωνικές αντιδράσεις και βεβαίως αυτό έχει να κάνει και με τα κινήματα, το εργατικό, το συνδικαλιστικό κίνημα που χρειάζεται μία εκ βάθρων κατά την άποψή μου αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του κυρίως στην κορυφή της συνδικαλιστικής πυραμίδας. Αλλά αυτό για να πάρει σάρκα και οστά χρειάζεται και ένα πολιτικό περιεχόμενο και ένα πολιτικό προσανατολισμό που προς το παρόν δεν έχει συγκροτηθεί.
Η πανδημία έφερε και την αύξηση της τηλε-εργασίας. Στο 2ο κύμα κορονοϊού δεν φάνηκε ως προτιμώμενη επιλογή των εργοδοτών, όσο στην πρώτη φάση. Μήπως δεν είναι πράγματι τόσο επιθυμητή από το σύστημα, όσο μοιάζει εκ πρώτης όψεως;
Η τηλεργασία δεν είναι κάτι καινούργιο. Έχει μία παρουσία εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η Ελλάδα ως μία χώρα με χαμηλό δείκτη ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών δεν είχε τις εφαρμογές που υπήρχαν σε άλλες χώρες. Θεσμικό πλαίσιο για την τηλεργασία υπήρχε και μάλιστα σε συνδυασμό με μία σειρά από υποχρεώσεις που έχει ο εργοδότης έναντι του τηλεργαζόμενου μισθωτού. Αυτό στην περίοδο της πανδημίας άλλαξε και άλλαξαν δύο πράγματα. Άλλαξε το μέγεθος της εφαρμογής, υπερδιογκώθηκε δηλαδή η τηλεργασία σε σχέση με αυτό που γινόταν πριν. Και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες που είχαν σε ένα βαθμό τηλεργασία περισσότερο αναπτυγμένη από την Ελλάδα η εκτίμηση είναι ότι το ποσοστό αύξησης της κατά μέσο όρο στην Ευρώπη συνολικά ήταν της τάξης του 53% μέσα στους μήνες της πανδημίας και μόνο. Υπέρδιογκώθηκε και διευκολύνθηκαν ακόμα περισσότερο οι εργοδότες. Αυτό το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει στην Ελλάδα στην περίοδο της πανδημίας υπό το επιχείρημα των εκτάκτων μέτρων, περιόρισε δικαιώματα των εργαζομένων και επιβλήθηκαν όροι εργασιακή μονομερώς από τον εργοδότη. Αυτό έγινε μέσα στην πανδημία όπου η τηλεργασία, η εκ περιτροπής εργασία αλλά και ο δανεισμός εργαζομένων μέσα στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων που μεταφέρονταν από επιχείρηση σε επιχείρηση με μονομερή επιβολή από πλευράς εργοδότη χωρίς καν τη συναίνεση τους. Έτσι στην τηλεργασία έχουν επιβληθεί όροι λειτουργίας χωρίς να εφαρμόζονται οι στοιχειώδεις κανόνες που όριζε το προηγούμενο πλαίσιο, που έλεγε ότι χρειάζεται συναίνεση του εργαζόμενου, έλεγε ότι ο εργοδότης παρέχει τον εξοπλισμό στον τηλεργαζόμενο, αναλαμβάνει τη συντήρηση, αναλαμβάνει τα έξοδα τηλεφωνίας, αναλαμβάνει τους όρους υγείας και ασφάλειας της εργασίας. Δηλαδή αν δεν έχεις τον κατάλληλο εξαερισμό ή φωτισμό στο χώρο σου θα έπρεπε ο εργοδότης να αναλάβει τα κόστη αυτά, κόστη που θα αναλάμβανε ούτως ή άλλως αν είχε τον εργαζόμενο στις εγκαταστάσεις του και μία σειρά από άλλες υποχρεώσεις. Αυτά έχουν πάει περίπατο. Και βεβαίως δεν μπαίνω και στη διάσταση της εφαρμογής της νομοθεσίας κατά πόσο δηλαδή μπορεί να εφαρμοστεί η νομοθεσία. Ο έλεγχος από πλευράς του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας όπου υπάρχουν μία σειρά από προβλήματα στο να μπορεί να ελεγχθεί η λειτουργία της τηλεργασίας.
Αυτό συνοδεύεται και με μία αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων. Όταν είσαι στον δικό σου χώρο δουλεύεις περισσότερο από ότι θα δούλευες στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης. Συγχέεται ο εργάσιμος βίος και το ωράριο σου με τον ελεύθερο χρόνο, τις κοινωνικές υποχρεώσεις και μία σειρά από ζητήματα. Απομονώνει, απόκοινωνικοποιεί, όλα αυτά τα γνωστά προβλήματα με τα οποία συνδέεται η τηλεργασία. Θα έλεγα ότι έχει περιοριστεί η τηλεργασία στο δεύτερο κύμα της πανδημίας γιατί στο πρώτο κύμα χρειάζονταν οι επιχειρήσεις μία άμεση λειτουργία. Η επαναλειτουργία μετά το πρώτο σοκ της πανδημίας οδήγησε σε εκτεταμένη χρήση της τηλεργασίας για μία σειρά επιχειρήσεων. Τώρα δεν την χρειάζονται στον ίδιο βαθμό που την χρειάζονταν στην αρχή για να κινήσουν ή να επανεκκινήσουν.
Είναι πάντως και μία ευκαιρία στο να ειδοθεί ακόμη περισσότερο το θέμα από τα συνδικάτα. Γιατί υπάρχουν και συλλογικές συμβάσεις που ξέρουμε από το διεθνή χώρο που αφορούν τους τηλεργαζόμενους, που εκεί θα λέγαμε ότι σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο κατοχυρώνονται δικαιώματα, αλλά έχουμε τη δυνατότητα και το έχουμε δει στην πράξη και απεργία να γίνει των εργαζομένων μέσω του διαδικτύου. Κατά συνέπεια και το ζήτημα της τηλεργασίας είναι ένα θέμα το οποίο αναμένεται να έχει μεγαλύτερη εφαρμογή στην πορεία και το ζήτημα είναι πως θα βγούνε οι ασφαλιστικές δικλείδες και οι κανόνες προκειμένου να μην συνοδεύεται από καταστρατήγηση δικαιωμάτων και αυτό είναι ένα μεγάλο ζητούμενο γιατί είναι προφανές ότι με τη νέα τεχνολογία δεν μπορούμε να βάλουμε φρένο. Δεν ξέρω τώρα αν είναι ένα θέμα που σχετίζεται με αυτά που άμεσα συζητούμε αλλά σίγουρα έχει σχέση με το μέλλον.
Και το αναφέρω αυτό επειδή έχουμε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της νέας τεχνολογίας και αυτή την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες την καρπώνεται το κεφάλαιο. Και η εργασία η οποία παράγει πλούτο, η εργασία η οποία είναι ενσωματωμένη μέσα στις νέες τεχνολογίες οι οποίες χρησιμοποιούνται, δίνει ελάχιστα ψίχουλα στους εργαζόμενους. Νομίζω ότι θα πρέπει και σε διεθνές επίπεδο κυρίως αλλά και στην Ελλάδα να ξεκινήσει μία σοβαρή συζήτηση προκειμένου να περάσουμε σε ένα επίπεδο ριζικής μείωσης του εργάσιμου χρόνου που θα βοηθήσει και θα ενισχύσει την απασχόληση και θα μειώσει την ανεργία. Βεβαίως υπό την προϋπόθεση ότι αυτό θα δημιουργήσει και μειωμένη κερδοφορία για το κεφάλαιο που αυτό απαιτεί και πολιτικούς συσχετισμούς. Αλλά νομίζω ότι είναι ένα θέμα υπερώριμο με βάση τις συνθήκες. Είναι απαράδεκτο κοινωνικά να υπερδιογκώνεται ο πλούτος σε βάρος των λίγων. Πραγματικά μας φέρνουν πολλά χρόνια πίσω έχοντας έναν πολύ υψηλότερο δείκτη ετήσιου εργάσιμου χρόνου μαζί με τις υπερωρίες. Ας σημειωθεί ότι στην περίοδο πριν την κρίση το ποσοστό των εργαζομένων που έκαναν συνήθη χρήση υπερωριών στην Ελλάδα ήταν κοντά στο 73%. Ένα ποσοστό που δείχνει αφενός το πόσο επιβαρύνεται ο εργαζόμενος και το ότι υπήρχαν οι όροι για να δημιουργηθούν και άλλες θέσεις εργασίας αλλά και από την άλλη πλευρά δείχνει ότι οι εργαζόμενοι μέσα σε αυτό το καθεστώς των αυξημένων ωρών εργασίας είχαν και ένα όφελος οικονομικό από τις υπερωρίες προκειμένου να αυξήσουν το εισόδημά τους. Εάν βεβαίως πληρώνονταν κανονικά τις υπερωρίες γιατί ξέρουμε τι ακριβώς γίνεται τώρα με το νέο καθεστώς για τις λεγόμενες απλήρωτες υπερωρίες όπου και με το νόμο δεν θα πληρώνονται και θα σου δίνει ο εργοδότης ελεύθερο χρόνο ως αντιστάθμισμα. Το ζητούμενο είναι αυτός ο ελεύθερος χρόνος με τι εισόδημα και που θα καταναλωθεί. Επομένως θεωρώ ότι και στην Ελλάδα που είναι μία χώρα που έχει καταστεί αποικία χρέους ότι δεν θα μειωθεί ο εργάσιμος χρόνος όσο βρισκόμαστε σε αυτό τον κυκεώνα. Εκτός και αν απεγκλωβιστούμε αλλιώς δεν υπάρχει ελπίδα.
Ωστόσο θα πρέπει να μπει επί τάπητος έστω μία μείωση του χρόνου εργασίας προσεγγίζοντας περισσότερο τα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Στην Ελλάδα έχουμε 40 ώρες εργάσιμης εβδομάδας, οι 37,5 του δημόσιου τομέα έχουν γίνει και αυτές 40 από το 2011 και μετά, ενώ ο μέσος όρος εργάσιμης εβδομάδας στην Ευρώπη είναι κάτω από 38 ώρες. Αν θέλουμε να είμαστε Ευρωπαίοι και να επικαλούμαστε την Ευρωπαϊκή διάσταση καλό είναι να ακολουθήσουμε και κάποια στοιχεία θετικά από την Ευρώπη και όχι να αντιγράφουμε όλες τις αρνητικές εκδοχές της ως καλά παραδείγματα και να τις φέρνουμε εδώ και να τις επιβάλλουμε στην ελληνική αγορά εργασίας.
Στην εποχή της πανδημίας αποδείχτηκε σε μαζικό επίπεδο η υπεροχή κι η αναγκαιότητα του Δημοσίου τομέα. Κι όμως, η κυβέρνηση ενισχύει, με προκλητικά ταξικό τρόπο, τον ιδιωτικό τομέα, εντείνοντας την αντίφαση. Πώς μπορεί η πλευρά των εργαζομένων να διαχειριστεί το θέμα;
Το δημόσιο εκεί που το χρειαζόμαστε το αξιοποιούμε και μάλιστα πολλές φορές και έχουμε και εμπειρίες όπου χρέη επιχειρήσεων κρατικοποιούνται η έχουμε το αντίθετο, την ιδιωτικοποίηση των κερδών όταν έχει να κάνει με το δημόσιο. Αυτό είναι μία προσφιλής τακτική. Αυτή την έστω και σε συμβολικό επίπεδο ήττα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης σε αυτή τη συγκυρία προσπαθεί να τη διαχειριστεί η κυβέρνηση και να τη φέρει στα μέτρα της με όρους τέτοιους ώστε αυτό που θα ακολουθήσει στο τέλος της πανδημίας να είναι η συνέχεια της αντίληψης από την οποία διακατέχεται και τώρα η κυβέρνηση για μείωση και διαχείριση του δημόσιου τομέα υπέρ του ιδιωτικού. Νομίζω ότι όλα τα στοιχεία μας δείχνουν ότι εάν δεν πιεστούν από την κοινωνία προκειμένου να αλλάξουν πλεύση σε αυτό το θέμα θα κάνουν αυτό που είχαν αρχικά στο μυαλό τους παρότι στην περίοδο της πανδημίας η υπεροχή του δημοσίου φάνηκε με πολλούς τρόπους. Για παράδειγμα η υγεία του κόσμου που δοκιμάστηκε στηρίχτηκε αποκλειστικά στο δημόσιο σύστημα υγείας και αυτό το δημόσιο σύστημα υγείας στηρίχθηκε στα δημόσια πανεπιστήμια. Είναι διπλή διάσταση που πρέπει να δούμε. Η υγεία παρασχέθηκε από το δημόσιο σύστημα και το στήριξαν στη λειτουργία του τα δημόσια πανεπιστήμια που συνεργάζονται με το δημόσιο σύστημα υγείας. Αφορά και το ζήτημα της υγείας και το ζήτημα της παιδείας και τα λοιπά.
Αυτά όμως κοιτάνε να τα ξεπεράσουν και να επανέλθουν στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα και αυτή την προσκόλληση τη δογματική που έχουν απέναντι στο δημόσιο. Άρα λοιπόν μπαίνει ένα ζήτημα του αν θα έχουμε μία περαιτέρω συρρίκνωση του δημοσίου. Να θυμίσω ότι στην περίοδο των μνημονίων μόνο, η απασχόληση στο δημόσιο μειώθηκε κατά 23% συνολικά στη δεκαετία 2009-2019 και βεβαίως έγινε με έντονους ρυθμούς κάτι που αποτελεί και στόχο και των πολιτικών της ΕΕ. Είναι διακηρυγμένος στόχος η σύγκληση των εργασιακών καθεστώτων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με όρους συνολικής υποβάθμισης. Για αυτό το λόγο ανέφερα νωρίτερα το παράδειγμα του πως αντί να πάμε στο εύλογο, να μειώσουμε το χρόνο εργασίας του ιδιωτικού τομέα συγκλίνοντας με το χρόνο του δημοσίου τομέα, έγινε ακριβώς το αντίθετο. Έγινε προσπάθεια να ισοσκελιστεί το τι συνέβαινε στο δημόσιο τομέα με τον ιδιωτικό τομέα και για τους μισθούς και για μία σειρά άλλα ζητήματα που αφορούν τα εργασιακά δικαιώματα. Άρα λοιπόν είναι ένα θέμα το είπαμε και προηγουμένως που ανατρέπεται μόνο με πολιτικές οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα άλλο συσχετισμό και για αυτά τα ζητήματα και ρόλος του κινήματος γενικότερα είναι να αναδείξει αυτό το διάχυτο κλίμα που διαμορφώθηκε στην περίοδο της πανδημίας για το ρόλο του δημόσιου τομέα να το τροφοδοτήσει ακόμη περισσότερο και να το κάνει να γίνει ένα πρώτης προτεραιότητας πρόταγμα προκειμένου αυτό να μην ξεφτίσει από την επίθεση που θα δεχθεί στη συνέχεια ο δημόσιος τομέας από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ανεξάρτητα από αυτόν που ασκεί την κυβερνητική διαχείριση.
Πώς εκτιμάς την κατάσταση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, σήμερα; Είναι σε θέση να απαντήσει, στο καινούριο τοπίο ανασφάλειας από την πανδημία και σαφούς ταξικού διαχωρισμού από την πλευρά του συστήματος;
Υπάρχουν δύο ζητήματα το ζήτημα των ελευθεριών γενικότερα οι οποίες δοκιμάζονται σήμερα. Δηλαδή η δικαιωματική διάσταση με την ευρεία έννοια και υπάρχει και η εργασιακή διάσταση που είναι ακόμα πιο στενή έννοια και που έχει πιο έντονο το ταξικό χαρακτηριστικό σε σχέση με το ευρύτερο δικαιωματικό. Νομίζω ότι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να γίνει είναι να συνδεθεί η δικαιωματική διάσταση και η καταστρατήγηση δημοκρατικών ελευθεριών με την ταξική διάσταση, με το τι ακριβώς γίνεται μέσα στους χώρους δουλειάς. Να φανεί ότι αυτό που συμβαίνει με τους αστυνομικούς να δέρνουν στο δρόμο και να καταπατούν δικαιώματα συμβαίνει και με τη δημοκρατία στο χώρο δουλειάς όπου εκεί ο εργαζόμενος είναι, μέσα σε εισαγωγικά έστω, με τον βούρδουλα του εργοδότη. Εάν δεν δούμε αυτές τις δύο διαστάσεις σε συνάρτηση μεταξύ τους νομίζω ότι δεν θα είναι εύκολο να υπάρξει ένα κίνημα που να έχει μία οπτική ευρύτερη απέναντι στα τεκταινόμενα.
Αν περιοριστούμε στο τι εκφράζει σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα και στο πώς λειτουργούν τα συνδικάτα δυστυχώς η κατάσταση είναι πάρα πολύ άσχημη. Πρώτον γιατί έχουμε μία συνδικαλιστική πυκνότητα που συνεχώς μειώνεται με ευθύνη και με αιτίες οι οποίες είναι είτε εξωγενείς εκτός συνδικάτων και επηρεάζουν και οδηγούν στην αποδυνάμωση των συνδικάτων αλλά και με ευθύνες από το ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα το οποίο με πράξεις ή παραλείψεις αποδυναμώνει από μόνο του το ρόλο των συνδικάτων. Αυτό που κατά την άποψή μου είναι το πιο ελπιδοφόρο που μπορεί να δει κανείς από πλευράς εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος είναι οι πρωτοβουλίες που λαμβάνονται κυρίως από συνδικάτα βάσης. Από το πρωτοβάθμιο επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος. Και βεβαίως κάποιες περιπτώσεις δευτεροβάθμιων οργανώσεων που κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση σε μικρότερο βαθμό. Αν αυτό δεν συνδυαστεί με μία γενικότερη αλλαγή και συσχετισμών και αντίληψης και αντιλήψεων που να εκφραστεί και στην κορυφή του συνδικαλιστικού κινήματος τα περιθώρια δεν θα είναι αυτά που θα θέλαμε. Είναι θα μπορούσε να πει κανείς για παράδειγμα συμβολικό της κατάστασης, ότι σε μία δεκαετία, από το 2009 έως το 2019, όπου ισοπεδώθηκε κυριολεκτικά η εργασία και ότι ήθελε το κεφάλαιο το πέρασε σε μεγάλο βαθμό και χωρίς να ανοίξει μύτη, μετά τις αντιδράσεις του 2011-2013, το επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα να είναι τόσο ικανοποιημένο από τον τρόπο με τον οποίον λειτούργησε η επίσημη έκφραση του, η ηγεσία του, που συνεχώς να αναπαράγει και να διαιωνίζει τις ίδιες εξουσίες σε πρόσωπα. Είναι ένα ζήτημα το πως πρόσωπα του συνδικαλιστικού κινήματος που συνδέονται με την περίοδο που ισοπεδώθηκαν τα εργασιακά δικαιώματα συνεχίζουν να αναγνωρίζονται και να επιβεβαιώνεται ο ρόλος τους ως θετικός ρόλος διαιωνίζοντας την παρουσία τους για πάνω από 10 χρόνια στην κορυφή του συνδικαλιστικού κινήματος. Όταν αυτά τα πρόσωπα μάλιστα δεν τα βλέπουμε σε χώρους εργασιακούς, δεν τα βλέπουμε στις απεργίες που οι ίδιοι καλούν, δεν τα βλέπουμε σε μία διαδήλωση. Αυτά είναι πολύ σοβαρά ζητήματα που δεν ξέρω αν και σε ποιο βαθμό σήμερα στο επίσημο και οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα αναπτύσσονται αυτοί οι προβληματισμοί η υπερισχύουν αλλού τύπου επιλογές που οδηγούν στην αναπαραγωγή εξουσιών. Εξουσιών που σε επίπεδο συνδικαλιστικής ηγεσίας με τα δείγματα γραφής που έχουν δώσει σε όσα προηγήθηκαν θεωρώ ότι είναι ανεπαρκέστατες για να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα που αναφέραμε στη συζήτηση ότι έρχονται.
Σε αυτό πρέπει να δούμε ακόμη και το ποιοι και γιατί έχουν δικαίωμα ψήφου στα συνδικάτα. Στο δημόσιο ψηφίζουν πολλές φορές μόνο οι μόνιμοι που τείνουν να είναι η μειοψηφία πια στους χώρους και όχι οι συμβασιούχοι που είναι η πλειοψηφία.
Είναι απόλυτα προφανές αυτό, αλλά μιας που οι περισσότεροι όπως πολύ σωστά λες είναι συμβασιούχοι μπαίνει πάλι επί τάπητος το θέμα της ενιαίας συνδικαλιστικής έκφρασης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Από τα πράγματα ο διαχωρισμός ΑΔΕΔΥ και ΓΣΕΕ, δημόσιων και ιδιωτικών υπαλλήλων είναι ξεπερασμένος και είναι να θυμίσω απόρροια μιας παρέμβασης που έκανε το 1920, πριν 100 χρόνια δηλαδή, ο Ελ. Βενιζέλος όπου απαγόρευσε στους δημόσιους υπαλλήλους να είναι στα ίδια συνδικάτα με τους εργάτες. Όπως έγραφε η αιτιολογική έκθεση του τότε νόμου αυτό έγινε για να μην μολυνθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι από το μικρόβιο της ταξικής πάλης που είχε κατοχυρώσει στο καταστατικό της από το ιδρυτικό της συνέδριο η ΓΣΕΕ το 1918. Αυτή λοιπόν η κατάσταση που διαμορφώθηκε με κρατική παρέμβαση κάποια στιγμή τα ίδια τα συνδικάτα θα πρέπει να την αποτινάξουν.
Τώρα έχουμε το ανάποδο πρόβλημα η ΑΔΕΔΥ εμφανίζεται πιο ταξική από τη ΓΣΕΕ αλλά πραγματικά υπάρχει ανάγκη να δούμε και τη διάρθρωση του εργατικού κινήματος πια
Η ΑΔΕΔΥ είναι πιο θετική σε ένα τέτοιο σενάριο σε σχέση με τη ΓΣΕΕ τουλάχιστον διακηρυκτικά
Πες μας για τη νέα, συλλογική έκδοση και τις εκδηλώσεις που ετοιμάζετε το αμέσως επόμενο διάστημα.
Μέσα στο Γενάρη θα γίνει διαδικτυακή εκδήλωση που θα οργανωθεί με πρωτοβουλία του Παντείου Πανεπιστημίου για τις κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας. Θα παρουσιαστούν διάφορες πτυχές μεταξύ των οποίων τα θέματα της αγοράς εργασίας . Το Πάντειο είναι το μόνο πανεπιστήμιο που ασχολείται με πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες και άρα θεωρήσαμε ότι είναι μία καλή πρωτοβουλία να ασχοληθεί με αυτά τα ζητήματα για τις επιπτώσεις από την πανδημία. Όσον αφορά την έκδοση είναι επίσης με θέμα τις κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας. Είναι μια συλλογική δουλειά ανθρώπων που είτε είναι μέλη του διδακτικού προσωπικού του Παντείου η συνεργάζονται με το Πάντειο πανεπιστήμιο η οποία εκτιμώ ότι θα είναι ολοκληρωμένη και θα πάρει το χαρακτήρα έντυπης έκδοσης προς το τέλος του Φλεβάρη με αρχές Μάρτη του 2021.