Τα αποτελέσματα των εκλογών στο περιφερειακό κοινοβούλιο της Μαδρίτης αποτελούν τον «πρώτο γύρο» των επικείμενων εκλογών σε επίπεδο ολόκληρου του Ισπανικού Κράτους.
Αποκάλυψαν ορισμένα βασικά πολιτικά προβλήματα που ταλανίζουν τόσο την παραδοσιακή σοσιαλφιλελεύθερη Αριστερά όσο και τη νέα λαϊκιστική Αριστερά που προέκυψε από την κινητοποίηση των αγανακτισμένων του Κινήματος 15Μ (15 Μαΐου 2011). Ταυτόχρονα όμως, πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα στο συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (PP): η ηγεσία της Ιζαμπέλ Ντίαζ Αγιούσο ήρθε φαινομενικά από το πουθενά για να αμφισβητήσει τον γενικό γραμματέα του κόμματος Πάμπλο Κασάδο, ο οποίος με τη σειρά του προσπαθεί να επωφεληθεί από τη νίκη στη Μαδρίτη. Η Αγιούσο, όπως είναι γνωστή, είναι ένα δημιούργημα του πολιτικού μάρκετινγκ που έχει αποκρυσταλλωθεί σε ένα «brand» που γέρνει τις εσωτερικές ισορροπίες του PP προς πιο σκληρές νεοφιλελεύθερες και δεξιές θέσεις. Αυτά μπορεί να αποτελέσουν μειονεκτήματα εάν η ίδια και το PP φιλοδοξούν να κυβερνήσουν τη χώρα στο σύνολό της. Τα αποτελέσματα στη Μαδρίτη -δεδομένων των ιδιαίτερων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών της περιοχής- δεν μπορούν να εξαχθούν μηχανικά στο σύνολο του Ισπανικού Κράτους. Αλλά, αναμφίβολα, η «προοδευτική κυβέρνηση» του Ισπανικού Κράτους που σχηματίστηκε από το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (PSOE) και τους Podemos (UP, Unidas Podemos) έχει δεχθεί ένα βαρύ πλήγμα.
Κι ακόμα χειρότερα, το εκλογικό αποτέλεσμα είναι ένα πολύ κακό νέο για τις υποτελείς τάξεις και για τους εργαζόμενους -εν ολίγοις, για το λαό της Αριστεράς. Ο νεοφιλελευθερισμός τύπου Τραμπ που δοκιμάστηκε στη Μαδρίτη επιβεβαίωσε και βελτίωσε την εκλογική του θέση στο πλαίσιο μιας κρίσιμης κοινωνικής συγκυρίας. Η υγειονομική και οικονομική κατάσταση που δημιούργησε η πανδημία προστέθηκε στους προηγούμενους παράγοντες που συνθέτουν μια βαθιά «κατάσταση δυσφορίας» που διατρέχει το σύνολο της κοινωνίας στο Ισπανικό Κράτος, όπως συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες.
Μια δραματική κατάσταση
Στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτή η κακοδαιμονία επιδεινώνεται για μια εργατική τάξη που υποφέρει από ανεργία 3.949.640 ατόμων τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, που σημαίνει 15,3% του ενεργού πληθυσμού -σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αν και στην πραγματικότητα είναι υψηλότερη. Μεταξύ των ατόμων κάτω των 25 ετών, ο αριθμός αυτός φτάνει το 37%. Ταυτόχρονα, ο αριθμός των εργαζομένων που επωφελούνται από τα έκτακτα μέτρα του Expediente de Regulación Temporal de Empleo (ERTE, ασφάλιση ανεργίας για προσωρινές απολύσεις) έφτασε τα 638.283 άτομα στα τέλη Απριλίου. Οι ουρές για τρόφιμα μπροστά από τα δημόσια, ιδιωτικά και λαϊκά συσσίτια είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα. Τα μέτρα «κοινωνικής ασπίδας» της κυβέρνησης του Πέδρο Σάντσεζ -όπως το άθλιο Ελάχιστο Αναγκαίο Εισόδημα που δημιουργήθηκε για ακραίες περιπτώσεις- πολλές φορές δεν υλοποιούνται, καθυστερούν και, σε κάθε περίπτωση, είναι ανεπαρκή. Η ισπανική οικονομική δομή -με έναν τομέα τουριστικών υπηρεσιών που αντιπροσώπευε σχεδόν το 13% του ΑΕΠ το 2019 πριν από το COVID19- και ένα δίκτυο μπαρ, ταβερνών και εστιατορίων δυσανάλογα μεγάλο συγκριτικά με τον ντόπιο πληθυσμό, έχει υποφέρει σκληρά από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η ισπανική κυβέρνηση, με μια αύξηση του δημόσιου χρέους που πλησιάζει το 130% του ΑΕΠ, ποντάρει στα Ταμεία Επόμενης Γενιάς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε δάνεια και επιδοτήσεις που θα πάνε κατευθείαν στις τσέπες των μεγάλων επιχειρήσεων, αγνοώντας τον δημόσιο τομέα. Η κυβέρνηση συνασπισμού PSOE-UP διατηρεί μια νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική που κατευθύνεται από την υπουργό Οικονομικών Νάντια Καλβίνιο. Δεν προσπαθεί να εφαρμόσει δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις με αναδιανεμητική λογική, στοχευμένες στην επαρκή ενίσχυση του δημόσιου τομέα. Η κυβέρνηση προσεγγίζει τα κοινωνικά προβλήματα με τη λογική της παροχής βοήθειας, στοχεύοντας να απαλύνει απλώς (χωρίς να το επιτυγχάνει) τις οδυνηρότερες εκφάνσεις της φτώχειας.
Εν ολίγοις, τα λαϊκά στρώματα δεν βλέπουν στον ορίζοντα μια λύση από την Αριστερά. Εν τω μεταξύ, οι ανισότητες μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, πλούσιων και φτωχών, εργαζομένων με αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας και εργαζομένων με επισφαλείς θέσεις εργασίας, ανδρών και γυναικών, άνω των 35 ετών και κάτω των 35 ετών, κατοίκων των μεγάλων οικονομικών κέντρων και πολιτών των υποβαθμισμένων περιοχών, αυξάνονται. Όπως ακριβώς και στις φτωχότερες χώρες, με τις προφανείς διαφορές κατά μέρος, υπάρχουν ευρεία στρώματα του πληθυσμού που βρέθηκαν αντιμέτωπα με το δίλημμα να αρρωστήσουν από COVID ή να υποφέρουν από έλλειψη εισοδήματος. Αυτό είναι το κλειδί για την κατανόηση της λαϊκής διάθεσης και συνείδησης.
Ένας άλλος πολύ αρνητικός παράγοντας συνοδεύει αυτή την αντικειμενική κατάσταση για την εργατική τάξη: η αποστράτευση και η παθητικότητα απέναντι στην κατάσταση. Οι μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες ακολουθούν μια πολιτική συνεργασίας με τα αφεντικά που αποδυναμώνει μέρα με τη μέρα τον συσχετισμό δυνάμεων. Και παρά τα πολλά λόγια, τα συνδικάτα δεν έχουν αναγκάσει την κυβέρνηση να υπερασπιστεί την αξία των συντάξεων, να αυξήσει τον υποσχόμενο κατώτατο επαγγελματικό μισθό, ούτε να καταργήσει την εργατική νομοθεσία που έχει αφήσει τους εργαζόμενους χωρίς πολλά από τα δικαιώματά τους και τα ίδια τα συνδικάτα χωρίς την ικανότητα αποτελεσματικών συλλογικών διαπραγματεύσεων. Υπάρχουν βέβαια αμυντικοί και διάσπαρτοι αγώνες σε επιχειρήσεις που απειλούνται με κλείσιμο και θύλακες κοινωνικής αντίστασης για το δικαίωμα στη στέγαση ή τη δημόσια υγεία, αλλά απέχουμε πολύ από τις μαζικές κινητοποιήσεις του 2011-2015, όταν τα «mareas» έβγαζαν δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους. [Σημείωση: Τα «mareas» («παλίρροιες» στα ισπανικά) ήταν κινήματα μαζικών δράσεων και διαδηλώσεων στα οποία οι συμμετέχοντες φορούσαν παρόμοια χρώματα, όπως «λευκή παλίρροια» για τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, «πράσινη παλίρροια» για τους εκπαιδευτικούς κ.λπ.]
Ένα μεγάλο τμήμα των ακτιβιστών των κοινωνικών κινημάτων έχει ρυμουλκηθεί γύρω από τις αριστερές περιφερειακές κυβερνήσεις και, πάνω απ' όλα, στον κυβερνητικό συνασπισμό σε επίπεδο Ισπανικού Κράτους. Αρκετά τμήματά τους έχουν ενσωματωθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον κυβερνητικό μηχανισμό και εργάζονται μέσα στους θεσμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ένα σημαντικό μέρος της ενέργειας της κινηματικής δράσης στους αγώνες για τη στέγαση, το περιβάλλον, τα δικαιώματα των γυναικών και τον αντιρατσισμό έχει συρρικνωθεί, προς όφελος μιας στάσης αναμονής κάποιων κυβερνητικών νομοθετικών ενεργειών που καθυστερούν και στο τέλος δεν πραγματοποιούνται, αθετώντας με αυτόν τον τρόπο τις υποσχέσεις και οδηγώντας στην αποθάρρυνση. Ταυτόχρονα, ο κύκλος των κινητοποιήσεων για τα εθνικά δικαιώματα στην Καταλονία έχει εισέλθει, τουλάχιστον προς το παρόν, σε φάση υποχώρησης. Το κύριο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι ο πολιτικός κύκλος που άνοιξε μετά τη 15η Μαΐου του 2011 (το κίνημα των Αγανακτισμένων) έχει κλείσει και βρισκόμαστε σε μια νέα φάση της λαϊκής οργάνωσης, χειρότερη από εκείνη που ίσχυε πριν από το σχηματισμό της κυβέρνησης Σοσιαλιστών-Unidas Podemos.
Εκλογές και πρώτες σκέψεις
Οι εκλογές της 4ης Μαΐου ήταν το αποτέλεσμα πρόωρης καταφυγής στις κάλπες. Το επερχόμενο περιφερειακό κοινοβούλιο θα έχει 2ετή θητεία, καθώς συμπληρώνει το υπόλοιπο μιας τετραετούς θητείας. Η Αγιούσο του PP μεθόδευσε τις πρόωρες εκλογές για να επωφεληθεί από το αυξημένο κύρος της μετά από έναν περίεργο ελιγμό που έκαναν οι Σοσιαλιστές σε μια άλλη περιφερειακή κυβέρνηση (Μούρθια). Αυτός ο ελιγμός δεν αξίζει να εξηγηθεί εδώ. Αξίζει μόνο να πούμε ότι στην πολιτική του ο Πέδρο Σάντσεζ (πρωθυπουργός και ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος) βασίζει τις ενέργειές του στις συμβουλές του Ιβάν Ρεδόνδο, ενός Ρασπούτιν του 21ου αιώνα, ενός εκλογικού και επικοινωνιακού συμβούλου, μισθοφόρου που έχει εργασθεί ως «τεχνικός» για διάφορα κόμματα.
Τελικά, το Λαϊκό Κόμμα (PP) πέτυχε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, κερδίζοντας 65 από τις 136 έδρες που απαρτίζουν το Σώμα, ξεπερνώντας τις έδρες που κέρδισε η Αριστερά στο σύνολό της (58). Έτσι, μαζί με τις 13 έδρες που κέρδισε το ακροδεξιό Vox, η Δεξιά μαζί με την ακροδεξιά θα έχουν 78 έδρες, 20 περισσότερες από το σύνολο της Αριστεράς. Με ποσοστό ρεκόρ συμμετοχής για περιφερειακές εκλογές 76,2% -το οποίο, θεωρητικά, υποτίθεται ότι θα ωφελούσε την Αριστερά-, η Δεξιά κέρδισε το 57% της λαϊκής ψήφου έναντι 42% της Αριστεράς. Μια απόλυτη καταστροφή.
Το ΡΡ ελέγχει την περιφερειακή κυβέρνηση της Μαδρίτης για περισσότερες από δύο δεκαετίες, αλλά στις 4 Μαΐου κέρδισε σχεδόν όλες τις πόλεις της περιοχής (εκτός από δύο μικρούς και περιθωριακούς δήμους). Κέρδισε όλες τις εκλογικές περιφέρειες στην πόλη της Μαδρίτης, συμπεριλαμβανομένων των γειτονιών και των πόλεων της παραδοσιακά στα αριστερά του κέντρου «κόκκινης ζώνης».
Ο ακόλουθος πίνακας με τα προσωρινά αποτελέσματα επαρκεί:
-----------
Λαϊκό Κόμμα: 1.620.213 ψήφοι (45%), 65 έδρες (30 έδρες το 2019)
Σοσιαλιστικό Κόμμα: 610.190 ψήφοι (16,9%), 24 έδρες (37 έδρες το 2019)
Unidas Podemos: 261.010 ψήφοι (7,2%), 10 έδρες (7 έδρες το 2019)
Mas Madrid: 614.660 ψήφοι (17,1%), 24 έδρες (20 έδρες το 2019)
Vox: 330.669 ψήφοι (9,2%), 13 έδρες (12 έδρες το 2019)
Ciudadanos: 129.216 ψήφοι (3,57%), 0 έδρες (26 έδρες το 2019)
--------
Είναι σαφές ότι η ρητορική της προέδρου Ντίαζ Αγιούσο, παρόμοια με την «τύπου Τέξας» ρητορική του Τραμπ, που βάζει τα επιχειρηματικά κέρδη πάνω από τη δημόσια υγεία, έχει υποστήριξη από ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας. Ορισμένοι επιχειρηματικοί τομείς επωφελούνται, αλλά, ταυτόχρονα, μια στενή και εγωιστική αντίληψη της καταναλωτικής «ελευθερίας» έχει κερδίσει έδαφος μεταξύ των μεσαίων τάξεων. Και ακόμη πιο σοβαρά, πολλοί εργαζόμενοι με πολύ επισφαλείς θέσεις εργασίας και εισοδήματα που κινδυνεύουν, αντιμετώπισαν το δίλημμα της επιλογής μεταξύ δύο κινδύνων: της υγείας ή της πείνας.
Ήταν απίστευτο το γεγονός ότι η Αγιούσο ξεκίνησε την προεκλογική εκστρατεία της με το σύνθημα «Σοσιαλισμός ή Ελευθερία», το οποίο αργότερα έγινε «Κομμουνισμός ή Αγιούσο». Ήταν απίστευτο το γεγονός ότι χιλιάδες άνθρωποι φώναζαν τη λέξη «Ελευθερία» μπροστά από τα κεντρικά γραφεία του ΡΡ τη νύχτα των εκλογών. Πρόκειται για μια πολιτικά κενή έκφραση, αλλά εκδηλώνει ένα ατομικιστικό συναίσθημα που ταυτίζει την «ελευθερία» με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και τον ελεύθερο χρόνο. Όπως και στην περίπτωση Τραμπ, για τον οποίο τα πραγματικά οικονομικά και υγειονομικά στοιχεία δεν είχαν σημασία, η Αγιούσο παρουσίαζε μια παράλληλη πραγματικότητα που διείσδυσε σε λαϊκά στρώματα. Παρά το γεγονός ότι είχε ένα πολύ αρνητικό απολογισμό στη διαχείριση της πανδημίας και της οικονομίας, η Αγιούσο πέτυχε τρεις στόχους με τη βοήθεια των ΜΜΕ και ενός πολύ οργανωμένου κόμματος, συντονισμένου με τις κοινωνικές του βάσεις: την Καθολική Εκκλησία, τα ιδιωτικά σχολεία που επιδοτούνται με δημόσιο χρήμα και τις εταιρείες που επωφελούνται από την ιδιωτικοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης. Πρώτον, επέβαλε τις δικές της «αλήθειες» με ψέματα και χωρίς την ελάχιστη επίφαση αληθοφάνειας. Δεύτερον, δημιούργησε τον μύθο της ύπαρξης ενός «μαδριλένικου τρόπου ζωής» (όσο γκροτέσκο κι αν φαίνεται), του οποίου η ταυτότητα απειλείται από την ισπανική κυβέρνηση. Τρίτον, και το σημαντικότερο, καθόρισε το πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκαν η πολιτική συζήτηση, οι προεκλογικές καμπάνιες και τα βασικά ζητήματα, εξασφαλίζοντας ότι δεν αυτά δεν ενεγράφησαν ως ζητήματα περιφερειακής, αλλά ισπανικής κλίμακας. Πράγματι, αυτό συγκαλύπτει την πραγματικότητα μιας περιοχής στην οποία οι κατασκευαστικές εταιρείες (τόσο στα δημόσια έργα όσο και στην αγορά ακινήτων) έχουν λάβει σημαντικά προνόμια και ενέσεις χρημάτων από την κυβέρνηση και έχει δημιουργηθεί ένας ιστός συμφερόντων γύρω από την ιδιωτική εκπαίδευση και υγεία, που υποστηρίζεται σθεναρά σε βάρος των αντίστοιχων υπηρεσιών του δημόσιου τομέα που παρακμάζουν.
Συμπληρωματικά στη νίκη του PP λειτουργεί η ισχυρή παρουσία του ακροδεξιού Vox με επικεφαλής ένα παράσιτο των δημοσίων επιχορηγήσεων, τον Σαντιάγκο Αμπασκάλ -ο οποίος είναι γνωστό ότι ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει δουλεψει- και τη Ρότσιο Μοναστέριο, μια επιχειρηματία με ιστορικό σκανδάλων απάτης στην επαγγελματική της σταδιοδρομία. Το Vox εμφανίζεται ως καλός μαθητής του (πρώην συμβούλου του Τραμπ) Στιβ Μπάνον και συγκροτείται από έναν εκρηκτικό συνδυασμό αυταρχικών νεοφιλελεύθερων, νοσταλγών του φρανκισμού, παρασιτικών εισοδηματιών, μελών της αστυνομίας και του στρατού και μπρατσωμένων νταήδων των γυμναστηρίων.
Τόσο το Vox όσο και το PP έχουν εκφράσει την πρόθεσή τους να συνεργαστούν. Με την εξαφάνιση από το κοινοβούλιο της Μαδρίτης των Ciudadanos (το Κόμμα των Πολιτών -ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα που καυχιόταν ότι ήταν κεντρώο, αλλά του οποίου οι υποστηρικτές μετακινήθηκαν προς το PP), η ισπανική εθνικιστική δεξιά έχει αναδιαμορφωθεί. Αυτό θα επηρεάσει και άλλες περιοχές, όπως είναι η περίπτωση της Ανδαλουσίας, όπου το PP και οι Ciudadanos συγκυβερνούν. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ενώ το Vox αντιπροσωπεύει έναν δυνητικό κίνδυνο που ήδη διαμορφώνει τις πολιτισμικές συζητήσεις και πολιτικές σε ορισμένα ζητήματα, ο πραγματικός εκρηκτικός και τοξικός κίνδυνος τίθεται ήδη στο εδώ και τώρα από τον αυταρχικό («ελευθεριακό») νεοφιλελευθερισμό του ΡΡ της Μαδρίτης. Όπως σε μια κυνηγετική αγέλη, υπάρχουν αυτοί που γαβγίζουν και αυτοί που δαγκώνουν: Η Μοναστέριο παραληρεί και η Αγιούσο, ανάμεσα σε ανόητες και χαζές φράσεις, προωθεί πραγματικές αντιδραστικές πολιτικές, τόσο υλικές όσο και ιδεολογικές.
Αξίζει ιδιαίτερης μνείας ότι εδώ και χρόνια όλο το φάσμα της ισπανικής Δεξιάς στις διάφορες εκδοχές της, καθώς και τα προσκείμενα σε αυτήν ΜΜΕ έχουν επικεντρώσει όλο τους το μίσος -ως άρχουσα τάξη εμφυλιοπολεμικής προέλευσης- στο πρόσωπο του ηγέτη των Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας, υποβάλλοντάς τον σε προσωπική, οικογενειακή, δημοσιογραφική και δικαστική παρενόχληση. Παρενοχλήσεις που, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, έφτασαν στο σημείο μαφιόζικων απειλών θανάτου, οι οποίες εξαπλώθηκαν και σε άλλα μέλη της ισπανικής κυβέρνησης. Πρόκειται για μια εκστρατεία που μόνο ως αποτρόπαια και επικίνδυνη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Επαναδιάταξη στον αριστερό χώρο
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα σημείωσε τα χειρότερα εκλογικά αποτελέσματα στη Μαδρίτη από το 1977. Χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, ο υποψήφιός του, Άνχελ Γκαμπιλόντο, έδωσε αυτοκτονικές υποσχέσεις, όπως ότι δεν πρόκειται να αυξήσει τους φόρους, σε μια περιφερειακή κυβέρνηση της οποίας τα έσοδα έχουν μειωθεί κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ λόγω των ετών διακυβέρνησης του PP, ή ότι στην καταπολέμηση της πανδημίας δεν θα υιοθετούσε προληπτικά μέτρα όπως το κλείσιμο της ξενοδοχειακής βιομηχανίας, διαφορετικά από αυτά που υιοθέτησε η Αγιούσο. Με αυτά, ο Γκαμπιλόντο και ο αρχηγός του, Πέδρο Σάντσεζ, προσπαθούσαν να κερδίσουν το «κεντρώο» εκλογικό σώμα, προσπάθεια που απέτυχε.
Το Más Madrid, μια διάσπαση του παλιού Podemos που αυτοπροσδιορίζεται ως πράσινο και φεμινιστικό, αλλά που ήταν πρόθυμο να συγκυβερνήσει ακόμη και με ένα κόμμα όπως οι Ciudadanos, έχει την εμπειρία τεσσάρων χρόνων δουλειάς σε δημοτικό επίπεδο. Κατάφερε να ξεπεράσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα κατά 4.000 ψήφους, γεγονός που το καθιστά το κύριο κόμμα της «συμβατικής» Αριστεράς. Διεξήγαγε μια έξυπνη εκστρατεία, με επικεφαλής τη Μόνικα Γκαρσία, μια γιατρό που συνεχίζει να εργάζεται στο νοσοκομείο της και η οποία ήταν σχεδόν η μόνη φωνή αντιπολίτευσης στις υγειονομικές πολιτικές του PP στο νομοθετικό σώμα της Μαδρίτης. Το σαφές μήνυμά της για συγκεκριμένα ζητήματα γύρω από την υγεία και τη δημόσια περίθαλψη είχε διείσδυση στο αριστερό εκλογικό σώμα. Αλλά ο πολιτικός και προγραμματικός προσανατολισμός του ίδιου του Más Madrid -ένα φιλελεύθερο σοσιαλδημοκρατικό πράσινο κόμμα που βλέπει τον εαυτό του κατ’ εικόνα των Γερμανών Πρασίνων- δείχνει επίσης τα όριά του ως εναλλακτική περιβαλλοντική και σοσιαλιστική Αριστερά ικανή να αλλάξει την τρέχουσα πολιτική κατάσταση.
Η περίπτωση του Unidas Podemos είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι αντιπροσωπεύει ό,τι έχει απομείνει από την ανανεωτική και ενθουσιώδη ανάσα που συνιστούσε το αρχικό Podemos το 2015. Οι Anticapitalistas συνέβαλαν αποφασιστικά στη δημιουργία εκείνου του Podemos και εργάστηκαν μέσα σε αυτό μέχρι που το αντιδημοκρατικό εσωτερικό του καθεστώς μας ανάγκασε να φύγουμε. Η συμμαχία UP αύξησε την εκπροσώπησή της από επτά έδρες το 2019 σε 10 το 2021. Αλλά από πολιτική άποψη, αυτή η μέτρια βελτίωση αποτελεί μια ακόμη αποτυχία. Το αποτέλεσμα ανάγκασε τον ηγέτη της, Πάμπλο Ιγκλέσιας, να παραιτηθεί από όλες τις εσωκομματικός και θεσμικές του θέσεις. Ο Ιγκλέσιας ήταν η νέα συναρπαστική πολιτική προσωπικότητα που εμφανίστηκε στο προσκήνιο το 2015. Αλλά στη δύναμή του βρισκόταν και η αδυναμία του. Μην έχοντας ένα πολιτικό σχέδιο με στρατηγικό ορίζοντα, έχτισε ένα κόμμα, το Podemos, στο οποίο είχε τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Αυτό σήμαινε ότι πραγματοποίησε έναν συστηματικό αποκλεισμό οποιασδήποτε άλλης πολιτικής άποψης, καθιστώντας αδύνατη τη δημιουργία μιας δημοκρατικής και συμμετοχικής κομματικής δομής που θα είχε σταθερή οργανική σύνδεση με την εργατική τάξη. Πόνταρε τα πάντα στην είσοδο στην κυβέρνηση Σάντσεζ. Αλλά μακριά από το να ενισχύσει τη θέση του, το Podemos υποτάχθηκε στις σοσιαλφιλελεύθερες πολιτικές. Και αντί να αμφισβητήσει το δικομματικό πολιτικό καθεστώς που δημιουργήθηκε το 1978, όπως πρότεινε να κάνει κατά την ίδρυσή του, κατέληξε να υπερασπίζεται το ισπανικό Σύνταγμα και να περιορίζει την κριτική του στη μοναρχία σε κάποιες δηλώσεις και ομιλίες.
Μετά την αποτυχία του στην κυβέρνηση, ο Ιγκλέσιας, φοβούμενος ότι το κόμμα του δεν θα ξεπερνούσε το όριο του 5% για την είσοδο στο κοινοβούλιο της Μαδρίτης, παραιτήθηκε από υπουργός της ισπανικής κυβέρνησης και αντιπρόεδρος του Σάντσεζ και ηγήθηκε της υποψηφιότητας των Unidas Podemos στις περιφερειακές εκλογές. Προσπάθησε να ενισχύσει τις τύχες του κόμματός του, το οποίο σημείωνε χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Επεδίωκε να βρεθεί σε θέση να καθορίζει την πολιτική της Αριστεράς στη Μαδρίτη ως μέλος της περιφερειακής κυβέρνησης.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας εστίασε τις προσπάθειές του στην πόλωση της αντιπαράθεσης με την Αγιούσο και τοVox, προβάλοντας την επιλογή «φασισμός ή δημοκρατία». Αυτή ήταν η παλιά προσέγγιση του Λαϊκού Μετώπου, που έκρυβε έναν ευρωκομμουνιστικό προσανατολισμό «περιτυλιγμένο» με την επίκληση της παλιάς σταλινικής ταυτότητας της εποχής του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου. Αυτή η έκκληση δεν είχε καμία σχέση με τις ανησυχίες της μάζας του πληθυσμού ούτε με τη σημερινή πραγματική κατάσταση (που δεν έχει σχέση με την Ευρώπη της δεκαετίας του 1930). Ακόμη πιο γελοίο όμως ήταν το ότι το UP στήριξε την αντιφασιστική του έκκληση στο Σύνταγμα του 1978, το οποίο ήταν προϊόν της συμφωνίας μεταξύ φρανκιστών και ρεφορμιστών. Αυτό το σύνταγμα εγγυάται ότι ένας βασιλιάς (Φίλιππος ο 4ος), διάδοχος εκείνου που διόρισε ο Φράνκο (Χουάν Κάρλος), είναι ο αρχηγός του κράτους. Διατηρεί την οικονομία της αγοράς, διευκολύνει τα εκπαιδευτικά και οικονομικά προνόμια της Καθολικής Εκκλησίας, εμποδίζει το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση και την κυριαρχία των εθνών μέσα στο Ισπανικό Κράτος και αναθέτει στο στρατό το ρόλο του εγγυητή της ενότητας της Ισπανίας.
Οι Podemos, η Izquierda Unida (Ενωμένη Αριστερά) και το Κομμουνιστικό Κόμμα (PCE) σχηματίζουν σήμερα ένα συγκεχυμένο μετακομμουνιστικό αμάλγαμα υπό την επωνυμία UP με απόλυτο ηγέτη τον Ιγκλέσιας, χωρίς κανένα ακτιβιστικό βάρος να το στηρίζει και χωρίς ένα πολιτικό πρόγραμμα διακριτό από τους Σοσιαλιστές. Το τελευταίο επεισόδιο της παραίτησης του Ιγκλέσιας από όλες τις θέσεις του αφήνει το κόμμα του, το Podemos, σε μια βαθιά εσωτερική κρίση που προμηνύει έναν άγριο αγώνα εξουσίας. Είναι μια κρίση που αναμφίβολα θα προεκταθεί στο σύνολο του UP. Αλλά η παραίτησή του είναι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μια έκφραση της αποτυχίας ενός λαϊκιστικού προσανατολισμού χωρίς πρόγραμμα ούτε πρόταση για την κοινωνία, μιας πολιτικής δράσης βασισμένης στην μονοπρόσωπη ηγεσία και σε ένα μοντέλο αντιδημοκρατικού κόμματος. Και πάνω απ' όλα, δείχνει την αποτυχία του κυβερνητισμού, αυτής της παλαιάς εμμονής του ευρωκομμουνισμού να συμμετέχει σε κυβερνήσεις ή να αναλαμβάνει υπουργικές θέσεις ως απολύτως απαραίτητης (sine qua non, ««εκ των ων ουκ άνευ»») προϋπόθεσης επιβίωσης.
Μια τελευταία σκέψη. Η επαναστατική μαρξιστική αριστερά έχει επίσης σημαντικά προβλήματα να λύσει. Το πρώτο και όχι το λιγότερο από αυτά είναι η λιγοστή κοινωνική, πολιτική και εκλογική επιρροή της. Έχει την υποχρέωση να επανεφεύρει τον εαυτό της. Ένας πολιτικός κύκλος έχει κλείσει, αλλά τα καθήκοντα που έχει μπροστά της είναι πιο πολύπλοκα απ' ό,τι ήταν στην αρχή του. Πρέπει να συνδυάσουμε το υπομονετικό έργο της ανασυγκρότησης των λαϊκών οργανώσεων και της κοινωνικής αντίστασης, την επεξεργασία ενός νέου οικοσοσιαλιστικού προγράμματος, την οικοδόμηση ενός συνεκτικού αντικαπιταλιστικού πολιτικού πόλου έλξης και νέων κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών. Πρέπει να συζητήσουμε τις εκλογικές εμπειρίες που θα επιτρέψουν στην επαναστατική αριστερά να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στην ανασύνθεση του κινήματος και να αποτρέψει την κατάπτωσή της στην ασημαντότητα. Αλλά μπορούμε να αφήσουμε αυτό το ζήτημα για ένα άλλο άρθρο προβληματισμού στο μέλλον.