Από το τεύχος Νο 17 του περιοδικού "Κόκκινο", ένα άρθρο συνολικότερης παρέμβασης στη μεγάλη συζήτηση για το χαρακτήρα και τις κινητήριες δυνάμεις της Επανάστασης του 1821, που άνοιξε και πάλι στα πλαίσια της επετείου των 200 χρόνων.

1. Η ση­µα­σία της συ­ζή­τη­σης

Στα 200 χρό­νια που προη­γή­θη­καν, η συ­ζή­τη­ση για το χα­ρα­κτή­ρα της επα­νά­στα­σης του 1821 υπήρ­ξε διαρ­κής. Όµως επί­σης, σε κάθε εποχή, το «κέ­ντρο» αυτής της συ­ζή­τη­σης όπως το απο­τύ­πω­νε η Ακα­δη­µία Αθη­νών και η κυ­ρί­αρ­χη ιστο­ριο­γρα­φία, υπήρ­ξε µε­τα­βλη­τό και κα­θο­ρι­ζό­ταν από τις άµε­σες πο­λι­τι­κές ανά­γκες, όπως τις αντι­λα­µβα­νό­ταν η κυ­ρί­αρ­χη τάξη.

Στις πρώ­τες δε­κα­ε­τί­ες της συ­γκρό­τη­σης του ελ­λη­νι­κού εθνι­κού κρά­τους, όταν κυ­ριαρ­χού­σαν ακόµα οι ανά­γκες του δια­χω­ρι­σµού µε το οθω­µα­νι­κό πα­ρελ­θόν, πα­ρέ­µει­νε ισχυ­ρή η «αφή­γη­ση» που ανα­ζη­τού­σε το ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν κατ’ ευ­θεί­αν στην πα­ρά­δο­ση της κλασ­σι­κής αρ­χαιό­τη­τας.

Όταν η Με­γά­λη Ιδέα έπαψε να απο­τε­λεί ιδε­ο­λο­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σµό και έγινε συ­γκε­κρι­µέ­νο πο­λι­τι­κό πρό­γρα­µµα, στην πε­ρί­ο­δο της προ­ε­τοι­µα­σί­ας των µε­γά­λων επε­κτα­τι­κών πο­λέ­µων στις αρχές του 20ού αιώνα, η κυ­ρί­αρ­χη ιστο­ριο­γρα­φία ρί­χτη­κε απο­φα­σι­στι­κά στην προ­σπά­θεια να συ­νε­νώ­σει όλα τα αντι­φα­τι­κά στοι­χεία του ιστο­ρι­κού πα­ρελ­θό­ντος σε µια νέα ιστο­ρι­κή αφή­γη­ση, που είχε ως κέ­ντρο την αδιά­λει­πτη συ­νέ­χεια του ελ­λη­νι­σµού, µε στόχο να πα­ρου­σιά­σει το σύγ­χρο­νο ελ­λη­νι­κό κρά­τος που είχε προ­κύ­ψει από την επα­νά­στα­ση του 1821 ως το νό­µι­µο κλη­ρο­νό­µο της Βυ­ζα­ντι­νής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας.

Αυτή η «ιδε­ο­λο­γι­κή χρήση της Ιστο­ρί­ας» είχε ως θύµα την ίδια την επα­νά­στα­ση του 1821. Είναι πρα­γµα­τι­κά εντυ­πω­σια­κό το γε­γο­νός ότι η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη υπο­βα­θµί­ζει συ­νει­δη­τά το ιστο­ρι­κό γε­γο­νός, την τοµή που την έφερε στην εξου­σία. Οι επα­να­στα­τι­κές ιδέες της επο­χής, οι πρα­γµα­τι­κοί επα­να­στά­τες, οι ορ­γα­νώ­σεις τους, το πρό­γρα­µµά τους, έχουν απω­θη­θεί στο σκο­τά­δι. Ο φόβος της επα­νά­στα­σης είναι, εδώ και πολύ καιρό, το απο­φα­σι­στι­κό κρι­τή­ριο για την κυ­ρί­αρ­χη τάξη και κα­θο­ρί­ζει την πα­ρέ­µβα­σή της, ακόµα και όταν πρό­κει­ται για την ιστο­ρία του ιδρυ­τι­κού γε­γο­νό­τος της ανό­δου της στην εξου­σία.

Αυτό το φαι­νό­µε­νο είναι διε­θνές. Στην επέ­τειο των 200 χρό­νων από τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση του 1789-93, ανα­πτύ­χθη­κε στη Γαλ­λία µια µε­γά­λη «ανα­θε­ω­ρη­τι­κή» συ­ζή­τη­ση. Που είχε ως στόχο να επι­βά­λει την άποψη ότι η επα­νά­στα­ση υπήρ­ξε µια άχρη­στη, επώ­δυ­νη και επι­κίν­δυ­νη δια­δι­κα­σία, όπως και το ότι το «έθνος» είχε και άλλες επι­λο­γές: την ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σµού και της δη­µο­κρα­τί­ας µέσω του πιο οµα­λού δρό­µου της στα­δια­κής µε­ταρ­ρύ­θµι­σης του «πα­λαιού κα­θε­στώ­τος». Η απο­κή­ρυ­ξη των Για­κω­βί­νων και κυ­ρί­ως η απο­κή­ρυ­ξη της δρά­σης των «ξε­βρά­κω­των» του Πα­ρι­σιού, δεν θα πρέ­πει να απο­τε­λεί έκ­πλη­ξη σε µια εποχή όπου η κυ­ρί­αρ­χη τάξη συ­γκρού­ε­ται απο­φα­σι­στι­κά και ξε­διά­ντρο­πα µε τη µε­γά­λη πλειο­ψη­φία των υπη­κό­ων του κρά­τους της.

Ο Χρι­στό­δου­λος Πα­ρα­σκευα­ΐ­δης υπήρ­ξε ο Αρ­χιε­πί­σκο­πος που διεκ­δί­κη­σε έναν πιο ενερ­γό και δρα­στή­ριο ρόλο της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος στην πο­λι­τι­κή δια­χεί­ρι­ση της εξου­σί­ας και ει­δι­κό­τε­ρα στη δια­χεί­ρι­ση των λε­γό­µε­νων εθνι­κών θε­µά­των. Ας δούµε πώς συ­νο­ψί­ζει τη θέση του για το 1821: «(ενε­φα­νί­σθη­σαν ορα­µα­τι­στές) µε πρό­γρα­µµα επα­να­στα­τι­κό, αλλά µε βάσι τις αρχές της Γαλ­λι­κής Επα­να­στά­σε­ως, που δεν άγ­γι­ζαν το µέγα πρό­βλη­µα της υπό­δου­λης χώρας. Απε­να­ντί­ας έσπερ­ναν αναρ­χία και θε­ω­ρη­τι­κή εξέ­γερ­σι. Κρι­νό­µε­νος ο Ρήγας µε τα µέτρα της επο­χής του ήταν ένας επι­κίν­δυ­νος ονει­ρο­πό­λος. Η υπό στυ­γνή δου­λεία Ελλάς είχε ανά­γκη πο­λι­τι­κής και όχι κοι­νω­νι­κής επα­να­στά­σε­ως» (Χρι­στό­δου­λος, Αρ­χιε­πί­σκο­πος Αθη­νών και Πάσης Ελ­λά­δος, «Ο Εθνάρ­χης της Οδύ­νης Γρη­γό­ριος Ε΄», πα­ρα­τί­θε­ται από τον Δηµ. Ψαρρά στο εύ­στο­χο βι­βλίο του «Πώς συλ­λο­γά­ται ο Ρήγας;», εκ­δό­σεις Πόλις, 2020).

Τα βα­σι­κά ση­µεία αυτής της θέσης είναι: α) Το έθνος και η χώρα (η «υπό στυ­γνή δου­λεία Ελλάς») προ­ϋ­πήρ­χαν της επα­νά­στα­σης του 1821. β) Οι επα­να­στά­τες που εµφα­νί­στη­καν εκεί­νη την εποχή επη­ρε­ά­ζο­νταν από τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, «έσπερ­ναν αναρ­χία και θε­ω­ρη­τι­κή εξέ­γερ­σι» και ήταν «επι­κίν­δυ­νοι ονει­ρο­πό­λοι». γ) Η Ελλάς είχε ανά­γκη «πο­λι­τι­κής» (ή «εθνι­κής») αλλά όχι «κοι­νω­νι­κής» επα­να­στά­σε­ως. δ) Το κα­θή­κον αυτό (κάπως…) πρα­γµα­το­ποι­ή­θη­κε, αφού ενο­ποι­ή­θη­καν οι «δυ­νά­µεις του έθνους» συ­µπε­ρι­λα­µβά­νο­ντας ακόµα και τους πιο φα­να­τι­κούς εχθρούς της επα­νά­στα­σης (όπως ο «Εθνάρ­χης της Οδύ­νης»).

Γύρω από την άποψη αυτή του σκο­τα­δι­στή ακρο­δε­ξιού Χρι­στό­δου­λου, συ­γκλί­νει σή­µε­ρα το σύ­νο­λο της κυ­ρί­αρ­χης τάξης, αφού τα πιο «φω­τι­σµέ­να» τµή­µα­τά της έχουν από καιρό σιω­πή­σει κάτω από το φόβο των επα­να­στά­σε­ων. Σε όλο το φάσµα των εκ­δη­λώ­σε­ων για τα 200 χρό­νια από το 1821 κυ­ριάρ­χη­σαν είτε η χο­ντρο­κο­µµέ­νη πο­λι­τι­κή σκο­πι­µό­τη­τα («η Ελλάς ως εξώ­στης της ΕΕ στην Ανα­το­λι­κή Με­σό­γειο»), είτε η ανα­πα­ρα­γω­γή των πιο αυ­θαί­ρε­των µύθων σε βάρος της ιστο­ρι­κής εντι­µό­τη­τας (όπως το λά­βα­ρο της Αγίας Λαύ­ρας που «κό­σµη­σε» το τρα­πέ­ζι της Προ­έ­δρου της Δη­µο­κρα­τί­ας στους διε­θνείς προ­σκε­κλη­µέ­νους, µε­τα­ξύ µπι­σκό­των σου­πιάς και κε­φτέ­δων γα­ρί­δας…). Απέ­να­ντι στην άποψη αυτή στά­θη­καν µια σειρά νέες εκ­δό­σεις, αλλά και εκ­δη­λώ­σεις-συ­ζη­τή­σεις, που προ­σπά­θη­σαν να επα­να­φέ­ρουν στην επι­και­ρό­τη­τα τις απα­ντή­σεις της αρι­στε­ρής-κο­µµου­νι­στι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας. Εµείς ξε­χω­ρί­σα­µε το βι­βλίο του Γ. Μη­λιού («1821: Ιχνη­λα­τώ­ντας το Έθνος, το Κρά­τος και τη Με­γά­λη Ιδέα», εκ­δό­σεις Αλε­ξάν­δρεια, 2020) και τον τόµο που επε­ξερ­γά­στη­κε το Τµήµα Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ µε τίτλο: «1821, η επα­νά­στα­ση και οι απαρ­χές του ελ­λη­νι­κού κρά­τους».

Είναι γνω­στό ότι οι εκτι­µή­σεις για το χα­ρα­κτή­ρα της Επα­νά­στα­σης του 1821 υπήρ­ξαν άµεσα συν­δε­δε­µέ­νες µε τις πε­ρι­πέ­τειες της κο­µµου­νι­στι­κής στρα­τη­γι­κής στην Ελ­λά­δα. Στην πρώ­ι­µη πε­ρί­ο­δο συ­γκρό­τη­σης του κο­µµου­νι­στι­κού κι­νή­µα­τος, οι ερ­γα­σί­ες του Σκλη­ρού και αρ­γό­τε­ρα του Κορ­δά­του (µε το εµβλη­µα­τι­κό βι­βλίο του «Η κοι­νω­νι­κή ση­µα­σία της επα­νά­στα­σης του ’21» στις πρώ­τες εκ­δό­σεις του, πριν τις «υπο­χω­ρή­σεις» του συγ­γρα­φέα που εν­σω­µα­τώ­θη­καν στο βι­βλίο µετά τα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του ’30), στή­ρι­ξαν την άποψη ότι το ’21 ήταν µια νι­κη­φό­ρα αστι­κή επα­νά­στα­ση, που συ­γκρό­τη­σε το πρώτο σύγ­χρο­νο αστι­κό-δη­µο­κρα­τι­κό κρά­τος στα Βαλ­κά­νια, µέσα στις συν­θή­κες σήψης της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Οι πο­λι­τι­κές συ­νέ­πειες αυτής της άπο­ψης ήταν ση­µα­ντι­κές: οι πό­λε­µοι των αρχών του 20ού αιώνα ορί­ζο­νταν ως επε­κτα­τι­κοί και όχι ως (κά­ποιου εί­δους) «εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κοί», το ΣΕΚΕ/ΚΚΕ κρά­τη­σε απέ­να­ντι στο βε­νι­ζε­λι­σµό στάση από­λυ­της εχθρό­τη­τας, ενώ η ανα­γκαία απά­ντη­ση στα δεινά και στα βά­σα­να του ερ­γα­ζό­µε­νου πλη­θυ­σµού εντασ­σό­ταν στην προ­ο­πτι­κή της ερ­γα­τι­κής/σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης. Σε αυτό το υπό­βα­θρο ο Πα­ντε­λής Που­λιό­που­λος εκτι­µού­σε τον ελ­λη­νι­κό κα­πι­τα­λι­σµό ως «τον πιο δυ­να­µι­κό των Βαλ­κα­νί­ων», εκτί­µη­ση που επι­βε­βαιώ­θη­κε σε όλη τη δια­δρο­µή του 20ού αιώνα.

Η ρήξη στην κο­µµου­νι­στι­κή ιστο­ριο­γρα­φία για το 1821, άρ­χι­σε όχι σαν µια δια­µά­χη επί της ιστο­ρι­κής ύλης, αλλά αντί­στρο­φα, ξε­κι­νώ­ντας από την ανα­τρο­πή της θέσης του ΚΚΕ για τον χα­ρα­κτή­ρα της επερ­χό­µε­νης επα­νά­στα­σης στην Ελ­λά­δα. Η 6η Ολο­µέ­λεια της ΚΕ του ΚΚΕ (1934), µε ευ­θύ­νη της ηγε­σί­ας υπό τον Ν. Ζα­χα­ριά­δη, πε­ριέ­γρα­ψε τον ελ­λη­νι­κό κα­πι­τα­λι­σµό σαν µια «κα­θυ­στε­ρη­µέ­νη» χώρα, που κα­θο­ρι­ζό­ταν από µια «αστι­κο­τσι­φλι­κά­δι­κη» συ­µµα­χία στην εξου­σία. Ο χα­ρα­κτή­ρας της επερ­χό­µε­νης επα­νά­στα­σης ορι­ζό­ταν πλέον ως «αστι­κο­δη­µο­κρα­τι­κός», που θα όφει­λε να ολο­κλη­ρώ­σει τη δη­µο­κρα­τι­κή ανά­πτυ­ξη και την ανε­ξαρ­τη­σία της χώρας, για να ανοί­ξει έτσι τη δυ­να­τό­τη­τα για τη µε­τά­βα­ση στο επό­µε­νο «στά­διο», προς τη σο­σια­λι­στι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης και των συ­µµά­χων της.

Σε αυτή τη βάση, ο Ζεύ­γος ανέ­λα­βε να επι­τε­θεί στις προη­γού­µε­νες ερ­γα­σί­ες του Κορ­δά­του και να βάλει τα θε­µέ­λια της άπο­ψης που εκτι­µά το 1821 σαν µια επα­νά­στα­ση που έµει­νε ανο­λο­κλή­ρω­τη, γιατί «προ­δό­θη­κε» από την ηγε­σία της που προ­τί­µη­σε να συ­µβι­βα­στεί σε µια κά­ποια συ­µµα­χία µε τους τσι­φλι­κά­δες (κο­τζα­µπά­ση­δες) και να υπο­τα­χθεί στην εξάρ­τη­ση από τις Με­γά­λες Δυ­νά­µεις. Ο Φιλ. Ηλίου συ­νο­ψί­ζει ως εξής την άποψη που κυ­ριαρ­χεί στο έργο του Ζεύ­γου: «…στη­ρί­ζε­ται στην εκτί­µη­ση ότι η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη στά­θη­κε ανί­κα­νη, για πολ­λούς λό­γους αλλά κυ­ρί­ως εξαι­τί­ας της συ­µµα­χί­ας της µε τους φε­ου­δάρ­χες, να πρα­γµα­το­ποι­ή­σει η ίδια τον αστι­κό µε­τα­σχη­µα­τι­σµό της χώρας. Από την ίδια της τη φύση δεν θα µπο­ρού­σε να τον πρα­γµα­το­ποι­ή­σει ούτε στο µέλ­λονο ιστο­ρι­κός αυτός ρόλος ανήκε, πια, στην ερ­γα­τι­κή τάξη και στο κόµµα της» (Φ. Ηλίου, Η ιδε­ο­λο­γι­κή χρήση της Ιστο­ρί­ας, Σχό­λιο στη συ­ζή­τη­ση Κορ­δά­του-Ζεύ­γου, υπο­γρα­µµί­σεις δικές µου).

Εδώ γί­νε­ται κα­θα­ρό το ιδε­ο­λο­γι­κο­πο­λι­τι­κό δια­κύ­βευ­µα πίσω από την ιστο­ρι­κή δια­µά­χη: η άποψη του Κορ­δά­του ωθού­σε το ΚΚΕ να ανα­µε­τρη­θεί µε τα κα­θή­κο­ντα της ερ­γα­τι­κής/σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης, ενώ η άποψη του Ζεύ­γου ωθεί στην «πα­ρά­κα­µψη» από αυτά τα κα­θή­κο­ντα, στο δρόµο του να ανα­λά­βει η ερ­γα­τι­κή τάξη και το κόµµα της τον ιστο­ρι­κό ρόλο του αστι­κού µε­τα­σχη­µα­τι­σµού της χώρας. Έχο­ντας πλέον την πείρα του 20ού αιώνα, γνω­ρί­ζου­µε πόσο άστο­χες ήταν οι εκτι­µή­σεις για την τάχα ανι­κα­νό­τη­τα της αστι­κής τάξης να προ­ω­θή­σει τον αστι­κό µε­τα­σχη­µα­τι­σµό της χώρας και πόσο ακρι­βά πλη­ρώ­θη­κε µέσα στη δε­κα­ε­τία του 1940 η αυ­τα­πά­τη ότι αυτόν το ρόλο θα µπο­ρού­σε να ανα­λά­βει η ερ­γα­τι­κή τάξη και το κόµµα της.

Σή­µε­ρα το Τµήµα Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ αι­σθά­νε­ται, δι­καί­ως, την ανά­γκη να ανα­µε­τρη­θεί µε αυτό το ζή­τη­µα. Ο τόµος του ΚΚΕ για το 1821, αρ­χί­ζει µε ένα ανα­λυ­τι­κό κεί­µε­νο του Μ. Μαΐλη, µε τίτλο: «Η Κο­µµα­τι­κή Ιστο­ριο­γρα­φία για το Χα­ρα­κτή­ρα και τις Κι­νη­τή­ριες Δυ­νά­µεις της Επα­νά­στα­σης του 1821 και η Στρα­τη­γι­κή του ΚΚΕ». Ο Μ. Μα­ΐ­λης το­πο­θε­τεί­ται ευ­θέ­ως: «…όσον αφορά το χα­ρα­κτή­ρα και τις κι­νη­τή­ριες δυ­νά­µεις της Επα­νά­στα­σης του 1821, το δί­καιο βρι­σκό­ταν µε το µέρος του Κορ­δά­του, ανε­ξάρ­τη­τα από τα λάθη και από τις αντι­φά­σεις του…» (υπο­γρά­µµι­ση δική µου). Επί­σης ευ­θέ­ως, ο Μα­ΐ­λης συν­δέ­ει αυτή τη «δια­µά­χη» για το 1821 µε τις συ­ζη­τή­σεις για τη στρα­τη­γι­κή του ΚΚΕ στη δε­κα­ε­τία του ’30, αλλά και τις µε­γά­λες ανα­τρο­πές στις κα­τευ­θύν­σεις του πα­γκό­σµιου κο­µµου­νι­στι­κού κι­νή­µα­τος µετά το 6ο Συ­νέ­δριο της Κο­µµου­νι­στι­κής Διε­θνούς (1928). Σε όσους, ακόµα και σή­µε­ρα, θε­ω­ρούν το µε­γά­λο κί­νη­µα του ΕΑΜ σαν µια «συ­νέ­χεια του 1821», ο έµπει­ρος ανα­γνώ­στης θα κα­τα­νο­ή­σει ότι ο Μ. Μα­ΐ­λης υπο­δει­κνύ­ει ότι αυτή η στρα­τη­γι­κή, αν και δεν έπαι­ξε κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο στην ανά­πτυ­ξη του ΕΑΜ (αφού η Αντί­στα­ση δεν ανα­πτύ­χθη­κε σαν κί­νη­µα Εθνι­κής Ενό­τη­τας, αλλά κάτω από την ηγε­µο­νία της Αρι­στε­ράς), έπαι­ξε αντί­θε­τα κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο για την τε­λι­κή ήττα του ΕΑΜ, σαν η στρα­τη­γι­κή «µήτρα» από την οποία ξε­κι­νούν όλα τα δια­δο­χι­κά και κα­θο­ρι­στι­κά «λάθη» της ηγε­σί­ας του ΚΚΕ (Κα­ζέρ­τα, Λί­βα­νος, Κυ­βέρ­νη­ση Εθνι­κής Ενό­τη­τας υπό τον Γ. Πα­παν­δρέ­ου, Βάρ­κι­ζα).

Αυτή η αρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­ση λει­τουρ­γεί απε­λευ­θε­ρω­τι­κά για τις ερ­γα­σί­ες ανά­λυ­σης που έπο­νται στον τόµο του ΚΚΕ για το 1821. Είναι ση­µα­ντι­κό και ιδιαί­τε­ρα θε­τι­κό το γε­γο­νός ότι µια µε­γά­λη µάζα αρι­στε­ρών αγω­νι­στών-στριών κα­λού­νται να αντι­µε­τω­πί­σουν τα σωστά ερω­τή­µα­τα και από τη σωστή σκο­πιά. Ένας «χώρος» δια­νο­ου­µέ­νων της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, που επι­µέ­νει στην προ­τε­ραιό­τη­τα του «εθνι­κού» επί του «κοι­νω­νι­κού», ανα­πα­ρά­γο­ντας τη διά­σπα­ση της κο­µµου­νι­στι­κής στρα­τη­γι­κής σε «στά­δια», αι­σθάν­θη­κε την ανά­γκη να επι­τε­θεί στις επε­ξερ­γα­σί­ες του ΚΚΕ από τη σκο­πιά των ανα­λύ­σε­ων Ζεύ­γου-Ζα­χα­ριά­δη. Οφεί­λουν να κα­τα­νο­ή­σουν ότι αυτή είναι µια κρι­τι­κή στο ΚΚΕ από τα δεξιά του.

2. Ση­µειώ­σεις για το Έθνος

Είναι αδύ­να­το να προ­χω­ρή­σει κα­νείς στη συ­ζή­τη­ση για το χα­ρα­κτή­ρα και τις κι­νη­τή­ριες δυ­νά­µεις της επα­νά­στα­σης του 1821 (όπως και όλου του «κύ­κλου» των µε­γά­λων αστι­κών επα­να­στά­σε­ων εκεί­νης της επο­χής) αν δεν θέσει κά­ποια βα­σι­κά ση­µεία άπο­ψης για το Έθνος.

Μια µε­γά­λη πλειο­ψη­φία των αγω­νι­στών-στριών της Αρι­στε­ράς κι­νεί­ται µέσα στα πλαί­σια που έθεσε ο γνω­στός ορι­σµός του Στά­λιν: «έθνος είναι µια ιστο­ρι­κά συ­γκρο­τη­µέ­νη, µό­νι­µη κοι­νό­τη­τα γλώσ­σας, εδά­φους, οι­κο­νο­µι­κής ζωής και ψυ­χο­σύν­θε­σης, που φα­νε­ρώ­νε­ται στην κοι­νό­τη­τα του πο­λι­τι­σµού».

Η χρη­σι­µό­τη­τα αυτού του ορι­σµού είναι εξαι­ρε­τι­κά αµφί­βο­λη. Είναι φα­νε­ρό ότι πρό­κει­ται για µια ταυ­το­λο­γία. Μας λέει ότι το έθνος, είναι το… έθνος. Όµως πιο ση­µα­ντι­κό είναι το ότι συ­σκο­τί­ζει το γε­γο­νός ότι όλες οι πα­ρά­µε­τροι του ορι­σµού (γλώσ­σα, έδα­φος, οι­κο­νο­µι­κή ζωή, κοι­νό­τη­τα πο­λι­τι­σµού) δεν είναι αναλ­λοί­ω­τες µέσα στην εξέ­λι­ξη της ιστο­ρί­ας.

Στις προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νί­ες, µε το κα­θο­ρι­στι­κό βάρος της υπαί­θρου και της αγρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής, η µε­γά­λη πλειο­ψη­φία των αν­θρώ­πων ολο­κλή­ρω­νε το βίο χωρίς να έχει µε­τα­κι­νη­θεί ποτέ από τον τόπο γέν­νη­σης πε­ρισ­σό­τε­ρο από µε­ρι­κές δε­κά­δες χι­λιό­µε­τρα. Σε αυτές τις κοι­νω­νί­ες δεν υπήρ­χε ενιαία γλώσ­σα, ούτε και κρα­τι­κοί µη­χα­νι­σµοί επι­βο­λής και ανα­πα­ρα­γω­γής της. Η ενιαία γλώσ­σα, η «εθνι­κή» γλώσ­σα, είναι σύγ­χρο­νο φαι­νό­µε­νο, δε­µέ­νο µε την ανά­πτυ­ξη της ενιαί­ας-εθνι­κής αγο­ράς της ερ­γα­σί­ας και των προ­ϊ­ό­ντων, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει την άνοδο του κα­πι­τα­λι­σµού.

Το ίδιο ισχύ­ει ακόµα και για την πιο «σκλη­ρή» πα­ρά­µε­τρο του ορι­σµού του Στά­λιν, το έδα­φος. Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης γρά­φει στα απο­µνη­µο­νεύ­µα­τά του ότι η µε­γά­λη επα­νά­στα­ση µας δί­δα­ξε τις δια­στά­σεις του χώρου. Μέχρι τότε, λέει, νο­µί­ζα­µε ότι ακόµα και η Ζά­κυν­θος είναι πολύ µα­κριά, ότι ανή­κει σε έναν άλλο τε­λεί­ως δια­φο­ρε­τι­κό κόσµο. Αυτή η αφή­γη­ση υπο­δει­κνύ­ει µια σωστή κα­τεύ­θυν­ση: η συ­νεί­δη­ση των αν­θρώ­πων για το έδα­φος πάνω στο οποίο ζού­σαν και δρού­σαν, η συ­νεί­δη­ση για τον «εθνι­κό» χώρο, ήταν ένας πα­ρά­γο­ντας απο­λύ­τως δυ­να­µι­κός, που κα­θο­ρι­ζό­ταν από µε­γά­λα ιστο­ρι­κά γε­γο­νό­τα. Και αντί­στρο­φα. Η συ­νεί­δη­ση των αν­θρώ­πων για το έδα­φος και τον «εθνι­κό χώρο» έγινε πεδίο συ­στη­µα­τι­κής πα­ρέ­µβα­σης της κυ­ρί­αρ­χης τάξης και του κρά­τους της: µε­τα­ξύ του 1834 και του 1997(!), άλ­λα­ξαν οι ονο­µα­σί­ες πό­λε­ων, χω­ριών, βου­νών, πο­τα­µών και λι­µνών, σε πο­σο­στό που ξε­περ­νά το 95%. Όχι τυ­χαία, πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο σε αυτή την «κά­θαρ­ση» έπαι­ξαν οι δι­κτα­το­ρί­ες του 1936 και του 1967-74.

Και βέ­βαια, ούτε λόγος δεν µπο­ρεί να γίνει για κοι­νό­τη­τα οι­κο­νο­µι­κής ζωής, ψυ­χο­σύν­θε­σης και πο­λι­τι­σµού, µε­τα­ξύ του φτω­χού αγρό­τη του δε­µέ­νου µε το κτη­µα­τά­κι του στα ορει­νά της Ρού­µε­λης και του Μωριά, και του εµπό­ρου που µπο­ρού­σε να ζει και να δρα στα µε­γά­λα λι­µά­νια της Με­σο­γεί­ου, της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας ή του Δού­να­βη.

Αυτή η πα­ρα­τή­ρη­ση µας ωθεί προς τις ερ­γα­σί­ες των πιο σύγ­χρο­νων µαρ­ξι­στών (Χό­µπ­σµπα­ουµ κ.ά.) που ερµη­νεύ­ουν το έθνος ως απο­τέ­λε­σµα των νι­κη­φό­ρων αστι­κών επα­να­στά­σε­ων, που συ­γκρό­τη­σαν τα σύγ­χρο­να έθνη/κράτη. Τα εθνι­κι­στι­κά κι­νή­µα­τα έφτια­ξαν τα έθνη και όχι το αντί­στρο­φο. Εδώ είναι χρή­σι­µες δύο πα­ρα­τη­ρή­σεις: α) Οι αστι­κές επα­να­στά­σεις, στη σύ­γκρου­σή τους µε τη φε­ου­δαρ­χία και τον απο­λυ­ταρ­χι­σµό, ήταν σε εκεί­νο τον ιστο­ρι­κό κύκλο προ­ο­δευ­τι­κά κι­νή­µα­τα. β) Σε αυτή τη σύ­γκρου­ση πήραν µα­ζι­κά µέρος οι αγρό­τες, οι τε­χνί­τες, οι φτω­χοί, ανα­γνω­ρί­ζο­ντας στην ανα­τρο­πή του απο­λυ­ταρ­χι­σµού την πι­θα­νό­τη­τα απαλ­λα­γής τους από τη φε­ου­δαρ­χι­κή κα­τα­πί­ε­ση. Η «εθνι­κή πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση των µαζών», που ο Μη­λιός υπο­γρα­µµί­ζει στο βι­βλίο του, ση­µαί­νει ότι οι λαϊ­κές µάζες της επο­χής ανα­γνώ­ρι­ζαν στην υπό­σχε­ση της ανερ­χό­µε­νης αστι­κής τάξης για τη συ­γκρό­τη­ση ενός εθνι­κού-δη­µο­κρα­τι­κού κρά­τους, τη δυ­να­τό­τη­τα να βελ­τιώ­σουν τη θέση τους.

Αν τα πα­ρα­πά­νω είναι χρή­σι­µα για να κα­τα­νο­ή­σει κα­νείς τις ανα­τρο­πές στις πα­λιές Αυ­το­κρα­το­ρί­ες, που οδή­γη­σαν στη δη­µιουρ­γία των σύγ­χρο­νων εθνών-κρα­τών στη Γαλ­λία, στην Ιτα­λία, στη Γε­ρµα­νία κ.ο.κ., είναι απο­λύ­τως ανα­ντι­κα­τά­στα­τα για κάθε σο­βα­ρή συ­ζή­τη­ση για τη συ­γκρό­τη­ση του ελ­λη­νι­κού έθνους-κρά­τους µέσα από τη σήψη της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας.

Ο όρος «Έλ­λη­νας» είχε στα Βαλ­κά­νια συ­γκε­κρι­µέ­νο, δια­φο­ρε­τι­κό πε­ριε­χό­µε­νο µέσα στο χρόνο. Στην πε­ρί­ο­δο της ακµής του Βυ­ζα­ντί­ου, «Έλ­λη­νας» σή­µαι­νε ει­δω­λο­λά­τρης, οπα­δός των πα­γα­νι­στι­κών προ­χρι­στια­νι­κών θρη­σκευ­τι­κών δο­ξα­σιών. Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σία απα­γό­ρευε τη βά­πτι­ση παι­διών µε αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά ονό­µα­τα, ενώ είναι γνω­στή η κακή τύχη που επι­φύ­λασ­σε στους αν­θρώ­πους και στα κεί­µε­να που επι­χει­ρού­σαν να κρα­τή­σουν ζω­ντα­νή την ανα­φο­ρά στην πα­ρά­δο­ση της κλασ­σι­κής αρ­χαιό­τη­τας.

Το ΚΚΕ στον τόµο για το 1821, επι­λέ­γει να υπεν­θυ­µί­σει τον Τράιαν Στο­γιά­νο­βιτς. Ο Στο­γιά­νο­βιτς, στο κλασ­σι­κό κεί­µε­νό του «Ο Κα­τα­κτών τα Βαλ­κά­νια Ορ­θό­δο­ξος Έµπο­ρος», υπο­γρα­µµί­ζει ότι στον 18ο αιώνα ο όρος «Έλ­λη­νας» σή­µαι­νε πλα­νό­διος έµπο­ρος και, στα­δια­κά, έµπο­ρος µε­γά­λων απο­στά­σε­ων. Αυτός ο έµπο­ρος µπο­ρεί να ήταν Βλά­χος, Μα­κε­δό­νας, Αρ­βα­νί­της, Βούλ­γα­ρος κ.ο.κ. που χρη­σι­µο­ποιού­σε τα ελ­λη­νι­κά κατά τις επαγ­γε­λµα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τές του. Τα «ελ­λη­νι­κά» (στη συ­γκε­κρι­µέ­νη µορφή που τα χρη­σι­µο­ποιού­σε η Εκ­κλη­σία) έγι­ναν η lingua franca του εµπο­ρί­ου στα Βαλ­κά­νια, γιατί οι έµπο­ροι επι­δί­ω­καν να αξιο­ποι­ή­σουν τα δί­κτυα της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας, τις φο­ρο­α­παλ­λα­γές που αυτή είχε πε­τύ­χει από το Σουλ­τά­νο, τις προ­στα­σί­ες που απο­λά­µβα­νε από το κα­θε­στώς της Πύλης αλλά και από τις µε­γά­λες χρι­στια­νι­κές αυ­το­κρα­το­ρί­ες στο εξω­τε­ρι­κό.  

Για να απο­φύ­γουν αυτές τις κα­κο­το­πιές, η Εκ­κλη­σία και οι κα­θε­στω­τι­κοί οπα­δοί της θε­ω­ρί­ας για το 1821 ως «πα­λιγ­γε­νε­σία», προ­σέ­χουν να µη χρη­σι­µο­ποιούν συχνά τον όρο «έθνος» όταν µι­λούν για την πριν την Επα­νά­στα­ση πε­ρί­ο­δο. Χρη­σι­µο­ποιούν κυ­ρί­ως τον (πιο φλου αρ­τι­στίκ) όρο «Γένος». Όµως ποιο ήταν το «Γένος» στα τέλη του 18ου αιώνα; Η απά­ντη­ση είναι σαφής: όλοι οι χρι­στια­νοί υπή­κο­οι της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, που αυ­το­προσ­διο­ρί­ζο­νταν ως χρι­στια­νοί Ρω­µιοί (δη­λα­δή Ρω­µαί­οι…). Όµως πέραν του αυ­το­προσ­διο­ρι­σµού, αυτό το «Γένος» ορί­ζο­νταν και θε­σµι­κά ως συ­νι­στώ­σα της «πο­λυ­ε­θνι­κής» (µε τους ση­µε­ρι­νούς όρους…) Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας (millet Rum Orthodox). Ο Στο­γιά­νο­βιτς πα­ρα­τη­ρεί ότι µε το κί­νη­µα του Δια­φω­τι­σµού και την προ­ε­τοι­µα­σία της Επα­νά­στα­σης του 1821, ο όρος «Έλ­λη­νας» άρ­χι­σε στα­δια­κά να πλη­σιά­ζει στη ση­µε­ρι­νή του έν­νοια. Το ίδιο συ­νέ­βη και µε το «Γένος»: η άφιξη των εθνι­κών κι­νη­µά­των και επα­να­στά­σε­ων στα Βαλ­κά­νια, διέ­σπα­σε το «Γένος» των ορ­θό­δο­ξων Ρω­µιών προς την κα­τεύ­θυν­ση των µε­τέ­πει­τα Ελ­λή­νων, Σέρ­βων, Βουλ­γά­ρων, Μα­κε­δό­νων κ.ο.κ.

3. Ση­µειώ­σεις για την Οθω­µα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία

Η εγκα­τά­στα­ση των Οθω­µα­νών στα Βαλ­κά­νια, ακόµα και πριν την άλωση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, επέ­φε­ρε µια αξιο­ση­µεί­ω­τη βελ­τί­ω­ση της θέσης των αγρο­τών, αφαι­ρώ­ντας από τις πλά­τες τους ση­µα­ντι­κό τµήµα από το βάρος της Βυ­ζα­ντι­νής και Λα­τί­νι­κης φε­ου­δαρ­χι­κής κα­τα­πί­ε­σης.

Αυτό εξη­γεί την ευ­κο­λία της κα­τά­κτη­σης, αλλά και τη συ­νο­χή της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας στην πε­ρί­ο­δο της ακµής της. Στην πε­ρί­ο­δο όπου το κα­θε­στώς της Πύλης υπήρ­ξε µια πα­γκό­σµια υπερ­δύ­να­µη.

Το οθω­µα­νι­κό κα­θε­στώς υπήρ­ξε µια συ­γκε­κρι­µέ­νη πα­ραλ­λα­γή του φε­ου­δαρ­χι­κού απο­λυ­ταρ­χι­σµού, που πολ­λοί (και µέσα στη µαρ­ξι­στι­κή ιστο­ριο­γρα­φία) πε­ρι­γρά­φουν ως Ασια­τι­κό Δε­σπο­τι­σµό. Βα­σι­κή δια­φο­ρά του µε την εξέ­λι­ξη της φε­ου­δαρ­χί­ας στη Δύση ήταν ότι δεν ανα­γνώ­ρι­ζε το δι­καί­ω­µα ατο­µι­κής ιδιο­κτη­σί­ας στη γη. Το σύ­νο­λο της γης ήταν συλ­λο­γι­κή/κρα­τι­κή ιδιο­κτη­σία, που ελεγ­χό­ταν από τον Σουλ­τά­νο και την κρα­τι­κή γρα­φειο­κρα­τία της Πύλης, που στην πε­ρί­ο­δο της ακµής ανέ­πτυ­ξε πο­λύ­πλο­κες και εξε­λι­γµέ­νες λει­τουρ­γί­ες, ενώ στη συ­νέ­χεια ανα­δεί­χθη­κε σε πα­ρά­γο­ντα τρο­χο­πέ­δης και κρί­σης.

Οι εκτά­σεις της αχα­νούς Αυ­το­κρα­το­ρί­ας είχαν χω­ρι­στεί λε­πτο­µε­ρώς σε τι­µά­ρια, που ελέγ­χο­νταν από τη συν­δυα­σµέ­νη το­πι­κή εξου­σία µου­σου­λµά­νων τι­µα­ριού­χων (αγιά­νη­δες) και χρι­στια­νών (κο­τζα­µπά­ση­δες). Το τι­µα­ριω­τι­κό σύ­στη­µα συν­δε­ό­ταν στενά µε το ρόλο των κοι­νο­τή­των, που υπήρ­ξαν θε­σµοί της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, στις οποί­ες ανα­τί­θο­νταν η συλ­λο­γι­κή υπο­χρέ­ω­ση της συ­γκέ­ντρω­σης και από­δο­σης του ανα­λο­γού­ντος φόρου, η δια­χεί­ρι­ση της καλ­λιέρ­γειας της γης και η απο­νο­µή δι­καιο­σύ­νης (σε ξε­χω­ρι­στά δι­κα­στή­ρια των µου­σου­λµά­νων και των χρι­στια­νών υπη­κό­ων, που συ­νυ­πο­λό­γι­ζαν τις εκ­κλη­σια­στι­κές δο­ξα­σί­ες για τις απο­φά­σεις τους). Επει­δή υπάρ­χει µια ωραιο­ποί­η­ση του ρόλου των κοι­νο­τή­των, ει­δι­κά από το ρεύµα του νέο-ορ­θό­δο­ξου εθνι­κι­σµού, αξί­ζει να θυ­µί­σου­µε ότι έχουν κα­τα­γρα­φεί στην ιστο­ρία πολ­λές εξε­γέρ­σεις µου­σου­λµά­νων και χρι­στια­νών αγρο­τών, που ζη­τού­σαν την «πα­τρι­κή προ­στα­σία» του Σουλ­τά­νου απέ­να­ντι στη βάρ­βα­ρη κα­τα­πί­ε­ση του τι­µα­ριω­τι­κού/κοι­νο­τι­κού συ­στή­µα­τος και των ανε­ξέ­λεγ­κτων το­πι­κών αρ­χό­ντων.

Η δεύ­τε­ρη Πο­λιορ­κία της Βιέν­νης (1683) ανα­δει­κνύ­ει την ορι­στι­κή ανα­κο­πή των δυ­να­το­τή­των εδα­φι­κής επέ­κτα­σης της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, που πλέον είχε ισχυ­ρούς αντι­πά­λους στα δυ­τι­κά και στα ανα­το­λι­κά σύ­νο­ρά της. Όµως η κρίση της κα­θο­ρί­ζε­ται και από µε­γά­λους εσω­τε­ρι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Οι αγιά­νη­δες και οι κο­τζα­µπά­ση­δες αγω­νί­ζο­νταν να επε­κτεί­νουν τον έλεγ­χο επί της γης, να κα­το­χυ­ρώ­σουν ιδιο­κτη­σια­κά και κλη­ρο­νο­µι­κά δι­καιώ­µα­τα. Πε­ρι­φε­ρεια­κοί ηγε­µό­νες (πα­σά­δες) εξε­γεί­ρο­νταν διεκ­δι­κώ­ντας αυ­το­νο­µία από την Πύλη. Το πο­λύ­πλο­κο γρα­φειο­κρα­τι­κό σύ­στη­µα οι­κο­νο­µι­κού και στρα­τιω­τι­κού ελέγ­χου της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, αν­θί­στα­ται στις από­πει­ρες µε­ταρ­ρυ­θµί­σε­ων µε στόχο να εν­σω­µα­τω­θούν οι νε­ω­τε­ρι­σµοί που δί­νουν δυ­να­µι­κή στους αντι­πά­λους της. Κο­µβι­κή είναι η αδυ­να­µία του συ­στή­µα­τος της Πύλης να εν­σω­µα­τώ­σει προ­ω­θη­τι­κά την ανά­πτυ­ξη του εµπο­ρί­ου και της βιο­τε­χνί­ας, δη­λα­δή τη δυ­να­µι­κή της ανερ­χό­µε­νης αστι­κής τάξης.

Όµως πριν να δούµε αυτόν το κα­θο­ρι­στι­κό πα­ρά­γο­ντα, οφεί­λου­µε να δούµε ένα ση­µείο που υπήρ­ξε πολύ ση­µα­ντι­κό στη δια­δι­κα­σία της επα­νά­στα­σης.

Όπως ση­µειώ­σα­µε πα­ρα­πά­νω, η Οθω­µα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία θα µπο­ρού­σε να χα­ρα­κτη­ρι­στεί (µε ση­µε­ρι­νούς όρους) σαν µια «πο­λυ­ε­θνι­κή» αυ­το­κρα­το­ρία. Μέσα στους θε­σµούς και στους πό­ρους εξου­σί­ας της, ήταν κα­θο­ρι­σµέ­νη η ύπαρ­ξη και η δύ­να­µη του «Γέ­νους». Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σία υπήρ­ξε ένας ισχυ­ρό­τα­τος θε­σµός της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας και ο µε­γά­λος κλή­ρος του Πα­τριαρ­χεί­ου ήταν τµήµα της Οθω­µα­νι­κής κυ­ρί­αρ­χης τάξης. Είχε την αρµο­διό­τη­τα και την εξου­σία να επι­βά­λει φό­ρους, να ασκεί διοί­κη­ση και να απο­νέ­µει δι­καιο­σύ­νη στη µε­γά­λη µάζα των ορ­θό­δο­ξων Ρω­µιών υπη­κό­ων. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της δύ­να­µης που απέ­κτη­σε αυτός ο µη­χα­νι­σµός είναι το ότι ο Πα­τριάρ­χης είχε υπο­χρέ­ω­ση λο­γο­δο­σί­ας µόνο απέ­να­ντι στο Σουλ­τά­νο και σε κα­νέ­ναν άλλο αξιω­µα­τού­χο του κα­θε­στώ­τος. Αυτή η τε­ρά­στια δύ­να­µη είχε αντί­τι­µο: Ο Πα­τριάρ­χης, όπως και οι πα­σά­δες, οι στρα­τη­λά­τες ή οι ναύ­αρ­χοι της Πύλης, αν απο­τύγ­χα­νε στο ρόλο του, θα έχανε το κε­φά­λι του. Αυτό συ­νέ­βη στον Γρη­γό­ριο τον Ε΄: Απαγ­χο­νί­στη­κε γιατί απέ­τυ­χε να εµπο­δί­σει την εξέ­γερ­ση στο Μωριά και στη Ρού­µε­λη και όχι γιατί συ­νερ­γα­ζό­ταν µε τους επα­να­στά­τες.

Με­γά­λη δύ­να­µη συ­γκέ­ντρω­σαν επί­σης οι ελ­λη­νό­φω­νοι ορ­θό­δο­ξοι κά­τοι­κοι της πλού­σιας συ­νοι­κί­ας Φα­νά­ρι. Οι Φα­να­ριώ­τες ανέ­λα­βαν στα­δια­κά τον έλεγ­χο της δι­πλω­µα­τί­ας της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, αλλά και το προ­νό­µιο να ανα­δει­κνύ­ουν  τους Ηγε­µό­νες στις πα­ρα­δου­νά­βιες ηγε­µο­νί­ες. Ο τρό­πος που τις διοί­κη­σαν συ­γκέ­ντρω­νε το µίσος των το­πι­κών χρι­στια­νι­κών πλη­θυ­σµών και αυτός είναι πι­θα­νό­τα­τα ο λόγος της απο­τυ­χί­ας της από­πει­ρας του Υψη­λά­ντη να κη­ρύ­ξει την επα­νά­στα­ση στη Μολ­δα­βία και στη Βλα­χία.

Ση­µα­ντι­κή δύ­να­µη συ­γκέ­ντρω­σαν και οι «σα­ρά­φη­δες» του Γα­λα­τά, οι µε ση­µε­ρι­νούς όρους τρα­πε­ζί­τες της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, που ήταν κυ­ρί­ως ελ­λη­νό­φω­νοι και αρµέ­νη­δες και δευ­τε­ρευό­ντως Εβραί­οι.

Συ­µπε­ρα­σµα­τι­κά, ένα ηγε­τι­κό τµήµα του «Γέ­νους» υπήρ­ξε τµήµα της Οθω­µα­νι­κής κυ­ρί­αρ­χης τάξης, µε αξιο­ση­µεί­ω­τη δύ­να­µη µέσα στους θε­σµούς της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Αυτό εξη­γεί την εχθρό­τη­τά του απέ­να­ντι στην επα­νά­στα­ση, τον προ­σα­να­το­λι­σµό του σε µια «µακρά πο­ρεία» µε­ταρ­ρύ­θµι­σης της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Εξη­γεί επί­σης και το γιατί στα κεί­µε­να των επα­να­στα­τών της επο­χής, ως εχθρός ορί­ζε­ται ο οθω­µα­νι­κός δε­σπο­τι­σµός συ­νο­λι­κά και όχι η µία ή η άλλη «συ­νι­στώ­σα» του.

4. Η ανά­πτυ­ξη της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης

Ο τόµος του ΚΚΕ και το βι­βλίο του Γ. Μη­λιού υπο­γρα­µµί­ζουν τη ση­µα­σία του γε­γο­νό­τος ότι οι «Έλ­λη­νες» έµπο­ροι κυ­ριάρ­χη­σαν στο χερ­σαίο και θα­λάσ­σιο εµπό­ριο της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, ανα­λα­µβά­νο­ντας τις εξα­γω­γές αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων προς τις δι­ψα­σµέ­νες για τρό­φι­µα αγο­ρές της Δύσης και της Ρω­σί­ας, αλλά και τις ει­σα­γω­γές από αυτές επε­ξερ­γα­σµέ­νων προ­ϊ­ό­ντων που ήταν δυ­σεύ­ρε­τα στις αγο­ρές της Ανα­το­λής.

Πέ­τυ­χαν έτσι µε­γά­λη συ­γκέ­ντρω­ση κε­φα­λαί­ων, την ανά­πτυ­ξη εµπο­ρι­κών «βά­σε­ων» στα λι­µά­νια της Με­σο­γεί­ου, της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας και του Δού­να­βη, την ανά­πτυ­ξη αυ­τό­νο­µων σχέ­σε­ών τους µε τις Με­γά­λες Δυ­νά­µεις, την από­σπα­ση ει­δι­κών προ­στα­τευ­τι­κών κα­θε­στώ­των στο εξω­τε­ρι­κό αλλά και στο εσω­τε­ρι­κό της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Στα­δια­κά πέ­τυ­χαν ακόµα και το δι­καί­ω­µα στη νό­µι­µη ανά­πτυ­ξη αυ­τό­νο­µης ένο­πλης δύ­να­µης: τα πλοία τους εξο­πλί­στη­καν µε βαριά όπλα, στα χερ­σαία πε­ρά­σµα­τα και στα στενά ανα­πτύ­χθη­καν µι­σθο­φο­ρι­κές φρου­ρές, τα κα­ρα­βά­νια του χερ­σαί­ου εµπο­ρί­ου µε­γά­λων απο­στά­σε­ων απέ­κτη­σαν ένο­πλες συ­νο­δεί­ες κλπ.

Οι οπα­δοί της θε­ω­ρί­ας της «κα­θυ­στε­ρη­µέ­νης» ανά­πτυ­ξης του κα­πι­τα­λι­σµού στην Ελ­λά­δα, οι οπα­δοί της ανά­λυ­σης της σύγ­χρο­νης αστι­κής τάξης ως «κο­µπρα­δό­ρι­κης» και πα­ρα­σι­τι­κής τάξης, ση­κώ­νουν εδώ την αντίρ­ρη­ση: Ναι, πρά­γµα­τι αυτά συ­νέ­βη­σαν, αλλά το εµπό­ριο δεν αρκεί από µόνο του για τη συ­γκρό­τη­ση αστι­κής τάξης… Όµως η ανά­πτυ­ξη του εµπο­ρί­ου δεν είναι µια δια­δι­κα­σία που συ­µβαί­νει «από µόνη της», αφή­νο­ντας ανε­πη­ρέ­α­στους τους άλ­λους το­µείς της πα­ρα­γω­γής και της οι­κο­νο­µί­ας.

Η ανά­πτυ­ξη των εµπο­ρι­κών σχέ­σε­ων επη­ρέ­α­σε κα­θο­ρι­στι­κά την αγρο­τι­κή πα­ρα­γω­γή. Η µικρή πα­ρα­γω­γή για αυ­το­κα­τα­νά­λω­ση ή για πε­ριο­ρι­σµέ­νες το­πι­κές ανταλ­λα­γές υπο­βα­θµί­στη­κε, ενώ ενι­σχύ­θη­κε απο­φα­σι­στι­κά η µα­ζι­κή πα­ρα­γω­γή προ­ϊ­ό­ντων που προ­ο­ρί­ζο­νταν για εξα­γω­γή: στα­φί­δα, λάδι, µε­τά­ξι, σι­τη­ρά, δέ­ρµα­τα κλπ. Η σύν­δε­ση της αγρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής µε τη διε­θνή αγορά µέσω του µε­γά­λου εµπο­ρί­ου, ενί­σχυ­σε στην ύπαι­θρο τις σχέ­σεις που στη­ρί­ζο­νταν στο χρήµα (προ­α­γο­ρές της σο­δειάς) και έθεσε σε κί­νη­ση τη δια­δι­κα­σία που µε­τέ­τρε­πε τους µε­γα­λο­κτη­µα­τί­ες (κυ­ρί­ως τους χρι­στια­νούς κο­τζα­µπά­ση­δες) σε επι­χει­ρη­µα­τί­ες της αγρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής. Αυτοί πλέον δεν αρ­κού­νταν στα πε­νι­χρά κί­νη­τρα των «δο­σι­µά­των» (δη­λα­δή στην από­σπα­ση ενός τµή­µα­τος της σο­δειάς που δη­µιουρ­γού­σαν οι καλ­λιερ­γη­τές) αλλά απο­σκο­πού­σαν στα µε­γά­λα κέρδη που µπο­ρού­σε να απο­φέ­ρει ο προ­σα­να­το­λι­σµός της αγρο­τι­κής πα­ρα­γω­γής σε εξα­γώ­γι­µα προ­ϊ­ό­ντα, αλλά και η συ­µµε­το­χή τους στη δια­δι­κα­σία εµπο­ρί­ας αυτών των προ­ϊ­ό­ντων. Στη Ρού­µε­λη και πε­ρισ­σό­τε­ρο στην Πε­λο­πόν­νη­σο, ανα­πτύσ­σο­νται οι­κο­γέ­νειες γαιο­κτη­µό­νων που, µε τα µέτρα της επο­χής, µπο­ρού­µε να πε­ρι­γρά­ψου­µε ως υπερ­πλού­σιους: δια­θέ­τουν κε­φά­λαια που τους επι­τρέ­πουν να δα­νεί­ζουν τις οθω­µα­νι­κές Αρχές, ή να συ­ντη­ρούν πο­λυά­ρι­θµες µι­σθο­φο­ρι­κές φρου­ρές, µέσω των οποί­ων επι­βά­λουν τις κα­τευ­θύν­σεις τους στα χωριά και στη µάζα των µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τών.

Είναι γνω­στή η ιστο­ρι­κή σχέση της ανά­πτυ­ξης του εµπο­ρί­ου µε την ανά­πτυ­ξη της βιο­τε­χνί­ας. Τα εµπο­ρι­κά κα­ρα­βά­νια που µε­τέ­φε­ραν εµπο­ρι­κά προ­ϊ­ό­ντα σε πιο ανα­πτυ­γµέ­νες πε­ριο­χές, επέ­στρε­φαν από αυτές κου­βα­λώ­ντας όπλα, ερ­γα­λεία, πρώ­τες ύλες, τε­χνι­κές, «ιδέες» κερ­δο­φο­ρί­ας κλπ. Σε αυτή τη δια­δι­κα­σία δια­κρί­θη­καν οι Βλά­χοι και οι Μα­κε­δό­νες πρω­τα­γω­νι­στές του χερ­σαί­ου εµπο­ρί­ου.

Όµως ακόµα πιο δυ­να­µι­κό ήταν το φαι­νό­µε­νο της ανά­πτυ­ξης του θα­λάσ­σιου εµπο­ρί­ου. Οι ελ­λη­νό­φω­νοι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες εκµε­ταλ­λεύ­τη­καν τις άγριες συ­γκρού­σεις στις θά­λασ­σες εκεί­νης της επο­χής και ανα­δεί­χθη­καν σε ση­µα­ντι­κή δύ­να­µη στη Με­σό­γειο. Οι Με­γά­λες Δυ­νά­µεις, όπως η Αγ­γλία και η Γαλ­λία, υπο­χρε­ώ­νο­νταν να ελίσ­σο­νται για να τους προ­σε­ται­ρι­στούν. Ο Σουλ­τά­νος τους ανα­θέ­τει το κα­θή­κον πά­τα­ξης της πει­ρα­τεί­ας (που σε µε­γά­λο βαθµό απο­τε­λού­σε και δική τους δρα­στη­ριό­τη­τα). Στα µέσα του 1700, οι Υδραί­οι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες υπε­ρη­φα­νεύ­ο­νται ότι τα πλοία τους µπο­ρούν να διεκ­δι­κούν συ­µβό­λαια ακόµα και στον Ατλα­ντι­κό.

Τα πλοία αυτού του ση­µα­ντι­κού στό­λου αρ­χί­ζουν στα­δια­κά να ναυ­πη­γού­νται στους ταρ­σα­νά­δες των νη­σιών και των µε­γά­λων ναυ­τι­κών κέ­ντρων της Στε­ρε­άς. Ναυ­πή­γη­ση µε­γά­λων ιστιο­φό­ρων πλοί­ων σή­µαι­νε την ανά­πτυ­ξη εξει­δι­κευ­µέ­νης ερ­γα­σί­ας ξυ­λουρ­γών, σι­δη­ρουρ­γών, υφα­ντών, σχοι­νο­ποιών και γύρω τους την ανά­πτυ­ξη όλης της συν­δε­δε­µέ­νης µε αυτή την ερ­γα­σία βιο­τε­χνι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας.

Οι Έλ­λη­νες έµπο­ροι, αυτοί οι κατά τον Στο­γιά­νο­βιτς «κα­τα­κτώ­ντες τα Βαλ­κά­νια», επε­κτά­θη­καν προς όλα τα κέ­ντρα του τότε ανα­πτυ­γµέ­νου κό­σµου. Ήρθαν σε επαφή µε τα πιο µο­ντέρ­να ρεύ­µα­τα, έµα­θαν να ελίσ­σο­νται και να αξιο­ποιούν τους αντα­γω­νι­σµούς των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων, απέ­κτη­σαν συν­δέ­σεις και από­σπα­σαν προ­στα­σί­ες, «βί­α­σαν» την εξέ­λι­ξη φέρ­νο­ντας πίσω στα ορµη­τή­ριά τους τις προ­ω­θη­µέ­νες τε­χνι­κές ενός κό­σµου που ήδη είχε µπει στην εποχή της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης.

Όπως υπο­γρα­µµί­ζει το ΚΚΕ, όροι και λέ­ξεις που νω­ρί­τε­ρα ήταν πα­ντε­λώς άγνω­στες, όπως εται­ρί­ες, µε­το­χές και µέ­το­χοι, λο­γι­στή­ριο, εκτι­µη­τές,  προ­α­γο­ρές, κερ­δο­σκο­πία σε συ­νάλ­λα­γµα κ.ο.κ. είχαν γίνει κοι­νός τόπος στις µε­γά­λες εµπο­ρι­κές επι­χει­ρή­σεις του 1800.

Αυτό το νέο «υπο­κεί­µε­νο», η ελ­λη­νό­φω­νη αστι­κή τάξη, απο­κτού­σε συ­νεί­δη­ση των συ­µφε­ρό­ντων του και της δυ­να­µι­κής του, κα­τα­νο­ώ­ντας ότι προ­ϋ­πό­θε­ση για πα­ρα­πέ­ρα αλµα­τώ­δη ανά­πτυ­ξη ήταν το κα­θή­κον να σπά­σει το κέ­λυ­φος του οθω­µα­νι­κού δε­σπο­τι­σµού και να εγκα­θι­δρύ­σει πο­λι­τι­κές και οι­κο­νο­µι­κές σχέ­σεις που θα ταί­ρια­ζαν στην προ­ο­πτι­κή της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης.

5. Ο Δια­φω­τι­σµός και η προ­ε­τοι­µα­σία της Επα­νά­στα­σης

Το 1821 εντάσ­σε­ται στον ιστο­ρι­κό κύκλο των αστι­κών επα­να­στά­σε­ων που άρ­χι­σε µε την Αγ­γλι­κή, την Αµε­ρι­κα­νι­κή και κυ­ρί­ως τη µε­γά­λη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση. Στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ευ­ρώ­πη κυ­ριαρ­χού­σε η αντί­δρα­ση της Ιεράς Συ­µµα­χί­ας. Όµως αυτό δεν σή­µαι­νε ότι η φωτιά της Επα­νά­στα­σης είχε σβή­σει: ση­µα­ντι­κές εξε­γέρ­σεις συ­γκλό­νι­ζαν τον ίδιο καιρό την Ιτα­λία και την Ισπα­νία, ενώ στη Γαλ­λία επω­α­ζό­ταν ήδη ο επό­µε­νος µε­γά­λος κύ­κλος αγώ­νων.

Κυ­ρί­ως, δεν είχε σβή­σει η ιδε­ο­λο­γι­κή επιρ­ροή των δη­µο­κρα­τι­κών επα­να­στά­σε­ων. Ο για­κω­βι­νι­σµός και ο κα­ρµπο­να­ρι­σµός, τα πιο ρι­ζο­σπα­στι­κά ρεύ­µα­τα της επο­χής, εξα­κο­λου­θού­σαν να συ­νε­παίρ­νουν τις πρω­το­πο­ρί­ες, ει­δι­κά µέσα στη δια­νό­η­ση.

Ο Δη­µή­τρης Ψαρ­ράς, στο βι­βλίο του που προ­α­να­φέ­ρα­µε, ανα­δει­κνύ­ει την επιρ­ροή αυτών των ιδεών στα Βαλ­κά­νια, µε το κο­ρυ­φαίο πα­ρά­δει­γµα του Ρήγα Βε­λε­στιν­λή. Αυτό το ρεύµα ιδεών αρ­χί­ζει να καλεί τους συγ­χρό­νους του «να ζώ­σου­νε σπαθί» µε στόχο «την ελευ­θε­ρία». Προ­τεί­νει την ανα­τρο­πή του οθω­µα­νι­κού δε­σπο­τι­σµού µε επα­να­στα­τι­κά µέσα, αλλά και την αντι­κα­τά­στα­σή του µε ένα νέο κα­θε­στώς «Διοί­κη­σης» όπου ο υπή­κο­ος θα γίνει πο­λί­της, µε σχέ­σεις που θα ρυ­θµί­ζο­νται από το νόµο, µε ισό­τη­τα όλων απέ­να­ντι στο νόµο, µε δι­καιώ­µα­τα που θα επε­κτεί­νο­νται σε όλους τους το­µείς της συλ­λο­γι­κής και προ­σω­πι­κής ζωής. Αυτό το ρι­ζο­σπα­στι­κό δη­µο­κρα­τι­κό κί­νη­µα δεν µπο­ρεί να θε­ω­ρή­σει ως νίκη τί­πο­τα λι­γό­τε­ρο από την ίδρυ­ση ανε­ξάρ­τη­του ρε­που­µπλι­κα­νι­κού κρά­τους.

Αυτό το ρεύµα ιδεών (όπως και τα ευ­ρω­παϊ­κά και αµε­ρι­κα­νι­κά οµό­λο­γά του…) ανα­ζη­τά ιστο­ρι­κή ανα­φο­ρά στην πα­ρά­δο­ση της κλασ­σι­κής αρ­χαιό­τη­τας. Όµως δεν εν­νο­εί κά­ποια ανύ­παρ­κτη και ανα­πό­δει­κτη «συ­νέ­χεια» ανά τους αιώ­νες: αντί­θε­τα, σε όλα τα ση­µα­ντι­κά κεί­µε­να της επο­χής, η πε­ρί­ο­δος της κα­τά­κτη­σης του ελ­λα­δι­κού χώρου από τους Μα­κε­δό­νες βα­σι­λείς και πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο η Βυ­ζα­ντι­νή Αυ­το­κρα­το­ρία, ορί­ζο­νται ως πε­ρί­ο­δοι «βαρ­βα­ρό­τη­τας», ως πρό­δρο­µοι του οθω­µα­νι­κού δε­σπο­τι­σµού. Στο µε­γά­λο Βλάχο επα­να­στά­τη δια­νο­ού­µε­νο, στον Ρήγα Βε­λε­στιν­λή, η ανα­φο­ρά στην «Ελ­λά­δα» είναι η ανα­φο­ρά στην κοι­νω­νία των πο­λι­τών, ενά­ντια σε φυ­λε­τι­κές δια­κρί­σεις («Αρά­πη­δες και Άσπροι, µε µια κοινή ορµή…»), πέρα από δια­φο­ρές κα­τα­γω­γής («Βουλ­γά­ροι κι Αρ­βα­νί­τες, Αρµέ­νοι και Ρω­µιοί… Αν­δρεί­οι Μα­κε­δό­νες…»), έξω από το­πι­κι­σµούς («Μαυ­ρο­βου­νιού κα­πλά­νια κι Ολύ­µπου σταυ­ρα­ε­τοί…»), ακόµα και πέρα από τις θρη­σκευ­τι­κές δια­φο­ρές («Στην Πίστη του ο κα­θέ­νας ελεύ­θε­ρος να ζει!»). Θα µπο­ρού­σε να πει κα­νείς ότι ο Ρήγας είναι ένα ιδιαί­τε­ρα προ­ω­θη­µέ­νο πα­ρά­δει­γµα, αλλά το κά­λε­σµα για απο­φα­σι­στι­κό αγώνα ενά­ντια στην απο­λυ­ταρ­χι­κή κα­τα­πί­ε­ση, µε στόχο την «ελευ­θε­ρία», είναι το γνώ­ρι­σµα των πολ­λών µυ­στι­κών επα­να­στα­τι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων που ανα­πτύσ­σο­νται, µε µο­ντέ­λο τους κα­ρµπο­νά­ρους, εκεί­νη την εποχή. Στον υπό την οθω­µα­νι­κή εξου­σία ευ­ρύ­τε­ρο χώρο, η πιο ση­µα­ντι­κή από αυτές τις ορ­γα­νώ­σεις υπήρ­ξε η Φι­λι­κή Εται­ρεία.

Από τα αρ­χεία της προ­κύ­πτει µια ει­κό­να για τη σύν­θε­σή της, όπως και για τον προ­σα­να­το­λι­σµό της. Το 50% των µελών της υπήρ­ξαν έµπο­ροι και πλοιο­κτή­τες και αν συ­νυ­πο­λο­γι­στούν τα στε­λέ­χη των επι­χει­ρή­σε­ών τους, το πο­σο­στό αυτό υπερ­βαί­νει το 70%. Η Φι­λι­κή Εται­ρεία αρ­χι­κά δεν στρα­το­λο­γεί κλη­ρι­κούς και αρ­γό­τε­ρα δέ­χε­ται στις γρα­µµές της λί­γους κλη­ρι­κούς στρα­το­λο­γη­µέ­νους σε ατο­µι­κή βάση. Από αυ­τούς µόνο ένας (Πα­πα­φλέσ­σας) ανα­δει­κνύ­ε­ται σε ηγε­τι­κό ρόλο. Η Φ.Ε. αρ­χι­κά δεν στρα­το­λο­γεί κο­τζα­µπά­ση­δες και στα­δια­κά δέ­χε­ται στις γρα­µµές της µια µειο­ψη­φία σε ατο­µι­κή βάση. Κα­νέ­νας από αυ­τούς δεν ανα­δεί­χθη­κε σε ηγε­τι­κά όρ­γα­να. Είναι φα­νε­ρός, λοι­πόν, ο χα­ρα­κτή­ρας της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας: Μια επα­να­στα­τι­κή δη­µο­κρα­τι­κή ορ­γά­νω­ση της αστι­κής τάξης.

Όµως είναι γνω­στό ότι η αστι­κή τάξη είναι µια ολι­γο­µε­λής τάξη. Όλες οι αστι­κές-δη­µο­κρα­τι­κές επα­να­στά­σεις είχαν ως προ­ϋ­πό­θε­ση το κέρ­δι­σµα ση­µα­ντι­κών µε­ρί­δων του ερ­γα­ζό­µε­νου πλη­θυ­σµού.

Εδώ υπήρ­ξε ιδιαί­τε­ρα ση­µα­ντι­κή η δια­δι­κα­σία που ο Μη­λιός πε­ρι­γρά­φει ως «εθνι­κή πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση των µαζών».

Οι αγρό­τες κα­τα­νό­η­σαν το κά­λε­σµα της Φ.Ε. για ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος ως τη µο­να­δι­κή πι­θα­νό­τη­τα για να βελ­τιώ­σουν τη θέση τους απέ­να­ντι στην οθω­µα­νι­κή/φε­ου­δαρ­χι­κή κα­τα­πί­ε­ση. Κα­τα­νό­η­σαν επί­σης το κά­λε­σµα για ρε­που­µπλι­κα­νι­κό ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος σαν τη µο­να­δι­κή πι­θα­νό­τη­τα για να βελ­τιώ­σουν το συ­σχε­τι­σµό δύ­να­µης απέ­να­ντι στους χρι­στια­νούς κο­τζα­µπά­ση­δες που, ει­δι­κό­τε­ρα στην Πε­λο­πόν­νη­σο, είχαν γίνει ιδιαί­τε­ρα ισχυ­ροί. Οι µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τές υπήρ­ξαν η µα­ζι­κή βάση της επα­νά­στα­σης, επάν­δρω­σαν κατά πλειο­ψη­φία τα χερ­σαία ένο­πλα σώ­µα­τά της, ενώ η στάση τους είχε µε­γά­λη ση­µα­σία κατά τον «εσω­τε­ρι­κό αγώνα», στα πρώτα µε­τε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια.

Ιδιαί­τε­ρα πρω­το­πό­ρο ρόλο έπαι­ξαν οι ναύ­τες και οι τε­χνί­τες των ναυ­πη­γεί­ων και των συν­δε­δε­µέ­νων µε αυτά βιο­τε­χνι­κών ερ­γα­σιών. Ο εξ αντι­κει­µέ­νου ρι­ζο­σπα­στι­σµός τους, ενι­σχύ­θη­κε από τις προ­κλή­σεις που αντι­µε­τώ­πι­σαν µε την κρίση που ξέ­σπα­σε στη ναυ­τι­λία και στο µε­γά­λο θα­λάσ­σιο εµπό­ριο, στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1810. Μια «σε­ρµα­γιά» (το συλ­λο­γι­κό κε­φά­λαιο που επεν­δυό­ταν σε ένα ναύλο) σε ένα υδραί­ι­κο κα­ρά­βι στα 1810, υπο­λό­γι­ζε κατά µέσο όρο σε κέρ­δος που ξε­περ­νού­σε το 110%. Στα 1820 αυτό το ση­µα­ντι­κό κέρ­δος είχε µειω­θεί στην προσ­δο­κία ενός 10-13%. Οι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες έθε­σαν τα πλοία σε ακι­νη­σία και οι ερ­γα­σί­ες στα ναυ­πη­γεία στα­µά­τη­σαν. Η πείνα ώθησε τους ναύ­τες και τους τε­χνί­τες σε εξε­γέρ­σεις, που αντι­κει­µε­νι­κά συν­δέ­ο­νταν µε πίεση πάνω στους εφο­πλι­στές για επι­τά­χυν­ση των επα­να­στα­τι­κών απο­φά­σε­ων.

Οι µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τές, οι ναύ­τες και οι τε­χνί­τες, µαζί µε τα πιο απο­φα­σι­στι­κά στοι­χεία της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας ήταν η δύ­να­µη που επέ­βα­λε το ξε­κί­νη­µα της επα­νά­στα­σης.

Μια ιδιαί­τε­ρη ανα­φο­ρά χρειά­ζε­ται στο ρόλο των προ­ϋ­παρ­χό­ντων ενό­πλων σω­µά­των, των κλε­φτών και των αρµα­το­λών. Έχουν µα­κρό­χρο­νη και ιδιαί­τε­ρα αντι­φα­τι­κή πα­ρά­δο­ση στα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια. Πα­ρά­δο­ση που δεν µπο­ρεί να γίνει κα­τα­νοη­τή παρά µόνο εάν συ­νυ­πο­λο­γί­σου­µε ότι η ίδια η ύπαρ­ξη των κλε­φτών και των αρµα­το­λών είναι συν­δε­δε­µέ­νη µε το τι­µα­ριω­τι­κό/κοι­νο­τι­κό σύ­στη­µα της οθω­µα­νι­κής διοί­κη­σης. Ο οπλαρ­χη­γός είναι αρ­χο­ντι­κός ρόλος. Οι οπλαρ­χη­γοί πα­λιν­δρο­µούν και ελίσ­σο­νται, µε πυ­ξί­δα το συ­µφέ­ρον τους και το συ­µφέ­ρον της φα­τρί­ας τους. Πα­λιν­δρο­µούν µε­τα­ξύ της κα­τά­στα­σης του κλέ­φτη και του αρµα­το­λού. Πα­λιν­δρο­µούν µε­τα­ξύ της υπο­στή­ρι­ξης των αυ­το­νο­µι­στών πα­σά­δων και της υπο­στή­ρι­ξης του Σουλ­τά­νου. Πα­λιν­δρο­µούν µε­τα­ξύ ενός ρόλου «κλέ­φτι­κης» ανταρ­σί­ας απέ­να­ντι στην κα­τα­πί­ε­ση των χω­ρι­κών και ενός ρόλου πα­ρα­σι­τι­κής µά­στι­γας πάνω στα χωριά. Ανα­πτύσ­σουν τη συ­νή­θεια της αιφ­νί­διας αλ­λα­γής στά­σης («κα­πά­κια») και της προ­σφο­ράς στρα­τιω­τι­κών υπη­ρε­σιών σε όποιον προ­σφέ­ρει τα πε­ρισ­σό­τε­ρα. Άλ­λο­τε λει­τουρ­γούν σαν ένο­πλη απει­λή απέ­να­ντι στη δύ­να­µη των κο­τζα­µπά­ση­δων και άλ­λο­τε σαν µι­σθο­φο­ρι­κή φρου­ρά τους.

Αυτή την αντι­φα­τι­κή στάση επέ­δει­ξαν και απέ­να­ντι στην επα­νά­στα­ση. Άλλοι, κυ­ρί­ως στο Μωριά, προ­σχω­ρούν από νωρίς (Κο­λο­κο­τρώ­νης) και παί­ζουν σο­βα­ρό στρα­τιω­τι­κό ρόλο. Άλλοι κα­θυ­στε­ρούν να εντα­χθούν (Κα­ραϊ­σκά­κης), αλλά όταν εντάσ­σο­νται µέ­νουν µέχρι τέ­λους. Ο ση­µα­ντι­κός οπλαρ­χη­γός της Ανα­το­λι­κής Στε­ρε­άς, Οδυσ­σέ­ας Αν­δρού­τσος (µορ­φω­µέ­νος και εκ­παι­δευ­µέ­νος αξιω­µα­τι­κός στην αυλή του Αλή Πασά), ορ­γα­νώ­νε­ται από νωρίς στη Φ.Ε., συ­µµε­τέ­χει στις επα­να­στα­τι­κές µάχες, αλλά αρ­γό­τε­ρα µε­τα­στρέ­φε­ται και ανα­ζη­τά συ­µβι­βα­σµό µε τους Οθω­µα­νούς, απο­σκο­πώ­ντας στο αρµα­το­λί­κι της Ανα­το­λι­κής Στε­ρε­άς και Εύ­βοιας.

Στη συ­γκρό­τη­ση του µε­τε­πα­να­στα­τι­κού κρά­τους, επε­µβαί­νουν διεκ­δι­κώ­ντας γη σε αντάλ­λα­γµα για τις στρα­τιω­τι­κές υπη­ρε­σί­ες τους. Το αί­τη­µα είναι λο­γι­κό και δί­καιο για τους απλούς πο­λε­µι­στές, όµως οι οπλαρ­χη­γοί διεκ­δι­κούν µε­γά­λες ιδιο­κτη­σί­ες. Αυτή ήταν η βάση της τε­λι­κής συ­µµα­χί­ας τους µε τους κο­τζα­µπά­ση­δες, ιδιαί­τε­ρα στο Μωριά, µέσα από την οποία απώ­λε­σαν γρή­γο­ρα την αίγλη που είχαν απο­κτή­σει στα πεδία των µαχών.

Δυ­στυ­χώς, το «αντάρ­της-κλέ­φτης-παλ­λη­κά­ρι, πάντα ο ίδιος ο λαός» είναι µια εκ των υστέ­ρων κα­τα­σκευή, που δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην ιστο­ρι­κή πρα­γµα­τι­κό­τη­τα.

6. Η Επα­νά­στα­ση

Μέσα από τη δια­δι­κα­σία που επι­χει­ρή­σα­µε να πε­ρι­γρά­ψου­µε -την ανά­πτυ­ξη της ελ­λη­νό­φω­νης αστι­κής τάξης, το κί­νη­µα του Δια­φω­τι­σµού, την ορ­γά­νω­ση της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας και την «εθνι­κή πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση των µαζών»- έγινε επί­και­ρο και εφι­κτό το ξέ­σπα­σµα της επα­νά­στα­σης.

6α. Έχει ση­µα­σία να υπεν­θυ­µί­σου­µε ότι η πρώτη από­πει­ρα της Φ.Ε. ήταν να κη­ρύ­ξει την επα­νά­στα­ση στη Μολ­δα­βία και στη Βλα­χία το Φλε­βά­ρη του 1821, υπό την ηγε­σία του Αλέ­ξαν­δρου Υψη­λά­ντη. Εύ­κο­λα µπο­ρεί να προ­βλέ­ψει κα­νείς ότι αν αυτή η από­πει­ρα απο­δει­κνυό­ταν επι­τυ­χής, οι κρα­τι­κές, εθνι­κές, γλωσ­σι­κές κ.ά «πρα­γµα­τι­κό­τη­τες» που θα δια­µόρ­φω­νε θα ήταν αρ­κε­τά δια­φο­ρε­τι­κές από αυτές που τε­λι­κά υλο­ποι­ή­θη­καν µε τη νίκη της επα­νά­στα­σης στο άλλο άκρο της Βαλ­κα­νι­κής. Είναι ένα ισχυ­ρό επι­χεί­ρη­µα για όσους εξα­κο­λου­θούν να πι­στεύ­ουν ότι τα υλικά απο­τε­λέ­σµα­τα των επα­να­στά­σε­ων κα­θο­ρί­ζο­νται από τις πρά­ξεις των επα­να­στά­σε­ων και όχι από τα αφη­ρη­µέ­να «σχέ­δια» των επα­να­στα­τών. Καµιά από τις προ­βλέ­ψεις της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας δεν επι­βε­βαιώ­θη­κε: ο Τσά­ρος δεν πα­ρε­νέ­βη υπέρ των επα­να­στα­τών, τη­ρώ­ντας τις δε­σµεύ­σεις του απέ­να­ντι στην Ιερά Συ­µµα­χία. Οι ντό­πιοι αγρό­τες κα­θο­ρί­στη­καν από την κα­χυ­πο­ψία τους απέ­να­ντι στους ελ­λη­νό­φω­νους φα­να­ριώ­τες Ηγε­µό­νες και δεν αντα­πο­κρί­θη­καν στο επα­να­στα­τι­κό κά­λε­σµα. Ση­µα­ντι­κοί οπλαρ­χη­γοί λι­πο­τά­κτη­σαν ή αυ­το­µό­λη­σαν από το πλευ­ρό του Υψη­λά­ντη προς την υπο­στή­ρι­ξη των οθω­µα­νι­κών στρα­τευ­µά­των. Το κί­νη­µα συ­νε­τρί­βη γρή­γο­ρα.

6β. Η κή­ρυ­ξη της επα­νά­στα­σης επι­ση­µο­ποί­η­σε τη διά­σπα­ση του «Γέ­νους». Η Εκ­κλη­σία αφό­ρι­σε τους επα­να­στά­τες και κά­λε­σε τους υπη­κό­ους να δεί­ξουν πίστη στον «ελέω Θεού» Βα­σι­λιά τους, δη­λα­δή στο Σουλ­τά­νο.

Το Φα­νά­ρι δι­χά­στη­κε. Ένα τµήµα του δή­λω­σε πίστη στο κα­θε­στώς και επι­µο­νή στο «σχέ­διο» εσω­τε­ρι­κής µε­ταρ­ρύ­θµι­σης της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Μια µειο­ψη­φία, λει­τουρ­γώ­ντας κυ­ρί­ως σε ατο­µι­κή βάση, εντά­χθη­κε στην επα­νά­στα­ση και έπαι­ξε ρόλο στην πο­λι­τι­κή ορ­γά­νω­σή της.

Ανά­λο­γα δι­χά­στη­καν οι κο­τζα­µπά­ση­δες. Ισχυ­ρές οι­κο­γέ­νειες µε­γα­λο­κτη­µα­τιών έµει­ναν ου­δέ­τε­ρες, πε­ρι­µέ­νο­ντας να δουν πού θα γύρει η πλά­στιγ­γα. Άλλοι, κυ­ρί­ως στο Μωριά, κάτω από την ασφυ­κτι­κή πίεση των µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τών, προ­σχώ­ρη­σαν και διέ­θε­σαν χρή­µα­τα και ένο­πλη δύ­να­µη.

Οι οπα­δοί της θε­ω­ρί­ας του ’21 ως «εθνι­κής» επα­νά­στα­σης, ως προ­σπά­θειας απε­λευ­θέ­ρω­σης ενός προ­ϋ­πάρ­χο­ντος έθνους από τη «µα­κραί­ω­να δου­λεία», ξε­περ­νούν αυτό το έντο­νο φαι­νό­µε­νο της διά­σπα­σης µπρο­στά στην προ­ο­πτι­κή της επα­νά­στα­σης, συ­νή­θως µε λα­θρο­χει­ρί­ες. Το πρό­βλη­µά τους γί­νε­ται µε­γα­λύ­τε­ρο αν απο­δε­χθεί κα­νείς την ιστο­ρι­κή πρα­γµα­τι­κό­τη­τα που λέει ότι µε­τα­ξύ των δυ­νά­µε­ων που προ­σήλ­θαν πρό­θυ­µα στο ξέ­σπα­σµα της επα­νά­στα­σης, ένα µε­γά­λο τµήµα των οπλαρ­χη­γών του Μωριά και της Ρού­µε­λης, όπως και οι κα­ρα­βο­κυ­ραί­οι της Ύδρας, των άλλων νη­σιών του Αρ­γο­σα­ρω­νι­κού και της Άν­δρου, ήταν δια­φο­ρε­τι­κής «εθνο­τι­κής» κα­τα­γω­γής από αυτή που µε­τέ­πει­τα απο­κα­λέ­σα­µε ελ­λη­νι­κή. Γιατί αν τα ελ­λη­νι­κά ήταν από νω­ρί­τε­ρα η βα­σι­κή γλώσ­σα στο εµπό­ριο, στη δια­νό­η­ση και στις συ­ναλ­λα­γές µε την Πύλη, η βα­σι­κή γλώσ­σα της ένο­πλης δρά­σης στα βουνά και στη θά­λασ­σα υπήρ­ξαν τα αρ­βα­νί­τι­κα.

6γ. Οι στρα­τιω­τι­κές επι­τυ­χί­ες της πρώ­της φάσης της επα­νά­στα­σης, µέχρι την ει­σβο­λή του Ιµπρα­ήµ στην Πε­λο­πόν­νη­σο, απε­λευ­θε­ρώ­νουν εδάφη και θέ­τουν έτσι µε υλι­κούς όρους το ζή­τη­µα του ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους.

Το ζή­τη­µα αυτό υπο­γρα­µµί­ζε­ται µε τις πρώ­τες «κυ­βερ­νη­τι­κές» απο­φά­σεις και κυ­ρί­ως τα πρώτα µε­τε­πα­να­στα­τι­κά Συ­ντά­γµα­τα. Αυτά, εµπνε­ό­µε­να σαφώς από τα αντί­στοι­χα της Αµε­ρι­κά­νι­κης και της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης, ορί­ζουν ως πηγή όλων των εξου­σιών το λαό. Απο­νέ­µουν την ιδιό­τη­τα του πο­λί­τη του νε­ο­σύ­στα­του κρά­τους σε όλους τους χρι­στια­νούς κα­τοί­κους των απε­λευ­θε­ρω­µέ­νων πε­ριο­χών, χωρίς καµία άλλη διά­κρι­ση (κα­τα­γω­γής, γλώσ­σας, πε­ριου­σί­ας κ.ο.κ.). Εγκα­θι­στούν το γε­νι­κό εκλο­γι­κό δι­καί­ω­µα για όλους τους άν­δρες-πο­λί­τες, αν και πρω­το­πό­ρα για την εποχή θε­σµο­θε­τούν το δι­καί­ω­µα των γυ­ναι­κών στην εκ­παί­δευ­ση. Θε­σµο­θε­τούν την κα­τάρ­γη­ση της δου­λεί­ας, την ισο­νο­µία και τη διά­κρι­ση των εξου­σιών. Ο αγώ­νας για ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος ταυ­τί­ζε­ται στα πρώτα Συ­ντά­γµα­τα µε το αί­τη­µα για δη­µο­κρα­τι­κό κρά­τος.

Η κα­τεύ­θυν­ση αυτή προ­κα­λεί συ­γκί­νη­ση και εν­θου­σια­σµό διε­θνώς. Οµά­δες εθε­λο­ντών, για­κω­βί­νοι και κα­ρµπο­νά­ροι «φι­λέλ­λη­νες», προ­σέρ­χο­νται για να πο­λε­µή­σουν στο πλευ­ρό των εξε­γε­ρµέ­νων. Το δικό µας 1821 εµφα­νί­ζε­ται σαν µια ρι­ζο­σπα­στι­κή ανα­βί­ω­ση του πνεύ­µα­τος της Επα­νά­στα­σης µέσα στο ζόφο της Ιεράς Συ­µµα­χί­ας.

6δ. Η ει­σβο­λή του Ιµπρα­ήµ στην Πε­λο­πόν­νη­σο (άνοι­ξη του 1825) ση­µα­δεύ­ει τη δεύ­τε­ρη φάση της επα­νά­στα­σης. Ο στρα­τός του Ιµπρα­ήµ δεν είχε κα­µµιά σχέση µε τα «µπου­λού­κια» που, µέχρι τότε, µπο­ρού­σαν να κι­νη­το­ποι­ή­σουν στο Μωριά οι Οθω­µα­νοί. Ήταν ο ετοι­µο­πό­λε­µος στρα­τός  του Βαλή της Αι­γύ­πτου Με­χµέτ Αλή (πα­τέ­ρα του Ιµπρα­ήµ), που ήταν εξο­πλι­σµέ­νος και ορ­γα­νω­µέ­νος από Γάλ­λους αξιω­µα­τι­κούς. Οι στρα­τιω­τι­κές νίκες του άρ­χι­σαν να δια­δέ­χο­νται η µια την άλλη. Η προ­έ­λα­ση του Ιµπρα­ήµ θέτει την επα­νά­στα­ση σε άµεσο κίν­δυ­νο και εµπλέ­κει τη µοίρα της µε την πο­λι­τι­κή των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων.

Εδώ θα χρεια­στεί να αντι­µε­τω­πί­σου­µε δύο βα­σι­κά ιστο­ρι­κά ψεύδη:

1) Δεν είναι αλή­θεια ότι οι Με­γά­λες Δυ­νά­µεις προ­σήλ­θαν αυ­το­βού­λως στη βο­ή­θεια της επα­νά­στα­σης. Αντί­θε­τα, η πο­λι­τι­κή της Ιεράς Συ­µµα­χί­ας ήταν η δια­τή­ρη­ση του στά­τους κβο στην Ανα­το­λή. Αυτό ταί­ρια­ζε ιδε­ο­λο­γι­κά στις ανά­γκες τους (ο φόβος των επα­να­στά­σε­ων) αλλά κυ­ρί­ως ταί­ρια­ζε πο­λι­τι­κά, αφού όλες οι Με­γά­λες Δυ­νά­µεις φο­βού­νταν µήπως µια από αυτές επω­φε­λη­θεί ιδιαί­τε­ρα από µια «πρό­ω­ρη» κα­τά­τµη­ση της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας. Ήταν όµως µια ισορ­ρο­πία αστα­θής και ευαί­σθη­τη.

Το ίδιο το «γε­γο­νός» της επα­νά­στα­σης του 1821, οι στρα­τιω­τι­κές επι­τυ­χί­ες της πρώ­της φάσης και η συ­γκρό­τη­ση του κρά­τους πα­ρό­τι δεν είχε διε­θνή ανα­γνώ­ρι­ση, τρά­ντα­ξε συ­θέ­µε­λα αυτή την ισορ­ρο­πία και ενερ­γο­ποί­η­σε τις αντι­θέ­σεις µε­τα­ξύ των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων.

Το 1823-24, ήδη η Ρωσία είχε επε­ξερ­γα­στεί την πρό­τα­ση των τριών βι­λα­ε­τιών (Δυ­τι­κής Ρού­µε­λης, Ανα­το­λι­κής Ρού­µε­λης κι Εύ­βοιας, Μωριά και νη­σιών Αρ­γο­σα­ρω­νι­κού), ζη­τώ­ντας να κα­το­χυ­ρω­θεί µια ηµι-αυ­το­νο­µία τους, σε κα­θε­στώς φόρου υπο­τε­λεί­ας στο Σουλ­τά­νο. Η πρό­τα­ση αυτή «πα­τού­σε» σε προη­γού­µε­να σχέ­δια µε­ταρ­ρύ­θµι­σης της Οθω­µα­νι­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας και διέ­θε­τε µια υπο­στή­ρι­ξη µε­τα­ξύ των ένο­πλων εξε­γε­ρµέ­νων (Οδ. Αν­δρού­τσος). Κρυφή επι­δί­ω­ξη αυτής της πρό­τα­σης ήταν ότι οι αδύ­να­µες ηµιαυ­τό­νο­µες «ηγε­µο­νί­ες» θα στρέ­φο­νταν ανα­γκα­στι­κά για προ­στα­σία στον Τσάρο.

Η πι­θα­νό­τη­τα ενί­σχυ­σης της πα­ρου­σί­ας της Ρω­σί­ας στο Αι­γαίο, επέ­σπευ­σε την αλ­λα­γή της πο­λι­τι­κής της Αγ­γλί­ας. Το 1823-24 η Αγ­γλία ανα­γνω­ρί­ζει πρώτη τις ένο­πλες επα­να­στα­τι­κές δυ­νά­µεις ως «εµπό­λε­µο έθνος», γε­γο­νός που απε­λευ­θε­ρώ­νει τα οπλι­σµέ­να ελ­λη­νό­κτη­τα πλοία από τους πε­ριο­ρι­σµούς «κατά της πει­ρα­τεί­ας» που είχε επι­βά­λει το αγ­γλι­κό Ναυαρ­χείο, αλλά κυ­ρί­ως απο­τε­λεί µια προει­δο­ποί­η­ση ανα­γνώ­ρι­σης της ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Πα­ράλ­λη­λα η αγ­γλι­κή κυ­βέρ­νη­ση επι­τρέ­πει στις «αγο­ρές» του Λον­δί­νου να εκ­δώ­σουν τα πρώτα δά­νεια προς τις επα­να­στα­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις και οι «αγο­ρές» αντα­πο­κρί­νο­νται κερ­δο­σκο­πώ­ντας άγρια, αλλά στην πράξη «προ­ε­ξο­φλώ­ντας» την ανε­ξαρ­τη­σία. Στη συν­θή­κη του Λον­δί­νου, η Αγ­γλία σε συ­νερ­γα­σία µε τη Γαλ­λία (που διεκ­δι­κού­σε αύ­ξη­ση της επιρ­ρο­ής της κυ­ρί­ως στη Βό­ρεια Αφρι­κή) επι­βά­λουν το «µυ­στι­κό άρθρο» που προει­δο­ποιού­σε τον Σουλ­τά­νο και τον Με­χµέτ Αλή της Αι­γύ­πτου ότι οι Με­γά­λες Δυ­νά­µεις δεν θα επι­τρέ­ψουν το στραγ­γα­λι­σµό της επα­νά­στα­σης από το στρα­τό του Ιµπρα­ήµ.

Έτσι πήραν το δρόµο προς τη ναυ­µα­χία στο Να­βα­ρί­νο (1827). Είναι πολ­λές οι ιστο­ρι­κές µαρ­τυ­ρί­ες που δεί­χνουν ότι οι Με­γά­λες Δυ­νά­µεις δεν είχαν τη γρα­µµή για συ­ντρι­βή του τουρ­κο­αι­γυ­πτια­κού στό­λου στο Να­βα­ρί­νο. Μάλ­λον τυ­χαία γε­γο­νό­τα και η υπε­ρο­ψία του Ιµπρα­ήµ, που θε­ω­ρού­σε ότι έχει υπε­ρο­πλία απέ­να­ντι στο µι­κρό­τε­ρο (αλλά πιο σύγ­χρο­νο και πιο καλά εξο­πλι­σµέ­νο) συ­µµα­χι­κό στόλο, συ­νέ­βα­λαν σε αυτό το απο­τέ­λε­σµα. Ο Άγ­γλος αντι­ναύ­αρ­χος Κό­δριγ­κτον, που ηγή­θη­κε της ναυ­µα­χί­ας στο Να­βα­ρί­νο, υπο­χρε­ώ­θη­κε να απο­λο­γη­θεί για το απο­τέ­λε­σµα, προ­κει­µέ­νου να απο­φύ­γει την απο­στρά­τευ­ση και το ναυ­το­δι­κείο για τη… νίκη του!

2) Όµως είναι εξί­σου ιστο­ρι­κό ψεύ­δος, ο ισχυ­ρι­σµός ότι οι εσω­τε­ρι­κές πο­λι­τι­κές δυ­νά­µεις της άµεσα µε­τε­πα­να­στα­τι­κής πε­ριό­δου λει­τούρ­γη­σαν ως άβου­λα πιό­νια των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων, ή σε πλήρη ταύ­τι­ση µε µια από αυτές.

Για το πιο ρι­ζο­σπα­στι­κό τµήµα της αστι­κής ηγε­σί­ας το πρό­βλη­µα ήταν να απο­κρου­στεί κάθε «εν­διά­µε­σο» διε­θνές σχέ­διο, που θα απο­µά­κρυ­νε την προ­ο­πτι­κή του ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους, να αξιο­ποι­η­θούν οι αντι­θέ­σεις των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων µε στόχο την από­κρου­ση του Ιµπρα­ήµ, να επι­τευ­χθεί η διε­θνής ανα­γνώ­ρι­ση της ανε­ξαρ­τη­σί­ας. Αυτό το πο­λι­τι­κό «σταυ­ρό­λε­ξο» απο­δεί­χθη­κε πο­λύ­πλο­κο και επώ­δυ­νο και η λύση του δεν επι­βλή­θη­κε µε ει­ρη­νι­κά µέσα.

7. Ο εσω­τε­ρι­κός αγώ­νας

Είναι ίσως το πιο συ­σκο­τι­σµέ­νο πεδίο των αφη­γή­σε­ων για την πε­ρί­ο­δο της Επα­νά­στα­σης. Οι δη­µο­φι­λείς ανα­µνή­σεις των αγω­νι­στών (συ­νή­θως των οπλαρ­χη­γών) δεν είναι καλές πηγές, γιατί πλη­µµυ­ρί­ζουν από υπο­κει­µε­νι­σµούς και µι­κρό­τη­τες απέ­να­ντι στους αντα­γω­νι­στές τους. Αντί­στοι­χα, η κυ­ρί­αρ­χη ιστο­ριο­γρα­φία κα­θο­ρί­ζε­ται από τις πο­λι­τι­κές σκο­πι­µό­τη­τες των µε­τέ­πει­τα συ­γκυ­ριών.

Είναι πα­ρα­πει­στι­κός και δη­µα­γω­γι­κός ο χα­ρα­κτη­ρι­σµός των «κο­µµά­των» της επο­χής ως γαλ­λι­κού, ρω­σι­κού, αγ­γλι­κού. Οι διαι­ρέ­σεις τους ήταν πρα­γµα­τι­κές-ου­σια­στι­κές και αφο­ρού­σαν ζη­τή­µα­τα ζωής ή θα­νά­του στην άµεση πο­λι­τι­κή και κυ­ρί­ως ζη­τή­µα­τα στρα­τη­γι­κής σε σχέση µε την προ­ο­πτι­κή και το χα­ρα­κτή­ρα του ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους.

Οι φε­ντε­ρα­λι­στές του λε­γό­µε­νου γαλ­λι­κού κό­µµα­τος, δεν υπο­στή­ρι­ζαν µια υπο­θε­τι­κή οµο­σπον­δια­κή δη­µο­κρα­τία, αλλά τη δια­τή­ρη­ση στη ζωή των προ­νο­µί­ων που ήταν κα­το­χυ­ρω­µέ­να από το προη­γού­µε­νο το­πι­κό/κοι­νο­τι­κό σύ­στη­µα, δη­λα­δή των προ­νο­µί­ων των κο­τζα­µπά­ση­δων. Γι’ αυτό οι βα­σι­κοί υπο­στη­ρι­κτές του ήταν οι µε­γά­λες οι­κο­γέ­νειες των γαιο­κτη­µό­νων της Πε­λο­πον­νή­σου.

Οι «συ­γκε­ντρω­τι­κοί» του λε­γό­µε­νου ρω­σι­κού κό­µµα­τος, απο­δέ­χο­νταν την ανά­γκη για  ένα ενιαίο-συ­γκε­ντρω­τι­κό κρά­τος, αλλά υπό αυ­ταρ­χι­κή διοί­κη­ση που θα µπο­ρού­σε να στη­ρι­χθεί κυ­ρί­ως µε την ενί­σχυ­ση των οπλαρ­χη­γών. Ο Κο­λο­κο­τρώ­νης πε­ριέ­γρα­φε την πο­λι­τι­κή του ως «γκου­βέρ­νο µι­λι­τέρ».

Οι συ­γκε­ντρω­τι­κοί του λε­γό­µε­νου αγ­γλι­κού κό­µµα­τος -οι Υδραί­οι και ο κύ­κλος του Μαυ­ρο­κορ­δά­του- υπο­στή­ρι­ζαν την ενο­ποί­η­ση και το συ­γκε­ντρω­τι­σµό του κρά­τους, υπό µια ρε­που­µπλι­κα­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση, αµφι­σβη­τώ­ντας την πρω­το­κα­θε­δρία των κο­τζα­µπά­ση­δων και αρ­νού­µε­νοι την προ­νο­µια­κή µε­τα­χεί­ρι­ση των οπλαρ­χη­γών.

Αυτές οι αντι­θέ­σεις µε­τα­ξύ των ηγε­τι­κών µε­ρί­δων των προ­νο­µιού­χων τά­ξε­ων και στρω­µά­των, δια­πλέ­κο­νταν µε την αντί­θε­ση των µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τών, των τε­χνι­τών, των ναυ­τών κ.ο.κ. µε το σύ­νο­λο των προ­νο­µιού­χων τά­ξε­ων. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό είναι το πα­ρά­δει­γµα των απο­φά­σε­ων επί των «εθνι­κών γαιών», δη­λα­δή της µοί­ρας του µε­γα­λύ­τε­ρου και πιο εύ­φο­ρου τµή­µα­τος της γης που είχε πε­ριέλ­θει στην ιδιο­κτη­σία του κρά­τους µετά την απο­χώ­ρη­ση των Οθω­µα­νών. Οι κο­τζα­µπά­ση­δες και οι οπλαρ­χη­γοί πί­ε­ζαν ασφυ­κτι­κά να πω­λη­θεί η ιδιο­κτη­σία της γης, για να βρε­θούν οι πόροι για τον πό­λε­µο κατά του Ιµπρα­ήµ, εµφα­νι­ζό­µε­νοι συ­γκυ­ρια­κά και ως αντί­πα­λοι του διε­θνούς δα­νει­σµού. Όµως σε εκεί­νη τη συ­γκυ­ρία, οι µόνοι που ήταν ικα­νοί να αγο­ρά­σουν τη γη ήταν οι κο­τζα­µπά­ση­δες και οι οπλαρ­χη­γοί που θα µε­τα­τρέ­πο­νταν σε ισχυ­ρούς γαιο­κτή­µο­νες. Η επι­µο­νή των ρε­που­µπλι­κα­νών να πα­ρα­µεί­νουν οι «εθνι­κές γαίες» σε κρα­τι­κό έλεγ­χο -έστω κι αν χρειά­στη­κε να υπο­θη­κευ­τούν για να δια­σφα­λι­στούν τα δά­νεια- άφησε ανοι­χτή τη δυ­να­τό­τη­τα να δια­τε­θούν αυτές προς καλ­λιέρ­γεια στους µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τές, οι οποί­οι στα­δια­κά κα­το­χύ­ρω­σαν δι­καιώ­µα­τα νοµής και αρ­γό­τε­ρα ιδιο­κτη­σί­ας επ’ αυτών. Σε πεί­σµα των ανα­λύ­σε­ων περί «αστο-τσι­φλι­κά­δι­κου» συ­µβι­βα­σµού, οι τσι­φλι­κά­δες δεν βγή­καν ενι­σχυ­µέ­νοι στις πε­ριο­χές που απε­λευ­θέ­ρω­σε η επα­νά­στα­ση. Αντί­θε­τα στις «νέες χώρες», στις πε­ριο­χές που προ­σαρ­τή­θη­καν στο ελ­λη­νι­κό κρά­τος µε τους πο­λέ­µους του 1912-22, η ισχύς των τσι­φλι­κά­δων υπήρ­ξε αξιο­ση­µεί­ω­τα µε­γα­λύ­τε­ρη.

Μέσα από αυτή τη δια­δι­κα­σία φτά­σα­µε στο απο­τέ­λε­σµα των δύο εµφυ­λί­ων, όπου όπως λέει ο Τ. Στα­µα­τό­που­λος στο εµβλη­µα­τι­κό βι­βλίο του «Ο Εσω­τε­ρι­κός Αγώ­νας»: η συ­µµα­χία των κα­ρα­βο­κυ­ραί­ων µε τους δια­νο­ού­µε­νους τσά­κι­σε τη συ­µµα­χία των κο­τζα­µπά­ση­δων της Πε­λο­πον­νή­σου µε τον Κο­λο­κο­τρώ­νη.

Ήταν ένα απο­τέ­λε­σµα συν­δε­δε­µέ­νο µε τις κρί­σι­µες στρα­τη­γι­κές απο­φά­σεις για το χα­ρα­κτή­ρα και την προ­ο­πτι­κή του ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους, απο­φά­σεις που πήρε και επέ­βα­λε η πιο δυ­να­µι­κή πτέ­ρυ­γα της ανερ­χό­µε­νης αστι­κής τάξης.

Το γε­γο­νός ότι η θα­νά­σι­µη απει­λή της ει­σβο­λής του Ιµπρα­ήµ αντι­µε­τω­πί­στη­κε στρα­τιω­τι­κά µέσω της εµπλο­κής των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων, είχε ως συ­νέ­πεια την επι­βο­λή του βο­να­παρ­τι­στι­κού κα­θε­στώ­τος του Κα­πο­δί­στρια και τε­λι­κά την επι­βο­λή της µο­ναρ­χί­ας. Όµως η δυ­να­µι­κή της προη­γού­µε­νης επα­να­στα­τι­κής πε­ριό­δου εκ­φρά­στη­κε σύ­ντο­µα ξανά, και από το 1843 οδή­γη­σε στη συ­ντα­γµα­τι­κή µο­ναρ­χία.

8. Συ­µπε­ρα­σµα­τι­κά

α. Το 1821 υπήρ­ξε η πρώτη χρο­νι­κά νι­κη­φό­ρα αστι­κή επα­νά­στα­ση στα Βαλ­κά­νια. Υπήρ­ξε τµήµα του µε­γά­λου κύ­µα­τος των αστι­κών επα­να­στά­σε­ων, ενώ µε τον ιδιαί­τε­ρο ρι­ζο­σπα­στι­σµό της αρ­χι­κής πε­ριό­δου της, ενί­σχυ­σε τη δυ­να­µι­κή του διε­θνούς κύ­µα­τος των επα­να­στά­σε­ων µέσα στο σκο­τει­νό διά­λει­µµα της Ιεράς Συ­µµα­χί­ας.

β. Στην επα­νά­στα­ση αυτή ηγή­θη­κε η ανερ­χό­µε­νη ελ­λη­νό­φω­νη αστι­κή τάξη, που κα­θό­ρι­σε το κί­νη­µα του Δια­φω­τι­σµού και τις βα­σι­κές επα­να­στα­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις της επο­χής.

Στό­χος της ήταν η ρήξη µε το πε­ριο­ρι­στι­κό πλαί­σιο του Οθω­µα­νι­κού δε­σπο­τι­σµού, η συ­γκρό­τη­ση ανε­ξάρ­τη­του κρά­τους, µε πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις που θα επέ­τρε­παν την πιο δυ­να­µι­κή ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σµού, µέσα στους συ­γκε­κρι­µέ­νους πε­ριο­ρι­σµούς του χώρου και του χρό­νου.

γ. Στην επα­νά­στα­ση του 1821 συ­µµε­τεί­χαν ενερ­γά οι λαϊ­κές µάζες της επο­χής. Οι µι­κρο­καλ­λιερ­γη­τές, οι ναύ­τες, οι τε­χνί­τες, πί­ε­σαν απο­φα­σι­στι­κά για το έγκαι­ρο ξέ­σπα­σµα της επα­νά­στα­σης, σή­κω­σαν το βάρος των πο­λε­µι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, πλή­ρω­σαν το βα­ρύ­τε­ρο τµήµα του κό­στους και των θυ­σιών της επα­νά­στα­σης.

Απο­σκο­πού­σαν στη βελ­τί­ω­ση της θέσης τους, µε την κα­τάρ­γη­ση του φε­ου­δαρ­χι­κού/δε­σπο­τι­κού βά­ρους, αλλά και µε την κα­τά­κτη­ση δη­µο­κρα­τι­κών πο­λι­τι­κών ελευ­θε­ριών και δι­καιω­µά­των.

Στα όρια της επο­χής, δεν µπο­ρού­σαν να έχουν ένα δικό τους, ανε­ξάρ­τη­το από την αστι­κή ηγε­σία κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό σχέ­διο, για να θέ­σουν το νέο ανε­ξάρ­τη­το κρά­τος κάτω από τον έλεγ­χο των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­µε­ων που ερ­γά­ζο­νταν για να ζή­σουν. Απέ­κτη­σαν όµως την εµπει­ρία ότι µε­γά­λες «στι­γµές» κρί­σης είναι δυ­να­τό να αντι­µε­τω­πι­στούν µε τη µέ­θο­δο της επα­νά­στα­σης. Και αυτό υπήρ­ξε µια βαθιά δια­χω­ρι­στι­κή γρα­µµή που συ­νό­δε­ψε τις κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις στις δε­κα­ε­τί­ες που ακο­λού­θη­σαν.

δ. Μέσα από αυτή τη δια­δι­κα­σία, η επα­νά­στα­ση του 1821 έθεσε τα θε­µέ­λια για τη δη­µιουρ­γία του σύγ­χρο­νου νε­ο­ελ­λη­νι­κού έθνους. Η επα­νά­στα­ση και το κρά­τος που προ­έ­κυ­ψε από αυτήν δη­µιούρ­γη­σε το έθνος, και όχι το αντί­στρο­φο.

Η γλώσ­σα, οι δια­στά­σεις του «εθνι­κού» χώρου, οι σχέ­σεις µε την Εκ­κλη­σία, η συ­νεί­δη­ση για το ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν, όλα τα στοι­χεία του «οµού ανή­κειν», δια­µορ­φώ­θη­καν αρ­χι­κά µε τις πρά­ξεις και τα απο­τε­λέ­σµα­τα της Επα­νά­στα­σης και στη συ­νέ­χεια µε τη συ­νει­δη­τή µακρά ( και όχι πάντα ει­ρη­νι­κή και συ­ναι­νε­τι­κή ) λει­τουρ­γία του κρά­τους προς την εθνι­κή οµο­γε­νο­ποί­η­ση.

Μέσα από αυτή τη δια­δι­κα­σία ο «λαός» του 1821, που απο­τε­λού­σαν οι ελ­λη­νό­φω­νοι, αρ­βα­νί­τες, βλά­χοι, µα­κε­δό­νες, σλά­βοι κ.ά. κά­τοι­κοι των εξε­γε­ρµέ­νων πε­ριο­χών, ενο­ποι­ή­θη­κε µε κέ­ντρο την έν­νοια του πο­λί­τη-υπη­κό­ου του νέου ελ­λη­νι­κού κρά­τους.

ε. Μέσα σε αυτή την πο­ρεία η αστι­κή ηγε­σία της επα­νά­στα­σης υπο­χρε­ώ­θη­κε να επε­ξερ­γα­στεί και να συ­γκε­κρι­µε­νο­ποι­ή­σει τις σχέ­σεις της µε τις Με­γά­λες Δυ­νά­µεις. Είτε για να αντι­µε­τω­πί­σει θα­νά­σι­µες απει­λές για το νε­ο­σύ­στα­το κρά­τος, είτε για να ενι­σχύ­σει τη δυ­να­µι­κή της.

Η σχέση που προ­έ­κυ­ψε προ­φα­νώς δεν ήταν ισο­µε­ρής. Άλ­λω­στε ποτέ και που­θε­νά οι σχέ­σεις στην ιστο­ρία ανά­πτυ­ξης του κα­πι­τα­λι­σµού δεν υπήρ­ξαν ισο­µε­ρείς. Δεν ήταν όµως και οι σχέ­σεις αποι­κιο­κρα­τών-αποι­κιο­κρα­τού­µε­νων. Οι κα­ρα­βο­κύ­ρη­δες αρ­χι­κά και οι βιο­µή­χα­νοι και οι τρα­πε­ζί­τες στη µακρά πε­ρί­ο­δο που ακο­λού­θη­σε, επέ­λε­γαν τη στενή πρόσ­δε­σή τους στην πο­λι­τι­κή των Με­γά­λων Δυ­νά­µε­ων -και έκα­ναν συ­γκε­κρι­µέ­νες επι­λο­γές ανά­µε­σα σε αυ­τές- εκτι­µώ­ντας ότι αυτός ήταν ο δρό­µος για την τα­χύ­τε­ρη ανά­πτυ­ξή τους, για την τα­χύ­τε­ρη ανά­πτυ­ξη του κα­πι­τα­λι­σµού στο νε­ο­σύ­στα­το κρά­τος.

Η ιστο­ρία του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σµού είναι ένα καλό πα­ρά­δει­γµα για το πώς λει­τουρ­γεί ο «νόµος» της ανι­σό­µε­ρης αλλά και συν­δυα­σµέ­νης ανά­πτυ­ξης.

Η χρο­νι­κά πρω­το­πό­ρα νίκη της αστι­κής επα­νά­στα­σης στον αρ­χι­κό ελ­λα­δι­κό χώρο, όπως και η συ­µµα­χία της ντό­πιας αστι­κής τάξης µε τις Με­γά­λες Δυ­νά­µεις, υπήρ­ξαν βα­σι­κοί πα­ρά­γο­ντες της δυ­να­µι­κής του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σµού και όχι απο­δεί­ξεις της κα­θυ­στέ­ρη­σής του.

στ. Από­δει­ξη του πα­ρα­πά­νω ισχυ­ρι­σµού είναι η νι­κη­φό­ρα επε­κτα­τι­κή πο­λι­τι­κή του ελ­λη­νι­κού κρά­τους στους πο­λέ­µους που ακο­λού­θη­σαν. Κα­νείς δεν δι­καιού­ται να ξεχνά ότι στον αιώνα που ακο­λού­θη­σε το 1821, το ελ­λη­νι­κό κρά­τος αύ­ξη­σε ση­µα­ντι­κά την έκτα­ση και τον πλη­θυ­σµό του, µέσα από µια διαρ­κή πο­λε­µι­κή προ­σπά­θεια, που για τους ερ­γά­τες και τους αγρό­τες σή­µαι­νε δε­κα­ε­τί­ες αί­µα­τος, δα­κρύ­ων και ανε­λέ­η­της κα­τα­πί­ε­σης.

Η κα­τά­πτω­ση της συ­στη­µι­κής ιστο­ριο­γρα­φί­ας µπο­ρεί, σε µε­γά­λο βαθµό, να ερµη­νευ­τεί από το γε­γο­νός ότι αυτή λει­τούρ­γη­σε δου­λι­κά µπρο­στά στις σκο­πι­µό­τη­τες της Με­γά­λης Ιδέας και υπο­τά­χθη­κε µπρο­στά στο ανερ­χό­µε­νο τότε ρεύµα του νε­ο­ελ­λη­νι­κού εθνι­κι­σµού.

ζ. Η νίκη της επα­νά­στα­σης του ’21 όρισε µια νέα ιστο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο. Όπως έγρα­φαν ο Σκλη­ρός και ο Κορ­δά­τος, σε αυτή τη νέα εποχή η µο­να­δι­κή αντι­µε­τώ­πι­ση που αρµό­ζει «στις ασθέ­νειες του κα­πι­τα­λι­σµού» είναι τα φά­ρµα­κα «της ερ­γα­τι­κής-σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης».

Όλες οι από­πει­ρες «πα­ρά­κα­µψης» από αυτά τα κα­θή­κο­ντα, όπως υπο­δεί­κνυαν οι ανα­λύ­σεις του 1821 από τη «σχολή» του Ζεύ­γου, απο­δεί­χθη­καν λα­θε­µέ­νες συ­ντα­γές τρα­γι­κής ήττας. Εί­µα­στε, λοι­πόν, ευ­τυ­χείς που σή­µε­ρα µπο­ρού­µε να πούµε µαζί µε το ΚΚΕ: Ναι, ο Κορ­δά­τος δί­νο­ντας όλη την έµφα­ση στον κοι­νω­νι­κό χα­ρα­κτή­ρα της επα­νά­στα­σης του ’21 είχε δίκιο, παρά τις αντι­φά­σεις του και τα πολλά λάθη του.

Οι αντι­κει­µε­νι­κές συν­θή­κες είναι υπε­ρώ­ρι­µες σή­µε­ρα για τη νίκη του φα­ρµά­κου «της ερ­γα­τι­κής-σο­σια­λι­στι­κής επα­νά­στα­σης» απέ­να­ντι στις «ασθέ­νειες του κα­πι­τα­λι­σµού». Οι επι­κίν­δυ­νες κα­θυ­στε­ρή­σεις αφο­ρούν τον υπο­κει­µε­νι­κό πα­ρά­γο­ντα, τόσο ως προς τη συ­γκρό­τη­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­µα­τος, όσο και ως προς τη συ­γκρό­τη­ση της πο­λι­τι­κής έκ­φρα­σής του.

Στην προ­σπά­θεια για να κα­λυ­φθεί αυτό το κενό, εµείς και όχι η κυ­ρί­αρ­χη τάξη έχου­µε να εµπνευ­στού­µε από το 1821. Γιατί ναι, η ιστο­ρία γρά­φτη­κε από τις επα­να­στά­σεις.