Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα 2015, σελ. 272, € 14,5
Ο Ανδρέας Κλόκε είναι ένας ικανός πολιτικός αναλυτής και ακτιβιστής της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, στην οποία συνεισέφερε για χρόνια από τις γραμμές της ΟΚΔΕ Σπάρτακος. Την τελευταία διετία δίνει ένα δύσκολο προσωπικό αγώνα, χτυπημένος από την «επάρατη νόσο», που του στέρησε την ικανότητα να αρθρογραφεί και να παρεμβαίνει πολιτικά με τις αναλύσεις του. Διατήρησε παρ’ όλα αυτά τη διαύγειά του και το ενδιαφέρον του για τη μαρξιστική πολιτική, συνεχίζοντας να διαβάζει, να ενημερώνεται και να συμμετέχει στις διαδικασίες του κινήματος. Σε μια επίσκεψη με ένα φίλο, βρίσκοντας με δυσκολία τις λέξεις όταν του δόθηκε μια αφορμή, σημείωσε την ανάγκη «να παραμείνουμε Μπολσεβίκοι».
Τα κείμενα στο βιβλίο του Ανδρέα Κλόκε, Επαναστατική πολιτική, εθνικισμός, σοσιαλισμός, που κυκλοφόρησε μόλις από τις Εκδόσεις Τόπος, προσφέρουν χρήσιμες ιδέες για το πώς θα ανταποκριθούμε σε αυτή την απαίτηση, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρό τους. Πρόκειται για άρθρα γραμμένα και δημοσιευμένα στην περίοδο 1990-2013 σε διάφορα περιοδικά και συλλογές. Η αρθρογραφία του, ενταγμένη στην ορθόδοξη τροτσκιστική και λενινιστική παράδοση, εκτείνεται σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων.
Το βιβλίο χωρίζεται κατάλληλα σε τρία μέρη, το καθένα από τα οποία εστιάζει στο ένα από τα τρία συστατικά του τίτλου του. Στο πρώτο μέρος περιέχονται κείμενα για την Οκτωβριανή Επανάσταση, τις εθνικές πολιτικές των Μπολσεβίκων στη δεκαετία του 1920, το σταλινικό εκφυλισμό, τις διώξεις και την τρομοκρατία ως την τελική διάλυση της ΕΣΣΔ και του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στα 1989-1991. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει αναλύσεις για τις εθνικιστικές συγκρούσεις μετά το 1991 στα Βαλκάνια και αλλού, τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, τα σύγχρονα κινήματα όπως το κίνημα των Πλατειών στη χώρα μας, κ.ά. Τέλος, στο τρίτο μέρος θίγονται η καπιταλιστική κρίση, οι θεωρητικές παραδόσεις του επαναστατικού μαρξισμού και η σύγχρονη επαναστατική διέξοδος.
Η ποικιλία των θεμάτων που καλύπτει η αρθρογραφία του Κλόκε δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε κάπως διεξοδικά σε οποιοδήποτε από αυτά στα πλαίσια της παρούσας παρουσίασης. Μια συνοπτική επισήμανση ενδιαφερόντων σημείων και πτυχών των προβληματισμών του θα δώσει, ωστόσο, μια ιδέα της συνεισφοράς του.
Ένα κείμενο του 2000, «ΗΠΑ: Νέα εποχή ή προς ένα νέο 1929;», ξεχωρίζει ως μια από τις λίγες μαρξιστικές συγκεκριμένες προβλέψεις της επερχόμενης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στο κείμενο αυτό ο Κλόκε, με αναφορά σε ορισμένες από τις πιο στοχαστικές μαρξιστικές προσεγγίσεις της δυναμικής των καπιταλιστικών κρίσεων, όπως η θεωρία των μακρών κυμάτων, και επίσης εντοπίζοντας ρητά τον καταστροφικό ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε μια εποχή που δεν είχε γίνει καθολικά αντιληπτός, αναγνώρισε τον αναιμικό και επιφανειακό χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάκαμψης στις ΗΠΑ και παγκόσμια. Το συγκεκριμένο κείμενο δημιουργεί στον αναγνώστη μια σωστή αίσθηση των πραγματικών αιτίων τα οποία θα προκαλούσαν σύντομα μια μεγάλη παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού, μακριά από καταστροφολογικές αναλύσεις και προσεγγίσεις, που ανήγγειλαν την έλευση της κρίσης σε κάθε στιγμή και με μια τυποποιημένη επιχειρηματολογία, για λόγους άσχετους με τους πραγματικούς.
Ένα άλλο κείμενο, «Η φούσκα του καπιταλισμού: Η κρίση και οι αιτίες της», δημοσιευμένο το Νοέμβρη του 2008, στη χρονιά του ξεσπάσματος της κρίσης, περιέχει διεισδυτικές εκτιμήσεις της κατάστασης και των καθηκόντων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Σε μια εποχή όπου πολλοί, μεταξύ αυτών και ο γράφων, θεωρούσαν την κρίση ως κατάδειξη της έμπρακτης χρεοκοπίας του νεοφιλελευθερισμού, που δεν είχε πλέον κανένα μέλλον, και μιας πιθανής, έστω και προσωρινής, αναβίωσης των κεϊνσιανών συνταγών, ο Ανδρέας Κλόκε υποδείκνυε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Όπως σημείωνε:
«Η ιδεολογία, σύμφωνα με την οποία μόνο το “ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς” θα μπορούσε να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα την οικονομική πρόοδο, την ευημερία και
όλες τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, και η οποία απαγορευόταν να αμφισβητηθεί για τρεις δεκαετίες από οποιονδήποτε σοβαρό οικονομολόγο “επιστήμονα”, έπρεπε να πεταχτεί από τη μια μέρα στην άλλη στα σκουπίδια. Ωστόσο, η τρομερή κυριολεκτικά ήττα των νεοφιλελεύθερων καπιταλιστικών δογμάτων δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του έχει ηττηθεί και στην πράξη. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Οι φορολογούμενοι, δηλαδή οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, πρέπει να πληρώσουν τα πακέτα σωτηρίας προς όφελος των χρεοκοπημένων χρηματιστηριακών θεσμών και τραπεζών, καθώς και την ψεύτικη “κρατικοποίηση” μερικών τραπεζών, για να μπορέσει να συνεχίσει το “αποδεσμευμένο” χρηματιστηριακό κεφάλαιο τη λεηλασία του στις παγκόσμιες αγορές, όπως στο παρελθόν» (σελ. 244-245).
Εδώ έχουμε μια έξοχη εφαρμογή της μαρξιστικής αρχής ότι δεν πρέπει να προσεγγίζουμε τα γεγονότα φιλολογικά, από την άποψη των θεωρητικών τους συνδηλώσεων, αλλά πρώτα και κύρια από την άποψη της πράξης, και σε μια ταξική κοινωνία, από την άποψη των συγκρουόμενων συμφερόντων των τάξεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η τεράστια δύναμη της χρηματιστικής ελίτ, η συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου στα χέρια της και ο από μέρους της έλεγχος της παγκόσμιας οικονομίας, σήμαιναν ότι παρά την προσωρινή σύγχυση, θα είναι σύντομα σε θέση να ανασυντάξει την ισχύ της και να επιτεθεί με ακόμη μεγαλύτερη αγριότητα ενάντια στα λαϊκά στρώματα, στην προσπάθεια να σώσει το σάπιο καπιταλιστικό σύστημα. Εκ των υστέρων, η παραπάνω ανάλυση φαίνεται σήμερα προφανής και εντελώς δικαιωμένη, αλλά πόσοι αντιλήφθηκαν τότε έγκαιρα και άμεσα αυτή την αποφασιστική διάσταση της κατάστασης σε όλη της την έκταση;
Ο αναγνώστης του βιβλίου θα βρει δίχως άλλο αρκετές τέτοιες προβλεπτικές εκτιμήσεις. Εδώ θα αρκεστούμε να επισημάνουμε παραπέρα μερικά από τα πλέον αξιόλογα κείμενα, που θέτουν ορισμένα σημαντικά ζητήματα του κινήματος.
Από αυτή την άποψη, εξαιρετικά ενδιαφέροντα είναι κατά τη γνώμη μας τα κείμενα που αφιερώνονται στο εθνικό ζήτημα. Τα κείμενα αυτά, συνδυάζοντας την αναφορά στην κλασική μαρξιστική παράδοση, ιδιαίτερα τις θέσεις του Λένιν για την αυτοδιάθεση των εθνών, με την προσέγγιση των εθνικών συγκρούσεων στην εποχή μας, ιδιαίτερα στη βαλκανική, καλύπτουν ένα σημαντικό κενό στην ελληνική μαρξιστική φιλολογία. Θα ξεχωρίσουμε σε αυτή τη συνάφεια το «Εθνικό ζήτημα: Ο μαρξισμός, η εμπειρία του Οκτώβρη και το εθνικό ζήτημα», ένα από τα τελευταία άρθρα του Κλόκε δημοσιευμένο στη Μαρξιστική Σκέψη το 2013, καθώς και το «Ο βοσνιακός πόλεμος, η πολιτική της Δύσης και το Ντέιτον», ένα εκτενές και περιεκτικό δοκίμιο, δημοσιευμένο στη συλλογή Βοσνία-Ερζεγοβίνη, η Μάχη της Πολυεθνικής Κοινωνίας το 1996. Σε αυτό το τελευταίο κείμενο γίνεται μια εύστοχη κριτική του σερβικού εθνικισμού, που υπήρξε ο κύριος παράγοντας της εθνικιστικής έξαρσης στα Βαλκάνια στη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και της δήθεν «ειρηνευτικής» ιμπεριαλιστικής πολιτικής του διαίρει και βασίλευε που επιδείνωσε δραματικά την κατάσταση.
Στο άρθρο «Ανάμεσα στην NKVD και την Γκεστάπο: Η μοίρα των Γερμανών και Αυστριακών αντιφασιστών εξόριστων στην ΕΣΣΔ» δίνονται ενδιαφέροντα στοιχεία, αρκετά από αυτά άγνωστα, για το κυνικό περιστατικό της παράδοσης από την ΕΣΣΔ το 1940 πολλών Γερμανών κομμουνιστών και αντιφασιστών στη ναζιστική Γερμανία, στα πλαίσια του «συμφώνου φιλίας» Στάλιν-Χίτλερ. Το «Για τη σημασία και την επικαιρότητα της Μπροσούρας του Γιούνιους» περιέχει μια κατατοπιστική εισαγωγή σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα της μαρξιστικής φιλολογίας στην περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της μπροσούρας της Ρόζας Λούξεμπουργκ για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στα 1915. Το κείμενο αυτό συμπεριλήφθηκε ως πρόλογος στην ελληνική έκδοση του έργου το 2011 από την Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη. Στο «Μερικές παρατηρήσεις για το παρόν και το μέλλον της Οκτωβριανής Επανάστασης», συνεισφορά του Ανδρέα Κλόκε στη συλλογή Ο Οκτώβρης και η Εποχή μας (εκδόσεις Τόπος, 2010), κατατίθεται η προβληματική του για το κορυφαίο επαναστατικό γεγονός του 20ού αιώνα και το ιστορικό αντίκτυπό του. Τέλος, δυο κείμενα, «Το “κίνημα των πλατειών”: Η νέα ελπίδα και τα προσωρινά όριά του» και «Το ευρώ, η ελληνική κρίση και η αριστερά», αναζητούν τους επαναστατικούς δρόμους του σήμερα.
Η αρθρογραφία του Κλόκε, πέρα από τα πολλά θετικά στοιχεία, δεν είναι απαλλαγμένη από κάποιες αδυναμίες: μια μονόπλευρη, υπερβολική έμφαση σε ορισμένα ουσιώδη πράγματι στοιχεία της κατάστασης, η οποία όμως κάποτε υποτιμά κάποια άλλα, συχνά εξίσου ουσιώδη· μια περιστασιακή έλλειψη της αναγκαίας ευλυγισίας και της εμβάθυνσης στα γεγονότα που πρέπει να διακρίνουν τους μαρξιστές.
Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, στην κατά τα άλλα εξαιρετική εισαγωγή του στην Μπροσούρα του Γιούνιους, ο Κλόκε επαναλαμβάνει, χωρίς ιδιαίτερη εξέταση, μια πλατιά διαδεδομένη άποψη του συρμού, σύμφωνα με την οποία «ο Λένιν… πίστευε μέχρι τον Αύγουστο του 1914 στη “μαρξιστική ορθοδοξία” του Κάουτσκι» (σελ. 222).
Αυτή η άποψη, για τη δήθεν άκριτη ως το 1914 ταύτιση του Λένιν με τον Κάουτσκι ως το μοντέλο του ορθόδοξου μαρξισμού, έχει υποστηριχτεί έντονα από θεωρητικούς όπως ο Μίκαελ Λέβι και είναι ευρύτατα διαδεδομένη. Είναι όμως απλά λαθεμένη και αντιστρατεύεται στα γεγονότα.
Ο Λένιν μπορεί να μην έγραψε κάποιο άρθρο ή μπροσούρα ενάντια στον Κάουτσκι πριν το 1914. Στα γράμματά του, προς τον Κάμενεφ και άλλους Μπολσεβίκους στενούς συνεργάτες του, όμως, διατύπωνε ισχυρές κριτικές εναντίον του τουλάχιστον από το 1912. Σε ένα γράμμα του προς τον Κάμενεφ το Σεπτέμβρη του 1912 ο Λένιν σημείωνε ότι η στάση του Κάουτσκι στο ζήτημα του επερχόμενου πολέμου και άλλα σημαντικά θέματα ήταν «αρχιοπορτουνιστική», θέση που επανέλαβε και αργότερα. Σε γράμμα του προς την Ινέσα Αρμάντ στις 19 Ιούλη του 1914 αποκαλούσε τον Κάουτσκι «ένα ποταπό πλάσμα, εντελώς χωρίς χαρακτήρα».
Από αυτά και μόνο είναι σαφές ότι, ενώ δεν είχε ακόμη αναπτύξει μια ολοκληρωμένη ανάλυση για την επερχόμενη συνθηκολόγηση της Β΄ Διεθνούς, ο Λένιν είχε διαφοροποιηθεί ισχυρά από τον Κάουτσκι πριν το 1914. Το ότι δεν διατύπωσε τότε δημόσια την κριτική του συνδέεται εμφανώς με την πεποίθησή του ότι η κριτική πρέπει να γίνεται όταν υπάρχει σχετική πρακτική εμπειρία που να φωτίζει το ζήτημα ώστε να μπορεί να πείθει, και την πιθανή προσδοκία του ότι η άσκησή της σε τέτοια στιγμή θα μπορούσε να τραβήξει μερικούς παράγοντες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας μακριά από τον οπορτουνιστικό δρόμο. Σε αυτή την τελευταία προσδοκία, βέβαια, ο Λένιν δεν δικαιώθηκε, αφού εκτός από τον Λίμπκνεχτ, τη Λούξεμπουργκ και την Τσέτκιν, δεν υπήρξαν άλλες σημαντικές διαφοροποιήσεις στο SPD.
Σημειώνουμε τις παραπάνω αδυναμίες γιατί δεν είναι προσωπικές αδυναμίες του Ανδρέα Κλόκε, αντανακλώντας περισσότερο τους περιορισμούς των ακτιβιστών στο προηγούμενο ιστορικό στάδιο, που εμπόδισαν να καταστεί η δράση τους ιστορικά αποτελεσματική. Από αυτή την άποψη, η αρθρογραφία του Κλόκε, με τα προωθητικά στοιχεία αλλά και τις επιμέρους αδυναμίες της, είναι καθρέφτης μιας εποχής και μιας γενιάς, την οποία καλούμαστε σήμερα να συνεχίσουμε και θετικά να ξεπεράσουμε.
*Ο Χρήστος Κεφαλής είναι μέλος της ΣΕ της Μαρξιστικής Σκέψης.