Αυτή την περίοδο, διεθνώς, η ριζοσπαστική Αριστερά έχει ανοίξει μια αγωνιώδη συζήτηση για το πώς διαμορφώνεται ο κόσμος ενόψη της μετα την πανδημία εποχής.

Σε αυτήν τη συζήτηση το ζήτημα των ελευθεριών είναι κομβικό. Η ένταση των κατασταλτικών παρεμβάσεων είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο, συνδεδεμένο με τη διαχείριση της πανδημίας, ή πρόκειται για μια πιο γενική τάση, μια πορεία προς έναν ιδιαίτερα πιο αυταρχικό καπιταλισμό; Το κείμενο του Σεφρατί, που δημοσιεύουμε στο Rp, απαντάει αναλυτικά σε αυτό το ερώτημα σε ό,τι αφορά στη Γαλλία. Μια χώρα με κομβική σημασία, αφού συνήθως αυτή προαναγγέλλει γενικότερες "στροφές" σε όλην την Ευρώπη. Μια χώρα που παρέχει το "ένοπλο μπράτσο" σε όλην την ΕΕ, και που σήμερα παρουσιάζεται στη Αν. Μεσόγειο ως ο σταθερότερος σύμμαχος του ελληνικού κράτους. Μια χώρα όπου ηγείται ο Μακρόν, δίνοντας δείγματα για το πόσο βαθειά μπορεί να είναι η κατρακύλα του σοσιαλφιλελευθερισμού. Τέλος, τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Σεφρατί συγκροτούν ένα πλαίσιο απαραίτητο για να κατανοήσουμε τα πώς και τα γιατί δεν είναι πλέον απίθανο, στις επόμενες εκλογές να κερδίσει η Λεπέν την εξουσία στη Γαλλία. -Rp

----------------------

Τα τρέχοντα μέτρα (οι νόμοι για τη «καθολική ασφάλεια» και «ενάντια στον «σεπαρατισμό», τα διατάγματα που γενικεύουν τις αφορμές φακελώματος των πολιτών) πάρθηκαν για να αντιμετωπίσουν την κοινωνική κρίση, για την οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο με την πανδημία. Κατ΄αυτά σε περίπτωση μιας βαθειάς κρίσης, ο στρατός, που θεωρείται ως δομικός πυλώνας της 5ης Δημοκρατίας, δεν είναι πλέον αρμόδιος μόνο για την άμυνα απέναντι στους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και για τη διατήρηση της τάξης απέναντι στις απειλές που προέρχονται από το εσωτερικό της χώρας.

Ο νόμος του Μακρόν για την «καθολική ασφάλεια»: βρισκόμαστε σε κοινωνικό πόλεμο;

Ο νόμος την «καθολική ασφάλεια» είναι ένας νόμος της «επόμενης μέρας», δηλαδή της σημερινής. Διότι η κυβέρνηση φοβάται ότι τα καταστροφικά επακόλουθα της οικονομικής κρίσης θα οδηγήσουν σε μια κατάσταση κοινωνικά εκρηκτική και πολιτικά ανεξέλεγκτη. «Με όποιο κόστος, ενάντια στους  μισθωτούς και τους νέους», αυτός είναι ο χαρακτήρας του προγράμματος που διατυπώνεται. Μεταξύ 600 και 900 χιλιάδων κυμαίνεται ο αριθμός των μισθωτών  που θα προστεθεί στους 5.800.000 που ήταν ήδη εγγεγραμμένοι, στο τέλος του Σεπτεμβρίου 2020, στις λίστες της αναζήτησης εργασίας [Pôle emploi][1]. Οι ίδιοι οι  μισθωτοί θα πληρώσουν επίσης τους τόκους του δημοσίου χρέους (37 δισ. Ευρώ για το 2021) που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2021 και πρέπει να εξοφληθούν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι χρηματοοικονομικοί επενδυτές.

Ο υπουργός Οικονομίας, Οικονομικών και Ανάκαμψης, Bruno Le Maire, δήλωσε ότι δεν θα αυξηθεί η φορολόγηση του κεφαλαίου και των μεγάλων εισοδημάτων. Επίσης, ότι οι μειώσεις των δημόσιων δαπανών θα επιχειρηθούν κυρίως μέσω της κατάργησης θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, η κυβέρνηση ετοιμάζεται, μόλις οι πολιτικές προϋποθέσεις ωριμάσουν, να επαναφέρει τη συνταξιοδοτική αντιμεταρρύθμιση, που ανεστάλη μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις, που έγιναν μάλιστα ακόμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Και παρόλα αυτά, τα μέτρα του Μακρόν δεν θα αρκούν για να μην συνεχίσει να χειροτερεύει η κατάταξη της γαλλικής βιομηχανίας μέσα στις παγκόσμιες αγορές.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση κατανόησε τη μεγάλη πολιτική σημασία της διαδήλωσης στις 28 Νοεμβρίου του 2020, που συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ενάντια στο νόμο της «καθολικής ασφάλειας», παρά τον στραγγαλισμό της κοινωνικής ζωής, που επιβλήθηκε από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης με αφορμή την πανδημία, αλλά και τον μιντιακό και κυβερνητικό καταιγισμό προπαγάνδας ως προς το ζήτημα της ασφάλειας. Η διαδήλωση αυτή αποτελεί έναν ακόμα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της κινητοποίησης του κοινωνικού κινήματος και της νεολαίας, που τα πέντε τελευταία  χρόνια πήρε μαζικές και ποικιλότροπες μορφές: με τις διαδηλώσεις ενάντια στον εργασιακό νόμο της Myriam El Khomri (2016), τις διαδηλώσεις ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων (2019/2020), το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» που ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 2018, τις συγκεντρώσεις δεκάδων χιλιάδων νέων για την υποστήριξη της οικογένειας του Adama Traoré[ΣτΜ1] μπροστά στο Μέγαρο της Δικαιοσύνης (παρά τις απαγορεύσεις από τις αστυνομικές αρχές), στις 2 Ιουνίου του 2020. Τα κινήματα αυτά εκφράζουν μεν διαφορετικές διεκδικήσεις, αναδεικνύουν όμως  την κατάσταση κοινωνικής απόγνωσης, όπως το δείχνουν επίσης οι εκατοντάδες κινητοποιήσεις μισθωτών ενάντια στις απολύσεις και τα κλεισίματα των εργοστασίων. Και είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτοι αυτοί οι αγώνες, καθώς από το 2015 ως το 2020, οι Γάλλοι έζησαν περισσότερο από το μισό των πέντε αυτών ετών σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης.

Θεωρείται λοιπόν αναγκαία μια περαιτέρω περιστολή των πολιτικών ελευθεριών. Οι  νόμοι ενάντια στις ελευθερίες, αποσκοπούν να τρομοκρατήσουν αυτές και αυτούς που είναι θύματα της κρίσης και δεν το ανέχονται. Η κυβέρνηση δεν κρύβει πλέον τους σκοπούς της: τον Δεκέμβρη του 2020 δημοσιεύθηκαν τρία διατάγματα που επιτρέπουν το φακέλωμα ανθρώπων λόγω των «πολιτικών τους απόψεων, των φιλοσοφικών και θρησκευτικών τους πεποιθήσεων, ή της συνδικαλιστικής ένταξης».[2]

Ο νόμος «καθολικής ασφάλειας» είναι ένας κατ εξοχήν νόμος του Μακρόν, όπως υπογράμμισε ο εισηγητής του νόμου και πρώην υπεύθυνος της RAID (επίλεκτη μονάδα της εθνικής αστυνομίας): «οι οργανώσεις της αστυνομίας έγιναν δεκτές στην υψηλότερη βαθμίδα, από τον ίδιον τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος προχώρησε σε δεσμεύσεις απέναντί τους»[3].  Υπάρχει απόλυτη συμβατότητα και συνοχή μεταξύ των προσωπικών βλέψεων του Προέδρου –την προσπάθεια για την επανεκλογή του το 2022, φλερτάροντας με τους ψηφοφόρους της ακροδεξιάς- και της περιφρούρησης του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος. Κι όπως σ’ όλες τις περιόδους οικονομικής κρίσης, η χρήση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού αποσκοπεί στη διάσπαση του μετώπου των εκμεταλλευόμενων στους τόπους εργασίας και στα προάστεια.

Πέρα από το άρθρο 24, ο νόμος Μακρόν για την « καθολική ασφάλεια» αποσκοπεί να εξοπλίσει την αστυνομία, έτσι ώστε αυτή να μπορέσει να αντιμετωπίσει το «συνεχές των απειλών κατά της τάξης», που θα προέρχονται από τα κοινωνικά κινήματα ή από τις αναμενόμενες εκρήξεις θυμού στα προάστια. Στα μέρη αυτά, όπου σύμφωνα με τον υπουργό Εσωτερικών «ένα μέρος της κοινωνίας βρίσκεται ήδη σε κατάσταση εξαθλίωσης, γνωρίζει την αγριότητα»[4], ο νόμος της καθολικής ασφάλειας δεν προβλέπεται ότι θα είναι αρκετός. Ο νόμος κατά του «σεπαρατισμού» (στμ: κατά των , τάχα, τάσεων απόσχισης από το κράτος), ως νόμος «που ενισχύει τις  αξίες της Δημοκρατίας», έρχεται για να καλύψει το κενό. Ομως, αυτές ακριβώς οι συνοικείες, όπως και αυτές οι «εμφανείς μειοψηφίες», είναι εκείνες που ήδη πλήττονται περισσότερο  από την αστυνομική βία.

Μετά τις δηλώσεις του Jean-Michel Blanquer, του υπουργού Παιδείας, που υπογράμμισε ότι «ο "ισλαμο-αριστερισμός" σαρώνει στα πανεπιστήμια», και μετά το «μανιφέστο των εκατό», των διανοουμένων που κατήγγειλαν τις «ιδεολογίες του ιθαγενισμού, του αντιρατσισμού και της αντίθεσης στην αποικιοκρατία [ως μεταφερμένες από τα campus των βορειο-αμερικανικών πανεπιστημίων]», δύο βουλευτές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος (LR) πρότειναν την ίδρυση μιας υπηρεσίας πληροφοριών ενάντια «στην ιδεολογική και διανοητική απόκλιση μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους»[5].  Ο όρος «ισλαμο-αριστερισμός» είναι μια ζοφερή απομίμηση της φοβερής κατηγορίας περί «εβραιο-μπολσεβίκικων συνομωσιών» που στον μεσοπόλεμο χρησιμοποιήθηκε από κύκλους κατά πολύ ευρύτερους των  ναζιστών που την επινόησαν. Βαδίζουμε προς την ίδρυση ενός «υπουργείου ιδεολογίας» στη σημερινή Γαλλία[6];

Να σημειώσουμε ότι οι κοινωνικές κατηγορίες που σήμερα θεωρούνται ύποπτες για «σεπαρατισμό» από τον Μακρόν, δεν είναι άλλες από εκείνες στις οποίες προσήπτε τον χαρακτηρισμό παληότερα ο Ντε Γκολ. Εκείνος, στην ανάλυσή του ενάντια στις απεργίες του 1950, κατάγγελλνε τους «Αυτονομιστές που έχουν ισχυρή επιροή σε ένα μεγάλο μέρος των συνδικάτων. Χρησιμοποιούν τις επαγγελματικές διεκδικήσεις για να ενισχύσουν την πολιτική τους.»[7](στμ: αναφέρεται στην περίοδο των συγκρούσεων σχετικά με την ανεξαρτησία της Αλγερίας)

Τεχνο-αστυνομία. Στην υπηρεσία ενός καταπιεστικού μηχανισμού Διοίκησης.

Οι μήνες της καραντίνας σημαδεύτηκαν στη Γαλλία από μια ακραία επιθετικότητα στη συμπεριφορά της αστυνομίας. Αρκετές μελέτες έχουν αποδείξει ότι η καραντίνα δεν ανέδειξε απλώς, αλλά επιτάχυνε τις κοινωνικές ανισότητες.[8].

Στον αντίποδα των αφελών και απειλητικών δηλώσεων της κυβέρνησης, η γενική τήρηση των μέτρων της καραντίνας υπήρξε ένα εντυπωσιακό φαινόμενο. Αντανακλά μια προσπάθεια που έγινε από όλον τον πληθυσμό. Η προσπάθεια αυτή είναι ακόμα πιο αξιέπαινη, γιατί ήταν σε αντιπαράθεση με τον παραλογισμό και την αυθαιρεσία των μέτρων που υποστηρίχθηκαν από τον κρατικό μηχανισμό.  Ηταν οι ανώτεροι αξιωματούχοι  εκείνοι που αποφάσιζαν ποια θα είναι τα βασικά αγαθά που θα έχει στη διάθεσή του ο πληθυσμός και ποια όχι, και οι ίδιοι αξιωματούχοι μπορούσαν να  ανατρέχουν στην αστυνομία για την εκτέλεση των εντολών τους.

Η χαλάρωση της καραντίνας μετά τις 28 Νοεμβρίου 2020 δεν συνοδεύτηκε από κάποια χαλάρωση της κρατικής μέγγενης. Οι τοπικές εφημερίδες, που παρέχουν  τις πρακτικές πληροφορίες στους αναγνώστες τους, απαριθμούν τη λίστα των αναγκαίων για κάθε έξοδο πιστοποιητικών: «πιστοποίηση του τόπου κατοικίας, sms ή μέιλ επιβεβαίωσης ιατρικού ραντεβού, εξετάσεων ή ιατρικής φροντίδας που δεν μπορούν να παρασχεθούν εξ αποστάσεως, συνταγή αγοράς φαρμάκων, οικογενειακό βιβλιάριο που αποδεικνύει τη συγγένεια με το πρόσωπο στο οποίο πηγαίνετε να παράσχετε βοήθεια, κλπ. [sic]»[9]. Η ψύχωση αυτή με τις «αποδείξεις» αποτελεί ένα από τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά του γαλλικού μοντέλου Διοίκησης, τουλάχιστον σε σύγκριση με τις υπόλοιπες «φιλελεύθερες δημοκρατίες».

Είναι ευρέως γνωστό από την πολιτική κοινωνιολογία ότι οι κρατικές γραφειοκρατίες διαθέτουν ισχυρά μέσα αναπαραγωγής και ενίσχυσης του ρόλου τους. Σε τούτο η Γαλλία αποτελεί μια παραδειγματική περίπτωση, η οποία έχει αναλυθεί από παρατηρητές τόσο διαφορετικούς όσο ο  Alexis de Tocqueville και ο Μαρξ[10]: η γαλλική ανώτατη Διοίκηση γεννήθηκε μαζί με την απολυταρχική μοναρχία και έχει  επιδιώξει διαρκώς στην ιστορία να τελειοποιεί το θεσμικό και αστυνομικό κατασταλτικό της οπλοστάσιο.

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο αστυνομικός έλεγχος των πληθυσμών αναβαθμίστηκε με τη χρησιμοποίηση των πιο αποτελεσματικών τεχνικών εργαλείων που ήταν διαθέσιμα εκείνη την εποχή (φωτογραφία, ανθρωπομετρία, δακτυλικά αποτυπώματα). Τον καιρό της Τρίτης Δημοκρατίας οι Τσιγγάνοι, αυτοί οι αιώνιοι μετανάστες, χρησιμοποιήθηκαν ως πεδίο πειραματισμού, με στόχο «μία θεσμική και αστυνομική λειτουργική διοίκηση, που μπορεί να συμπυκνωθεί ως εξής: επιτήρηση, ταυτοποίηση, έλεγχος»[11]. Ο νόμος του 1912 επέβαλε τον πειθαρχικό περιορισμό τους, ορίζοντας ως προϋπόθεση νομιμότητας την καταγραφή τους σε  ένα ανθρωπομετρικό τετράδιο, με έκταση 208 σελίδες για τον καθένα, που ελεγχόταν τακτικά από έναν αστυνομικό διευθυντή, ένα τετράδιο στο οποίο διατηρούνται καταγεγραμμένα όλα τα ίχνη της μετακίνησής τους ανά την επικράτεια (ο νόμος αυτός ανακλήθηκε τελικά μόλις το 1969). Ο γαλλικός κανονισμός του 1912, είναι ο μοναδικός που έχει επιβάλει στους νομάδες πειθαρχικό σύστημα καταγραφής σε ανθρωπομετρικό τετράδιο.

Στον μεσοπόλεμο, υπό το καθεστώς της Τρίτης Δημοκρατίας, η Διοίκηση συνεχίζει να καινοτομεί. Οι φάκελοι πολλαπλασιάστηκαν και στις παραμονές του Παγκοσμίου Πολέμου η Κεντρική Υπηρεσία του Αρχείου Αλλοδαπών, διαχειριζόταν τέσσερα εκατομμύρια φακέλους και επτά εκατομμύρια καρτέλες[12]. Στις καρτέλες αυτές απογράφονταν , ιδιαίτερα  όσοι ήταν χαρακτηρισμένοι ως «ανεπιθύμητοι», οι οποίοι, εκείνη την εποχή, ήταν οι εβραίοι πρόσφυγες από τη ναζιστική Γερμανία και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, αλλά και οι ισπανοί και ιταλοί αντιφασίστες αγωνιστές. Τα αρχεία αυτά αναβαθμίστηκαν υπό το καθεστώς του Βισύ, ενίοτε από τα ίδια ανώτερα κρατικά στελέχη (όπως ο André Tulard και ο René Bousquet). Σύμφωνα με τον Gérard Noiriel, το καθεστώς του Βισύ χρησιμοποίησε για καταπιεστικές πολιτικές  τα εργαλεία ταυτοποίησης που επινοήθηκαν από την Τρίτη Δημοκρατία[13]. Αποκτάμε, εξάλλου, μια ιδέα περί των μνημονικών ικανοτήτων της κρατικής μηχανής, αν έχουμε κατά νου ότι το αρχείο των Εβραίων που συγκροτήθηκε από το καθεστώς του Βισύ  δεν καταστράφηκε το 1946, και ανασύρθηκε προς χρήση από τον Serge Klarsfeld… το 1991.

Σήμερα, οι θεσμοί του γαλλικού κράτους διαθέτουν εργαλεία της πιο προωθημένης τεχνολογίας για να εντατικοποιήσουν τον έλεγχο του πληθυσμού. Ο νόμος «καθολικής ασφάλειας» πυκνώνει το πλέγμα παρακολούθησης του πληθυσμού, με τη γενικευμένη χρήση drones, με κάμερες παντού και με την εκτενή χρήση των τεχνολογιών αναγνώρισης/ ταυτοποίησης προσώπων. Η Λευκή Βίβλος  Εσωτερικής Ασφάλειας, που εκδόθηκε τη στιγμή της συζήτησης του νομοσχέδιου καθολικής ασφάλειας[14], αποτελεί ένα κάλεσμα για τη γενίκευση των τεχνολογιών επιτήρησης (ο όρος τεχνολογίες και τα παράγωγά του επαναλαμβάνονται περισσότερες από 150 φορές, μέσα σε αυτό το έγγραφο των 332 σελίδων). Η γλώσσα αυτής της έκθεσης, θυμίζει εξάλλου τις διατυπώσεις που χρησιμοποιούνται από τον Οργουελ  στο 1984,σχετικά με τον Μπιγκ Μπράδερ,[15] ανακατεμένες με το γλωσσικό ιδίωμα που διδάσκεται στους  υποψήφιους μέλλοντες ανώτερους κρατικούς υπαλλήλους. Παράδειγμα: η πρόταση προς τον Υπουργό Εσωτερικών να «υπερβεί το τεχνολογικό φράγμα, προκειμένου να προστατεύσει και να επιταχύνει μια κοινωνία  διασυνδεδεμένη»[16].

 Η τεχνο-αστυνομία καθίσταται έτσι η κινητήρια δύναμη της «καθολικής ασφάλειας[17]. Ο πληθυσμός που ζει στη γαλλική επικράτεια, και ιδίως στα εργατικά προάστεια, είναι πλέον αντιμέτωπος με την απειλητική συμμαχία ενός γραφειοκρατικού κρατικού μηχανισμού, που διαθέτει μακρόχρονη εμπειρία, και των τελειοποιημένων τεχνολογιών επιτήρησης.

Ακόμα και οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ που ασχολούνται με το να αναγνωρίζουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα αυταρχικά καθεστώτα, έχουν δηλώσει ότι το νομοσχέδιο είναι «ασυμβίβαστο με το διεθνές δίκαιο περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»[18]. Προσφάτως απονεμήθηκε στον Μακρόν ο χαρακτηρισμός του «αντιφιλελεύθερου» από τους Financial Times, την εφημερίδα που χρόνια τον επαινούσε για τη μεταρρυθμιστική του βούληση (διάβαζε: την κατεδάφιση των κοινωνικών δικαιωμάτων)[19].  Στην αυταρχική πορεία που ακολουθείται εδώ και μερικά χρόνια μέσα στην ΕΕ, μετά την Ουγγαρία και την Πολωνία, η Γαλλία συνιστά πλέον αναμφίβολα τον αδύναμο κρίκο της δημοκρατίας στην Ευρώπη.

Στην πραγματικότητα, η δεύτερη καραντίνα αποτύπωσε καθαρότερα το ιδεολογικό μοντέλο για μια κοινωνία βασισμένη στο τρίπτυχο «δουλειά, μετρό/αυτοκίνητο, ύπνος», που περιορίζει αυστηρά τα δικαιώματα κυκλοφορίας και συγκέντρωσης των ανθρώπων και αφήνει  τους μισθωτούς  χωρίς δυνατότητα άμυνας μπροστά στην απειλή των μετά την πανδημία επερχόμενων αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις.

Ο στρατός, στην 5η Δημοκρατία, να νοιώθει σαν στο σπίτι του: «δεν πρόκειται για επιχειρήσεις δευτερεύουσας σημασίας»

Ο πολλαπλασιασμός των καταπιεστικών μέτρων και η καταφυγή στις τεχνολογίες αιχμής, διευκολύνουν τις δράσεις της αστυνομίας. Αυτές δεν είναι εντούτοις αρκετές ώστε να εγγυηθούν την προστασία της κοινωνικής τάξης. Όπως άλλωστε  δείχνει η ιστορία, η καταφυγή στον στρατό καθίσταται αναπόφευκτη όποτε οι εντάσεις  γίνονται πολύ ισχυρές. Ο ιστορικός Michel Winock μας υπενθυμίζει ότι: «Η καθεμιά από τις προηγούμενες τέσσερεις κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες, από το Διευθυντήριο μέχρι και την Τέταρτη Δημοκρατία, έφτασε στο τέλος της όταν κατέφυγε στη βοήθεια ενός απόλυτου σωτήρα, που τελικά κατατρόπωσε το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και στη συνέχεια επέβαλε βοναπαρτιστικό πολίτευμα» (συμπεριλαμβάνοντας το καθεστώς του Βισύ σε αυτή την κατηγορία)[20].

Μετά από το Συμβούλιο Άμυνας, στις 29 Απριλίου 2015, υπό την προεδρία του  Φρανσουά Ολλάντ, ο στρατός διεύρυνε τις αρμοδιότητές του προς επιχειρήσεις με αποκλειστικό σκοπό τη διατήρηση της τάξης  μέσα στην εθνική επικράτεια. Η επιχείρηση Sentinelle[ΣτΜ2], που μπορούσε να κινητοποιεί 10.000 στρατιώτες του στρατού ξηράς, έγινε διαρκής, κάτι που δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει, καθόσον ο Jean-Yves Le Drian, ήδη το 2016 ,δήλωνε ότι «ότι η επιχείρηση Sentinelle είναι προορισμένη για  να διαρκέσει». Η επιχείρηση Sentinelle αποτελεί  μια πρόγευση του ρόλου του στρατού σχετικά με την τήρηση της τάξης στο εσωτερικό της  Γαλλίας. Σε βουλευτή ο οποίος μετέφερε την επιθυμία των στρατιωτικών να εφοδιαστούν, στο εσωτερικό της μητροπολιτικής επικράτειας, με τεθωρακισμένα οχήματα σαν εκείνα που χρησιμοποιούνται στην Κεντρική Αφρική σε επιχειρήσεις αντίποινων, ο υπουργός Άμυνας Le Drian απάντησε: «πρέπει να στοχαστούμε σχετικά με τους μελλοντικούς εξοπλισμούς, συμπεριλαμβάνοντας αυτούς που προορίζονται για επιχειρήσεις στο εσωτερικό, καθώς αυτές δεν αποτελούν πλέον επιχειρήσεις δευτερεύουσας κατηγορίας.»[21]

Με το ξεκίνημα της πανδημίας, ο Μακρόν ανκήρυξε το Συμβούλιο Άμυνας (που δημιουργήθηκε από τον Σαρκοζύ) ως το όργανο πολιτικής διεύθυνσης της διαχείρισης της κρίσης και μετέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο σε απλά επικυρωτικό σώμα. Αυτή  η πολιτική απόφαση είχε προαναγγελθεί. Στην προεκλογική  εκστρατεία, ο Μακρόν είχε διεκδικήσει μια διακυβέρνηση «ανάλογη με του Δία» [«jupitérienne»] και τα αποτελέσματα εμφανίστηκαν μερικούς μήνες μετά , στο ξεκίνημα του κινήματος των κίτρινων γιλέκων (Οκτώβριος 2018): «Ο Πρόεδρος επέδειξε ψυχή στρατηγού […] κατέστησε το Συμβούλιο [Άμυνας] ένα εργαλείο διαχείρισης των κρίσεων»[22].

Ήδη από τις 4 Μαρτίου, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δήλωνε: «Ενώπιον του κορωνοϊού, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συγκάλεσε το Συμβούλιο Άμυνας , που θα ακολουθηθεί από ένα Υπουργικό Συμβούλιο, προκειμένου να επιστρατεύσει όλα τα μέσα για την προστασία των Γάλλων.» Η Γαλλία είναι λοιπόν η μόνη από τις δυτικές δημοκρατίες που «στρατιωτικοποίησε» τη διαχείριση της κρίσης.

Η μιλιταριστικήροπήτων γαλλικών κυβερνήσεων απαιτεί μια εξήγηση[23]. Στα πλαίσια αυτού του άρθρου, θα θυμίσουμε ότι αν ο στρατός στη Γαλλία αποτελεί ένα δομικό στοιχείο των κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων, ο συνυπολογισμός της θέσης της Γαλλίας στον παγκόσμιο χώρο αποτελεί επίσης ένα απ’ τα κλειδιά της εξήγησης.

Γαλλία: μια ιδιαίτερη θέση μέσα στον παγκόσμιο χώρο

Είναι ουσιώδες να κατανοήσουμε ότι η πολιτική μιας κυβέρνησης είναι βαθειά επηρεασμένη από τη θέση της χώρας στον παγκόσμιο χώρο.  Αυτή η  έκφραση, που είναι προτιμότερη από  της παγκοσμιοποίησης, προσδιορίζει ένα σύνολο του οποίου η εξέλιξη είναι καθορισμένη από την αλληλεπίδραση μεταξύ των οικονομικών δυναμικών και του διεθνούς συσχετισμού δύναμης των Κρατών. Τούτο ίσχυε την εποχή του «κλασικού» ιμπεριαλισμού των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά και σήμερα η θέση μιας χώρας στην παγκόσμια ιεραρχία, αποτελεί στοιχείο καθοριστικό για την πολιτική της (οικονομική, στρατιωτική κλπ.): οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Μεξικό δεν υπόκεινται στον ίδιο τύπο εξωτερικών καταναγκασμών.

Κατά συνέπεια, αρμόζει να αναλύουμε τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο συνδυάζονται σε μια χώρα οι οικονομικές επιδόσεις και οι στρατιωτικές ικανότητες –που αποτελούν δύο καθοριστικούς παράγοντες σχετικά με την παγκόσμια ιεραρχία. Στο σημείο αυτό η Γαλλία παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα, από κοινού με τις ΗΠΑ, ότι είναι οι δυτικές  χώρες που χαρακτηρίζονται από τις ισχυρότερες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ της παγκόσμιας οικονομικής τους επιρροής και της στρατιωτικής τους δύναμης. Το γεγονός ότι δεν συναγωνίζονται στην ίδια κατηγορία, κάνει  προφανώς τη γαλλική πολιτική πιο ευαίσθητη/ευάλωτη απέναντι στους  μετασχηματισμούς του παγκόσμιου χώρου.

Η συγγένεια της οικονομίας και της στρατιωτικής δύναμης στη διεθνή ιεράρχηση της Γαλλίας, αποτελεί μέρος του γενετικού κώδικα της Πέμπτης Δημοκρατίας και εξηγεί την κεντρική θέση του στρατιωτικού τομέαύ. Ο στρατηγός  Ντε Γκολ θεωρούσε ότι για τη διατήρηση της «σειράς» της Γαλλίας στον κόσμο, η οικονομική ανταγωνιστικότητα και η «προβολή  ισχύος» είναι αλληλένδετες. Η βαθειά διείσδυση του στρατιωτικού τομέα στη Γαλλία της Πέμπτης Δημοκρατίας στηρίζεται σε τρεις πυλώνες οι οποίοι είναι συγχρόνως γεωπολιτικοί και οικονομικοί. Ο πρώτος πυλώνας συγκροτήθηκε από την πυρηνική δύναμη, η οποία επιτρέπει στη Γαλλία να διαθέτει μια έδρα μόνιμου μέλους στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επιπλέον, η πυρηνική δύναμη αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της  μη-στρατιωτικής πυρηνικής βιομηχανίας, και μ’ αυτόν τον τρόπο διευρύνει το πεδίο αρμοδιοτήτων του Προέδρου  πολύ πέρα από τα στρατιωτικα ζητήματα. Οι συνδέσειςμεταξύ των στρατιωτικών και μη-στρατιωτικών δραστηριοτήτων, είναι τόσο έντονες που καθιστούν αδύνατη – εκτός κι αν συμβούν ριζικές αλλαγές στον πολιτικό συσχετισμό δύναμης στη Γαλλία- την εγκατάλειψη των μη-στρατιωτικών πυρηνικών.

To εκστρατευτικό σώμα  αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα. Είναι η κληρονομιά μιας μακριάς αποικιακής εμπειρίας, που έχει σκληραγωγηθεί μέσα από περισσότερες από εκατό επεμβάσεις, πραγματοποιημένες κυρίως στην Αφρική, οι οποίες στοχεύουν ταυτόχρονα στην υπεράσπιση των μεγάλων εθνικών χρηματο-οικονομικών ομίλων  και των γεωπολιτικών θέσεων της Γαλλίας. Οι επεμβάσεις αυτές, πιο συγκεκριμένα, προσφέρουν ένα πρωτοφανές πεδίο « εμπλουτισμού της πείρας», αφού, σύμφωνα με έναν ειδικό στα στρατιωτικά, επιτρέπουν συνθήκες εκγύμνασης και σκληραγώγησης που δεν μπορούν να βρεθούν μέσα στη Μητρόπολη[24]. Η στρατιωτική δράση ενδυναμώνει τη νομιμότητα του στρατού μέσα στη Γαλλία, εφόσον αποσκοπεί «σε πόλεμο για το καλό». Δικαιολογεί επίσης την έδρα της Γαλλίας στον ΟΗΕ, αφού αυτή θεωρείται φύλακας της διεθνούς τάξης και οι στρατιωτικές της επιχειρήσεις[25] είναι επικυρωμένες από το Συμβούλιο Ασφαλείας.

Τέλος, στο πνεύμα της πολιτικής που ακολουθήθηκε μετά τον πόλεμο, τόσο στις ΗΠΑ όσο  και στη Μεγάλη Βρετανία , ο ντε Γκολ επέβαλε την ανάπτυξη μιας ισχυρής πολεμικής βιομηχανίας, από την οποία εξαρτώνται σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Πρόκειται για τον οικονομικό πυλώνα του στρατιωτικού τομέα. Οι «έμποροι όπλων», που άνθησαν στη Γαλλία του 19ου αιώνα, αντικαταστάθηκαν από ένα σύστημα παραγωγής όπλων σφιχτά δομημένο υπό την Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών (DGA), αποστολή της οποίας ήταν να αναπτύξει οπλικά συστήματα που εξασφαλίζουν τη στρατιωτική υπεροπλία και  ταυτόχρονα ενισχύουν την ανάπτυξη βιομηχανιών ανταγωνιστικών στις διεθνείς αγορές. Εδώ κι έξι δεκαετίες, το “σύστημα των εξοπλισμών» βρίσκεται στην καρδιά της τεχνολογικής πολιτικής της Γαλλίας και οι οκτώ μεγάλοι όμιλοι  παραγωγής όπλων αναλαμβάνουν μέχρι και σήμερα περισσότερο από το ένα πέμπτο των δαπανών έρευνας  του συνόλου των γαλλικών επιχειρήσεων.

Οι διάδοχοι του ντε Γκολ αποπειράθηκαν να διαχειριστούν αυτήν την κληρονομιά σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο το οποίο δεν ήλεγχαν. Τώρα, από τα τέλη της δεκαετίας του 2000 ο παγκόσμιος χώρος γνωρίζει βαθείς οικονομικούς και πολιτικούς μετασχηματισμούς: μια οικονομική κρίση (2008) η οποία δεν είχε ακόμα ξεπεραστεί όταν ενέσκηψε η πανδημία, την παρακμή του ηγετικού ρόλου των ΗΠΑ, η οποία συμβάλλει στην επανάκαμψη της Ρωσίας και στις φιλοδοξίες περιφερειακών δυνάμεων, τη γεωοικονομική ανάδυση της Κίνας, την έκρηξη των λαών στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή (τις «αραβικές ανοίξεις») που κλόνισαν τότε τα υποταγμένα στις μεγάλες δυνάμεις αυταρχικά καθεστώτα.

Οι αλλαγές αυτές, που τις αποκαλώ η «στιγμή 2008», προκάλεσαν δύο μείζονες τροποποιήσεις. Αφενός, στην κλίμακα του παγκόσμιου χώρου, η απόσταση που χωρίζει τον οικονομικό ανταγωνισμό από τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς μειώθηκε σημαντικά. Τούτο εξηγεί ειδικότερα την ισχυρή ενίσχυση του προστατευτισμού στις παγκόσμιες οικονομικές συναλλαγές, που θυμίζει, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, την περίοδο του μεσοπολέμου. Αφετέρου, στο εσωτερικό πεδίο των ανεπτυγμένων χωρών, η στιγμή 2008 επιτάχυνε μια διεργασία η οποία στην πραγματικότητα ήταν ενεργή από την δεκαετία του 1990[26]: την αύξηση της ισχύος της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, η οποία, πέρα από την άμυνα, συμπεριλαμβάνει τις στρατιωτικές και τις μη-στρατιωτικές απειλές και εγκαθιδρύει μια ισχυρή σχέση μεταξύ των εξωτερικών και των εσωτερικών εχθρών.

Η νέα ιστορική συγκυρία του τέλους της δεκαετίας του 2000 κλόνισε τη θέση της Γαλλίας στον κόσμο. Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις (οι φιλοδοξίες, για παράδειγμα, της Τουρκίας στη Μεσόγειο και οι «αραβικές ανοίξεις») αποδυναμώνουν τον έλεγχό της στα αφρικανικά της προπύργια. Στο οικονομικό πεδίο, η κρίση του 2008 επιτάχυνε τη μείωση των επιδόσεων της γαλλικής βιομηχανίας στις παγκόσμιες αγορές. Η συνεχής εξασθένιση της παρουσίας της γαλλικής βιομηχανίας στις παγκόσμιες αγορές, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έκανε την εξοπλιστική και αεροναυπηγική βιομηχανία έναν από τους τελευταίους πόλους διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Γαλλίας, πράγμα που διαψεύδει τον μύθο που επί δεκαετίες επαναλαμβάνεται από τους υπουργούς Άμυνας, ότι  η βιομηχανία όπλων αποτελεί κινητήρια δύναμη για την ανταγωνιστικότητα των υπόλοιπων βιομηχανιών[27].

Στην πραγματικότητα, οι βαθιοί μετασχηματισμοί της παγκόσμιας οικονομίας αναδεικνύουν τα όρια του γαλλικού μοντέλου, που διευθύνεται από τους «λειτουργούς του κεφαλαίου», που έχουν ισχυρή παρουσία μέσα στους μεγάλους χρηματοοικονομικούς και βιομηχανικούς ομίλους, αλλά και διοικούν τον κρατικό μηχανισμό. Αυτό ίοι«λειτουργοί»  έχουν αναπτύξει μια ανοσία/ασυλία αγέλης, που τους επιτρέπει να μην καθίστανται ποτέ υπόλογοι για τις οικονομικές καταστροφές ή για τις σοβαρές δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού.

Σ’ αυτήν τη νέα ιστορική συγκυρία οι γαλλικές κυβερνήσεις επέλεξαν να ενισχύσουν τη στρατιωτική συνιστώσα του διεθνούς στάτους της Γαλλίας. Ο πόλεμος στη Λιβύη (2011),  που διεξήχθη με πρωτοβουλία του Νικολά Σαρκοζύ και του Νταίηβιντ Κάμερον, επιδείνωσε το χάος που επήλθε με τη «στιγμή 2008». Ακολούθησε μια σειρά στρατιωτικών επεμβάσεων της Γαλλίας στην υποσαχάρια Αφρική (Μαλί, Δημοκρατία Κεντρικής Αφρικής). Έτσι η πολιτική και κοινωνική κρίση που μαστίζει τις χώρες του Σαχέλ[ΣτΜ3] αντιμετωπίστηκε, τρόπος του λέγειν,  από τις γαλλικές κυβερνήσεις κυρίως ως ένα ζήτημα ασφάλειας. Μεταξύ 2008 και 2017 οι δαπάνες για τις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Σαχέλ (οι OPEX – Εξωτερικές Στρατιωτικές Επιχειρήσεις της Γαλλίας) ήταν 2,4 φορές υψηλότερες από τη δημόσια αναπτυξιακή βοήθεια για την παιδεία και την υγεία. Η αποκλίνουσα εξέλιξη μεταξύ αυτών των δύο τύπων δαπανών είναι ιδιαίτερα θεαματική από το 2012 και την επιχείρηση Barkhane[ΣτΜ4] (βλ. γράφημα 1). Οι επεμβάσεις αυτές, οι οποίες κατά τον Φρ. Ολλάντ και τον  Εμ. Μακρόν πρέπει να διαρκέσουν μέχρι την «οριστική νίκη εναντίον της τρομοκρατίας» αναδεικνύουν καθαρά τον δυναμικό ρόλο της Γαλλίας στη διαχείριση της παγκόσμιας αταξίας.

Γράφημα 1: Εξέλιξη των στρατιωτικών δαπανών και των δαπανών κοινωνικής στόχευσης για το Σαχέλ

Μια τέτοιου είδους διεθνής δράση έχει άμεσες επιπτώσεις στο εθνικό πεδίο. Από το τέλος της δεκαετίας του 2000, οι προϋπολογισμοί για τον στρατό και την ασφάλεια αυξήθηκαν σε πολύ υψηλότερη αναλογία από τους προϋπολογισμούς κοινωνικής στόχευσης (βλ. γράφημα 2). Η υπαγωγή της γαλλικής διπλωματίας στις πωλήσεις όπλων μεγεθύνθηκε, παρά το αναντίρρητο προφανές της χρήσης των γαλλικών όπλων σε ζώνες πολεμικών συγκρούσεων και της θεωρητικής ευθύνης των χωρών- πελατών για σοβαρές και επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις του ανθρωπιστικού διεθνούς δικαίου, ιδιαίτερα στην Υεμένη[28]. Η αυξημένη οικονομική βαρύτητα του στρατιωτικού τομέα συμβαδίζει με την καθοριστική θέση που διαθέτει ο στρατός στην προετοιμασία και την εκτέλεση των στρατιωτικών επεμβάσεων της Γαλλίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να βλέπουμε τους στρατιωτικούς στις επεμβάσεις αυτές ως αποκλειστικούς πρωταγωνιστές. Στο κάτω-κάτω, μια χώρα διαθέτει τον στρατιωτικό τομέα που αντιστοιχεί στην πολιτική της και στη διεθνή της τοποθέτηση.

Γράφημα 2: Εξέλιξη του προϋπολογισμού ως προς τις δαπάνες άμυνας-ασφάλειας και κοινωνικής στόχευσης (2007-2018)

Το συνεχές της καθολικής ασφάλειας: από το Μπαμακό[ΣτΜ5] στο Σεν Ντενί

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι γαλλικές κυβερνήσεις αντιλήφθηκαν γρήγορα τις ανατροπές της δεκαετίας του 2000 και προσάρμοσαν την αμυντική στρατηγική στη νέα πραγματικότητα. Το 2008, για πρώτη φορά, οι όροι άμυνα και εθνική ασφάλεια βρέθηκαν πλάι-πλάι στον τίτλο της Λευκής Βίβλου.[ΣτΜ6] Το έγγραφο αυτό επιμένει έντονα στη «συνέχεια μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας [διότι] η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας τώρα πια δεν ευσταθεί»[29]. Η Λευκή Βίβλος που παρήγγειλε ο Φρ. Ολλάντ και η προκαταρκτική εισήγηση για μια καινούρια  Λευκή Βίβλο που ζητήθηκε από τον Μακρόν επιβεβαιώνουν αυτόν τον προσανατολισμό[30].

Το πόρισμα των μεταλλάξεων αυτών διατυπώθηκε ως εξής από τον Manuel Valls το 2016: «υπάρχει ένα συνεχές μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, αντιμετωπίζουμε αυτό το οποίο έχω αποκαλέσει έναν εξωτερικό αλλά και εσωτερικό εχθρό»[31]. Η εικόνα «εσωτερικός  εχθρός» έχει αλλάξει μορφές  στον ρου της ιστορίας της Γαλλίας[32], όμως οι αποικιακοί  πόλεμοι της Ινδοκίνας και της Αλγερίας τον επανέφεραν στο προσκήνιο της γαλλικής κοινωνίας των τελευταίων δεκαετιών[33].

Η κυβέρνηση Μακρόν εκμεταλλεύτηκε την συγκυρία της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και την αγωνία των μισθωτών και των νέων μήπως χάσουν τη δουλειά τους –ή, για τα εκατομμύρια από αυτούς που είναι άνεργοι, μήπως δεν βρουν  δουλειά- για να πάρει  μέτρα θανατερής απειλής για τις ελευθερίες. Οι νόμοι και τα διατάγματά του, επιβεβαιώνουν λοιπόν τα συμπεράσματα δύο ερευνητών τα οποία βασίζονται σε έρευνες που γίνονται τα τελευταία είκοσι χρόνια: σε ένα πλαίσιο αυξημένων κοινωνικών εντάσεων, βίαιων γεγονότων στα αστικά κέντρα και τρομοκρατίας, η διατήρηση της τάξης στρατιωτικοποιήθηκε[34].

Πρέπει ωστόσο να προσθέσουμε ότι, συμπληρωματικά προς τη στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, τα θεσμικά εργαλεία που δίνουν στον στρατό εξουσίες διατήρησης της τάξης επί του εθνικού εδάφους παγιώθηκαν.

Αστυνομία, στρατός… Οι διαφορές φαίνεται ότι θολώνουν την ώρα που τα όρια μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού γίνονται αδιόρατα. Ωστόσο, ο στρατιωτικός θεσμός είναι αυτός που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της Πέμπτης Δημοκρατίας για τους λόγους που αναφέραμε. Το Σύνταγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να επεκτείνει την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στην οποία η Γαλλία ζει εδώ και, λίγο-πολύ, πέντε χρόνια. Το άρθρο 16, που προβλέπει μια «προεδρική δικτατορία» και το άρθρο 35 – για την κατάσταση πολιορκίας, από την οποία η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης διαφέρει «μόνο από τη διατήρηση των αστυνομικών εξουσιών στη δικαιοδοσία των πολιτικών αρχών»[35]- εμπίπτουν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Προέδρου, «αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων» (άρθρο 15). Οι συνταγματολόγοι επισημαίνουν την ασάφεια των λόγων  που οδηγούν τον πρόεδρο να αποφασίσει με απολυταρχικό τρόπο την ενεργοποίησή τους, τον πολύ ανεπαρκή έλεγχο που ασκεί το κοινοβούλιο και την ασαφή διάρκεια αυτών των έκτακτων μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, η ενεργοποίηση των μέτρων τούτων που αναστέλλουν τις πολιτικές ελευθερίες, θέτει τον στρατό στο επίκεντρο του συστήματος. Στο σημείο αυτό οι ειδικοί επισημαίνουν ότι «μάταια θα ψάξει κανείς στο Σύνταγμα μια εξήγηση για αυτό που θα συνιστούσε προϋπόθεση για την επέμβαση των Ενόπλων Δυνάμεων μέσα στο εθνικό έδαφος»[36]. Αναρωτιούνται επομένως για τον βαθμό αυτονομίας του στρατιωτικού τομέα,- προσωποποιημένου στον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων (CEMA)- απέναντι στην πολιτική εξουσία, στο πλαίσιο μιας κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.

Η απάντηση δεν βρίσκεται στην εικαζόμενη αρτιότητα σύνταξης του Συντάγματος. Θα πρέπει να αναζητηθεί στο συσχετισμό μεταξύ των κοινωνικών σχέσεων, που είναι καθορισμένες από ένα σύνολο ιεραρχημένων και αλληλεξαρτώμενων παραγόντων, όπως το μέγεθος της οικονομικής κρίσης, ο βαθμός των συγκρούσεων μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, η στάση του πληθυσμού απέναντι στις πολιτικές ηγεσίες και φυσικά τη βαρύτητα του υλικού και ιδεολογικού ερείσματος του στρατιωτικού τομέα μέσα στους κόλπους της κοινωνίας. Η απάντηση θα κριθεί επίσης από ένα απρόσμενο ή πιθανό γεγονός που θα δώσει την ευκαιρία για την επιδείνωση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης.

Συνολικά, είναι ήδη σαφές ότι η ανοδική ισχύς του στρατού κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, τόσο στις επεμβάσεις του στο εξωτερικό όσο και στην παρουσία του στο έδαφος της μητρόπολης και στα υπερπόντια εδάφη (7.150 άντρες εκτός μητρόπολης από τους οποίους 1.450 στη Νέα-Καληδονία) τροποποιεί τις σχέσεις μεταξύ του πολιτικού και της στρατιωτικής ιεραρχίας. Κι αυτή  η τελευταία το γνωστοποιεί. Ο στρατηγός Pierre de Villiers, Αρχηγός Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων δυνάμεων (CEMA), εκτιμούσε ότι η επιχείρηση Sentinelle εισήγαγε «μια στρατηγική τομή [διότι] οι δυνάμεις εσωτερικής ασφάλειας έχουν ανάγκη την ουσιαστική και σε διάρκεια ενίσχυση από τις στρατιωτικές δυνάμεις»[37]. Η παραίτησή του τον Ιούλιο του 2017, πέρα από τις προσωπικές φιλοδοξίες ενός στρατιωτικού που στηριζόταν σε ένα γερό μιντιακό σχέδιο[38], αφορούσε ένα θεμελιακό ζήτημα: τις αρμοδιότητες της κάθε πλευράς, της πολιτικής εξουσίας και του στρατού, ως προς τη διατήρηση της τάξης στο εσωτερικό της χώρας.

Σε πιο ήπιους, αλλ’ εξίσου εύγλωττους όρους, το ζήτημα θίχτηκε από τον στρατηγό François Lecointre, που αντικατέστησε τον de Villiers ως CEMA. Αυτός επιμένει στο ότι το Γενικό Επιτελείο δεν επιθυμεί να επωμισθεί το πολιτικό-στρατιωτικό τέλμα της Γαλλίας στο Σαχέλ εναντίον των τρομοκρατών, επί των οποίων «δεν θα επιτύχουμε ποτέ οριστική νίκη[39]. Εκπλήσσεται που δεν είχε ενημερωθεί για την κινητοποίηση των στρατιωτών της δύναμης Sentinelle, στη διαδήλωση των «κίτρινων γιλέκων» τον Μάρτιο του 2019. Επανασχεδιάζει τις πελώριες χρηματοδοτικές ανάγκες του στρατού –και επιχειρηματολογεί επομένως για νέες αυξήσεις του στρατιωτικού προϋπολογισμού- προκειμένου να τον προετοιμάσει για το ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης υψηλής εντάσεως, δηλαδή για μια σύγκρουση με άλλα ισχυρά κράτη.

Σε μια χώρα όπου τους δύο τελευταίους αιώνες υπάρχει συνεχώς αλληλεπίδραση μεταξύ της δημοκρατικής λειτουργίας και της εισβολής του στρατού στην πολιτική σκηνή, και μέσα στο σημερινό πλαίσιο σοβαρής κοινωνικής κρίσης και κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που προοδευτικά καθιερώνεται στη Γαλλία, η φύση της προεδρικής εξουσίας και η σχέση της με τις εξουσίες του στρατού αποτελούν ζητήματα ουσιώδη, τα οποία δεν θα έπρεπε να συζητιούνται μόνο στις κρατικές κορυφές.

Σημειώσεις της μετάφρασης

[1](ΣτΜ: θύμα αστυνομικής δολοφονίας, το κίνημα για δικαιοσύνη εξελίχθηκε σε ραχοκοκαλλιά της αντιρατσιστικής και αντικατασταλτικής δράσης στη Γαλλία) 

[2] Η επιχείρηση Sentinelle ήταν μια επιχείρηση του γαλλικού στρατού που αναπτύχθηκε μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Ιανουαρίου του 2015 για να αντιμετωπίσει την τρομοκρατική απειλή αναλαμβάνοντας την «άμυνα» στα «ευαίσθητα σημεία» του εθνικού εδάφους. Ενισχύθηκε μετά τις επιθέσεις του Νοεμβρίου 2015 και παραμένει έκτοτε ενεργή.

[3] [ΣτΜ] Σαχέλ ονομάζεται η λωρίδα στέπας νότια της Σαχάρας στην Αφρική. Αποτελεί τη μεταβατική ζώνη μεταξύ της Σαχάρας και της σαβάνας, καθώς και το βορειότερο τμήμα της  υποσαχάριας Αφρικής (Βικιπαίδεια).

[4] Βλ. Wikipedia:  https://en.wikipedia.org/wiki/Operation_Barkhane#

[5] [ΣτΜ] Μπαμακό (Bamako): πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη του Μάλι.

[6] Η Λευκή Βίβλος για την άμυνα και την εθνική ασφάλεια 2008 τη χάραξη μιας σφαιρικής στρατηγικής για την άμυνα και την εθνική ασφάλεια της Γαλλίας για το διάστημα 2009-2020.

Σημειώσεις του συγγραφέα

[1] https://statistiques.pole-emploi.org/stmt/publication

[2] «Décrets PASP: fichage massif des militants politiques», laquadrature.net/2020/12/08/decrets-pasp-fichage-massif-des-militants-politiques/

[3] Συνέντευξη στο Sud-Ouest, 28 novembre 2020.

[4] 7 septembre 2020: au micro de BFMTV, https://www.bfmtv.com/replay-emissions/bourdin-direct/gerald-darmanin-face-a-jean-jacques-bourdin-en-direct-07-09_VN-202009070088.html

[5] Alain Bertho, «L’État a-t-il le monopole du complotisme légitime?» www.regards.fr

[6] Ludivine Bantigny & Ugo Palheta, «Notre peine est immense, et les charognards sont là», 24 Οκτωβρίου 2020, https://www.contretemps.eu/attentat-samuel-paty-recuperation-islamophobie-autoritarisme/

[7]Πααρατίθεται από τον Lachaise Bernard, «De Gaulle et les gaullistes face aux conflits sociaux au temps du RPF», 1980, http://books.openedition.org/irhis/1083

[8] INSEE, «Les inégalités sociales à l’épreuve de la crise sanitaire: un bilan du premier confinement dans Portrait social 2020», décembre 2020.

[9] «Confinement: pièce d’identité, ticket de caisse… les justificatifs à présenter en plus de l’attestation», La Dépêche, 28 novembre 2020, https://www.ladepeche.fr/2020/11/28/confinement-piece-didentite-ticket-de-caisse-les-justificatifs-a-presenter-en-plus-de-lattestation-9225654.php

[10] Ο Μαρξ περιγράφει με αυτόν τον τρόπο τον κρατικό μηχανισμό υπό τον Ναπολέοντα τον 3ου: «η τεράστια γραφειοκρατική και στρατιωτική οργάνωση […] ο στρατός του μισού εκατομμύριου  γραφειοκρατών του και ο άλλος στρατός του των πεντακοσίων χιλιάδων ανδρών […] φριχτό παρασιτικό σώμα που σκεπάζει σαν μεμβράνη το σώμα της γαλλικής κοινωνίας και καταβροχθίζει όλους τους πόρους», 

, Η 18η Μπρυμαίρ του Λ. Βοναπάρτη, 1851, https://www.marxists.org/francais/marx/works/1851/12/brum3.htm

[11] Filhol Emmanuel , «La loi de 1912 sur la circulation des  nomades» (Tsiganes) en France», Revue européenne des migrations internationales, 2007, vol. 23 – n°2.

[12] Ilsen About , «Identifier les étrangers. Genèses d’une police bureaucratique de l’immigration dans la France de l’entre-deux-guerres», dans Gérard Noiriel. L’identification des personnes. Genèse d’un travail d’État, Belin, 2007.

[13] Noiriel Gérard, Les Origines républicaines de Vichy, Paris, Hachette, 1999.

[14] https://www.vie-publique.fr/rapport/277185-livre-blanc-de-la-securite-interieure

[15] Πάντως, οι συντάκτες της Λευκής Βίβλου δεν υιοθετούν αυτή τη φράση που γράφτηκε από έναν εχθρό του Big Brother: «Οι ίδιες οι τεχνικές πρόοδοι δεν πραγματοποιούνται απρά μόνον όταν μπορούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να χρησιμεύσουν στη μείωση της ανθρώπινης ελευθερίας» (κεφάλαιο 9).

[16] Στο ίδιο., σ. 231.

[17] «La technopolice, moteur de la “sécurité globale”», 13 novembre 2020, laquadrature.net/2020/11/19/la-technopolice-moteur-de-la-securite-globale/

[18] https://www.ohchr.org/fr/NewsEvents/Pages/DisplayNews.aspx?NewsID=26560&LangID=fs

[19] «Emmanuel Macron’s illiberal plan to protect the French police», Financial Times, 26 novembre 2020.

[20] Winock Michel , «De Napoleon à De Gaulle: La tentation bonapartiste», L’Histoire, n° 124 , juillet-août 1989.

[21] Ακρόαση του M. Jean-Yves Le Drian, Υπουργού Άμυνας, Compte rendu Commission de la défense nationale et des forces armées, Assemblée Nationale, n° 35,16 février 2016.

[22] Nathalie Guibert, «Le “général” Macron a encore du mal à se faire comprendre par les armées», Le Monde, 13 mai 2019.

[23] Serfati Claude, Le militaire. Une histoire française, Editions Amsterdam, Paris, 2017.

[24] de Prémonville, 2020

[25] Δεν αποκαλέστηκαν ποτέ «πόλεμοι» διότι τούτο απαιτούσε εξουσιοδότηση του Κοινοβουλίου.

[26] Serfati  Claude , 2001, La mondialisation armée. Le déséquilibre de la terreur, La discorde, Editions Textuel

[27] Για μια πρόσφατη μελέτη, βλ. Claude Serfati, «La centralité du militaire et ses effets sur le système productif de la France», juin 2020, https://france.attac.org/nos-publications/les-possibles/numero-24-ete-2020/dossier-la-transformation-du-systeme-productif/article/la-centralite-du-militaire-en-france-et-ses-effets-sur-le-systeme-productif-et

[28] Communiqué de 14 ONG, «Une occasion unique de mettre fin à l’exception française: Appel pour la mise en place d’un contrôle parlementaire des ventes d’armes françaises», 16 novembre 2020.

[29] Defense et sécurité nationale. Le Livre blanc, juin 2008, Odile Jacob/La Documentation Française, p.57

[30] Revue stratégique et de défense et de sécurité nationale 2017, p.71.

[31] Déclaration de M. Manuel Valls, Premier ministre, sur le continuum entre la sécurité intérieure et extérieure dans la lutte contre le terrorisme djihadiste, l’opération Sentinelle et le projet de Garde nationale, la nécessité d’une augmentation des efforts de défense de l’Union européenne et le rôle de l’OTAN, 6 septembre 2016 https://www.vie-publique.fr/discours/200358-declaration-de-m-manuel-valls-premier-ministre-sur-le-continuum-entre

[32] Βλ. στο κεφάλαιο 5 «Vers l’état d’urgence permanent: «Retour sur l’ennemi intérieur».

[33] Rigouste Mathieu «L’ennemi intérieur, de la guerre coloniale au contrôle sécuritaire», Cultures & Conflits, 67, 2007.

[34] Fillieule Olivier & Jobard Fabien, Politiques du désordre. La police des manifestations en France, Paris, Seuil, 2020.

[35] Rousseau Dominique, «L’état d’urgence, un état vide de droit(s)», Revue Projet, 2006/2 (n° 291), p.21.

[36] Landais Claire, Ferran Pierre, «La Constitution et la guerre. La guerre est-elle une affaire constitutionnelle?», Les Nouveaux Cahiers du Conseil constitutionnel, 2016/2 (N° 51).

[37] Ακρόαση του στρατηγού Pierre de Villiers, Commission de la défense nationale et des forces armées, Assemblée Nationale, 15 octobre 2015.

[38] Kilian Sturm, Pauline Perrenot, «Général, nous voilà!»: les éditocrates avec Pierre de Villiers» acrimed.org/General-nous-voila-les-editocrates-avec-Pierre-de

[39] Ακρόαση κεκλεισμένων των θυρών του στρατηγού François Lecointre, Commission des affaires étrangères, Assemblée Nationale, 6 novembre 2019.

Ετικέτες