Διεκδικούμε τα δικαιώματά μας

Η δη­μό­σια κα­ταγ­γε­λία της Σο­φί­ας Μπε­κα­τώ­ρου για το βια­σμό που υπέ­στη στα 21 της χρό­νια από τον αντι­πρό­ε­δρο της Εθνι­κής Ιστιο­πλοϊ­κής Ομο­σπον­δί­ας πυ­ρο­δό­τη­σε έναν κα­ται­γι­σμό κα­ταγ­γε­λιών από γυ­ναί­κες που απο­φά­σι­σαν ανοι­χτά να μι­λή­σουν για τις δικές τους ιστο­ρί­ες σε­ξουα­λι­κών πα­ρε­νο­χλή­σε­ων και βια­σμών. Η πλη­θώ­ρα των πε­ρι­στα­τι­κών αυτών δυ­στυ­χώς δεν μας προ­κα­λεί κά­ποια έκ­πλη­ξη, καθώς ως γυ­ναί­κες βιώ­νου­με κα­θη­με­ρι­νά την εκ­με­τάλ­λευ­ση και την κα­τα­πί­ε­ση, που συχνά φτά­νουν σε ση­μεία σε­ξουα­λι­κής πα­ρε­νό­χλη­σης, ή ακόμα και κα­κο­ποί­η­σης/βια­σμού. Ωστό­σο, το γε­γο­νός ότι χρειά­στη­κε μια μόνο κα­ταγ­γε­λία από μια διά­ση­μη στην Ελ­λά­δα γυ­ναί­κα ολυ­μπιο­νί­κη για να ξε­δι­πλω­θεί ένα τε­ρά­στιο κου­βά­ρι ανά­λο­γων ιστο­ριών που μέχρι τώρα είχαν απο­σιω­πη­θεί, μας εγκα­λεί όλες και όλους να δούμε επι­τέ­λους τον ελέ­φα­ντα στο δω­μά­τιο.

Οι κα­ταγ­γε­λί­ες για σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση ή βια­σμό διά­ση­μων γυ­ναι­κών απα­σχό­λη­σαν από την πρώτη κιό­λας μέρα τη δη­μό­σια σφαί­ρα, ενώ ταυ­τό­χρο­να έδω­σαν το χώρο και σε άλλες γυ­ναί­κες, λι­γό­τε­ρο προ­νο­μιού­χες και λι­γό­τε­ρο ορα­τές, να κα­ταγ­γεί­λουν αντί­στοι­χα πε­ρι­στα­τι­κά. Τέ­τοια ήταν η πε­ρί­πτω­ση των 100 φοι­τη­τριών, οι οποί­ες βρή­καν το θάρ­ρος τώρα να μι­λή­σουν για τις πα­ρε­νο­χλή­σεις που βί­ω­σαν από πρώην κα­θη­γη­τή του ΑΠΘ. Και ο κα­τά­λο­γος όλο και μα­κραί­νει με τις φοι­τή­τριες της Μαιευ­τι­κής Θεσ­σα­λο­νι­κής, όπου κα­θη­γη­τής γυ­ναι­κο­λο­γί­ας πα­ρε­νο­χλού­σε σε­ξουα­λι­κά τις φοι­τή­τριες του, ενώ τους έταζε με αντάλ­λαγ­μα τη σιωπή τους μελ­λο­ντι­κές θέ­σεις ερ­γα­σί­ας.

Το μο­τί­βο αν­δρών σε θέ­σεις εξου­σί­ας που θε­ω­ρούν ότι τα γυ­ναι­κεία σώ­μα­τα τους ανή­κουν επα­να­λαμ­βά­νε­ται σε όλες τις ιστο­ρί­ες των γυ­ναι­κών που έχουν δη­μο­σιο­ποι­η­θεί μέχρι τώρα, και εί­μα­στε ακόμα στην αρχή. Η πλέον πρό­σφα­τη υπό­θε­ση, που είδε το φως πριν λίγα μόλις ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα, είναι αυτή της δη­μο­σιο­ποί­η­σης από μία σειρά ανα­γνω­ρί­σι­μων γυ­ναι­κών - ηθο­ποιών του θε­ά­τρου και της τη­λε­ό­ρα­σης, των πε­ρι­στα­τι­κών ακραί­ας λε­κτι­κής, ψυ­χο­λο­γι­κής και, σε μία πε­ρί­πτω­ση, σω­μα­τι­κής βίας που δέ­χθη­καν στο χώρο ερ­γα­σί­ας από τον πα­σί­γνω­στο ηθο­ποιό και σκη­νο­θέ­τη Γιώρ­γο Κι­μού­λη. Η δη­μό­σια προ­κλη­τι­κή απά­ντη­ση του τε­λευ­ταί­ου στις κα­ταγ­γέλ­λου­σες είναι εν­δει­κτι­κή της πε­ποί­θη­σης των «ισχυ­ρών» αν­δρών του εκά­στο­τε χώρου ότι θα απο­λαμ­βά­νουν πά­ντο­τε την ασυ­λία της σιω­πής και της συ­γκά­λυ­ψης. Δυ­στυ­χώς για εκεί­νους, όμως, η σιωπή έχει αρ­χί­σει να σπάει.

Είναι ακρι­βώς αυτό το τε­ρά­στιο κύμα κα­ταγ­γε­λιών και με τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που λαμ­βά­νει, το οποίο μας κάνει να μι­λά­με δι­καί­ως για ένα κί­νη­μα #Metoo στην Ελ­λά­δα. Στην Αμε­ρι­κή πριν κά­ποια χρό­νια, τις κα­ταγ­γε­λί­ες διά­ση­μων γυ­ναι­κών του Χόλ­λυ­γουντ δια­δέ­χτη­κε γρή­γο­ρα ένα τε­ρά­στιο κί­νη­μα γυ­ναι­κών μη προ­νο­μιού­χων, με­τα­να­στριών, μαύ­ρων, λε­σβιών, τρανς, οι οποί­ες κα­τά­φε­ραν να μι­λή­σουν πια δη­μό­σια για τη σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση/κα­κο­ποί­η­ση που βιώ­ναν και αδυ­να­τού­σαν να κα­ταγ­γεί­λουν. Η Αμε­ρι­κή τώρα έπρε­πε να βρει τα αυτιά να ακού­σει κι εκεί­νες τις γυ­ναί­κες, τις μέχρι τότε αό­ρα­τες.

Σή­με­ρα, λοι­πόν, στην Ελ­λά­δα και έπει­τα από τις δια­στά­σεις που έχει λάβει το φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα διε­θνώς, τόσο το με­γα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι της κοι­νω­νί­ας, όσο και κρα­τι­κοί φο­ρείς ανα­γκά­ζο­νται να αντι­κρύ­σουν το ζή­τη­μα της έμ­φυ­λης κα­τα­πί­ε­σης και εκ­με­τάλ­λευ­σης στις πραγ­μα­τι­κές του δια­στά­σεις. Εκ­πρό­σω­ποι της κυ­βέρ­νη­σης, πο­λι­τι­κά στε­λέ­χη συ­στη­μι­κών κομ­μά­των και θε­σμι­κοί φο­ρείς έσπευ­σαν τις τε­λευ­ταί­ες εβδο­μά­δες να δη­λώ­σουν δη­μό­σια την υπο­στή­ρι­ξη τους στα θύ­μα­τα σε­ξουα­λι­κής βίας.

Οφεί­λου­με όμως να ανα­ρω­τη­θού­με: γιατί δυ­σκο­λευό­μα­στε να πλη­ρο­φο­ρη­θού­με με μια γρή­γο­ρη ανα­ζή­τη­ση στο δια­δί­κτυο την ιστο­ρία της κάθε Σο­φί­ας που υπέ­στη βια­σμό ή  σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση από το αφε­ντι­κό της, τον κα­θη­γη­τή της ή,  ακόμη, από κά­ποιον του στε­νού της κύ­κλου; Γιατί η κάθε Σοφία δε μί­λη­σε ή γιατί η κάθε Σοφία δε μιλά, σε χρόνο ενε­στώ­τα; Η απά­ντη­ση βρί­σκε­ται στη θέση των γυ­ναι­κών και κυ­ρί­ως των μη προ­νο­μιού­χων, των αό­ρα­των γυ­ναι­κών, στο κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα και τις πα­τριαρ­χι­κές δομές που το συ­ντη­ρούν. Υπό το φόβο της από­λυ­σης, η κάθε Σοφία που «εξαρ­τά­ται από το μισθό της» θα σκε­φτεί δύο και τρεις φορές πριν κα­ταγ­γεί­λει το αφε­ντι­κό της. Υπό το φόβο της φτώ­χειας, της ανερ­γί­ας και της ανέ­χειας, η κάθε Σοφία θα σω­πά­σει μπρο­στά στην ηχηρή εξου­σία του κα­θη­γη­τή της. Θα πα­ρα­μεί­νει με το στόμα της κλει­στό, όταν ξέρει πως, ακόμα κι αν κα­ταγ­γεί­λει το βια­σμό της στην Αστυ­νο­μία, θα τη στεί­λουν σπίτι της χωρίς να της πα­ρά­σχουν την οποια­δή­πο­τε προ­στα­σία από τον κα­κο­ποι­η­τή της. 

Μπρο­στά σε αυτήν ακρι­βώς την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εθε­λο­τυ­φλεί η αφη­ρη­μέ­νη πα­ρό­τρυν­ση των γυ­ναι­κών να κα­ταγ­γεί­λουν. Αγνο­εί τη δια­φο­ρε­τι­κή έντα­ση με την οποία φτά­νουν οι φωνές των γυ­ναι­κών στα αυτιά της κοι­νω­νί­ας.  Πρέ­πει να πούμε πως, αυ­το­νό­η­τα, για κάθε θύμα κα­κο­ποί­η­σης, βια­σμού, πα­ρε­νό­χλη­σης η κα­ταγ­γε­λία είναι μία τε­ρά­στια δο­κι­μα­σία, ακόμη και αν προ­έρ­χε­ται από πιο προ­νο­μιού­χα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα. Κι αυτό γιατί ο σε­ξι­σμός, η κουλ­τού­ρα του βια­σμού, η αντι­κει­με­νο­ποί­η­ση του γυ­ναι­κεί­ου σώ­μα­τος δια­περ­νούν τη κοι­νω­νία στο σύ­νο­λό της και δεν απο­τε­λούν βίωμα μόνο των γυ­ναι­κών της ερ­γα­τι­κής τάξης . Την ίδια στιγ­μή, όμως, δεν μπο­ρού­με να αγνο­ή­σου­με ότι οι γυ­ναί­κες των ασθε­νέ­στε­ρων στρω­μά­των είναι εκεί­νες που ση­κώ­νουν πολ­λα­πλά­σιο το φορ­τίο της σιω­πής: οι ερ­γα­ζό­με­νες γυ­ναί­κες που δεν έχουν άλλο μέσο βιο­πο­ρι­σμού πέρα από το μισθό τους, οι με­τα­νά­στριες, οι άνερ­γες, οι τρανς, οι ανά­πη­ρες γυ­ναί­κες, οι άστε­γες, οι σε­ξερ­γά­τριες, οι το­ξι­κο­ε­ξαρ­τη­μέ­νες. Αυτών των γυ­ναι­κών οι φωνές, ακόμη και όταν επι­χει­ρούν να ακου­στούν, συ­να­ντούν την αδια­φο­ρία, την πε­ρι­φρό­νη­ση, την αναλ­γη­σία του κρά­τους και των φο­ρέ­ων του.

Το «σπά­στε τη σιωπή», όταν εκ­φέ­ρε­ται από τα χείλη εκ­προ­σώ­πων του συ­στή­μα­τος και του βα­θέ­ος κρά­τους, δεν είναι παρά μία ανέ­ξο­δη και ανώ­δυ­νη πα­ρό­τρυν­ση. Συγ­χρό­νως, όμως, είναι και βαθιά υπο­κρι­τι­κό. Τα ίδια κυ­βερ­νη­τι­κά στε­λέ­χη και κομ­μα­τι­κά επι­τε­λεία που τώρα δια­τρα­νώ­νουν την αμέ­ρι­στη στή­ρι­ξή τους στα θύ­μα­τα της έμ­φυ­λης βίας, στε­λέ­χω­ναν τις κυ­βερ­νή­σεις που απέ­φευ­γαν συ­στη­μα­τι­κά - παρά το επί­μο­νο αί­τη­μα του φε­μι­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος - να αντι­κα­τα­στή­σουν τον προϊ­σχύ­σα­ντα ανα­χρο­νι­στι­κό ορι­σμό του βια­σμού στον Ελ­λη­νι­κό Ποι­νι­κό Κώ­δι­κα. Ας θυ­μη­θού­με ότι μόλις τον Ιούνη του 2019 υιο­θε­τή­θη­κε από την Ελ­λη­νι­κή Βουλή ο ορι­σμός του βια­σμού με κρι­τή­ριο την απου­σία συ­ναί­νε­σης, όπως απο­τυ­πώ­νε­ται στη σύμ­βα­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Πριν από αυτή τη νο­μο­θε­τι­κή με­τα­βο­λή, οι κα­κο­ποι­η­τές γυ­ναι­κών όπως η Σοφία Μπε­κα­τώ­ρου και η Ελένη Το­πα­λού­δη δε θα μπο­ρού­σαν καν να υπα­χθούν στη διά­τα­ξη και να κα­τα­δι­κα­στούν για βια­σμό.

Η υπο­κρι­σία, όμως, δε στα­μα­τά εκεί. Οι κυ­βερ­νή­σεις αυτές, που επί μία δε­κα­ε­τία δια­χει­ρί­ζο­νται την κρίση, είναι εκεί­νες που βύ­θι­σαν την πλειο­νό­τη­τα των γυ­ναι­κών στην ανέ­χεια και την απελ­πι­σία. Με επι­λο­γή των (συγ)κυ­βερ­νή­σε­ων Νέας Δη­μο­κρα­τί­ας και ΠΑΣΟΚ και με­τέ­πει­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, εί­δα­με γυ­ναί­κες προ­σφύ­γισ­σες να στοι­βά­ζο­νται στα κο­λα­στή­ρια της Αμυ­γδα­λέ­ζας και της Μό­ριας. Εί­δα­με τις ερ­γα­ζό­με­νες γυ­ναί­κες να γί­νο­νται τα πρώτα θύ­μα­τα μι­σθο­λο­γι­κών πε­ρι­κο­πών, απο­λύ­σε­ων, υπο­βάθ­μι­σης των όρων ερ­γα­σί­ας,  ενώ, την ίδια στιγ­μή, η ανερ­γία και η ελα­στι­κή ερ­γα­σία, όχι μόνο δεν έπα­ψαν να εν­δη­μούν, αλλά γι­γα­ντώ­θη­καν στο γυ­ναι­κείο πλη­θυ­σμό. Η κα­τάρ­ρευ­ση του συ­νό­λου σχε­δόν των δια­τά­ξε­ων που λει­τουρ­γού­σαν προ­στα­τευ­τι­κά στις ερ­γα­σια­κές σχέ­σεις, καθώς και των μέ­τρων κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας (επι­δό­μα­τα, συ­ντά­ξεις, ασφά­λι­ση, κ.ό.κ.)  βά­θυ­ναν ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο την οι­κο­νο­μι­κή εξάρ­τη­ση των γυ­ναι­κών, που πα­ρα­μέ­νουν «οι φτω­χό­τε­ρες των φτω­χών».

Την ίδια στιγ­μή, η απο­διάρ­θρω­ση των κρα­τι­κών δομών και υπη­ρε­σιών κοι­νω­νι­κής  μέ­ρι­μνας, που είχαν το ρόλο να ελα­φρύ­νουν τα βάρη της οι­κο­γε­νεια­κής φρο­ντί­δας (δη­μό­σιοι παι­δι­κοί σταθ­μοί και κέ­ντρα δη­μιουρ­γι­κής απα­σχό­λη­σης, γη­ρο­κο­μεία, κ.ό.κ), εγκλώ­βι­σε τις γυ­ναί­κες μέσα στο σπίτι προς εξυ­πη­ρέ­τη­ση των ανα­γκών της κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής, στε­ρώ­ντας τους ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο την πρό­σβα­ση και πα­ρου­σία στο δη­μό­σιο χώρο. Αν σε αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της εξάρ­τη­σης και αο­ρα­τό­τη­τας προ­στε­θεί η ανυ­παρ­ξία δη­μό­σιων και δω­ρε­άν δομών ψυ­χο­κοι­νω­νι­κής στή­ρι­ξης, γί­νε­ται σαφές ότι για τα κοι­νω­νι­κά και οι­κο­νο­μι­κά ευά­λω­τα θύ­μα­τα σε­ξι­στι­κής βίας, η δυ­σκο­λία της κα­ταγ­γε­λί­ας γί­νε­ται σχε­δόν ανυ­πέρ­βλη­τη με ευ­θύ­νη του κρά­τους. Κι αυτό γιατί δεν έχουν να αντι­με­τω­πί­σουν μόνο τη δυ­σπι­στία και την επί­κρι­ση της κοι­νω­νί­ας, αλλά και επει­δή στε­ρού­νται των υλι­κών όρων που θα τους επέ­τρε­παν να στα­θούν στα πόδια τους και να αντι­πα­λέ­ψουν την εξου­σία του κα­κο­ποι­η­τή (ερ­γο­δό­τη, συ­ζύ­γου, κα­θη­γη­τή, κ.ό.κ.).

Οι ιστο­ρί­ες από το χώρο του αθλη­τι­σμού ή των πα­νε­πι­στη­μί­ων που βγή­καν στο φως τις τε­λευ­ταί­ες εβδο­μά­δες είναι εν­δει­κτι­κές της από­γνω­σης στην οποία βρέ­θη­καν οι κα­κο­ποι­η­μέ­νες νέες γυ­ναί­κες λόγω της ανυ­παρ­ξί­ας αθλη­τι­κών/ πα­νε­πι­στη­μια­κών ψυ­χο­λό­γων και ει­δι­κών ψυ­χι­κής υγεί­ας, στους οποί­ους θα μπο­ρού­σαν δω­ρε­άν και με ασφά­λεια να απευ­θυν­θούν. Δεν είναι τυ­χαίο ότι σε πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις οι κα­ταγ­γέλ­λου­σες μί­λη­σαν χρό­νια μετά, αφού είχαν εξέλ­θει από τον κύκλο των σχέ­σε­ων εξου­σί­ας του κα­κο­ποι­η­τή.

Η ανά­γκη ορα­τό­τη­τας και κα­ταγ­γε­λί­ας είναι θε­με­λιώ­δης για να σπά­σει ο φαύ­λος κύ­κλος της κα­κο­ποί­η­σης, του εγκλω­βι­σμού και της σιω­πής. Αυτό, όμως, δεν πρό­κει­ται να συμ­βεί με ευ­χο­λό­για, εκ του ασφα­λούς δη­μό­σιες εκ­κλή­σεις ή προ­σκλή­σεις μίας «ορα­τής» κα­ταγ­γέλ­λου­σας στο Προ­ε­δρι­κό Μέ­γα­ρο. Για να πά­ψουν τα σώ­μα­τα των γυ­ναι­κών να είναι κα­θη­με­ρι­νά πεδίο μάχης, θα πρέ­πει να δοθεί φωνή σε εκεί­νες που πε­ρισ­σό­τε­ρο δεν μπο­ρούν να ακου­στούν: τις γυ­ναί­κες που δί­νουν κα­θη­με­ρι­νό αγώνα για την επι­βί­ω­ση, που υφί­στα­νται την εκ­με­τάλ­λευ­ση και την κα­τα­πί­ε­ση σε σπίτι και δου­λειά, τις πολ­λα­πλά κα­τα­πιε­ζό­με­νες, που μέχρι σή­με­ρα αντι­κρύ­ζουν το πιο σκλη­ρό πρό­σω­πο της κρα­τι­κής αναλ­γη­σί­ας. Και ο αγώ­νας για δι­καί­ω­ση και ορα­τό­τη­τα πρέ­πει να δοθεί για όλες αυτές τις «Σο­φί­ες», και όχι μόνο τις «Σο­φί­ες» που το σύ­στη­μα προ­τί­θε­ται  ή αντέ­χει να ακού­σει.

Μέσα σε αυτό το πε­ρι­βάλ­λον, η φε­τι­νή Πα­γκό­σμια Ημέρα της Γυ­ναί­κας απο­κτά για μας ένα ανα­βαθ­μι­σμέ­νο νόημα. Το διά­χυ­το αί­τη­μα να αντι­κρύ­σει η κοι­νω­νία την «αό­ρα­τη» κα­τα­πί­ε­ση και βία που βιώ­νουν οι γυ­ναί­κες χρειά­ζε­ται να εκ­φρα­στεί συλ­λο­γι­κά στο δρόμο στις 8 Μάρτη. Ιδιαί­τε­ρα φέτος, σε συν­θή­κες παν­δη­μί­ας, οι γυ­ναί­κες βρέ­θη­καν ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο εκτε­θει­μέ­νες στις πολ­λα­πλές εκ­φάν­σεις του σε­ξι­σμού και της κα­τα­πί­ε­σης. Εγκλω­βί­στη­καν σε σπί­τια μαζί με τους κα­κο­ποι­η­τές τους, χωρίς πρό­σβα­ση σε δομές στή­ρι­ξης. Επω­μί­στη­καν τα ολο­ή­με­ρα πλέον (με σχο­λεία και παι­δι­κούς σταθ­μούς κλει­στούς) βάρη της οι­κο­γε­νεια­κής φρο­ντί­δας. Κλή­θη­καν να «απο­συμ­φο­ρή­σουν» το ΕΣΥ πε­ρι­θάλ­πο­ντας τα ηλι­κιω­μέ­να ή/και άρ­ρω­στα μέλη της οι­κο­γέ­νειας. Ως ερ­γα­ζό­με­νες, πολ­λές βρέ­θη­καν απο­λυ­μέ­νες ή σε ανα­στο­λή, εξαρ­τώ­με­νες από την πε­νι­χρή κρα­τι­κή ενί­σχυ­ση, ή, χει­ρό­τε­ρα, όσες ερ­γά­ζο­νταν «μαύρα», χωρίς το πα­ρα­μι­κρό έσοδο. Για όλους αυ­τούς τους λό­γους, το αί­τη­μα για την εξά­λει­ψη της έμ­φυ­λης βίας που τόσο εκ­κω­φα­ντι­κά εκ­φρά­ζε­ται τις τε­λευ­ταί­ες εβδο­μά­δες είναι ανά­γκη να ενω­θεί με τα αι­τή­μα­τα για δη­μό­σιες και δω­ρε­άν δομές στή­ρι­ξης στα θύ­μα­τα της βίας (κέ­ντρα στή­ρι­ξης κα­κο­ποι­η­μέ­νων γυ­ναι­κών, δω­ρε­άν νο­μι­κή βο­ή­θεια και συμ­βου­λευ­τι­κή, κ.ά.), για ανά­λη­ψη από το κρά­τος των βαρών της οι­κο­γε­νεια­κής φρο­ντί­δας- που τώρα κα­λύ­πτο­νται με τη γυ­ναι­κεία απλή­ρω­τη ερ­γα­σία- (με δη­μό­σιους παι­δι­κούς σταθ­μούς, κέ­ντρα δη­μιουρ­γι­κής απα­σχό­λη­σης, γη­ρο­κο­μεία, κ.ό.κ.), για ίσα ερ­γα­σια­κά δι­καιώ­μα­τα και οι­κο­νο­μι­κή στή­ρι­ξη με ευ­θύ­νη του κρά­τους σε όλες τις γυ­ναί­κες που πλήτ­το­νται από τις επι­πτώ­σεις της παν­δη­μί­ας. Ορ­γα­νώ­νο­ντας και αυτή τη χρο­νιά στην Ελ­λά­δα τη φε­μι­νι­στι­κή απερ­γία, ενώ­νου­με τις φωνές μας με εκεί­νες των φε­μι­νι­στριών σε άλλες χώρες του κό­σμου, απέ­να­ντι σε ορα­τές και αό­ρα­τες εκ­φάν­σεις της κα­τα­πί­ε­σης που το σύ­στη­μα πα­ρά­γει.

Ετικέτες