Το 31ο Συνέδριο του ΕΚΑ συγκαλείται σε μια περίοδο όπου ήδη έχει ξεκινήσει νέα μετωπική επίθεση κατά των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων της κοινωνίας από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία διαδέχτηκε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας.
Από την αρχή της ανάληψης της εξουσίας και χωρίς χάσιμο χρόνου ή ενδοιασμούς η ΝΔ συνεχίζοντας την νεοφιλελεύθερη πολιτική των προηγουμένων, έδειξε το δόντια της στους εργαζόμενους και άρχισε να υλοποιεί τον πυρήνα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εκφράζει, υπηρετώντας πίστα τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Διαψεύδοντας για άλλη μια φορά όσους διατηρούν φρούδες ελπίδες ότι μέσω της εναλλαγής των συστημικών πολιτικών κομμάτων στην εξουσία, μπορούν οι εργαζόμενοι και η κοινωνία να ελπίζει σε ένα καλύτερο αύριο.
Ξεκίνησε με ταχύτατες νομοθετικές πρωτοβουλίες από τις πρώτες κιόλας μέρες που ανέλαβε. Κομβικό σημείο στην εκ νέου επίθεση που ξεδιπλώνει αποτέλεσε ο «αναπτυξιακός» νόμος, ο οποίος περιέλαβε σειρά αντεργατικών διατάξεων με στόχο την περαιτέρω απορρύθμιση του μηχανισμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την υποβάθμιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και την ενίσχυση των ευέλικτων μορφών εργασίας, με τις αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο. Η μη υποχρεωτική επέκταση των ΣΣΕ ή η υπερίσχυση, σε αρκετές περιπτώσεις, των τοπικών ή επιχειρησιακών έναντι της εθνικής κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ, τις αποδυναμώνουν και ενισχύουν την εργοδοτική αυθαιρεσία απαξιώνοντας τα συνδικάτα. Οι ευέλικτες μορφές εργασίας ενισχύθηκαν με την προώθηση της μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης. Η δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου συνδικαλιστικών οργανώσεων, η σύσταση μητρώου πραγματικών δικαιούχων, που αντιμετωπίζουν τα συνδικάτα ως οργανώσεις ύποπτες φοροδιαφυγής και ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος, καθώς και η ηλεκτρονική ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης για απεργία, υποβαθμίζουν το ρόλο των συνδικάτων και στοχεύουν στον πλήρη κρατικό και εργοδοτικό έλεγχό τους. Θεωρούν δημοκρατία να κυβερνούν με το ¼ των ψήφων του εκλογικού σώματος, αλλά αντιδημοκρατικό να λαμβάνονται αποφάσεις για απεργία με λιγότερο του 50% +1, γιατί προφανώς θίγονται τα επιχειρηματικά συμφέροντα που υπερασπίζεται.
Είναι δεδομένο ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια τα επίσημα ποσοστά ανεργίας έχουν υποχωρήσει σε σχέση με την πρώτη φάση της κρίσης. Σε αυτό συντέλεσαν:
Τα τεράστια ποσοστά ανεργίας της περιόδου 2012-2014 που συμπίεσαν τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, τσακίζοντας όχι μόνο των κατώτατο μισθό (που μειώθηκε και με νομοθετική απόφαση)αλλά και το μέσο μισθό συνολικά. Ουσιαστικά, οι εργοδότες προσλαμβάνουν πλέον 3 εργαζόμενους στο κόστος των 2, εκτοξεύοντας παράλληλα και το βαθμό της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης.
Η αλλαγή του συστήματος επιβολής προστίμων, με τον πρόσφατο «αναπτυξιακό» νόμο της ΝΔ, οδήγησε τους εργοδότες να αλλάξουν τακτική: Αντί να έχουν τους εργαζόμενους αδήλωτους (οι οποίοι καταγράφονταν στα επίσημα ποσοστά της ανεργίας), με μαζική πρακτική έγινε υποδηλωμένη εργασία: Οι εργαζόμενοι δουλεύουν κανονικά ή και υπερωρίες και δηλώνονται 4ωρα. Ο πραγματικός μισθός υπολείπεται πολλές φορές ακόμα και του θεσμοθετημένου βασικού μισθού, και οι ελαστικές σχέσεις εργασίας αποτελούν πλέον το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων προσλήψεων.
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι συνεχίζεται το ρεύμα μετανάστευσης προς το εξωτερικό, οι μετανάστες δεν καταγράφονται στις στατιστικές της ανεργίας και ένα μεγάλο τμήμα του παραγωγικού πληθυσμού βρίσκεται πλέον εκτός Ελλάδας.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι ο συνολικός μισθός δεν ορίζεται μόνο από το πόσα είναι τα «καθαρά» που μπαίνουν κάθε μήνα στην τράπεζα. Η υγεία, η εκπαίδευση, οι συγκοινωνίες, η στέγαση, η πρόσβαση στον πολιτισμό, αποτελούν βασικές πλευρές του «κοινωνικού εισοδήματος», ενός εισοδήματος που έχει πληγεί σοβαρά τα μνημονιακά χρόνια, και πλήττεται και με άλλους τρόπους σήμερα. Η δημόσια υγεία έχει τρομακτικές ελλείψεις σε προσωπικό, με τη κυβέρνηση να επιχειρεί να εισάγει και σε αυτόν τον τομέα τη λογική των ΣΔΙΤ και της εμπορευματοποίησης. Τα νοίκια έχουν εκτιναχθεί την τελευταία διετία, αρχικά στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας και τις περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος, συμπαρασύροντας τα νοίκια και στις υπόλοιπες περιοχές. Άνοδος που σε καμιά περίπτωση δεν σχετίζεται με κάποια αντίστοιχη άνοδο των εισοδημάτων, αλλά οφείλεται στην διεύρυνση της βραχυπρόθεσμης μίσθωσης (Airbnb κλπ), της goldenvisa (πλούσιοι εκτός ΕΕ μπορούν και παίρνουν visa αν αγοράσουν ακίνητα άνω ενός ποσού, και κάνουν στη συνέχεια επιχειρήσεις ως πολίτες της ΕΕ), και των συνολικών παιχνιδιών του real estate. Το δικαίωμα στη στέγη δεν πλήττεται όμως μόνο έτσι. Στην Ελλάδα το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης παραμένει υψηλό για τα δεδομένα των «θεσμών» παρά τη μείωσή του στα χρόνια της κρίσης, και η βούληση του αστικού μπλοκ είναι να πληθύνουν οι πλειστηριασμοί, σε συνδυασμό με τη διαδικασία εκκαθάρισης των τραπεζικών κόκκινων δανείων. Οι δημόσιοι παιδικοί σταθμοί πλέον έχουν γίνει δυσεύρετοι με πολύ αυστηρά κριτήρια αποδοχής σε σχέση με παλαιότερες εποχές, κάτι που προσθέτει ένα επιπλέον κόστος στα εργαζόμενα ζευγάρια αλλά και στις μονογονεϊκές οικογένειες, ενώ η ιδιωτική εκπαίδευση (φροντιστήρια, ξένες γλώσσες κοκ) παραμένει απαραίτητη όπως είναι δομημένο το εκπαιδευτικό και εξεταστικό σύστημα, επιβαρύνοντας σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς
Ασφαλιστικό, στη κατεύθυνση που χάραξε ο Νόμος Κατρούγκαλου κινούνται οι προωθούμενες αλλαγές. Η κυβέρνηση θεσμοθετεί για τους αυτοαπασχολούμενους ασφαλιστικές κλάσεις εισφορών εκ των οποίων θα επιλέγει ο ίδιος ο ασφαλισμένοςκαι οι οποίες θα οδηγούν και σε ανάλογες συνταξιοδοτικές αποδοχές. Στη κατώτερη κλάση εισφοράς δηλ. των 210 ευρώ το μήνα συνεπάγεται αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών κατά 19%, αφορά το 85% των «μη μισθωτών» (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται όμως και οι «μπλοκάκηδες» μισθωτοί …). Παράλληλα και παρά τη μικρή αύξηση των συντελεστών αναπλήρωσης λόγω της απόφασης του ΣτΕ - οδηγούμαστε και επίσημα σε πολύ μικρές συντάξεις: στο 1ο επίπεδο για 40(!) χρόνια προκύπτει κύρια σύνταξη 715 ευρώ, ακόμα όμως και στο τελευταίο επίπεδο για 40 χρόνια προκύπτει μικτή κύρια σύνταξη περίπου 1300 ευρώ. Τη στιγμή που μετά από τα τόσα χρόνια της μνημονιακής επίθεσης στη δημόσια ασφάλιση έχει επιτευχθεί και η διάλυση της ασφαλιστικής συνείδησης, και μέσω της αύξησης των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, ειδικά των νεότερων γενιών, η κυβέρνηση μέσω των αλλαγών που προωθεί στήνει το ιδανικότερο σκηνικό για να δημιουργήσει πελατεία για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές, η είσοδος των οποίων έχει ήδη εξαγγελθεί και διάφορα «επαγγελματικά ταμεία» ετοιμάζονται εδώ και καιρό. Το βασικότερο όλων όμως, είναι ότι εμπεδώνεται η ανταποδοτική/κεφαλαιοποιητική λογική στο ασφαλιστικό σύστημα, που πέραν του ανοίγματος στην ιδιωτικοποίηση, δημιουργεί την αίσθηση ότι οι ασφαλισμένοι είναι «ατομικά υπεύθυνοι» για τις επιλογές τους (κλάσεις, δημόσια ή ιδιωτική ασφάλιση) και η ασφάλιση μετατρέπεται από κοινωνικό δικαίωμα σε «ατομική ευθύνη», την ώρα που ήδη πολλοί νέοι εργαζόμενοι έχουν διαμορφώσει την εικόνα ότι δύσκολα θα πάρουν σύνταξη ούτως ή άλλως.
Την ίδια ώρα η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκεται όχι απλώς σε τέλμα, αλλά χρειάζονται νέες λέξεις για να περιγράψουν αυτό που συμβαίνει. Μετά από μια δεκαετία στην οποία σαρώθηκαν πολιτικές εκπροσωπήσεις και κόμματα, η ηγεσία της ΓΣΕΕ κατόρθωσε να παραμείνει μέχρι πρόσφατα στη θέση της, όχι επειδή είχε κάποια αυτόνομη ταξική πολιτική που συσπείρωσε την εργατική τάξη, αλλά το αντίθετο. Επειδή ακριβώς δεν εκπροσωπεί στην πραγματικότητα τους εργαζόμενους της χώρας, ξεκινώντας από τις μεγάλες μάζες εργαζομένων που είναι ασυνδικάλιστοι (κάτω από 10% εκτιμάται η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα), και φτάνοντας στους νόθους αντιπροσώπους των συνεδρίων, αντιλαμβάνεται κανείς το μέγεθος της διάστασης που υπάρχει μεταξύ των πραγματικών εργαζομένων και της υποτιθέμενης ηγεσίας τους. Σήμερα, πλέον, η ΓΣΕΕ έχει δοτή διοίκηση από την αστική δικαιοσύνη, και ο χρόνος διεξαγωγής του συνεδρίου της παραμένει αδιευκρίνιστος. Στο διάστημα που παρήλθε από το προηγούμενο συνέδριο, η ηγεσία της ΓΣΕΕ προχώρησε σε ακόμα πιο «τολμηρή» διολίσθηση στην εργοδοτική κατρακύλα της, επιλέγοντας να συγκροτήσει τη λεγόμενη «Κοινωνική Συμμαχία» μέσω της οποίας κάλεσε στην απεργία της 30 Μάη 2018 μαζί με εργοδοτικές ενώσεις. Η προσέλευση του κόσμου στις συγκεντρώσεις της ηγεσίας της ΓΣΕΕ αποτελούν δείγμα της πραγματικής στήριξης που απολαμβάνει μεταξύ των εργαζομένων.
Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας δεν βρίσκεται και αυτό σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Παρά το διαφορετικό εσωτερικό συσχετισμό, διακρίνεται σε μεγάλο βαθμό από απραξία, πέρα από κάποιες ανακοινώσεις συμπαράστασης σε κλαδικές και επιχειρησιακές κινητοποιήσεις, και ακολουθητισμό απέναντι στις επιλογές της ηγεσίας της ΓΣΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ακόμα και σε επίπεδο οργάνωσης κινητοποιήσεων, η μετάθεση της απεργίας του Νοεμβρίου του 2018 από τις 8 Νοεμβρίου (που είχαν αποφασίσει διάφορες ομοσπονδίες) στις 14Νοεμβρίου και στη συνέχεια στις 21 Οκτωβρίου επειδή έτσι αποφάσισε η ηγεσία της ΓΣΕΕ. Το να αλλάζουν οι ημερομηνίες των απεργιών υποβαθμίζει κι άλλο την καταρρακωμένη αξιοπιστία των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Την ίδια περίοδο, μια σειρά από πρωτοβάθμια σωματεία κατόρθωσαν να οργανώσουν μια αρκετά μαζική – για τα μεγέθη τους - απεργία την 1η Νοέμβρη του 2018, επειδή την προετοίμαζαν καιρό και επειδή η σχέση των σωματείων αυτών με τους εργαζομένους που εκπροσωπούν είναι πολύ καλύτερη. Εξάλλου, η εικόνα του ΕΚΑ μιλάει από μόνη της και στα συνέδριά του. Συνέδρια στα οποία όλη η συζήτηση εξαντλείται στη διαδικασία νομιμοποίησης συνέδρων, κατά την οποία λόγω διαφωνιών αποχωρούν σταδιακά σχεδόν όλες οι παρατάξεις, για να προσέλθουν στη συνέχεια κανονικά στις κάλπες, δίνοντας την εικόνα ενός σόου, που το μόνο που πραγματικά ενδιαφέρει τους συμμετέχοντες είναι ο εκλογικός συσχετισμός και σε κανένα βαθμό τα προβλήματα της εργατικής τάξης.
Φωτεινή εξαίρεση σε αυτή την κατάσταση αποτέλεσε η απόφαση για κήρυξη απεργίας, μαζί με την ΑΔΕΔΥ, στις 24 Σεπτεμβρίου του 2019, κόντρα στην (δικαστικά ορισμένη)ηγεσία της ΓΣΕΕ. Απεργία που έδειξε ότι μπορεί να κινητοποιηθεί ένας κόσμος, και μάλιστα απέναντι στον αναπτυξιακό νόμο που δεν είχε γίνει ακόμα αρκετά σαφές τι πρόκειται να επιφέρει ως αλλαγές στα δικαιώματα των εργαζομένων. Με αυτή την ευκαιρία το ΕΚΑ απέκτησε ξανά ορατότητα στους εργαζόμενους της Αθήνας, οι περισσότεροι από τους οποίος έχουν ξεχάσει ή δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξή του, ακριβώς λόγω της κατάστασης που επικρατεί εδώ και χρόνια.
Πριν από περίπου έναν αιώνα, δημιουργήθηκαν τα εργατικά κέντρα για να συνενώσουν τις δυνάμεις των εργαζομένων, μικρές και διάσπαρτες σε πολλές περιπτώσεις, διαδραματίζοντας παράλληλα κοινωνικό και πολιτικό ρόλο σε μια πόλη. Το ΕΚΑ σήμερα είναι το μεγαλύτερο δευτεροβάθμιο σωματείο και ο ρόλος του, πέρα από τις επιθεωρήσεις εργασίας και την παροχή νομικών συμβουλών, έχει εκφυλιστεί σε έναν διαπαραταξιακό
γραφειοκρατικό μηχανισμό, μακριά από τους εργαζόμενους της Αθήνας και ειδικότερα τους ανέργους, τους επισφαλείς και τους νέους. Το Εργατικό Κέντρο Αθήνας πρέπει και θα μπορούσε να λειτουργεί με πολύ διαφορετικούς όρους, να πρωτοστατήσει στην ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα ως το μεγαλύτερο ΕΚ της χώρας, αλλά και αξιοποιώντας τη θέση του ως συνδικάτο πόλης στην Ελλάδα:
Να οργανώσει καμπάνιες μαζικών εντάξεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, και δημιουργίας νέων σωματείων. Σωματείων -πραγματικά και όχι για λόγους συσχετισμών- εκεί που δεν υπάρχουν, ιδίως στους χώρους εργασίας της νέας γενιάς εργαζομένων, και των νέων προλεταριακών στρωμάτων.
Να ανοίξει τις πόρτες του στους επισφαλώς εργαζόμενους/ες, και σε όσους/εςκινούνται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ επισφάλειας και ανεργίας, που αποτελούν πλέον την πλειοψηφία της νέας γενιάς εργαζομένων, αλλά είναι πάρα πολλών πλέον και στις μεγαλύτερες ηλικίες. Να αναγκάσει σε αυτή την κατεύθυνση τα σωματεία μέλη του να έχουν καταστατική πρόβλεψη ένταξης των επισφαλώς εργαζομένων στις τάξεις τους. Ταυτόχρονα, να παρέμβει στους κλάδους και τις επιχειρήσεις, όπου η εργοδοσία, εκμεταλλευόμενη την ανεργία και την επισφάλεια, έχει επιβάλλει τη συνδικαλιστική ερήμωση, να ενισχύσει τους συναδέλφους, που παρόλα αυτά υψώνουν ανάστημα μέσα στις δυσκολότερες συνθήκες, και να διδαχθούν από τη δράση τους.
Να αγωνιστεί για την άρση του διαχωρισμού και κατακερματισμού του συνδικαλιστικού κινήματος και τη συγκρότηση ενιαίων και ισχυρών συνδικάτων που θα εκπροσωπούν όλους τους εργαζόμενους, τους ανέργους Έλληνες και μετανάστες. Να εντάξει τους μετανάστες εργαζόμενους στα συνδικάτα και να αποτελέσει σημείο αναφοράς για την συνολικότερη ενεργή ένταξή τους στις οργανώσεις της εργατικής τάξης.
Να οργανώσει συζητήσεις και καμπάνιες τόνωσης της ασφαλιστικής συνείδησης, προετοιμάζοντας το έδαφος για μαζικές κινητοποιήσεις απόκρουσης του νέου ασφαλιστικού, αλλά και διεκδίκησης συνολικής επαναθεμελίωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Με μείωση των ορίων συνταξιοδότησης και αναδιανεμητική λογική. Η μαχητικότητα και αντοχή των Γάλλων εργαζομένων τους τελευταίους μήνες, αλλά και η ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, δείχνουν ότι το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση μπορεί να ξαναγίνει βασικό στοιχείο της εργατικής συνείδησης.
Να λειτουργήσει ως συνδικάτο πόλης οργανώνοντας και τα σωματεία του αλλά και ευρύτερους κοινωνικούς φορείς σε μια κατεύθυνση υπεράσπισης και επαναδιεκδίκησης ευρύτερων κοινωνικών δικαιωμάτων: Το δικαίωμα για όλους στη δημόσια υγεία, το δικαίωμα στη στέγη και μια προοδευτική κεντρική στεγαστική πολιτική,
το δικαίωμα στην πρόσβαση στην ενέργεια, ξεκινώντας από το δικαίωμα στη θέρμανση, την αναβάθμιση των αστικών συγκοινωνιών, την πύκνωση του δικτύου των ΜΜΜ σταθερής τροχιάς, την πρόσβαση στον αθλητισμό και τον πολιτισμό.
Να οργανώσει ένα ευρύ μέτωπο ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις του δημοσίου πλούτου αλλά και των δημοσίων επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Ζήτημα που συνδέεται και με ζητήματα που «καίνε» σήμερα όλο τον πλανήτη, όπως το περιβαλλοντικό. Η ΔΕΗ αποκλείστηκε στην πράξη από τις ΑΠΕ, και η «πράσινη μεταβαση» έρχεται ως αποκλειστικά σχέδιο μεγάλων επιχειρήσεων οι οποίες σπέρνουν την Ελλάδα με μεγάλα αιολικά πάρκα, την ίδια ώρα που με το άλλο χέρι οι κυβερνήσεις δίνουν άδειες για εξορύξεις σε όλη την επικράτεια, και μας εμπλέκουν σε ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στην περιοχή.
Να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων των εργαζομένων και με όρους αυτοοργάνωσης. Χωρίς αυτό να αποτελεί άλλοθι για την κεντρική εξουσία να αποσυρθεί από τους τομείς που πρέπει να καλύπτει, η ιστορία του εργατικού κινήματος είναι γεμάτη παραδείγματα που η αυτοργάνωση έδωσε αρχικά τις λύσεις, με τα πρώτα ασφαλιστικά ταμεία να αποτελούν ίσως το εμβληματικότερο παράδειγμα. Να οργανώσει το λυσσαλέο κυνηγητό των εργοδοτών που δεν σέβονται το δικαίωμα στη μητρότητα. Να οργανώσει μια πλατιά ομπρέλα συνδικάτων αλλά και
συνολικότερα μαζικών φορέων, την επαναφορά του πλαισίου προστασίας της και ειδικές πρόνοιες για τις εργαζόμενες μητέρες, οι οποίες σήμερα αντιμετωπίζουν μία διπλή πρόκληση: Να εργάζονται σαν να μην είχαν παιδιά, και να είναι μητέρες σαν να μην εργάζονται. Παράλληλα, ένα τέτοιο ΕΚΑ θα έπρεπε να εντείνει τους αγώνες για την εργασιακή ισότητα των φύλων, που παραμένει επίδικο, με τις γυναίκες να υπαμείβονται σε σχέση με τους άντρες συναδέλφους τους, την ώρα που αναγκάζονται και λόγω της αποδιάρθρωσης των πλευρών του "κοινωνικού κράτους" να επωμίζονται όλο και περισσότερες ευθύνες στα νοικοκυριά.
Να υπερασπιστεί τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα μπαίνοντας ασπίδα γύρω από όσους και όσες βιώνουν την ένταση της καταστολής στην οποία επιδίδεται η κυβέρνηση της ΝΔ.
Να συσφίξει σχέσεις με φορείς της τουρκικής εργατικής τάξης, δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν συμφέρον και δεν πρόκειται να πολεμήσουν για τις επενδύσεις των ξένων και ελληνικών εξορυκτικών εταιριών.
Για να γίνουν όλα αυτά όμως, είναι αναγκαίος ένας διαφορετικός πολιτικός προσανατολισμός του ΕΚΑ, ταξικά αυτόνομος, μακριά από λογικές αναπαραγωγής γραφειοκρατιών. Ένας τρόπος λειτουργίας που θα επέτρεπε την αξιοποίηση της επινοητικότητας των εργαζομένων και την υιοθέτηση και νέων, πιο μαχητικών μορφών αγώνα για τη διεκδίκηση των εργατικών δικαιωμάτων απευθείας απέναντι στην εργοδοσία, πέραν της διεκδίκησης από τις κυβερνήσεις για την επαναθεσμοθέτηση του νομικού πλαισίου κατοχύρωσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Τέλος οι δυνάμεις της συνδικαλιστικής αριστεράς, παρά την αγωνιστική τους στάση, θα πρέπει να ξεπεράσουν και την αδυναμία τους, και να διατυπώσουν ένα συνολικό πρόγραμμα οργάνωσης του εργατικού κινήματος.
*Ο Δημήτρης Τσιαπής είναι αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ιατρικών Επισκεπτών (ΠΟΙΕ), αντιπρόσωπος στο συνέδριο του ΕΚΑ & μέλος της παράταξης «ΡΕΣΑΛΤΟ στη ΓΑΛΕΡΑ».