Υπερκέρδη για τους µεγάλους παίχτες, άθλιες συνθήκες και µισθοί πείνας για τους εργαζόµενους

Ξεκινά άλλη µία τουριστική σεζόν και οι κενές θέσεις εργασίας υπολογίζονται από 60.000 έως 70.000. Άρθρα στον αστικό  Τύπο αναφέρουν µε µεγάλο προβληµατισµό πως οι νέοι αρνούνται να δουλέψουν παρότι έχουν γίνει γενναίες αυξήσεις στους µισθούς (δεν αναφέρονται πηγές ή συγκεκριµένα νούµερα) και προτείνουν µια σειρά από λύσεις όπως η µείωση των εργοδοτικών εισφορών και η εισαγωγή 200.000 εργαζόµενων από χώρες εκτός Ε.Ε. Αυτά τα άρθρα και η επίσηµη συζήτηση µέχρι στιγµής αγνοούν µια µικρή λεπτοµέρεια, την πραγµατικότητα του εργασιακού µεσαίωνα που βιώνουν οι εργαζόµενοι/ες στη «βαριά βιοµηχανία» της χώρας και την ασυδοσία την οποία απολαµβάνουν οι επιχειρήσεις του κλάδου εδώ και χρόνια.

Εργασιακός Μεσαίωνας

Προσωπικά δουλεύω στον τουρισµό από το 2015 έως και σήµερα. Επισήµως δεν έχει υπάρξει καµία αύξηση µισθού. Οι περισσότεροι εποχικοί εργαζόµενοι/ες στον τουρισµό δουλεύουν µε συµβάσεις των 800-900 ευρώ, το λιγότερο που µπορεί να δηλώσει ο εκάστοτε εργοδότης. Στην πραγµατικότητα οι απολαβές τους φτάνουν περίπου τα 1.200-1.500 (προσωπική εκτίµηση, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να υπολογιστούν τα «µαύρα»). Αυτό το ποσό αντιστοιχεί σε 9-15 ώρες δουλειάς ηµερησίως, συνήθως χωρίς ρεπό για όλη τη σεζόν που µπορεί να διαρκεί από 4 έως 7 µήνες. Υπερωρίες, αργίες, Κυριακές δεν δηλώνονται πουθενά άρα δεν πληρώνονται µε καµία προσαύξηση, καλύπτονται από το αρχικό πακέτο που έχει συµφωνηθεί. Άδειες δεν παίζουν, θα πάρεις στο τέλος µια αποζηµίωση που υπολογίζεται µε βάση τα δηλωµένα όπως και τα δώρα Χριστουγέννων/Πάσχα. Με πρόχειρους υπολογισµούς ο µέσος εργαζόµενος/η πληρώνεται µε 4 έως 6 ευρώ την ώρα. Μετά το πέρας της τουριστικής σεζόν, οι εργαζόµενοι/ες καλούνται να βγάλουν το χειµώνα µε το εποχικό επίδοµα των 479 ευρώ που παρέχεται µόλις για τρεις µήνες.

Αυτά είναι τα νούµερα. Ας δούµε και τις υπόλοιπες συνθήκες. Όταν οι επιχειρήσεις παρέχουν διαµονή συνήθως πρόκειται για ένα δωµάτιο µόνο µε τον στοιχειώδη εξοπλισµό, µε συγκατοίκους, ενώ έχουν αρχίσει να πληθαίνουν τα ειδικά διαµορφωµένα κοντέινερ. Κατά πόσο βιώσιµοι ή καλοσυντηρηµένοι είναι αυτοί οι χώροι είναι στην διακριτική ευχέρεια του κάθε εργοδότη. Αν παρέχεται διατροφή πρόκειται για ένα γεύµα την ηµέρα. Λόγω της αυξηµένης τουριστικής κίνησης οι εργαζόµενοι/ες καλούνται σε καθηµερινή βάση να καλύπτουν περισσότερα από ένα πόστα, πχ δεν είναι ασυνήθιστο ο/η σερβιτόρος/α να είναι και µπαρτέντερ, ο/η ρεσεψιονίστ να κάνει χρέη λογιστή ή/και του αχθροφόρου, ο/η λαντζιέρης/ισσα να είναι και µάγειρες, οι καµαριέρες να δουλεύουν και στα πλυντήρια και ούτω καθ’ εξής. Επιπλέον, ανάλογα µε τις γεωγραφικές ιδιαιτερότητες κάθε προορισµού, πολλοί/ες συνάδελφοι/ισσες δουλεύουν κάτω από τον καυτό ήλιο για ώρες, σε παραλίες, ακόµα και µέσα στη θάλασσα ή ανεβοκατεβαίνουν εκατοντάδες σκαλιά φορτωµένοι καθηµερινά και πάει λέγοντας, χωρίς να τους παρέχεται πάντα ο απαραίτητος εξοπλισµός.

Το τοπίο συµπληρώνουν οι µεγάλοι ξενοδοχειακοί όµιλοι, οι οποίοι έχουν την πολυτέλεια να µεταφέρουν εργαζόµενους/ες από άλλες µονάδες ανάλογα µε τις ανάγκες τους. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι πράγµατι πιο τυπικοί στις υποχρεώσεις τους, αλλά µε το «καρότο» της σταθερής δουλειάς και της επαγγελµατικής εξέλιξης συνήθως πιέζουν τους µισθούς και τα δικαιώµατα προς τα κάτω. Ακόµα και οι απαιτήσεις είναι σαφώς πιο υψηλές. Εκεί οι εργαζόµενοι είναι εντελώς αναλώσιµοι αφού υπάρχει πάντα µια στρατιά πρακτικάριων να τους αντικαταστήσει. Οι πρακτικάριοι, σπουδαστές τουριστικών σχολών και σχολών µαγειρικής, δουλεύουν τις ίδιες ή και περισσότερες ώρες µε τους επαγγελµατίες συναδέλφους τους (αφού είναι µικροί ακόµα και πρέπει «να κάνουν τα χιλιόµετρα τους για να ψηθούν») αν και συνήθως αµείβονται λιγότερο, χωρίς καµία προστασία από τις σχολές τους ή το κράτος. Οι οµίλοι είναι επίσης αυτοί που ωφελούνται περισσότερο από τις µετακλήσεις µεταναστών από τρίτες χώρες αφού µπορούν να τους εκµεταλλεύονται σε µεγάλη κλίµακα χωρίς να τηρούν τη συλλογική σύµβαση εργασίας, χωρίς το φόβο ότι θα τους φύγουν στη µέση της σεζόν.

Μα καλά, λένε πολλοί, επιλογή σας είναι, αν δεν τηρούνται οι συµβάσεις µπορείτε να κάνετε καταγγελία. Φυσικά.  Θεωρητικά, ένας/µία εργαζόµενος/η στις Κυκλάδες (που περιλαµβάνουν Μύκονο και Σαντορίνη) µπορεί να επικοινωνήσει µε την υποστελεχωµένη επιθεώρηση Εργασίας στη Σύρο και να κάνει καταγγελία και µάλλον θα σταλθεί κάποιο κλιµάκιο για έλεγχο. Στην πραγµατικότητα, όλοι/ες ξέρουµε ότι αυτοί οι έλεγχοι, αν γίνουν, δε θα οδηγήσουν σε κανένα αποτέλεσµα. Είδαµε άλλωστε και πέρυσι τις παραδειγµατικές τιµωρίες σε όσες επιχειρήσεις καταπατούσαν τις δηµόσιες παραλίες ή πιάστηκαν για φοροδιαφυγή. Τα πρόστιµα που ίσως κληθούν να πληρώσουν ή/και το ολιγοήµερο κλείσιµο µιας επιχείρησης µικρή διαφορά έχει σε επιχειρήσεις που έχουν τζίρους εκατοµµυρίων. Ας µην αγνοούµε επίσης ότι ένα µεγάλο ποσοστό των εργαζόµενων είναι µετανάστες, είτε παλιότεροι που προέρχονται από Βαλκανικές χώρες και τις χώρες τις Ανατολικής Ευρώπης, είτε  καινούργιοι από χώρες όπως το Πακιστάν ή το Μπαγκλαντές, οι οποίοι είτε έχουν χαρτιά είτε όχι, έχουν επιπλέον λόγους να µην εµπιστεύονται τους κρατικούς φορείς. Στην τελική, γιατί εµπίπτει µόνο στην ατοµική ευθύνη κάθε εργαζόµενου/ης η τήρηση του νόµου; Τίποτε από όλα αυτά δεν γίνεται κρυφά. Όλοι ξέρουνε πως έχει χτιστεί το «θαύµα» του τουρισµού. Ειδικά στις µικρές κοινωνίες, συχνά οι κρατικές και οι δηµοτικές αρχές έχουν φιλικές ή/και συγγενικές σχέσεις µε τους επιχειρηµατίες. Αν για παράδειγµα ο ΕΦΚΑ ήθελε να κάνει έναν ουσιαστικό έλεγχο θα µπορούσε να στείλει ένα  κλιµάκιο µια οποιαδήποτε Κυριακή και θα διαπίστωνε ιδίοις όµµασι πόσοι/ες είµαστε δηλωµένοι/ες.

Φυσικά και υπάρχουν συνάδελφοι/ισσες που µετά από χρόνια στο χώρο έχουν καλλιεργήσει προνοµιακές σχέσεις µε κάποιες επιχειρήσεις και µπορούν να διεκδικούν καλύτερους µισθούς και καλύτερες συνθήκες. Φυσικά και υπάρχουν δουλειές όπου τα φιλοδωρήµατα µπορεί να φτάνουν ή και να ξεπεράσουν το ύψος του µισθού. Δεν αφορούν την πλειοψηφία των εργαζοµένων. Είναι ατοµικές λύσεις και αν πάει κάτι στραβά (αν πχ ο εργοδότης δε σου δώσει τα «µαύρα» που συµφωνήσατε, ή αν έχει πολλή δουλειά και δεν γίνεται να πάρεις ρεπό, ή αν το κατάλυµα που προσφέρεται δεν είναι αυτό που είχε συµφωνηθεί) η µόνη λύση είναι να µειώσεις τη χασούρα σου φεύγοντας και αναζητώντας αλλού εργασία.

Αυτό συµβαίνει τώρα. Την περίοδο της πανδηµίας (όπου εντοπίζεται η αρχή της µεγάλης «εξόδου») πολλοί/ες συνάδελφοι/ισσες είδαν πόσο αναλώσιµοι είµαστε στην τουριστική µηχανή και πόσο απροστάτευτους µας άφησε ο κρατικός µηχανισµός. Και κάπου εκεί άρχισε να στερεύει η µέχρι τότε απύθµενη δεξαµενή του φιλότιµου όπου πατούσαν για δεκαετίες οι εργοδότες. Όσοι/ες είχαν την ευκαιρία αναζήτησαν πιο µόνιµη δουλειά στο τόπο διαµονής τους ή έφυγαν στο εξωτερικό. Μετανάστες από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που αποτελούσαν µεγάλο κοµµάτι του εργατικού δυναµικού στον τουρισµό, άρχισαν να επιλέγουν άλλες χώρες της Μεσογείου ή επέστρεψαν στις πατρίδες τους. Όσοι/ες επιστρέψαµε αρχίσαµε να κοστολογούµε τις υπηρεσίες µας ακριβότερα και αυτό είναι που δεν αρέσει στην εργοδοσία.

Σε µια χώρα που η επίσηµη ανεργία ξεπερνά το 10% είναι γελοίο να ισχυρίζεσαι πως δεν βρίσκεις χέρια. Η αλήθεια είναι πως και οι παλιότεροι/ες και οι νέοι/ες θέλουν να δουλέψουν, απλά όχι µε τους εξευτελιστικούς µισθούς που παίρναµε πριν το 2019 και σε απάνθρωπες συνθήκες. Οι «γενναίες αυξήσεις µισθών» που έγιναν υποθετικά από πέρυσι σε καµία περίπτωση δεν αντιστοιχούν στις εργατοώρες µας, δεν επαρκούν για να καλύψουν τις βιοποριστικές µας ανάγκες, πόσο δε µάλλω αν συνυπολογίσουµε και τους µήνες της ανεργίας µας στο χειµώνα. Αυτές τις «παράλογες» απαιτήσεις δεν τις έχουνε φυσικά οι οικονοµικοί µετανάστες από το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν, τη Συρία, την Αίγυπτο και από τις υπόλοιπες εκτός Ε.Ε. χώρες από όπου θέλουν οι ξενοδόχοι να προµηθευτούν τις επόµενες φουρνιές φτηνών εργατών.

Αυτοί οι άνθρωποι ήδη εδώ και µια πενταετία πληθαίνουν στις λάντζες των παραδοσιακών ελληνικών εστιατορίων, στις αποθήκες των ξενοδοχείων, είναι εκεί για να κουβαλήσουν τις βαλίτσες των τουριστών και ό,τι άλλο χρειάζεται η επιχείρηση για όσες ώρες τους χρειάζεται η επιχείρηση. Χωρίς µεγάλο µεροκάµατο, χωρίς δικαιώµατα, χωρίς ασφαλή εξοπλισµό ή εκπαίδευση, χωρίς να µπορούν να συνεννοηθούν µε τους συναδέλφους τους, χωρίς καµία µέριµνα για τις συνθήκες διαβίωσης τους ή για τις θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες. Χωρίς την επιλογή να φύγουν. Αυτή τη µορφή σύγχρονης δουλοπαροικίας θέλουν κυβέρνηση και ξενοδόχοι να νοµιµοποιήσουν και να επεκτείνουν σε όλο τον κλάδο. Ο στόχος τους να καλύψουν έτσι 200.000 θέσεις εργασίας είναι προφανώς ανέφικτος. Είναι σαφές ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν µπορούν να αντικαταστήσουν ούτε τους Έλληνες ούτε τους Βούλγαρους, Ρουµάνους, Αλβανούς, κλπ, οι οποίοι λόγω εµπειρίας και εξειδίκευσης µπορούσαν να προσφέρουν αναβαθµισµένες ποιοτικά υπηρεσίες χάρη στις οποίες έχει γίνει η χώρα κορυφαίος τουριστικός προορισµός. Μπορούν όµως να χρησιµοποιηθούν ως φτηνά χέρια για όλες τις «βρωµοδουλειές» και ταυτόχρονα να χρησιµοποιούνται για να συµπιέζουν τους µισθούς και τα δικαιώµατα προς τα κάτω για όλους/ες.

Να ενώσουµε τις φωνές µας

Κι ενώ όλοι/ες εµείς καλούµαστε να βάλουµε πάλι πλάτη γιατί δεν βγαίνει αλλιώς η δουλειά, το 2023 ο τζίρος των τουριστικών επιχειρήσεων ξεπέρασε τα 20 δισ., ξεπερνώντας ακόµα τα ρεκόρ που σηµειώθηκαν το 2019. Οι αφίξεις των τουριστών συνεχώς αυξάνονται όπως και η φετινή κίνηση που ήδη αναµένεται 15% αυξηµένη σε σχέση µε πέρυσι και ταυτόχρονα έχουν ακριβύνει όλες οι υπηρεσίες, από τις τιµές των δωµατίων µέχρι τις τιµές των εστιατορίων, των µεταφορών, των εκδροµών κλπ. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι νέοι/ες αλλά και οι παλιότεροι/ες συνάδελφοι/ισσες αισθανόµαστε πως µας κοροϊδεύουν.

Η αγανάκτηση και η οργή των εργαζοµένων είναι εύφορο έδαφος για τις δυνάµεις της Αριστεράς.

Αν η φυγή πολλών εργαζοµένων από τον κλάδο έχει προκαλέσει πανικό στους επιχειρηµατίες και την κυβέρνηση, η οργανωµένη αντίστασή µας θα µπορούσε να επιφέρει σοβαρές και ουσιαστικές αλλαγές. Το Συνδικάτο Επισιτισµού Τουρισµού, παρόλο που ελέγχεται από τις δυνάµεις του ΠΑΜΕ, δυστυχώς δεν έχει καταφέρει να φτάσει στην πλειοψηφία των εργαζοµένων. Αυτό οφείλεται από τη µία στο γεγονός πως η πλειοψηφία των εργαζόµενων είναι σκορπισµένη γεωγραφικά αλλάζοντας τόπο εργασίας συχνά, ενώ πολλοί/ες εργάζονται ευκαιριακά για να συµπληρώσουν το εισόδηµα τους ή παράλληλα µε τις σπουδές τους. Ακόµα και στην ίδια επιχείρηση δεν είναι ασυνήθιστο οι εργαζόµενοι να έχουν ελάχιστη επαφή µε συναδέλφους σε άλλα τµήµατα, κάτι που ενισχύεται από την εργοδοσία και δεν βοηθά στην µεταξύ µας επικοινωνία.

Το σωµατείο έχει κάνει σοβαρές επεξεργασίες πάνω στο ζήτηµα των συλλογικών συµβάσεων και άλλων θεµάτων που εµπίπτουν στο κλάδο και έχει οργανώσει στο παρελθόν κινητοποιήσεις που είχαν θετικά αποτελέσµατα. Οι διαµαρτυρίες, για παράδειγµα, στο Υπουργείο Εργασίας κατά την διάρκεια της καραντίνας του 2020 είχαν ως αποτέλεσµα να δοθούν επιπλέον επιδόµατα στους εποχικούς εργαζόµενους και να καθιερωθεί το δικαίωµα επαναπρόσληψης. Αυτές οι µικρές κατακτήσεις βέβαια δεν έγιναν κτήµα της πλειοψηφίας των εργαζοµένων µε αποτέλεσµα η δυναµική τους να µείνει περιορισµένη. Αυτό αποδεικνύει πως κανείς µας δεν µπορεί να σηκώσει µόνος του το καθήκον της οργάνωσης των αντιστάσεων. Χρειάζονται όλες οι δυνάµεις της Αριστεράς να ενώσουν τις δυνάµεις τους για να κερδίζουν την εµπιστοσύνη των εργαζοµένων και να συντονίσουν τους συνολικότερους αγώνες που απαιτούνται.

Οι µεγαλοξενοδόχοι και η κυβέρνηση δεν χάνουν χρόνο αλλά εκµεταλλεύονται τη συγκυρία για να καθιερώσουν µόνιµα µέτρα που θα µεγιστοποιούν τα κέρδη τους εις βάρος µας. Όταν ζητούν (κι άλλη) µείωση των εργοδοτικών εισφορών πρέπει να βγούµε στους δρόµους διεκδικώντας όλα αυτά που έχουν κλέψει από τα δηµόσια ταµεία όλα αυτά τα χρόνια. Ενάντια στις σύγχρονες µορφές δουλοπαροικίας που θέλουν να καθιερώσουν πρέπει να συντονιστούµε µε τις δυνάµεις του αντιρατσιστικού κινήµατος που διεκδικούν αξιοπρεπείς µισθούς και συνθήκες εργασίας για όλους και όλες. Υπάρχει η δυνατότητα οι εργαζόµενοι του τουρισµού να ενώσουν τις φωνές τους µε τα τοπικά κινήµατα που αγωνίζονται ενάντια στην περιβαλλοντική καταστροφή που έχει προκαλέσει η βιοµηχανία του τουρισµού. Μπορούµε να ενισχύσουµε τους εργαζόµενους/ες του δηµοσίου που απαιτούν την καλύτερη στελέχωση και ενίσχυση της επιθεώρησης εργασίας και όλων των ελεγκτικών µηχανισµών και πραγµατικές ποινές για τους παραβάτες.

Οι συνθήκες είναι γόνιµες για µεγαλύτερη συσπείρωση δυνάµεων. Απλά χρειάζονται όλοι και όλες να ενώσουµε τις φωνές µας.

*Εργαζόμενη στον τουρισμό

**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες