Με αφορμή τα 20 χρόνια από τον θάνατό του.

1. Η δράση του

Ο Ερνέστ Μαντέλ γεννήθηκε το 1923 στη Φρανκφούρτη και μεγάλωσε σε ένα βαθιά πολιτικοποιημένο περιβάλλον. Μαζί με την οικογένειά του μετακόμισε στο Βέλγιο μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Ο πατέρας του ήταν μέλος της οργάνωσης «Σπάρτακος», η οποία αργότερα μετεξελίχτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, το οποίο ίδρυσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο Βέλγιο, στην Αμβέρσα, όπου από 16 χρονών συμμετέχει στην οργανωμένη ταξική πάλη. Εντάσσεται στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα (ΣΕΚ), βελγικό τμήμα της νεότευκτης 4ης Διεθνούς και το 1941 γίνεται μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΕΚ. Ταυτόχρονα, βοήθησε στη δημιουργία πυρήνων στους Βέλγους ανθρακωρύχους και μεταλλωρύχους.

Με την κατάληψη του Βελγίου από τους Γερμανούς ναζί οργανώνεται στο αντιστασιακό κίνημα, όπου αναπτύσσει διεθνιστική και αντιπολεμική δράση, κάνοντας προπαγάνδα, η οποία απευθυνόταν τόσο στο βελγικό προλεταριάτο όσο και στα γερμανικά στρατεύματα. Τον Αύγουστο του 1940 συμμετείχε στην έκδοση της πρώτης παράνομης εφημερίδας του Βελγίου που έβγαινε στη φλαμανδική γλώσσα. Συλλαμβάνεται από την Γκεστάπο, αλλά κατορθώνει να δραπετεύσει. Συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά και καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία, απ’ όπου ξαναδραπετεύει. Τις δύο φορές που δραπέτευσε έγινε με τη βοήθεια των δεσμοφυλάκων του, που τους έπεισε απευθυνόμενος στα αντιστασιακά και διεθνιστικά αισθήματά τους. Συλλαμβάνεται εκ νέου και φυλακίζεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Νίεντερ-Ρόντεν, από το οποίο απελευθερώνεται με το τέλος του πολέμου.

Μετά τον πόλεμο, ηγήθηκε του βελγικού τμήματος και έγινε το νεότερο μέλος της Γραμματείας της 4ης Διεθνούς σε ηλικία 23 ετών. Μετά τη ρήξη Τίτο-Στάλιν συμμετείχε, το 1950, στην μπριγάδα της 4ης Διεθνούς για την υπεράσπιση της γιουγκοσλαβικής επανάστασης, την οποία απειλούσε ο Στάλιν. Τη δεκαετία του 1950 συνέβαλε στην εκστρατεία υπεράσπισης και ενίσχυσης των αντιαποικιακών επαναστάσεων της Αλγερίας, του Βιετνάμ, της Κούβας κλπ. Συμμετέχει ως μέλος της Επιτροπής Μελετών της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών του Βελγίου, ενώ το 1960 παίζει αποφασιστικό ρόλο στην προετοιμασία της μεγάλης γενικής απεργίας και γι’ αυτό διώκεται από το βελγικό αστικό κράτος. Τη δεκαετία του 1960 αποκτά διεθνή φήμη ως μαρξιστής οικονομολόγος. Υπήρξε στενός φίλος του  Τσε Γκεβάρα και έπειτα από πρόσκλησή του έλαβε μέρος στις συζητήσεις για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις στην Κούβα το 1963 και το 1964.

Στην εξέγερση που συγκλόνισε τη Γαλλία, τον Μάη του 1968, μετατοπίζει εκεί τη δράση του. Παίρνει ενεργό μέρος σε αυτή, βοηθάει την Κομμουνιστική Επαναστατική Νεολαία, ενώ συμμετέχει σε κάθε διαδήλωση, καθώς επίσης στα οδοφράγματα του Παρισιού, την ίδια στιγμή που έβλεπε το αυτοκίνητό του να φλέγεται. Για τη συμμετοχή του στην εν λόγω εξέγερση συλλαμβάνεται από την αστυνομία και τον απελαύνουν από τη Γαλλία. Ταυτόχρονα, θα του απαγορευτεί η είσοδος σε ΗΠΑ, Δυτική Γερμανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Σουηδία, καθώς επίσης σε ΕΣΣΔ, Ανατολική Γερμανία και Κίνα, επειδή η 4η Διεθνής πάλευε και ενάντια στα σταλινοποιημένα καθεστώτα, προπαγανδίζοντας την πολιτική επανάσταση που θα ανέτρεπε τη γραφειοκρατία και θα προωθούσε την ολοκλήρωση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στα εκφυλισμένα εργατικά κράτη.

Γενικά, εκείνη την περίοδο της διεθνούς επαναστατικής ανόδου (1965-75), προσπαθεί να βοηθήσει μια σειρά κινημάτων, δίνοντας τις απαραίτητες πολιτικές και θεωρητικές κατευθύνσεις, προωθώντας ταυτόχρονα την οικοδόμηση επαναστατικών κομμάτων.

2. Η θεωρητική του συνεισφορά

Ο Ερνέστ Μαντέλ δίδασκε Πολιτική Οικονομία στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, ενώ τιμητικές διακρίσεις του απενεμήθηκαν από το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και από τη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ. Το θεωρητικό του έργο είναι τεράστιο σε όγκο (εξέδωσε πάνω από 2.000 άρθρα και 30 βιβλία σε διάφορες γλώσσες, καθώς ήταν γνώστης πέντε γλωσσών) και κατέχει μια εξέχουσα θέση στη σοσιαλιστική βιβλιογραφία, εμπλουτίζοντας τη σύγχρονη μαρξιστική θεωρία.

Το 1962 ολοκληρώνει το τετράτομο έργο του, με τίτλο «Μαρξιστική Πραγματεία της Οικονομίας», όπου συμπληρώνει τις βασικές θέσεις της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας με τα νέα ευρήματα των κοινωνικών επιστημών: της Ανθρωπολογίας, της Εθνολογίας, της Ιστορίας, της Κοινωνιολογίας, της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Κατόπιν ακολουθεί το βιβλίο του «Γένεση και εξέλιξη των Οικονομικών Θεωριών του Κ. Μαρξ (1843-1863)». Σε αυτά τα έργα θα βασιστεί το μετέπειτα βιβλίο του, «Ο Ύστερος Καπιταλισμός», το οποίο αποτελεί μέχρι σήμερα μία από τις πληρέστερες μελέτες της εξέλιξης του μεταπολεμικού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού και του μακρού κύματος ανάπτυξης και κάμψης που τον συνόδευσε. Ο «Ύστερος Καπιταλισμός» εξετάζει τη μεταπολεμική περίοδο του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή τη δεύτερη φάση του ιμπεριαλισμού. Προσφέρει μια μαρξιστική ερμηνεία της ιστορίας του καπιταλισμού στον 20ό αιώνα. Ταυτόχρονα, δίνει μια ερμηνεία των αιτιών γένεσης, των βασικών χαρακτηριστικών και των εγγενών ορίων του μακρού μεταπολεμικού κύματος ανάπτυξης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Ο «Ύστερος Καπιταλισμός» γράφτηκε το 1970-72, λίγο πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1973-74, η οποία αποτέλεσε το ορόσημο για τη μεταστροφή του μακρού κύματος ανάπτυξης στο μακρύ κύμα κάμψης.

Εδώ είναι αναγκαίο να πούμε ότι η μελέτη της καπιταλιστικής ανάπτυξης, εκείνην την εποχή, δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση, αφενός εξαιτίας της βαρύτητας και αποστέωσης του σοβιετικού μαρξισμού, αφετέρου επειδή ότι ο μαρξισμός στη Δύση ήταν κατά κύριο λόγο σε ακαδημαϊκό επίπεδο, στα πανεπιστήμια. Η συνεισφορά του Μαντέλ έγκειται στο ότι επαναφέρει στην επικαιρότητα την ανάλυση της κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας στηριζόμενος τόσο στο έργο του Μαρξ όσο και στο γεγονός ότι ο ίδιος ήταν μαχόμενος μαρξιστής με ενεργό δράση στο επαναστατικό κίνημα. Γι’ αυτόν τον λόγο, το έργο του σχετικά με τη μαρξιστική οικονομική ανάλυση είναι μνημειώδες. Η συμβολή του στην επαναφορά του μαρξισμού και στη μελέτη των καπιταλιστικών τάσεων εκείνης της εποχής είναι πολύ σημαντική, διότι άνοιξαν νέους δρόμους. Ασχολήθηκε εκτεταμένως με το θέμα των καπιταλιστικών κρίσεων και επεξεργάστηκε τη θεωρία των μακρών κυμάτων, η οποία συμπληρώνει τη θεωρία των κρίσεων. Στη θεωρία των μακρών κυμάτων μίλησε για διεθνείς «οικονομικούς κύκλους» μεγάλου μήκους κύματος, οι οποίοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον με μέση διάρκεια περίπου 50 με 60 χρόνια. Εξηγούσε, βέβαια, πως επειδή η συμπεριφορά ενός μεγάλου μήκους κύματος δεν μπορεί να προβλεφθεί με απόλυτη ακρίβεια, η εν λόγω θεωρία αξιοποιείται πιο πολύ ως περιγραφικό σχήμα για να προσδιορίσει τις φάσεις εξέλιξης του καπιταλισμού και την ταξική πάλη ως «ιστορικές εποχές», παρά ως οικονομικούς κύκλους, όπως είναι αυτοί της βιομηχανίας.

Αν και τα οικονομικά του έργα θα τον κατατάξουν ανάμεσα στους διαπρεπέστερους και οξυδερκέστερους, σε διεθνές επίπεδο, οικονομολόγους του 20ού αιώνα,  εντούτοις δεν παραμέλησε άλλους τομείς, συμβάλλοντας στην ανάπτυξή τους. Έγραψε για τις μορφές κυριαρχίας της αστικής τάξης, τον φασισμό, την επαναστατική στρατηγική, την εργατική δημοκρατία, το χτίσιμο του επαναστατικού κόμματος, για τη νεολαία, για την ιστορία, τη φιλοσοφία, την αστική και εργατική γραφειοκρατία και άλλα. Πολλά  από τα βιβλία του κυκλοφορούν μεταφρασμένα και στα ελληνικά. Μεταξύ πολλών άλλων αναφέρουμε τα εξής: Για τις μορφές κυριαρχίας της αστικής τάξης ξεχωρίζουν τα έργα του «Η μαρξιστική θεωρία για την αλλοτρίωση» (μαζί με τον Τζορτζ Νόβακ), και το «Ο Τρότσκι για τον φασισμό»˙ για τα ζητήματα της στρατηγικής της μετάβασης τα βιβλία του, «Εργατικός Έλεγχος, Εργατικά Συμβούλια, Αυτοδιαχείριση», η «Κριτική του ευρωκομμουνισμού», και το «Εργατική τάξη, Πρωτοπορία, Κόμμα»˙ για τα ζητήματα της ιστορίας το βιβλίο του, «Το Νόημα του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου».

Σημαντικότατες είναι οι επεξεργασίες του για την αστική και εργατική γραφειοκρατία, μέσα από το σπουδαίο βιβλίο του, «Χρήμα και Εξουσία. Μαρξιστική θεωρία της Γραφειοκρατίας». Όπως ο ίδιος λέει, «… η γρα­φειοκρατία, με το δικό της τρόπο και με βάρβαρα μέσα, δεν προσπάθησε ούτε να οικοδομήσει μια σοσιαλιστι­κή αταξική κοινωνία ούτε να παλι­νορθώσει τον καπιταλισμό, αλλά να υπερασπίσει και να επεκτείνει τα δι­κά της προνόμια και την εξουσία της. Αν και δεν είχε τις κοινωνικές ή ιστορικές ρίζες ή την οικονομική λειτουργία μιας άρχουσας τάξης, είχε ωστόσο πράγματι μια σχετική αυτονομία που την καθιστούσε ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της, φτάνει να μην απειλείται άμεσα από μια μα­ζική επαναστατική εξέγερση. Η πραγματική ιστορική βάση της εξου­σίας της ήταν πρώτα η παρακμή κι έ­πειτα η εξαφάνιση της ανεξάρτητης μαζικής δράσης. Όσο επικρατούσε αυτή η κατάσταση, η σχετική αυτονο­μία θα μπορούσε να παραμένει.

Από τη σκοπιά της μακροπρόθε­σμης, ιστορικής εξέλιξης, η σοβιετική γραφειοκρατία μπορεί πραγματικά να ειδωθεί σαν ιμάντας μεταβίβασης της καπιταλιστικής πίεσης στη Σοβιετική Ένωση.

[…] Με αυτή την έννοια, όπως ακρι­βώς η διαδικασία της γραφειοκρατικοποίησης βασίζεται στην αποδυ­νάμωση του ελέγχου που ασκεί η εργατική τάξη στις οργανώσεις της και το εργατικό κράτος, έτσι και η αποδυνάμωση της γραφειοκρατίας βασίζεται σε μια ριζική αύξηση της αυτενέργειας και αυτοοργάνωσης των εργαζομένων –μπλε και λευκά κολάρα ενωμένα– και της ικανότη­τάς τους να πάρουν στα δικά τους χέρια την αναδιοργάνωση της κοι­νωνίας κάτω από σχετικά ευνοϊκές συνθήκες υλικού πλούτου».

Επίσης, ο Μαντέλ, μέσα από τα έργα του, επεξεργάστηκε περαιτέρω την τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου, δείχνοντας ότι δεν είναι απλά και μόνο μια ενότητα των κομμάτων της Αριστεράς, αλλά πρωτίστως ενότητα των δυνάμεων της εργατικής τάξης για την αντιμετώπιση της αστικής επίθεσης. Επέμενε ότι η τακτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου πρέπει να είναι συνδεδεμένη με το Μεταβατικό Πρόγραμμα και στη βάση αυτή θεωρούσε πολύ σημαντικό να υπάρχει, εντός αυτού του μετώπου, σοβαρός συσχετισμός των επαναστατικών δυνάμεων, οι οποίες βέβαια θα κρατούν την πολιτική και οργανωτική τους αυτονομία. Στην αντίθετη περίπτωση υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να διολισθήσει σε λαϊκομετωπικές αντιλήψεις, δηλαδή σε ηγεμονία των αστικών ιδεών εντός του, όπως έχει δείξει, στα καθ’ ημάς, η εμπειρία του ΕΑΜ και προσφάτως του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέλος, αποτελούν τομή για το επαναστατικό κίνημα οι επεξεργασίες του Μαντέλ για τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Διότι, μέσα από αυτές τις επεξεργασίες εξηγεί ότι  ταυτίζεται η δικτατορία του προλεταριάτου με την εργατική και σοσιαλιστική δημοκρατία σε αντίθεση με τη σταλινική διαστρέβλωσή τους που είναι η δικτατορία του κόμματος και της γραφειοκρατίας επάνω στην εργατική τάξη και στην κοινωνία, όπως αυτά επικράτησαν στις χώρες του λεγόμενου πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Απεναντίας, ο Μαντέλ έδινε προτεραιότητα στην αυτενέργεια των κοινωνικών δυνάμεων και στην αυτοδιοίκησή τους. Στη βάση αυτή εμβάθυνε την αντίληψή του για τον εργατικό έλεγχο και την αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων από τους ίδιους τους εργαζόμενους, μέσω των οποίων αμφισβητείται ο πυρήνας της ιεραρχίας και της εξουσίας. Εξηγούσε ότι ο εργατικός έλεγχος και η αυτοδιαχείριση είναι ουσιαστικά η στρατηγική προς την εξουσία των εργαζόμενων τάξεων. Στο βιβλίο του Χρήμα και Εξουσία, εκτιμούσε πως «Όσα κι αν είναι τα εμπόδια στο δρόμο του, ο στόχος της οικοδόμη­σης μιας αταξικής, σοσιαλιστικής κοινωνίας ούτε αδύνατος είναι ούτε εντοπίζεται σε ένα μέλλον όλο και α­πώτερο. Αναδύεται από τις τάσεις που είναι ήδη ορατές στον κόσμο γύ­ρω μας, από οικονομικές, κοινωνι­κές, πολιτιστικές και ψυχολογικές διαδικασίες που ωθούν προς την κα­τεύθυνση της αυτοδιαχείρισης».

3. Η επαναστατική του αισιοδοξία

Ο Μαντέλ πέθανε στις 20 Ιουλίου 1995.

Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε, συνέχισε τη δράση του, αφήνοντας μια τεράστια κληρονομιά, θεωρητική και πολιτική, πρακτική και ηθική, τόσο στην 4η Διεθνή όσο και στο εργατικό και επαναστατικό κίνημα, καθώς και σε κάθε νέο/-α αγωνιστή/-ίστρια που αναζητά απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και διεθνώς αναγνωρισμένους μαρξιστές θεωρητικούς μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ως διανοούμενος, πολιτικός ηγέτης και επαναστάτης συνέβαλε με το έργο και τη δράση του στην αναβάθμιση της 4ης Διεθνούς. Είναι ανεκτίμητη η συνεισφορά του στη θεωρία και στο επαναστατικό κίνημα. Επίσης, ο Μαντέλ υπήρξε ένα πρότυπο ακούραστης αφοσίωσης στην υπόθεση του σοσιαλισμού και, όπως ο Τρότσκι, επεδείκνυε μια μεγάλη αισιοδοξία για το κομμουνιστικό μέλλον της ανθρωπότητας. Στο τέλος της μπροσούρας του, με τίτλο, «Η υπεροχή του μαρξισμού» (εκδόσεις Εργατική Πάλη), γράφει τα εξής: «Ο Μαρξισμός μας διδάσκει να έχουμε μια θετική στάση, να αγαπάμε τη ζωή και τα ανθρώπινα όντα, χωρίς ψεύτικα στολίδια, χωρίς αυταπάτες, έχοντας πλήρη συνείδηση των ατέλειωτων δυσκολιών και των αναπόφευκτων πισωγυρισμάτων στη διάρκεια των εκατομμυρίων χρόνων που χρειάστηκε το είδος μας να φτάσει από την κατάσταση του μισοπιθήκου στην κατάσταση του ερευνητή της υδρογείου και του κατακτητή των ουρανών.

Σήμερα, η κατάκτηση του ελέγχου πάνω στην ίδια την κοινωνική της ύπαρξη αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου για την ανθρώπινη φυλή. Στο τέλος, θα επιτύχει να πραγματοποιήσει το ευγενέστερο απ' όλα τα καθήκοντα της: την οικοδόμηση ενός ανθρώπινου, αταξικού, μη βίαιου παγκόσμιου σοσιαλισμού».

Ετικέτες