Η βασική διαπίστωση του Τζορτζ Όργουελ, στο γνωστό σε όλους μας μυθιστόρημα «1984», είναι ο ολοκληρωτισμός και ο έλεγχος της σκέψης των ανθρώπων.

Εξαιτίας της τραυματικής του εμπειρίας από τη φρικτή και απάνθρωπη λειτουργία των μηχανισμών εξουσίας, τόσο του ναζιστικού όσο και του σταλινικού καθεστώτος, επινόησε αυτό το βιβλίο (κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στις 8 Ιουνίου 1949), μέσα από το οποίο πέρασε στην ιστορία με την προφητική επινόηση του Μεγάλου Αδελφού (Big Brother) και μιας δυστοπικής κοινωνίας.

Επί της ουσίας προανήγγειλε τον έλεγχο των μέσων μαζικής ενημέρωσης από λίγους, αλλά και τον συνεχή έλεγχο των πολιτών τόσο στα προσωπικά τους δεδομένα όσο και μέσα από τις κάμερες παντού. Δηλαδή, ένα Πανοπτικό σύστημα ελέγχου των πάντων, το οποίο βασίζεται στα ψέματα και σε ένα εξευγενισμένο σύστημα βασανιστηρίων. Με την προειδοποίηση ότι «Ο μεγάλος αδελφός σε βλέπει», μέσω της «Αστυνομίας της Σκέψης», η οποία είναι πανταχού παρούσα, θέλησε να μας υποψιάσει ότι πρωτίστως αυτή η αστυνομία δεν βρίσκεται τόσο στους κατασταλτικούς μηχανισμούς όσο κυρίως μέσα στο μυαλό των ανθρώπων, που παρακολουθεί, ελέγχει, ενοχοποιεί και φοβίζει. «Στο μυαλό είναι ο Στόχος, το νου σου», έλεγε η Κατερίνα Γώγου.

Μέχρι και σε reality χρησιμοποιήθηκε αυτό που προείδε ο Όργουελ. Μάλιστα, το εντυπωσιακό είναι ότι έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ σε τέτοιου είδους πράξεις, και σε τόσο μεγάλο βαθμό, λες και πρόκειται για κάτι το «φυσιολογικό» να μας παρακολουθούν. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που το επίθετο «οργουελικός», «απέκτησε μια συνθηματική λειτουργία, όπως το ‘‘καφκικός’’».

Το 1984 περιγράφει μέσα από τη συγκινητική ιστορία αγάπης δυο ανθρώπων, του Γουίνστον Σμιθ και της Τζούλια, τη θέληση τους να ακολουθήσουν την επιθυμία τους, ενάντια στη θέληση του «Υπουργείου Αγάπης», το οποίο έχει ως αποστολή το ξερίζωμα της ερωτικής επιθυμίας και την απονέκρωση της ανθρώπινης καρδιάς από άλλα συναισθήματα πλην του φόβου και της λατρείας για τον «Μεγάλο Αδελφό». Αν και γνωρίζουν, βέβαια, ότι αυτή τους η πράξη δεν θα μείνει ατιμώρητη, εντούτοις ρισκάρουν και τελικά το πληρώνουν με τραγικό τρόπο.

Όμως, παρ’ ότι Γουίνστον Σμιθ έχει υποστεί τα πάνδεινα από κάθε είδους βασανιστήρια, ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, τα οποία υπερβαίνουν τα ανθρώπινα όρια, και παρ’ ότι τελικά υποκύπτει και συμβιβάζεται στην εξουσία, εντούτοις καταφέρνει και ξαφνιάζει τον βασανιστή του, λέγοντας: «Δεν θα τα καταφέρετε. Είναι αδύνατον να θεμελιώσεις ένα πολιτισμό πάνω στον φόβο, το μίσος και τη σκληρότητα. Δεν θα διαρκέσει. Η ζωή θα σας νικήσει». Δείχνει έτσι ότι κάθε πράξη αντίστασης, κάθε πράξη αμφισβήτησης, ακόμη κι όταν έχεις συνθλιβεί από τις συνθήκες, είναι μια παρακαταθήκη για τους ανθρώπους.

Κατά πως φαίνεται αυτό είναι το αισιόδοξο μήνυμα που θέλει να στείλει, μαζί πάντα με την ελπίδα. Και η ελπίδα είναι η τσίχλα, το πουλί που τραγουδάει για ελευθερία στην ύπαιθρο, καθώς επίσης η αγάπη του Γουίνστον Σμιθ για τη Τζούλια. Όμως, η μεγαλύτερη ελπίδα βρίσκεται στην εργατική τάξη. Στο βιβλίο επαναλαμβάνεται διαρκώς η έκφραση, «Αν υπάρχει ελπίδα, βρίσκεται στους εργάτες», με την έννοια ότι κυρίως η εργατική τάξη μπορεί να ανατρέψει δικτατορίες και καταπιεστικά κοινωνικά συστήματα και «αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο οι δυνάστες μας δαπανούν τόσο χρόνο και προσπάθεια ώστε να την αποτρέψουν από το να αντιληφθεί ποια είναι η πραγματική κατάσταση και ποια είναι η πραγματική της δύναμη», όπως εύστοχα παρατηρεί σε άρθρο του, ο Andy Ford (για περισσότερα δες,  «70 χρόνια από το θάνατο του Όργουελ: η ζωή, τα γραπτά και η πολιτική του στάση»).

Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι ο Όργουελ αξιοποιήθηκε από όλα τα κινήματα κριτικής σκέψης, προκειμένου να στηλιτευθούν οι εξουσιαστικές σχέσεις και η εκμετάλλευση.   

Ετικέτες