Διαδηλώσεις ενάντια σε πόλεμο και ιμπεριαλισμό στις 6 και 14 Απρίλη
Στις 4 Απριλίου συμπληρώνονται 70 χρόνια από την ίδρυση του Οργανισμού Βορειοατλαντικού Συμφώνου το 1949 ή όπως είναι διεθνώς γνωστό του ΝΑΤΟ. Η επέτειος αυτή αποτελεί ένα μαύρο ορόσημο για τους λαούς. Μαύρο, γιατί ο ρόλος του ΝΑΤΟ, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές, δεν είναι άλλος από την εδραίωση της ιμπεριαλιστικής επιβολής στους λαούς και την κατοχύρωση ειδικά της αμερικανικής κυριαρχίας σε διεθνές επίπεδο.
Η συμμαχία αυτή ιδρύθηκε ως (κατ’ όνομα) αμυντική και με διακηρυγμένο στόχο την προστασία των καπιταλιστικών κρατών συμμάχων των ΗΠΑ από τις δυνάμεις του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», ανοίγοντας την ιστορική περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου». Από την πρώτη στιγμή, όμως, ήταν σαφές ότι επρόκειτο για έναν θεσμό που κατοχύρωνε τη γεωπολιτική επιρροή των ΗΠΑ στη Δυτική Ευρώπη, μετατρέποντας την τελευταία σε ένα «αμερικανικό προτεκτοράτο» κατά τη ρήση ακόμα και του Προέδρου της Γαλλίας Ντε Γκολ το 1966.
Με τον τρόπο αυτό οι ΗΠΑ κατάφερναν ανενόχλητες να επεμβαίνουν καθ’ όλη αυτή την περίοδο στην Κορέα, το Βιετνάμ, τη Λατινική Αμερική και αλλού. Άλλωστε το ΝΑΤΟ, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας (της συμμαχίας δηλαδή των χωρών του «ανατολικού μπλοκ») και την επανένωση της Γερμανίας, όχι απλώς δεν διαλύθηκε, όπως θεωρητικά θα περίμενε κανείς βάσει της διακηρυγμένης αποστολής του, αλλά ενίσχυσε τη δραστηριότητά του. Εγκαινιάστηκε έτσι μία περίοδος όπου η νατοϊκή επιθετικότητα έλαβε χώρα απροκάλυπτα σε μία σειρά από μέτωπα: στην πρώην Γιουγκοσλαβία, τόσο στον πόλεμο της Βοσνίας (1992) όσο και σ’ εκείνον του Κοσόβου (1999), στο Αφγανιστάν (από το 2001), στο Ιράκ (από το 2003) και πιο πρόσφατα στη Λιβύη και τη Συρία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η «αμυντική συμμαχία» παίζει το ρόλο του «παγκόσμιου χωροφύλακα», επιλέγοντας ποια καθεστώτα είναι αρκούντως φιλικά και άρα «δημοκρατικά» και ποια πρέπει να ανατραπούν.
Η Ελλάδα αποτελεί μέλος του ΝΑΤΟ από την ίδρυσή του σχεδόν, καθώς εντάχθηκε σε αυτό ήδη από το 1952. Το δόγμα της ελληνικής κυρίαρχης πολιτικής ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα το «ανήκομεν εις την Δύσιν». Το εν λόγω δόγμα δεν αμφισβητείται ούτε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν η Αριστερά, στην οποία με προκλητικό τρόπο εξακολουθεί να αναφέρεται, και γενικότερα το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας επανειλημμένα έχουν θέσει το αίτημα της απεμπλοκής από το ΝΑΤΟ και τους σχεδιασμούς του. Σήμερα μάλιστα η σύνδεση της ελληνικής κρατικής πολιτικής με τις νατοϊκές επιδιώξεις είναι ακόμα ισχυρότερη από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό γίνεται φανερό τόσο με την επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης να ενταχθεί στον άξονα στρατιωτικής συνεργασίας με Κύπρο-Ισραήλ-Αίγυπτο, όσο και με την εγγύηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών, της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια. Ουσιαστικά, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να κατοχυρωθεί ως ο πιο στενός εταίρος των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή. Η πολιτική αυτή προβάλλεται από διάφορους ως η κατάλληλη για την «σταθερότητα και την ειρήνη». Η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει την υποστήριξη των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας, εκμεταλλευόμενη τη χειροτέρευση των σχέσεων Άγκυρας-Ουάσινγκτον και την προσέγγιση της Τουρκίας με τη Ρωσία.
Η πολιτική αυτή είναι πλήρως ανιστόρητη, καθώς ξεχνά την πραγματικότητα. Παραβλέπει ότι το ΝΑΤΟ και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις γενικότερα ουδέποτε προστάτεψαν την ειρήνη στην περιοχή, είτε στο παρελθόν, όπως στην Κύπρο το ’74, είτε σήμερα, με την αναζωπύρωση πολεμικών μετώπων όπου ενεπλάκησαν για να «προστατέψουν» τάχα τους λαούς σε Μέση Ανατολή, Ουκρανία και Βαλκάνια.
Σήμερα λοιπόν η ανάγκη για ένα αντιπολεμικό και αντιιμπεριαλιστικό κίνημα στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, είναι μεγαλύτερη παρά ποτέ. Βασικό αίτημα οφείλει να είναι η ρήξη με τον «τοπικά κυρίαρχο» ιμπεριαλισμό, που δεν είναι άλλος από τον αμερικάνικο, με κεντρικό βραχίονα το ΝΑΤΟ. Όσο τα αμερικανικά πολεμικά πλοία και αεροσκάφη εφορμούν ελεύθερα από τη Σούδα, τη Λάρισα, τον Άραξο για να ενισχύσουν τις επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή, τόσο οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν θα μπορούν παρά να λογίζονται συνένοχες για τις επεμβάσεις που γεννούν θάνατο και πρόσφυγες. Το αίτημα της απεμπλοκής από το ΝΑΤΟ, παράλληλα, δεν μπορεί να ανάγεται σε ένα μακροπρόθεσμο μέλλον, με το επιχείρημα ότι «θα μείνουμε χωρίς συμμάχους», όπως ακούμε από τους «αριστερούς» απολογητές της κυβερνητικής γραμμής, είτε επειδή «δεν έχουν ωριμάσει ακόμα οι συνθήκες για το σοσιαλισμό», όπως ακούγεται από την πλευρά του ΚΚΕ.
Σε μια κατεύθυνση συμβολής σε ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα κινείται ο ΠΑΚΣ. Ο Πανελλαδικός Αντιπολεμικός Κινηματικός Συντονισμός (ΠΑΚΣ) συγκροτήθηκε πριν από ενάμιση περίπου χρόνο ως μια ανοιχτή, μετωπική πρωτοβουλία που φιλοδοξεί να εμπλέξει αγωνιστές/τριες για «τη μέγιστη συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, μαζικών φορέων, διανοούμενων και καλλιτεχνών για ένα αντιπολεμικό κίνημα που θα ξεσκεπάσει την παραπληροφόρηση, θα αντιταχθεί στη μετατροπή της χώρας σε ορμητήριο και ενεργούμενο του ΝΑΤΟ και θα συμβάλει στη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης και ειρήνης μεταξύ ανεξάρτητων και κυρίαρχων λαών» (από την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΚΣ). Στο πλαίσιο αυτό, απευθύνει κάλεσμα για μια πλατιά αντινατοϊκή καμπάνια και καλεί σε πραγματοποίηση συλλαλητηρίων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη στις 6/4 και κινητοποιήσεις σε νατοϊκές βάσεις πανελλαδικά το επόμενο Σαββατοκύριακο. Ας δείξουμε ότι 70 χρόνια αιματοκυλίσματος των λαών από τον ευρωατλαντικό άξονα είναι πάρα πολλά!
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά