Η «νέα Μέση Ανατολή» δεν είναι όπως τη σχεδίαζαν οι ΗΠΑ

Τι πέτυχε τελικά ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία»;

Συμπληρώνονται 13 χρόνια από την 11η Σεπτέμβρη του 2001, όταν η αμερικανική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και το Πεντάγωνο για να εξαπολύσει τον διεθνή «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία».
Ήταν πολύ περισσότερα από έναν συμβατικό πόλεμο. Ήταν ένα νέο δόγμα που συνοδευόταν από νέες πολιτικές, ήταν μια συνολική επίθεση, στρατιωτική, πολιτική, ιδεολογική, που επιχειρούσε να αναδιοργανώσει βίαια τόσο τη Μέση Ανατολή όσο και το εσωτερικό των δυτικών χωρών. 
Τότε καλλιεργήθηκε συστηματικά η ισλαμοφοβία, από ωμές εκδοχές που έβλεπαν σε κάθε μουσουλμάνο έναν ύποπτο για τρομοκρατία μέχρι πιο ραφιναρισμένες θεωρίες για τη «σύγκρουση πολιτισμών». Οι θεωρίες στήριξαν πολιτικές (είτε από τα κράτη είτε από ακροδεξιές ομάδες) που έκαναν τη ζωή των μουσουλμάνων μεταναστών στη Δύση κόλαση. 

Αυταρχισμός
Στο πλαίσιο αυτού του πολέμου καλλιεργήθηκε η τρομοϋστερία. Ένα κλίμα φόβου που επιχειρούσε να κάνει ολόκληρους πληθυσμούς να αισθάνονται διαρκώς στοχοποιημένοι. Πάνω σε αυτό το κλίμα στηρίχθηκαν πολιτικές που καταστρατήγησαν θεμελιώδη δημοκρατικά δικαιώματα (Πατριωτικός Νόμος στις ΗΠΑ, «αντιτρομοκρατικές» νομοθεσίες διεθνώς), ενώ οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και οι μηχανισμοί ελέγχου (κάμερες, μαζικές παρακολουθήσεις τηλεπικοινωνιών από την NSA) ενισχύθηκαν σε πρωτοφανή κλίμακα. 

Διαπράχθηκαν εγκλήματα όπως οι «μεταγωγές» της CIA, που σε συνεργασία με άλλες κυβερνήσεις απήγε εκτός κάθε νομικού πλαισίου «υπόπτους», τους μετέφερε σε κελιά ανά τον πλανήτη, τους βασάνιζε και συχνά τους παρέδιδε σε δικτατορικά καθεστώτα που τους αναζητούσαν (Λιβύη, Συρία). Μπήκαν στη ζωή μας ονόματα-όνειδος για τον «δυτικό πολιτισμό» όπως Γκουαντάναμο και Άμπου Γκράιμπ.

Εμφανίστηκε η κατηγορία «κράτος-τρομοκράτης» (όπως βαφτιζόταν από την αμερικανική κυβέρνηση όποιο κράτος δεν συμμορφωνόταν 100%) αλλά και το δόγμα «όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας», που χώριζε κράτη, κυβερνήσεις, λαούς, σε εκείνους που υποστηρίζουν τις σταυροφορίες της Ουάσινγκτον και στους «φίλους των τρομοκρατών».

Σε αυτές τις πολιτικές, αλλά κυρίως στις ίδιες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, δαπανήθηκαν δισεκατομμύρια, πολύτιμοι πόροι που θα μπορούσαν να καλύψουν λαϊκές ανάγκες. 

Τέλος, αλλά σε καμία περίπτωση τελευταίο, ο απολογισμός των ίδιων των πολέμων που εξαπέλυσαν τα δυτικά κράτη στη Μέση Ανατολή. Η εισβολή στο Ιράκ, η κατοχή του και ο επακόλουθος εμφύλιος, ο πολυετής αιματηρός πόλεμος στο Αφγανιστάν που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, ο πόλεμος που εξαπέλυσε το Ισραήλ το 2006 στο Λίβανο, προκάλεσαν ασύλληπτο αριθμό θυμάτων και ανείπωτες καταστροφές. 

Παγκόσμιος μπάτσος
Τα τελευταία χρόνια, επί Ομπάμα, ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» έφερε νέες καινοτομίες: οι βομβαρδισμοί από μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) σε κάθε γωνιά του πλανήτη (Πακιστάν, Υεμένη, Σομαλία κ.α.) χωρίς την έγκριση των εκεί κυβερνήσεων έγιναν «καθημερινότητα». Η αμερικανική κυβέρνηση απέκτησε το δικαίωμα να δικάζει, να καταδικάζει εις θάνατον και να εκτελεί «τρομοκράτες» όπου κι αν βρίσκονται αυτοί. 

Όλα αυτά τα εγκλήματα κουβαλούσαν μαζί τους τουλάχιστον μιαν υπόσχεση: την ήττα του φονταμενταλιστικού Ισλάμ που θα έφερνε την εξάλειψη της τρομοκρατικής απειλής για τη Δύση και την ειρήνη και την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή. Τι απέγινε αυτός ο στόχος;

Αποτυχία
Όταν ξεκίνησε αυτή η εκστρατεία, η Αλ Κάιντα ήταν ένα μικρό δίκτυο τρομοκρατών. Μετά 13 χρόνια «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία», η Αλ Κάιντα έχει ερείσματα σε Αφγανιστάν-Πακιστάν, γεωγραφικές βάσεις στην Υεμένη και την υποσαχάρια Αφρική. Απέκτησε παρουσία στο Ιράκ (όπου πριν από την αμερικανική εισβολή ήταν ανύπαρκτη), παρουσία που αποτέλεσε την αρχική «μαγιά» για τη δημιουργία σήμερα του Ισλαμικού Κράτους, μιας τζιχαντιστικής οργάνωσης που ακόμα και η Αλ Κάιντα κατηγορεί ως ακραία, η οποία χτίζει ένα «χαλιφάτο» που ελέγχει σε Συρία-Ιράκ εδάφη ίσα με το μέγεθος της Βρετανίας και κυβερνά έναν πληθυσμό 6 εκατομμυρίων...

Πρόσφατα ο Ομπάμα δήλωσε πως «θα συντρίψουμε το Ισλαμικό Κράτος, όπως συντρίψαμε την Αλ Κάιντα». Του διαφεύγει πλήρως ότι η εκστρατεία ενάντια στην Αλ Κάιντα «γέννησε» το Ισλαμικό Κράτος. Αντίστοιχα, ακόμα κι αν το Ισλαμικό Κράτος ηττηθεί στρατιωτικά στο μέλλον, το πιθανότερο είναι ο πόλεμος για την ήττα του να γεννήσει νέα τέρατα...

Φταίει το Ισλάμ;

Οι φρικαλεότητες που διαπράττουν οι μαχητές του Ισλαμικού Κράτους αναβιώνουν τη ρητορική για την «εγγενή βία» του Ισλάμ, πράγμα το οποίο η «πολιτισμένη Δύση» έχει καθήκον να αντιμετωπίσει. Είναι μια θεωρία που στηρίζει τις ρατσιστικές προκαταλήψεις, δίνει άλλοθι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και συνεπώς διαιωνίζει το πρόβλημα του φονταμενταλισμού στον μουσουλμανικό κόσμο. 

Στα κείμενα και στις παραδόσεις του Ισλάμ μπορεί να βρει κανείς -όπως και σε οποιαδήποτε θρησκεία- τις πιο αντιφατικές αναφορές. 

Το Ισλάμ την περίοδο της άνθησης του χαλιφάτου βοήθησε την ανάπτυξη των επιστημών και του πολιτισμού και σε αυτήν την περίοδο ακμής η συνύπαρξη και ο αλληλοσεβασμός σουνιτών, σιιτών, Εβραίων, χριστιανών κ.ά. ήταν ο κανόνας. Ήταν την ίδια εποχή που η χριστιανική Ευρώπη βυθιζόταν στη βαρβαρότητα. Ωστόσο, η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη, η αποικιοκρατία, το ρήμαγμα της «περιφέρειας» από τα ιμπεριαλιστικά «κέντρα», αντέστρεψαν τους όρους. Η Δύση αναπτύχθηκε, ενώ κρατούσε την «Ανατολή» αιχμάλωτη στην οπισθοδρόμηση. 

Πάντοτε στην ιστορία, τόσο ο τρόπος που «διάβαζαν» οι λαοί τα θρησκευτικά κείμενα όσο και ο τρόπος που τα «ερμήνευαν» οι άρχουσες τάξεις είχαν σχέση με την υλική πραγματικότητα. Το σύγχρονο πολιτικό Ισλάμ έχει ακριβώς αυτήν τη λειτουργία. Χρησιμεύει ως ιδεολογικός μανδύας στη διεκδίκηση πραγματικών λύσεων, στην αντιμετώπιση πραγματικών προβλημάτων. Είτε στη μετριοπαθή του εκδοχή είτε στην ακραία, τζιχαντιστική. Απέναντι στην αποικιοκρατία και έπειτα στα δικτατορικά καθεστώτα, στις ιμπεριαλιστικές ραδιουργίες, στις πολεμικές επεμβάσεις, η «πολιτική» («το Ισλάμ είναι η λύση») αλλά και η «πολεμική» (τζιχάντ) πλευρά του Ισλάμ έγιναν ξανά επίκαιρες απαντήσεις, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία άλλων ρευμάτων (αραβικός εθνικισμός, παραδοσιακή Αριστερά). 

Δεν εμφανίστηκαν έξαφνα χιλιάδες άνθρωποι πρόθυμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν «γιατί το είπε ο Προφήτης» ή «για τα ουρί του Παραδείσου». Χρειάστηκαν πολλά χρόνια εκμετάλλευσης, καταπίεσης και ταπείνωσης –από την Παλαιστίνη στο Αφγανιστάν κι από το Ιράκ στην Αλγερία. Οι καλύτεροι «στρατολόγοι» στις γραμμές της τζιχάντ βρίσκονται στην Ουάσινγκτον, στο Λονδίνο και το Παρίσι. 

Είναι αυτοί που δεν αποκεφαλίζουν ή δεν εκτελούν (συχνά) εξ επαφής. Αλλά έχουν το τεχνολογικό πλεονέκτημα να ρημάζουν «με πολιτισμένο τρόπο, χωρίς να λερώνουν τα χέρια τους», πόλεις και χωριά με τα αεροπλάνα, τις βόμβες φωσφόρου, τις ναπάλμ. Αυτοί που αφήνουν τους (Δυτικούς, χριστιανούς, πολιτισμένους) φαντάρους τους να αποκτηνώνονται μέσα στην αγριότητα του πολέμου και να διαπράττουν εγκλήματα σαν αυτά του Ισλαμικού Κράτους: Μια μελέτη απομνημονευμάτων φαντάρων από το Βιετνάμ ή το Ιράκ αρκεί για να το δει κανείς αυτό. 

Η αμερικανική υποχώρηση

Ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» ήταν ένα προκάλυμμα για ένα συνολικότερο ιμπεριαλιστικό σχέδιο, που πήρε το μεγαλεπήβολο όνομα «Νέα Μέση Ανατολή». 

Το σχέδιο προέβλεπε την εγκαθίδρυση ισχυρής αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στην Κεντρική Ασία, καθεστωτικές αλλαγές στα πιο «εχθρικά» προς τις ΗΠΑ κράτη, ολοκληρωτικό έλεγχο του πετρελαίου της περιοχής και «αναμόρφωση» των αραβικών κρατών (η βίαιη «αλλαγή» στις εχθρικές χώρες συνοδευόταν από πιέσεις για μεταρρυθμίσεις στις φιλικές).

 «Αμερικανική εποχή»
Η αλαζονεία ενός τόσο μεγαλεπήβολου σχεδίου ήταν δικαιολογημένη το 2001. Διεθνώς δεν υπήρχε σοβαρό αντίπαλο δέος. Στην ίδια τη Μέση Ανατολή είχε περάσει μία δεκαετία από το νικηφόρο τέλος του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου, που σήμανε το απόγειο της αμερικανικής ηγεμονίας. Τότε η επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» με τη σοκαριστική δριμύτητα και αποτελεσματικότητά της παρέλυσε τους «εχθρούς» και κυρίως δημιούργησε πολλούς καινούργιους «φίλους». Όλα τα αραβικά καθεστώτα και κυρίως οι πετρελαϊκές μοναρχίες αποδέχτηκαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό την «Pax Americana». 

Η εκστρατεία του Μπους το 2001 υπολόγιζε με μια τελική σταυροφορία «Σοκ και Δέος» (όπως ονομάστηκε χαρακτηριστικά η εισβολή στο Ιράκ) να κλείσει οριστικά όλα τα μέτωπα. 

Το υπερφίαλο σχέδιο αποδείχτηκε σκέτη καταστροφή για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η ανατροπή των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν και του Σαντάμ στο Ιράκ ήταν περίπατος. Αλλά η κατοχή των δύο χωρών αποδείχτηκε μια πολύ πιο δύσκολη περιπέτεια. Καθηλωμένη από την αντίσταση στο Ιράκ, η Ουάσινγκτον ζήτησε από το Ισραήλ να «κάνει τη δουλειά» στο Λίβανο, με την επίθεση στη Χεζμπολά το 2006. Εν μέσω ισραηλινών βομβαρδισμών, η τότε υπουργός Εξωτερικών Κοντολίζα Ράις δήλωνε πως «είναι οι πόνοι της γέννας της νέας Μέσης Ανατολής». Είχε δίκιο, αλλά η νέα Μέση Ανατολή δεν ήταν αυτή που φανταζόταν. 

Ο «πόλεμος των 33 ημερών» έληξε με μια ιστορική νίκη της λιβανέζικης οργάνωσης αντίστασης. Και έκτοτε το πουλόβερ συνέχισε να ξηλώνεται. Το Ιράκ παρέμεινε «ακυβέρνητο» μέχρι τέλους, ενώ στο Αφγανιστάν η σκληρή πραγματικότητα της κατοχής έκανε τους λαομίσητους Ταλιμπάν να ανακάμψουν ως μαζικό ρεύμα αντίστασης. Ήταν η καθήλωση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή που επέτρεψε στις λατινοαμερικανικές κυβερνήσεις να κάνουν βήματα ανεξαρτητοποίησης από την αμερικανική πολιτική. Ήταν ο ίδιος παράγοντας που επέτρεψε στη Ρωσία να κάνει επίδειξη δύναμης με την εισβολή στη Γεωργία το 2008, το πρώτο βήμα του Πούτιν σε μια μακρά πορεία προς την ανάκτηση του διεθνούς ρόλου της Μόσχας.

Κρίση και αποτυχία
Σε αυτό το φόντο αποτυχιών αλλά και αντιπολεμικής διάθεσης τόσο στον αμερικανικό λαό όσο και σε τμήματα της άρχουσας τάξης, ήρθε και η οικονομική κρίση. 

Η χρονιά-σύμβολο της αμερικανικής υποχώρησης ήταν το 2011: Εκείνη τη χρονιά υποχρεώθηκαν να φύγουν και οι τελευταίοι Αμερικανοί φαντάροι από το Ιράκ, αφήνοντας πίσω «νικητή» το... Ιράν, που αύξησε την επιρροή του στη Βαγδάτη κατακόρυφα. Την ίδια χρονιά ξέσπασαν οι αραβικές εξεγέρσεις, που συντάραξαν συθέμελα το στάτους κβο στην περιοχή, σε μια κατεύθυνση πολύ διαφορετική από εκείνη που επιδίωκαν οι ΗΠΑ. Η έκρηξη που ήθελαν να αποτρέψουν προληπτικά όταν ξεκινούσαν την «αναμόρφωση των καθεστώτων» το 2001 ήρθε και σάρωσε δικτάτορες και ανέτρεψε παλιές «βεβαιότητες». 

Στα ερείπια του σχεδίου «Νέα Μέση Ανατολή», οι ΗΠΑ βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν ισχυροποιημένους ανταγωνιστές: Η ανένδοτη στάση της Ρωσίας στο συριακό ζήτημα πέρασε αναπάντητη και ο Πούτιν «διαβάζοντας το μήνυμα» δοκιμάζει τις αμερικανικές αντοχές σήμερα στην Ουκρανία, ενώ η Ουάσινγκτον ακόμα αναρωτιέται σε ποιο μέτωπο πρέπει να στραφεί (Ανατολική Ευρώπη ή Μέση Ανατολή) και με ποιον τρόπο. Εν τω μεταξύ η Κίνα έχει διεισδύσει οικονομικά στην Αφρική με ραγδαίους ρυθμούς. Ακόμα και στο εσωτερικό του «δυτικού στρατοπέδου» οι πρωτοβουλίες π.χ. της Γαλλίας (που παραδοσιακά «τρυπώνει» όπου αφήνουν κενό οι ΗΠΑ στον αραβικό κόσμο) είναι ενδεικτικές. 

Βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν και να πρέπει να συνυπολογίσουν για πρώτη φορά τον παράγοντα «μάζες»: Ο φόβος αυτής της δύναμης εξηγεί τα ζιγκ ζαγκ και την εμφανή πλέον στα μεγάλα ΜΜΕ «έλλειψη σχεδίου» της αμερικανικής πολιτικής σε Αίγυπτο, Συρία κ.α. 

Αστάθεια
Αντιμετωπίζουν επίσης την ανεξαρτητοποίηση των τοπικών δυνάμεων: Αν μετά το 1991 η αμερικανική ηγεμονία διασφάλιζε και μια «πειθαρχία» των τοπικών παικτών στην περιοχή, η σημερινή υποχώρησή της αφήνει περιθώρια για να ξεδιπλωθούν οι τοπικοί ανταγωνισμοί. Στη σύγκρουση στην Αίγυπτο, στον σημερινό εμφύλιο στη Λιβύη, στον πόλεμο στη Συρία, παράλληλα με τις «εμφύλιες» διαμάχες διεξάγεται και μια σύγκρουση μεταξύ Σαουδικής Αραβίας, Κατάρ, Τουρκίας, Ιράν κ.ά., με τις άρχουσες τάξεις (ακόμα και ιστορικών συμμάχων των ΗΠΑ όπως οι Σαούντ ή το Ισραήλ) να κινούνται όλο και περισσότερο παίρνοντας πρωτοβουλίες και όχι απαραίτητα σε συνεννόηση με την Ουάσινγκτον. 

Σε αυτήν την κινούμενη άμμο, οι ΗΠΑ βαδίζουν κουβαλώντας και το «ιρακινό σύνδρομο». Η απροθυμία να εμπλακούν σε έναν νέο πόλεμο είναι τέτοια, που για ορισμένους αναλυτές θεωρείται πιο τραυματικό ακόμα κι από το «σύνδρομο Βιετνάμ». 

Τη λύση θα δώσουν οι μάζες

Ο «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» αξιοποιήθηκε τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τα αραβικά καθεστώτα. Η Ουάσινγκτον «ξέπλενε» την υποστήριξή της σε μοναρχίες και δικτατορίες, ισχυριζόμενη πως η μόνη εναλλακτική είναι το ακραίο Ισλάμ. Τα καθεστώτα αξιοποιούσαν την ίδια θεωρία για να αποκτήσουν κάποια νομιμοποίηση. 

Φταίνε οι εξεγέρσεις;
Οι σημερινές εξελίξεις αναβιώνουν αυτήν τη θεωρία με νέα ισχύ. Πολλοί τείνουν να κατηγορήσουν τις αραβικές εξεγέρσεις, ερμηνεύοντας τα σημερινά γεγονότα ως συνέχειά τους, είτε ηθελημένη (θεωρίες συνωμοσίας) είτε αθέλητη (οι Άραβες είναι ανώριμοι-απολίτιστοι, οι εξεγέρσεις τους έφεραν θρησκευτικά μίση, τους ισλαμιστές στο προσκήνιο, νέες δικτατορίες). 

Η πραγματικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη: οι αραβικές εξεγέρσεις ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε πραγματικά να σπάσει το ψεύτικο δίπολο «δικτατορία ή ακραίο Ισλάμ». Το 2011, η κοινή πάλη για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη ένωσε τους «από κάτω» (σουνίτες, σιίτες, χριστιανούς, αλεβίτες) στα πραγματικά, ταξικά τους συμφέροντα. 

Τα όσα συμβαίνουν σήμερα δεν είναι συνέπεια-συνέχεια των αραβικών εξεγέρσεων, είναι η άρνησή τους. Ο αραβικός κόσμος ζει τις συνέπειες της ήττας που βιώνει η αραβική επανάσταση. Τα θρησκευτικά μίση και ο «μπαμπούλας» του Ισλάμ καλλιεργήθηκαν από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις.

Στην Αίγυπτο, πρώτα οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στράφηκαν σε μια «ισλαμική συσπείρωση» ως άμυνα απέναντι στη λαϊκή οργή για τις αντιλαϊκές και αντιδημοκρατικές πολιτικές τους, και στη συνέχεια ο στρατηγός Σίσι έπαιξε το χαρτί της «πάλης ενάντια στην ισλαμική τρομοκρατία» για να θωρακίσει την εξουσία του και να επιβάλει το βασίλειο του τρόμου. 

Στη Λιβύη, μέσα στο χάος που προκάλεσε η συντριβή του κανταφικού κράτους, «παίζουν» η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και ο αποστάτης στρατηγός Χαφτάρ ως υποψήφιος δικτάτορας-σωτήρας που φιλοδοξεί «να το κάνει σαν τον Σίσι» (πιθανότατα με τις πλάτες της Δύσης). 

Στο Μπαχρέιν, η αιματηρή στρατιωτική επέμβαση των μοναρχιών του Κόλπου όξυνε τη σεχταριστική-σιιτική πλευρά της εξέγερσης και ενίσχυσε τη διάσταση «ανταγωνισμού Ιράν-Σαούντ» πάνω στο νησί. 

Στο Ιράκ, το καθεστώς Μαλίκι στηρίχτηκε στο χτίσιμο ενός σιιτικού κράτους και τον αποκλεισμό των σουνιτών. Η καταστολή της σουνιτικής εξέγερσης του 2013 και η αδυναμία της να συνδεθεί τελικά με τη σιιτική αντιπολίτευση (σαντριστές) στον Μαλίκι όξυνε τη σεχταριστική διάθεση στις σουνιτικές περιοχές, στρώνοντας «κόκκινο χαλί» στην άνοδο του Ισλαμικού Κράτους. 

Στη Συρία, απέναντι στη λαϊκή εξέγερση ο Άσαντ έπαιξε το χαρτί του σεχταρισμού: την ίδια ώρα που συνελάμβανε κατά χιλιάδες τους ακτιβιστές, απελευθέρωσε μαζικά τους ισλαμιστές κρατούμενους και πολλοί από αυτούς είναι σήμερα στην ηγεσία του Ισλαμικού Κράτους. Οι τζιχαντιστές ήταν ο «βολικός αντίπαλος»: Τρομοκρατώντας τους αλεβίτες και τους χριστιανούς, τους έσπρωξαν στην αγκαλιά του καθεστώτος «από φόβο για τα χειρότερα», διασφαλίζοντάς του μια πολύτιμη κοινωνική βάση. Εκεί λογοδοτούσε η άτυπη εκεχειρία που κράτησε από την αρχή του πολέμου μέχρι πρόσφατα ανάμεσα στον κυβερνητικό στρατό και το Ισλαμικό Κράτος. Η δεύτερη χρησιμότητα των τζιχαντιστών ήταν πως προτιμούσαν να πολεμούν τους άλλους αντικαθεστωτικούς αντάρτες. Και σήμερα πια, με τους τζιχαντιστές ισχυροποιημένους μέσα στις γραμμές των αντικαθεστωτικών, ο Άσαντ μπορεί να ισχυριστεί πως «πολεμά τρομοκράτες» σε ένα παράδειγμα αυτοεκπληρούμενης προφητείας. 

Σήμερα, παντού αναβιώνει το δίπολο «δικτατορία (Άσαντ, Σίσι, μοναρχίες) ή τρομοκρατία και χάος (Ιράκ, Λιβύη)». 

«Γόρδιος δεσμός»
Ο αραβικός κόσμος βρίσκεται σε μια παρατεταμένη κρίση (που οδήγησε στην έκρηξη της επαναστατικής διαδικασίας). Η ρήση του Γκράμσι για την «εποχή των τεράτων» όταν το παλιό πεθαίνει αλλά το νέο δεν μπορεί να γεννηθεί ταιριάζει σε όσα συμβαίνουν. Όπως και η υπενθύμιση του Ζιλμπέρ Ασκάρ πως αν δεν αποδειχθεί σε βάθος χρόνου νικηφόρα η αραβική επανάσταση, υπάρχουν και άλλες εκβάσεις στην παρατεταμένη κρίση του αραβικού κόσμου, μία από τις οποίες είναι «η κατρακύλα στη βαρβαρότητα». 

Αυτό το σενάριο δεν θα το αποτρέψουν οι δυνάμεις που δημιούργησαν το σημερινό χάος, δηλαδή τα αραβικά καθεστώτα ή οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μπορεί να αποτραπεί μόνο από τις ίδιες τις αραβικές μάζες, ξαναπιάνοντας το νήμα του 2011. Η νέα γενιά που ήρθε στο προσκήνιο τότε, ενώνοντας χριστιανούς και μουσουλμάνους στην πλατεία Ταχρίρ, φωνάζοντας «όλη η Συρία είναι ένα» στη Δαμασκό, δεν εξαφανίστηκε. Σήμερα είναι στριμωγμένη, αλλά δεν έχει εγκαταλείψει τις ιδέες που την κατέβασαν στο δρόμο το 2011. Αλλά για να φέρει σε πέρας «τη δουλειά» θα χρειαστεί να αποδειχτεί ικανή να χτίσει το «καινούργιο».