13 χρόνια από την εξέγερση για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου

Η εξέ­γερ­ση του Δε­κέ­µβρη του 2008 απο­τε­λεί µια διαρ­κή ανοι­χτή συ­ζή­τη­ση. Και αυτό είναι ένα ση­µα­ντι­κό απο­τύ­πω­µά της µέσα στο χρόνο. Η σφαί­ρα στην καρ­διά ενός 15ρο­νου στο κέ­ντρο των Εξαρ­χεί­ων από όπλο αστυ­νο­µι­κού, δεν µπο­ρεί να ξε­χα­στεί άλ­λω­στε. Το ζή­τη­µα είναι το πώς η µνήµη, η πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση και τα συ­ναι­σθή­µα­τα εκεί­νων των ηµε­ρών, µπο­ρούν να τρο­φο­δο­τή­σουν τις µάχες του σή­µε­ρα. Το ζή­τη­µα είναι να µη χαθεί η πο­λι­τι­κή ουσία του Δε­κέ­µβρη, είτε σε πλαί­σια φε­τι­χο­ποί­η­σης της «αντι­κα­τα­στο­λής», είτε σε πλαί­σια απο­θέ­ω­σης της «θε­σµι­κό­τη­τας» ως κο­µµά­τι της λύσης.

Ο Δε­κέ­µβρης απο­τέ­λε­σε µια εξε­γερ­σια­κή δια­δι­κα­σία ει­σό­δου νέων αν­θρώ­πων στην πο­λι­τι­κή αρένα, συ­µπε­ρί­λη­ψης κα­τα­πιε­σµέ­νων κοι­νω­νι­κών κα­τη­γο­ριών στις κι­νη­το­ποι­ή­σεις και έκ­φρα­σης της αγα­νά­κτη­σης απέ­να­ντι στις κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές που τσά­κι­ζαν τους ερ­γα­ζό­µε­νους και τη νε­ο­λαία. Η δο­λο­φο­νία του Αλέ­ξαν­δρου Γρη­γο­ρό­που­λου ήταν ένα χα­στού­κι στο πρό­σω­πο µιας κοι­νω­νί­ας που ήθελε να εκ­φρα­στεί αλλά βρι­σκό­ταν σε µια πα­ρα­λυ­τι­κή ανα­µο­νή. Αλλά ποιος µπο­ρεί να ανα­µέ­νει ή να στέ­κει βου­βός µπρο­στά στους Κορ­κο­νέ­ες και τους πο­λι­τι­κούς τους προϊ­στα­µέ­νους; Μάλ­λον κα­νείς.

Η νε­ο­λαία στο προ­σκή­νιο

Η εξέ­γερ­ση του Δε­κέ­µβρη απο­τέ­λε­σε το σκα­λο­πά­τι πάνω στο οποίο πά­τη­σε µια νέα γενιά ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης και πο­λι­τι­κής απει­θαρ­χί­ας, µια νέα φουρ­νιά αν­θρώ­πων που ξε­δί­πλω­σε πολύ δυ­να­µι­κά σε δρό­µους και κοι­νω­νι­κούς χώ­ρους τους αγώ­νες της τα επό­µε­να χρό­νια. Η χρο­νι­κό­τη­τα του Δε­κέ­µβρη έχει τη ση­µα­σία της. Ήταν η συ­νέ­χεια των µα­ζι­κών φοι­τη­τι­κών αγώ­νων του 2006-2007 ενά­ντια στην ανα­θε­ώ­ρη­ση του άρ­θρου 16 και το προ­οί­µιο των πλα­τιών κοι­νω­νι­κών µαχών ενά­ντια στην επι­βο­λή των µνη­µο­νί­ων.  Όσοι πο­λι­τι­κο­ποι­ή­θη­καν στο Δε­κέ­µβρη είχαν και πα­ρελ­θόν και µέλ­λον στις ανα­φο­ρές τους. Και αυτό τον κα­θι­στά ζω­ντα­νό µέχρι σή­µε­ρα.

Η νέα γενιά που µπήκε µε φόρα στα γε­γο­νό­τα εκεί­νων των ηµε­ρών, ήταν µια γενιά που βίωνε την υπο­τί­µη­ση και την πε­ρι­φρό­νη­ση. Γιατί ήταν από τη µία «η γενιά του κα­να­πέ» και «η γενιά του φραπέ» όπως την απο­κα­λού­σαν ει­ρω­νι­κά, όµως από την άλλη ήταν και «η γενιά των 700 ευρώ». Ήταν η πρώτη που έµπαι­νε σε αυτό που λίγο αρ­γό­τε­ρα ονο­µά­στη­κε «Ελ­λά­δα της κρί­σης». Γιατί τη στι­γµή που η νε­ο­λαία και κυ­ρί­ως η νεαρή ερ­γα­τι­κή τάξη συ­µβι­βα­ζό­ταν µε την ιδέα ότι θα ζήσει φτω­χό­τε­ρα, η τότε κυ­βέρ­νη­ση Κα­ρα­µαν­λή ανα­κοί­νω­νε πα­κέ­το διά­σω­σης 28 δι­σε­κα­το­µµυ­ρί­ων στις τρά­πε­ζες. Γιατί τη στι­γµή που ο κό­σµος επι­χει­ρού­σε να δια­µαρ­τυ­ρη­θεί στους δρό­µους, η αστυ­νο­µι­κή αυ­θαι­ρε­σία και κα­τα­στο­λή είχαν φτά­σει σε άλλα επί­πε­δα.

Κάπως έτσι το σύν­θη­µα «στις τρά­πε­ζες λεφτά, στη νε­ο­λαία σφαί­ρες, ήρθε η ώρα για τις δικές µας µέρες» δια­χύ­θη­κε σε προ­αύ­λια σχο­λεί­ων, φοι­τη­τι­κά αµφι­θέ­α­τρα και δρό­µους της Αθή­νας αµέ­σως µετά τη δο­λο­φο­νία του Αλέξη. Ένα γαϊ­τα­νά­κι δια­δη­λώ­σε­ων, ακτι­βι­σµών, συ­νε­λεύ­σε­ων και συ­γκρού­σε­ων µε την αστυ­νο­µία κυ­ριάρ­χη­σε σε όλη τη χώρα. Σή­µε­ρα οι πάσης φύ­σε­ως αρ­νη­τές του Δε­κέ­µβρη κά­νουν µε­γά­λη προ­σπά­θεια να σβή­σουν από τη µνήµη τους τις πο­λύ­χρω­µες πο­ρεί­ες των µα­θη­τών, τους ακτι­βι­σµούς, το κα­µέ­νο δέ­ντρο του Κα­κλα­µά­νη, την ει­σβο­λή στην ΕΡΤ, τα δρώ­µε­να έξω από τη Λυ­ρι­κή, τους χι­λιά­δες που πλη­µµύ­ρι­σαν όλες τις πό­λεις, τη µα­ζι­κή πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση µιας ολό­κλη­ρης γε­νιάς.

Τα ρι­ζο­σπα­στι­κά πο­λι­τι­κά υπο­κεί­µε­να

Όπως ήταν ανα­µε­νό­µε­νο, ο Δε­κέ­µβρης που τις πρώ­τες ώρες αντι­µε­τω­πί­στη­κε ως µια δια­µαρ­τυ­ρία των «γνω­στών-αγνώ­στων» των Εξαρ­χεί­ων, όταν άρ­χι­σε να απο­κτά «άλλα κιλά», ξε­δί­πλω­σε µια πο­λι­τι­κή θύ­ελ­λα. Ενώ η κοι­νω­νία έβρα­ζε σύσ­σω­µος ο τότε δι­κο­µµα­τι­σµός ΝΔ-ΠΑ­ΣΟΚ, συ­νε­πι­κου­ρού­µε­νος από το ακρο­δε­ξιό ΛΑΟΣ του Κα­ρα­τζα­φέ­ρη, έσπευ­σε να κα­τα­δι­κά­σει την εξέ­γερ­ση. Τότε ήταν και µία από τις πρώ­τες φορές που λαν­σα­ρί­στη­κε δυ­να­µι­κά η λε­γό­µε­νη «κα­τα­δί­κη της βίας από όπου κι αν προ­έρ­χε­ται». Την ίδια στι­γµή το ΚΚΕ βλέ­πο­ντας ότι η εξέ­λι­ξη των γε­γο­νό­των ήταν πέραν του ελέγ­χου του, αντί να επι­διώ­ξει να συν­δε­θεί µε τους εξε­γε­ρµέ­νους, δια­µή­νυε δια στό­µα­τος της Αλέ­κας Πα­πα­ρή­γα ότι «στην πρα­γµα­τι­κή επα­νά­στα­ση δεν θα σπά­σει ούτε µία βι­τρί­να» υιο­θε­τώ­ντας τη γρα­µµή της εθνι­κής σύ­γκλι­σης µπρο­στά στους «κου­κου­λο­φό­ρους» και τους «προ­βο­κά­το­ρες».

Το µόνο κοι­νο­βου­λευ­τι­κό κόµµα που έσπευ­σε να ερµη­νεύ­σει τα γε­γο­νό­τα και να εµπλα­κεί µε τις διερ­γα­σί­ες της κοι­νω­νι­κής βάσης, ήταν ο τότε ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, που προ­φα­νώς δεν έχει καµία σχέση µε τον ση­µε­ρι­νό. Ένα απλό δεί­γµα της µε­τάλ­λα­ξής του ήταν ότι το Δε­κέ­µβρη του 2008 ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ από τη σκο­πιά των δια­δη­λω­τών ζη­τού­σε την πα­ραί­τη­ση του τότε Υπουρ­γού Προ­στα­σί­ας του Πο­λί­τη, Προ­κό­πη Παυ­λό­που­λου, και 7 χρό­νια αρ­χό­τε­ρα, από το θώκο της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας τον πρό­τει­νε ως Πρό­ε­δρο της Δη­µο­κρα­τί­ας, σε µια κο­ρύ­φω­ση εθνι­κής συ­ναί­νε­σης και πα­ρο­χής δια­πι­στευ­τη­ρί­ων στο σύ­στη­µα, ότι δεν είναι «επι­κίν­δυ­νος». Όµως εκτός από τις πα­λι­νω­δί­ες των πο­λι­τι­κών ηγε­σιών των µα­ζι­κών κο­µµά­των, πάρα πολ­λές πο­λι­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, µα­θη­τι­κές οµά­δες, φοι­τη­τι­κοί σύλ­λο­γοι, ερ­γα­ζό­µε­νοι/ες και άνερ­γοι/ες συ­να­πο­τέ­λε­σαν ένα ρι­ζο­σπα­στι­κό πο­λι­τι­κό δυ­να­µι­κό που θα έκανε αι­σθη­τή την πα­ρου­σία του τα επό­µε­να χρό­νια.

Αυτό το κο­µµά­τι επι­χει­ρεί µέχρι σή­µε­ρα να κρα­τή­σει ζω­ντα­νή την πο­λι­τι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη εκεί­νων των ηµε­ρών κατά τις οποί­ες γεν­νή­θη­καν ερω­τή­µα­τα στην κοι­νω­νία. Ερω­τή­µα­τα τα οποία µέχρι και σή­µε­ρα δεν έχουν απα­ντη­θεί µέσα στη δίνη της φτώ­χειας, της παν­δη­µί­ας και της επέ­λα­σης του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σµού. Αυτά τα ερω­τή­µα­τα, δε βρί­σκουν απά­ντη­ση σε µε­ρί­δες της αναρ­χί­ας που απο­θε­ώ­νουν το αυ­θό­ρµη­το, φε­τι­χο­ποιώ­ντας τη βία και µε­τα­τρέ­πο­ντας την 6η Δε­κέ­µβρη σε µια ετή­σια σύ­γκρου­ση µε την αστυ­νο­µία γύρω από συ­γκε­κρι­µέ­νους δρό­µους των Εξαρ­χεί­ων, ούτε από κο­µµά­τια της τότε Αρι­στε­ράς που αντι­δρα­στι­κο­ποι­ή­θη­καν εστιά­ζο­ντας µόνο στον κοι­νο­βου­λευ­τι­κό στίβο, απο­µα­κρυ­νό­µε­να από το δρόµο, τα συν­δι­κά­τα και τις πρα­γµα­τι­κές ανά­γκες του κό­σµου. Αυτά τα ερω­τή­µα­τα βρί­σκουν την απά­ντη­σή τους µέσα από την ορ­γα­νω­µέ­νη τα­ξι­κή πάλη και την αντι­πα­ρά­θε­ση στο σή­µε­ρα. Στις ανοι­χτές πλη­γές της κοι­νω­νί­ας που πρέ­πει να κλεί­σουν.

Το στοί­χη­µα της ερ­γα­τι­κής τάξης

Πολλά λέ­γο­νται κάθε χρόνο για το αν ο Δε­κέ­µβρης νί­κη­σε ή έχασε. Εµείς θα ισχυ­ρι­στού­µε ότι έµει­νε στη µέση. Ο Δε­κέ­µβρης θα απο­κτού­σε άλλη βα­ρύ­τη­τα και άλλη δυ­να­µι­κή, αν κα­τά­φερ­νε το ερ­γα­τι­κό κί­νη­µα να απο­τε­λέ­σει ένα ορ­γα­νι­κό κο­µµά­τι του και όχι έναν θεατή των εξε­λί­ξε­ων µε µι­κρές πα­ρε­µβά­σεις. Η σύν­δε­ση της νε­ο­λαί­ας, που αυ­θό­ρµη­τα ενα­ντιω­νό­ταν σε ένα σύ­στη­µα κα­τα­πί­ε­σης και κα­τα­στο­λής, µε το ορ­γα­νω­µέ­νο ερ­γα­τι­κό κί­νη­µα θα µπο­ρού­σε να έχει επι­φέ­ρει άλλες εξε­λί­ξεις. Οι ευ­θύ­νες γι’ αυτό όµως βα­ρύ­νουν πρω­τί­στως τις γρα­φειο­κρα­τι­κές ηγε­σί­ες των συν­δι­κά­των και τα φο­βι­κά τµή­µα­τα της µα­ζι­κής Αρι­στε­ράς απέ­να­ντι στις πρω­το­βου­λί­ες και τους αγώ­νες του κό­σµου.

Η ενερ­γό­τε­ρη εµπλο­κή των σω­µα­τεί­ων και των συν­δι­κά­των, η στή­ρι­ξη των οµο­σπον­διών και ερ­γα­τι­κών κέ­ντρων και, πολύ ση­µα­ντι­κό­τε­ρα, η κή­ρυ­ξη µιας γε­νι­κής απερ­γί­ας διαρ­κεί­ας θα πριό­νι­ζε τα πόδια της κυ­βέρ­νη­σης Κα­ρα­µαν­λή που ήδη έκανε «κου­τσό». Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι τα πιο σκλη­ρά και νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρα τµή­µα­τα της τότε ΝΔ, εκ­προ­σω­πού­µε­να από τον Στέ­φα­νο Μάνο, πρό­τει­ναν µέχρι και συ­µµε­το­χή του στρα­τού για την απο­κα­τά­στα­ση της τάξης. Αντι­λα­µβά­νε­ται, λοι­πόν, ο κα­θέ­νας τη ση­µα­σία µιας ενερ­γό­τε­ρης εµπλο­κής του ορ­γα­νω­µέ­νου ερ­γα­τι­κού κι­νή­µα­τος στις εξε­λί­ξεις εκεί­νων των ηµε­ρών. Αυτό που εκτό­ξευ­σε και έδωσε άλλη ση­µα­σία τον Νο­έ­µβρη του 1973, θα µπο­ρού­σε να είναι και ο κα­τα­λύ­της του Δε­κέ­µβρη του 2008. Και µά­λι­στα µε κα­λύ­τε­ρη έκ­βα­ση. Όµως αυτό δεν έγινε ποτέ.

Σή­µε­ρα, 13 χρό­νια µετά, είναι χρέος της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς να κρα­τή­σει ζω­ντα­νή τη φλόγα του Δε­κέ­µβρη. Μια φλόγα που δεν βρί­σκε­ται µόνο σε φω­τιές και οδο­φρά­γµα­τα πε­ρι­µε­τρι­κά του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, αλλά µια φλόγα που ξε­τυ­λί­γε­ται στις µι­κρές και µε­γά­λες µάχες κάθε κοι­νω­νι­κού χώρου. Ο Δε­κέ­µβρης είχε πο­λι­τι­κό πε­ριε­χό­µε­νο και όσοι τον έζη­σαν το κου­βα­λούν πάνω τους, στον τρόπο που σκέ­φτο­νται, στον τρόπο που δρουν, στον τρόπο που ορ­γα­νώ­νο­νται απέ­να­ντι στις κυ­βερ­νη­τι­κές πο­λι­τι­κές και τις αστυ­νο­µι­κές πρα­κτι­κές. Αυτή η συ­νέ­χεια του Δε­κέ­µβρη, δεν πρέ­πει να σβή­σει σε µια τυφλή αντι­πα­ρά­θε­ση µε τις δυ­νά­µεις κα­τα­στο­λής, ή σε µια ανα­κοί­νω­ση µιας κυ­βερ­νη­τι­κής νε­ο­λαί­ας. Πρέ­πει να συ­νε­χί­σει να υπάρ­χει εκεί που γεν­νή­θη­κε: Στο δρόµο του αγώνα για την υπε­ρά­σπι­ση της ζωής.

Οι µε­τα­νά­στες ως κο­µµά­τι της οργής

Ο Δε­κέ­µβρης απο­τέ­λε­σε ίσως το πρώτο µα­ζι­κό γε­γο­νός κι­νη­µα­τι­κής δρά­σης στο οποίο ενε­πλά­κη­σαν ενερ­γά οι «αό­ρα­τοι» της ευ­η­µε­ρού­σας Ελ­λά­δας. Αυτοί που σκο­τώ­νο­νταν τα προη­γού­µε­να χρό­νια στα κά­τερ­γα των Ολυ­µπια­κών Αγώ­νων, αυτοί που ζού­σαν στα ηµι­υ­πό­γεια του κέ­ντρου, αυτοί που βί­ω­ναν την κα­τα­πί­ε­ση στο πετσί τους από την πρώτη µέρα που πέ­ρα­σαν τα σύ­νο­ρα ανα­ζη­τώ­ντας µια κα­λύ­τε­ρη ζωή. Οι µε­τα­νά­στες και οι µε­τα­νά­στριες απο­τέ­λε­σαν ορ­γα­νι­κό κο­µµά­τι αυτού που απο­κα­λέ­στη­κε αρ­γό­τε­ρα «Δε­κέ­µβρης». Ήδη από την επο­µέ­νη της δο­λο­φο­νί­ας, µετά τη δια­δή­λω­ση προς τη ΓΑΔΑ, οι µε­τα­νά­στες που ζουν κάτω από την Πα­τη­σί­ων, ενώ­νο­νται µε τους κα­τα­λη­ψί­ες και συ­µµε­τέ­χουν στις συ­γκρού­σεις µε την αστυ­νο­µία.

Το ση­µα­ντι­κό, όµως, είναι ότι οι µε­τα­νά­στες/τριες µπαί­νουν στα γε­γο­νό­τα όχι ως ένας εξω­γε­νής πα­ρά­γο­ντας, αλλά ως δυ­να­µι­κό κο­µµά­τι της ευ­ρύ­τε­ρης εξε­γερ­σια­κής δια­δι­κα­σί­ας. Το Φό­ρουµ Αλ­βα­νών Με­τα­να­στών σε ανα­κοί­νω­σή του στις 19.12.2008, ανα­φέ­ρει: «Αυτές οι µέρες είναι και δικές µας (…) Είναι για τους δο­λο­φο­νη­µέ­νους από µπά­τσους ή αγα­να­κτι­σµέ­νους πο­λί­τες. Είναι για τους δο­λο­φο­νη­µέ­νους επει­δή πέ­ρα­σαν τα σύ­νο­ρα, επει­δή δού­λευαν σαν τα σκυ­λιά, επει­δή δεν σκύ­ψα­νε το κε­φά­λι για το τί­πο­τα. Είναι για τον Γκρα­µόζ Πα­λού­σι, τον Λουάν Μπε­ντε­λί­µα, τον Εντι­σόν Γιά­χαϊ, τον Τόνι Ονόι­χα, τον Αµπντου­ρα­κίµ Ιντρίζ, τον Μο­ντα­σέρ Μο­χά­µεντ Ασραφ και τό­σους άλ­λους που δεν ξε­χνά­µε».

Από την πρώτη στι­γµή η συ­µµε­το­χή τους στα γε­γο­νό­τα σχο­λιά­ζε­ται αρ­νη­τι­κά από τα κυ­ρί­αρ­χα ΜΜΕ, τα οποία επι­διώ­κουν να τους στι­γµα­τί­σουν και να τους ξε­χω­ρί­σουν από τους «υγιείς δια­δη­λω­τές». Τα ρε­πορ­τάζ για τους «πλια­τσι­κο­λό­γους λα­θρο­µε­τα­νά­στες» πάνε κι έρ­χο­νται, όµως η βα­ρύ­τη­τα των συ­νο­λι­κό­τε­ρων γε­γο­νό­των ήταν τόσο µε­γά­λη, που κα­νείς δεν µπο­ρού­σε να κα­τη­γο­ρή­σει απο­κλει­στι­κά τους µε­τα­νά­στες για αυτά που συ­νέ­βαι­ναν. Η συ­µµε­το­χή των µε­τα­να­στών/τριων, απλώς επι­βε­βαί­ω­νε αυτό που φο­βό­ταν ο υπό πα­ραί­τη­ση υπουρ­γός Προ­στα­σί­ας του Πο­λί­τη, Προ­κό­πης Παυ­λό­που­λος και η κυ­βέρ­νη­σή του, ότι µι­λά­µε για µια εξέ­γερ­ση. Αυτός είναι και ο λόγος που η αστυ­νο­µία δεν έδει­ξε καµία ανοχή στην πα­ρου­σία των µε­τα­να­στών στις δια­δη­λώ­σεις. Σύ­µφω­να µε τον Αν­δρέα Κα­λύ­βα, µέχρι το Γε­νά­ρη του 2009, από τις 273 συλ­λή­ψεις που κα­τα­γρά­φη­καν συ­νο­λι­κά τις ηµέ­ρες της εξέ­γερ­σης, οι 130 αφο­ρού­σαν σε µε­τα­νά­στες.

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες