Οι αντεπαναστάσεις και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα πάντοτε έπαιζαν το χαρτί της «ξένης συνωμοσίας» για να δημιουργήσουν δυσπιστία και να στιγματίσουν οποιονδήποτε τους εναντιώνεται ως προδότη. Η ξένη απειλή δημιουργεί μια κατάσταση εθνικής υστερίας που το καθεστώς εκμεταλλεύεται για να καλύψει τα εγκλήματά του και να δικαιολογήσει την καταστολή.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι φωνές των ανθρώπων της εποχής Μουμπάρακ, μέσα κι έξω από την κυβέρνηση –οι οποίες σε αυτήν την φάση δείχνουν στο σύνολό τους να παίρνουν εντολές κατευθείαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας- ρητορεύουν μέρα-νύχτα για την «τρομοκρατία της Αδελφότητας» και την Αμερικανική/Σιωνιστική υποστήριξή της. Συνεπώς, κάθε δήλωση από ΗΠΑ/ΕΕ όσον αφορά το πραξικόπημα ή τις σφαγές που ακολούθησαν θεωρείται αναπόσπαστο μέρος αυτού του σατανικού σχεδίου να παλινορθωθεί η Αδελφότητα και να επιτεθεί στην Αίγυπτο και την ασφάλειά της. 

Αυτοί που εναντιώνονται στην στρατιωτική εξουσία δεν κατηγορούνται μόνο ότι υποστηρίζουν τους «τρομοκράτες Αδελφούς» και την Αδελφότητα. Θεωρούνται προδότες που στηρίξουν το ξένο σχέδιο να γονατίσουν την Αίγυπτο. Όλοι όσοι διαδηλώνουν για τη δημοκρατία, όλοι όσοι αμφισβητούν την πολιτική του στρατού και όλοι όσοι συμμετέχουν σε απεργίες και καταλήψεις θεωρούνται εχθροί και πράκτορες του Σιωνιστικού-Αμερικάνικου σχεδίου. Όλοι όσοι ασκούν κριτική στον Σίσι ή θεωρούν τα πρόσφατα γεγονότα στην Αίγυπτο ένα αντεπαναστατικό, αιματηρό πραξικόπημα που στοχεύει να παλινορθώσει την Αίγυπτο του Μουμπάρακ δεν είναι μόνο «τρομοκράτες της Αδελφότητας» αλλά πρέπει να καταδικαστούν για εσχάτη προδοσία.

Από τον Μουμπάρακ στον Σίσι

Ας πάμε λίγο πίσω για να αναλύσουμε την κατάσταση. Η Αίγυπτος του Μουμπάρακ –ενάντια στην οποία εξεγέρθηκαν οι Αιγύπτιοι το 2011- στηριζόταν σε τρεις κεντρικές, αλληλοσυνδεόμενες στρατηγικές:

Η πρώτη ήταν μια πολιτική νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που φτωχοποίησε την πλειοψηφία των Αιγυπτίων προς όφελος μιας χούφτας επιχειρηματιών, πολυεθνικών και των επικεφαλής των κρατικών θεσμών, με το στρατό και την ασφάλεια στην πρώτη γραμμή.

Η δεύτερη ήταν μια τυραννική δικτατορία που επέτρεπε την εφαρμογή της πρώτης στρατηγικής.

Η τρίτη ήταν μια συμμαχία των στρατιωτικών, κατασταλτικών και πολιτικών δυνάμεων με τον Αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Αυτή προστάτευε τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των βασικών τους εταίρων –το Σιωνιστικό κράτος και τα πλούσια, πετρελαϊκά κράτη του Κόλπου, ιδιαίτερα το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας.

Σε όλη τη διάρκεια της 30ετούς εξουσίας του Μουμπάρακ, η Αίγυπτος διατήρησε το ρόλο της ως κεντρικός περιφερειακός σύμμαχος των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Βοήθησε να πνιγεί η Παλαιστινιακή επανάσταση. Συνέβαλλε στον πόλεμο της Αμερικής στο Ιράκ και παρείχε όλες τις δυνατές υπηρεσίες στον Αμερικανικό/Ισραηλινό ιμπεριαλισμό.

Η εξωτερική πολιτική του Μουμπάρακ ήταν στο ίδιο πνεύμα με και καθοδηγούνταν από τον στρατό, ο οποίος ήταν εξοπλισμένος, εκπαιδευμένος, χρηματοδοτούμενος και εγγενώς δεμένος με τον αμερικανικό στρατό. Το ίδιο ισχύει για τις υπηρεσίες ασφαλείας που έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στον Αμερικανικό πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία και βοήθησαν να προστατευτούν τα περιφερειακά συμφέροντα των ΗΠΑ.

Αυτοί οι άξονες είναι η ουσία του κράτους ενάντια στο οποίο ξεσηκώθηκαν οι Αιγύπτιοι το Γενάρη του 2011. Η αμερικανική κυβέρνηση στήριξε τον Μουμπάρακ μέχρι τέλους, έως ότου και η ίδια και το αιγυπτιακό στρατιωτικό κατεστημένο συνειδητοποίησαν ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί το καθεστώς ήταν να θυσιάσουν τον Μουμπάρακ και μερικές άλλες ηγετικές προσωπικότητες. Τότε επενέβη το Ανώτατο Συμβούλιο των Ενόπλων Δυνάμεων (SCAF) για να προστατεύσει τις ίδιες αρχές που εκπροσωπούσε ο Μουμπάρακ. Η ίδια τυραννία – ο ίδιος καπιταλισμός – η ίδια στρατηγική συμμαχία με την Ουάσινγκτον, το Τελ Αβίβ και το Ριάντ. Αλλά η επανάσταση είχε προκαλέσει βαθιά ρήγματα στο καθεστώς και ο στρατός χρειαζόταν έναν συνεταίρο που θα μπορούσε να ελέγξει και να σταματήσει την συνεχιζόμενη επανάσταση. Αυτός ήταν ο ρόλος για τον οποίο επελέγη η Μουσουλμανική Αδελφότητα –η μεγαλύτερη πολιτική οργάνωση, που απολάμβανε την μεγαλύτερη επιρροή μέσα στις μάζες. 

Η Αδελφότητα, ο στρατός και οι ΗΠΑ

Δεν χρειάζεται καν να εξηγήσουμε ότι η ευρωπαϊκή και η αμερικανική εναντίωση στο πραξικόπημα δεν είχε καμία σχέση με τον ανθρωπισμό ή τη δημοκρατία. Αυτές οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις λειτουργούν μόνο με βάση τα συμφέροντά τους. Ούτε η καταδίκη του πραξικοπήματος σημαίνει ότι επέλεξαν την Αδελφότητα ενάντια στους ιστορικούς τους συμμάχους, συγκεκριμένα το στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες.

Λοιπόν ποια είναι η ιμπεριαλιστική στρατηγική των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους στην περιοχή μας και συγκεκριμένα όσον αφορά την Αίγυπτο;

Αυτή η στρατηγική μπορεί να «σπάσει» σε δύο κεντρικά στοιχεία. Το πρώτο, φυσικά, είναι ο πολιτικός και στρατιωτικός έλεγχος των ΗΠΑ πάνω στα πλούσια, πετρελαϊκά αραβικά έθνη και ειδικά την Σαουδική Αραβία. Το δεύτερο είναι η ασφάλεια του Σιωνιστικού κράτους, το οποίο λειτουργεί ως ο κεντρικός στρατιωτικός σύμμαχος του αμερικανικού ελέγχου στην περιοχή.

Η σημασία του πετρελαίου της περιοχής για τις ΗΠΑ έχει αυξηθεί κατά τις 3 τελευταίες δεκαετίες για αρκετούς λόγους. Πρώτον, το πετρέλαιο της περιοχής παραμένει μια βασική ενεργειακή πηγή για πολλά μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, συγκεκριμένα την Κίνα, την Ιαπωνία και την ΕΕ. Ο αμερικανικός έλεγχος πάνω σε αυτό το πολύτιμο τρόπαιο είναι κεντρικής σημασίας για να διατηρήσει η Ουάσινγκτον την θέση της στην κορυφή της καπιταλιστικής πυραμίδας, απέναντι στην ταχεία άνοδο άλλων καπιταλιστικών «ατμομηχανών» όπως η Κίνα. Δεύτερον, και ιδιαίτερα πιο πρόσφατα, τα σεϊχάτα των Σαούντ και του Κόλπου έχουν γίνει κεντρικά χρηματοπιστωτικά κέντρα στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτός ο ρόλος τους έγινε ζωτικός ως αποτέλεσμα της κρίσης του 2008. Εδώ εντοπίζουμε τη λογική πίσω από την αυξανόμενη κεντρικότητα του «δόγματος Κάρτερ» το οποίο διακήρυσσε, μετά την Ιρανική Επανάσταση, ότι οποιαδήποτε απειλή στις πλούσιες, πετρελαϊκές αραβικές χώρες θα θεωρείται άμεση απειλή στα ζωτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και θα απαντιέται με τη βία, όπου χρειάζεται. Αυτό φάνηκε στον πόλεμο με το Ιράκ το 1991 και με την εισβολή σ’ αυτό το 2003.

Η Ουάσινγκτον θεώρησε τις Αραβικές επαναστάσεις και ειδικά την Αιγυπτιακή επανάσταση, έναν εφιάλτη πολύ πιο επικίνδυνο από την Ιρανική Επανάσταση του 1979. Η πιθανότητα αυτές οι επαναστάσεις να εξαπλωθούν στα κράτη του Κόλπου αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί μια σοβαρή απειλή στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων τους.

Η άνοδος στην εξουσία επαναστατικών δυνάμεων αποτελούσε μια άλλη απειλή. Οι ειρηνευτικές συμφωνίες με το Σιωνιστικό κράτος μπορεί να καταργούνταν και να έμπαινε σε αμφισβήτηση η δύναμη του Ισραήλ και ακόμα και η μακροπρόθεσμη ύπαρξή του.

Οι ΗΠΑ στήριξαν την Μουσουλμανική Αδελφότητα επειδή έγινε εμφανές στη διάρκεια της διακυβέρνησης του SCAFότι η βία από μόνη της δεν μπορούσε να ανακόψει την επαναστατική κατάσταση. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα θα στήριζε τις προηγούμενες στρατηγικές συμμαχίες του καθεστώτος.  

Με τις ευλογίες της Αμερικής, έγινε μια συμφωνία ανάμεσα στην Αδελφότητα και το Στρατό. Η άνοδος της Αδελφότητας στην εξουσία έγινε αποδεκτή με αντάλλαγμα την διατήρηση των πολιτικών και των συμμαχιών της εποχής Μουμπάρακ και την εγγύηση ότι τα ζωτικά συμφέροντα του καθεστώτος δεν θα απειλούνταν ενώ η λαϊκή οργή θα εκτονωνόταν και η επανάσταση θα σταματούσε.

Η Αδελφότητα ήταν παραπάνω από έτοιμη να παίξει αυτόν τον άθλιο ρόλο και αμέσως υποσχέθηκε πίστη στην Ουάσινγκτον, στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ και στον Σαουδάραβα βασιλιά του οποίου το χέρι έτρεξε να φιλήσει. Η δικαιοσύνη για τους μάρτυρες και όλα τα άλλα επαναστατικά αιτήματα πετάχτηκαν από το παράθυρο. Στους διοικητές του στρατού και της αστυνομίας παραχωρήθηκε μια ασφαλής έξοδος και οι οικονομικές πολιτικές που είχαν ξεκινήσει ο Μουμπάρακ, οι επιχειρηματίες και οι στρατηγοί συνεχίστηκαν.

Οι 5 μήνες που προηγήθηκαν της 30ης Ιούνη, η Αίγυπτος έζησε το μεγαλύτερο επίπεδο διαδηλώσεων και απεργιών παγκόσμια. Στη διάρκεια αυτών των 5 μηνών η Αίγυπτος βίωσε περισσότερες απεργίες και διαδηλώσεις από ότι όλο το 2012, ενώ εκείνη η χρονιά με τη σειρά της είχε περισσότερες κινητοποιήσεις από ότι όλη η προηγούμενη δεκαετία. (The Egyptian Center for Economic and Social Rights καιDemocracy Index Report – Centre for International Development, Μάης2013)

Έγινε σαφές ότι η προεδρία του Μόρσι και η κλιμακούμενη επαναστατική οργή των Αιγυπτίων απειλούσαν όχι μόνο τον Μόρσι και την Αδελφότητα, αλλά το ίδιο το κράτος του Μουμπάρακ, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγών του και των επιχειρηματιών. Το κλιμακούμενο επαναστατικό κύμα που προηγήθηκε της 30ης Ιούνη και κατέληξε σ’ αυτήν, προκάλεσε τον φόβο στην καρδιά της αμερικανικής κυβέρνησης. Οι στρατηγοί και τα κατάλοιπα του παλιού καθεστώτος σχεδίασαν πώς να χαλιναγωγήσουν το επαναστατικό κύμα, στη διάρκεια των προετοιμασιών τους για το πραξικόπημα της 3ης Ιούλη. Οι επακόλουθες σφαγές και η κραυγαλέα παλινόρθωση του παλιού κρατικού μηχανισμού είναι μόνο το πρελούδιο μιας αντεπανάστασης της οποίας τη γέννηση παρακολουθούμε σήμερα.

Οι ΗΠΑ δεν σχεδιάζουν να παλινορθώσουν την Αδελφότητα. Οι ΗΠΑ φοβούνται ότι η σκληρή καταστολή που έχει εξαπολύσει ο Σίσι μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ και να αποδειχτεί επιζήμια για όλες τις μεριές. Ένα σενάριο θα μπορούσε να οδηγήσει την Αίγυπτο στο δρόμο της Αλγερίας: Έναν πολλαπλασιασμό της τρομοκρατίας και έναν παρατεταμένο εμφύλιο πόλεμο που θα απειλεί τα Αμερικανικά και Ευρωπαϊκά στρατηγικά συμφέροντα. Η Διώρυγα του Σουέζ, η ασφάλεια του Ισραήλ και τα κύματα παράνομης μετανάστευσης στη Μεσόγειο είναι όλοι σημαντικοί παράγοντες.

Μια άλλη πιθανότητα είναι να οδηγηθεί ο Σίσι σε σύγκρουση με ένα νέο επαναστατικό κύμα, όπως συνέβη με το SCAFκαι τον Μόρσι πριν από αυτόν. Αυτός ο γύρος αναμέτρησης θα μπορούσε να απειλήσει πραγματικά σε μεγάλο βαθμό την Αιγυπτιακή άρχουσα τάξη, το βαθύ κράτος και τα περιφερειακά συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.

Η διαμάχη ανάμεσα στον Σίσι και τις ΗΠΑ είναι απλώς γύρω από το ποια προσέγγιση πρέπει να υιοθετηθεί για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση προς όφελος και των δύο ιστορικών συνεταίρων. Τελικά αυτός ο καυγάς δεν θα οδηγήσει σε κατάρρευση των σχέσεών τους ή σε οποιεσδήποτε πραγματικές κυρώσεις. Η πολιτική και οικονομική επένδυση των ΗΠΑ στη σχέση τους με την Αίγυπτο και το στρατό της δεν θα ακυρωθεί για χάρη της Αδελφότητας –μια οργάνωση που έχει ήδη αποδείξει την αποτυχία της.

Ίσως η δεδομένη αντίδραση της Αδελφότητας και του ευρύτερου Ισλαμικού κινήματος στις επιθέσεις και τις σφαγές να ήταν αυτό που βοήθησε περισσότερο από όλα τον Σίσι. Μια ένοπλη τρομοκρατική εκστρατεία που στοχοποιούσε όχι μόνο το στρατό και την αστυνομία, αλλά και δεκάδες εκκλησίες και Χριστιανικά ιδρύματα ήταν η σπασμωδική τους αντίδραση. Εξαπολύθηκε μια αποκρουστική ανακίνηση θρησκευτικού μίσους και σφαγές, λες και το πραξικόπημα το οργάνωσαν οι Κόπτες και όχι οι στρατηγοί.

Η σύνδεση του ισλαμικού κινήματος και της αντίστασής του (είτε ένοπλης είτε άοπλης) με ξένες συνωμοσίες δεν έχει στόχο μόνο να δαιμονοποιήσει τους ισλαμιστές και όποιον άλλο εναντιώνεται στην αντεπανάσταση. Είναι επίσης μια διαφημιστική εκστρατεία που ψευδώς αναδεικνύει τον πατριωτισμό του στρατού και επιχειρεί να συνδέσει συμβολικά τον ηγέτη του με τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ και την εποχή της εθνικής απελευθέρωσης.

Δυστυχώς πολλοί φιλελεύθεροι και εκείνοι που προέρχονταν από την Αριστερά συμμετέχουν σε αυτήν την εκστρατεία. Ένα παράδειγμα είναι η ανακοίνωση του Αιγυπτιακού Κομμουνιστικού Κόμματος που αναφέρεται στην «Ισλαμική τρομοκρατία και τους δεσμούς της με την Σιωνιστική Αμερικανική συμμαχία που επιδιώκει να διαλύσει το έθνος μας και την περιοχή, με στόχο να ξανασχεδιάζει το χάρτη στα πλαίσια του σχεδίου της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής το οποίο θα καθιστά τις ΗΠΑ παγκόσμιο ηγέτη, το Ισραήλ το ισχυρότερο έθνος στην περιοχή και αποδυναμώνει το κράτος της Αιγύπτου. Τα υπόλοιπα αραβικά έθνη θα μετατραπούν σε απλά πλοκάμια της Τουρκικής-Ισραηλινής-Αμερικανικής συμμαχίας». Η ανακοίνωση επίσης αναφέρεται στην ανάγκη «να σταθούμε στο πλευρό της αστυνομίας και του στρατού στον πόλεμό τους ενάντια στον τρομοκρατικό θρησκευτικό φασισμό» κλπ. Μοιάζει σαν να πρόκειται για έναν πόλεμο εθνικής απελευθέρωσης και ο Σίσι να έχει μόλις εθνικοποιήσει τη Διώρυγα του Σουέζ.

Το Κόμμα Σοσιαλιστική Λαϊκή Συμμαχία ισχυρίζεται τα ίδια όσον αφορά «τη συνωμοσία» και καταλήγει σε μια από τις τελευταίες ανακοινώσεις του με την «συνεργασία για να αντιμετωπίσουμε το Σιωνιστικό-Αμερικάνικο σχέδιο».

Όλα τα παραπάνω είναι σε ευθεία αντίθεση με τα πραγματικά γεγονότα. Οι βασικοί υποστηρικτές της αιματηρής εκστρατείας του Σίσι είναι το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας και τα Εμιράτα από τη μία και το Ισραήλ από την άλλη. Με άλλα λόγια, τα βασικά κέντρα της αντεπανάστασης στον αραβικό κόσμο τις τελευταίες έξι δεκαετίες και οι αφοσιωμένοι υποστηρικτές του Μουμπαρακικού καθεστώτος.

Η Σαουδική Αραβία, ο Σίσι και η αντιπολίτευση

Η οικονομική δύναμη και η επιρροή των κρατών του Κόλπου έχει αυξηθεί στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών. Το επίκεντρο της εξουσίας βρίσκεται στον άξονα Σαούντ-Εμιράτα που έχει μετατραπεί σε παγκόσμια «ατμομηχανή» της χρηματοδότησης του καπιταλιστικού συστήματος. Σύμφωνα με στατιστικές που δημοσιεύτηκαν στο Περιοδικό Fortune, η αξία των πετρελαϊκών εξαγωγών από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (GCC) έφτασε τα 500 δισ. δολάρια το 2008. Οι επενδύσεις στο εξωτερικό από τις ίδιες χώρες έφτασε τα 530 δισ. δολάρια την περίοδο 2002-2006. Αυτές οι επενδύσεις περιλάμβαναν 300 δισ. στις ΗΠΑ και 60 δισ. στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι επενδύσεις τριπλασιάστηκαν την περίοδο 2002-2009 σε ένα συνολικό ποσό που εκτιμάται πάνω από 1,4 τρισ. δολάρια. Με επικεφαλής τη συμμαχία Σαούντ-Εμιράτων, τα κράτη του Κόλπου έχουν γίνει ο τρίτος μεγαλύτερος κάτοχος αμερικανικών ομολόγων μετά την Κίνα και την Ιαπωνία.    

Αυτό το οικονομικό βάρος αντανακλάται και στην θέση που έχουν αυτές οι χώρες στην Αμερικανική πολιτική και στην αυξανόμενη επιρροή τους στον αραβικό κόσμο και ειδικά στην Αίγυπτο. Η σχέση ανάμεσα στην Αιγυπτιακή οικονομία και τον Κόλπο έχει μετασχηματιστεί: από την απλή εξαγωγή εργατικής δύναμης από την Αίγυπτο στον Κόλπο έχει εξελιχθεί σε μια πραγματική σχέση συνεργασίας του Κόλπου με την αιγυπτιακή άρχουσα τάξη και το στρατιωτικό κατεστημένο σε όλα τα πεδία της οικονομίας, από την αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία ως τις επενδύσεις σε ακίνητα και τη χρηματοδότηση.

Δεν επαρκεί εδώ ο χώρος για να καλύψουμε αναλυτικά την έκταση και τον χαρακτήρα αυτής της συνεργασίας, αλλά αρκεί να δηλώσουμε ότι ξεπερνά τις Αμερικανικές και Ευρωπαϊκές επενδύσεις στους περισσότερους τομείς, ιδιαίτερα στις τράπεζες, τα ακίνητα και τις κατασκευές (για λεπτομέρειες βλέπε: Ζιλμπέρ Ασκάρ, «Ο Λαός Απαιτεί» και AdamHanieh, «Καπιταλισμός και Τάξεις στα Αραβικά Κράτη του Κόλπου»).

Είναι λογικό ότι αυτά τα κράτη είναι στην πρώτη γραμμή της υποστήριξης στο καθεστώς του Μουμπάρακ, τους στρατηγούς και τους επιχειρηματίες. Δεν είναι έκπληξη πως είναι οι βασικοί υποστηρικτές του Στρατηγού Σίσι και της αντεπανάστασης και είναι ξεκάθαρο γιατί ο Σίσι πόνταρε στην θέληση και την ικανότητα του Σαουδάραβα Βασιλιά και των συνεργατών του να χρηματοδοτήσει την καταστροφή της αιγυπτιακής επανάστασης και την παλινόρθωση του παλιού κράτους.

Ο Βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας -το κέντρο της συντήρησης και της τυραννίας και η όαση του Ουαχαμπισμού και του Ισλαμικού φονταμενταλισμού- ήταν ο πρώτος που συνεχάρη το πραξικόπημα και αφιέρωσε μια ομιλία του σε επαίνους για τον Σίσι και σε υποστήριξη του πολέμου του ενάντια στην τρομοκρατία. Του υποσχέθηκε αμέτρητα δισεκατομμύρια. Αυτό που είναι παράξενο δεν είναι η στάση του Βασιλιά ή η υποστήριξή του στον Σίσι, αλλά η αντίδραση των Αιγυπτιακών πολιτικών δυνάμεων που δεν θεωρούνταν μόνο τμήμα της αντιπολίτευσης αλλά και επαναστατικές. Το Κίνημα Ταμαρόντ έρανε με επαίνους την ομιλία, χαρακτηρίζοντάς την «σεβασμό της νομιμοποίησης και της πολιτικής βούλησης της Αιγύπτου», χαιρετίζοντας ουσιαστικά τον Βασιλιά Αμπντάλα. Ο νασερικός και επικεφαλής του Αιγυπτιακού Λαϊκού Ρεύματος, Χαμντίν Σαμπάχι, εγκωμίασε τον ρόλο των Σαούντ ως υποστηρικτών και επιβεβαίωσε την υποστήριξή του στις πράξεις του καθεστώτος ενάντια στους διαδηλωτές. Στον προσωπικό του λογαριασμό στο Τουίτερ ο Σαμπάχι έγραψε «Χαιρετισμός στην στάση που πήραν οι Σαούντ και τα Εμιράτα υπέρ της Αιγύπτου».

Αυτός ο Βασιλιάς, ο νούμερο ένα εχθρός της Αιγυπτιακής Επανάστασης, ο Φρουρός των Δύο Ιερών Τζαμιών -Ουάσινγκτον και Τελ Αβίβ- έγινε ήρωας στα μάτια αυτών των ανθρώπων!

Ισραήλ και Σίσι

Αυτό για το οποίο δεν ακούμε τίποτα στα ΜΜΕ των υπηρεσιών ασφαλείας είναι η στάση που πήραν οι ηγέτες του εχθρικού Σιωνιστικού Κράτους. Θα υπέθετε κανείς πως αν ο Σίσι είναι πραγματικός εθνικός ήρωας θα επαναδιεκδικούσε την ανεξαρτησία της Αιγύπτου και οι Σιωνιστές, τρομοκρατημένοι, θα καλούσαν για την επιστροφή της Αδελφότητας. Η πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από αυτές τις κατασκευασμένες φαντασιώσεις.

Ο BinyaminBen-Eliezer, πρώην υπουργός Άμυνας του Ισραήλ και σύμμαχος του Μουμπάρακ δήλωσε «Κατά τη γνώμη μου, αν ο Σίσι δεν έκανε αυτά τα γρήγορα αποφασιστικά βήματα, το αιγυπτιακό καθεστώς θα γινόταν παρόμοιο με αυτό του Ιράν. Θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε μια Αιγυπτιακή εκδοχή των Φρουρών της Επανάστασης στα νότια σύνορά μας». Δήλωσε επίσης ότι η Ειρηνευτική Συμφωνία θα είναι ασφαλής στα χέρια του Σίσι και ότι η συνεργασία ανάμεσα στους στρατούς της Αιγύπτου και του Ισραήλ συνεχίζεται (Maariv, 20/8/2013).

Ο προηγούμενος πρωθυπουργός του Ισραήλ, Έχουντ Μπάρακ, ανακοίνωσε ότι όλος ο πλανήτης αποδέχεται και υποστηρίζει τον Σίσι (συνέντευξη στο CNN, 16/8/2013).

Ένας εκπρόσωπος του Ισραήλ είπε στους NewYorkTimesότι το καθεστώς του Σίσι πρέπει να υποστηριχθεί επειδή είναι η καλύτερη διαθέσιμη επιλογή σε αυτήν την συγκυρία.

Ο MordechaiKedar, ερευνητής στο Κέντρο Στρατηγικών Ερευνών Begin-Sadat, εξέφρασε παρόμοιες απόψεις στην JerusalemPost.

Με πρακτικούς όρους, η AIPACεπιδίδεται σε έντονο «λόμπινγκ» στην Ουάσινγκτον υπέρ του Σίσι και με στόχο να αποτρέψει την διακοπή της βοήθειας στον Αιγυπτιακό Στρατό (NewYorkTimes, 18/8/2013).

Με άλλα λόγια, ο εχθρός του αιγυπτιακού λαού που τα αντεπαναστατικά ΜΜΕ ισχυρίζονται ότι υποστηρίζει την Ισλαμική Τρομοκρατία στην Αίγυπτο, στην πραγματικότητα υποστηρίζει πλήρως τον Σίσι. Στέκονται αποφασιστικά πίσω από το Αιγυπτιακό Κράτος και τους θεσμούς του, το πραξικόπημα, την αντεπανάσταση και φυσικά τη συντριβή κάθε αντιπολίτευσης, πρώτα και κύρια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Τόσος αποπροσανατολισμός. Τέτοια δυνατότητα ψεμάτων και κατασκευής μιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Δεν θα μπορούσαν να απέχουν περισσότερο από την αλήθεια.

Οι εξαιρέσεις: Κατάρ και Τουρκία

Μόνο το Κατάρ πάει κόντρα στο ρεύμα των άλλων πλούσιων, πετρελαϊκών Κρατών του Κόλπου. Ενώ αυτά τα Κράτη ακολουθούν την πολιτική γραμμή που καθορίζει ο άξονας Σαούντ-Εμιράτα, το Κατάρ επιδιώκει να διατηρεί κάποια ανεξαρτησία από το Μητρικό Βασίλειο. Όσο μάταιη κι αν να είναι ίσως η προσπάθεια, και παρότι αποτελεί έναν νάνο σε μέγεθος και πληθυσμό, το Κατάρ είναι σε μια κατάσταση διαρκούς έντασης και ανταγωνισμού με την εξωτερική πολιτική των Σαούντ.

Το Κατάρ έχει τη δυνατότητα να συντηρεί τις φιλοδοξίες του, εξαιτίας του τεράστιου πλούτου που παράγει από τις εξαγωγές αερίου και πετρελαίου. Η αξία αυτών των εξαγωγών ξεπέρασε το 43 δισ. το έτος 2010-11 και ελέγχεται από τον Εμίρη του Κατάρ.

Αυτή η διαρκής ροή πλούτου αξιοποιείται από τον Καταριανό Εμίρη για να κερδίσει δικό του περιφερειακό πολιτικό βάρος, πέρα από την άμεση επιρροή των Σαούντ. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα αυτών των προσπαθειών: Η εγκαθίδρυση στενών σχέσεων με το Ιράν, ενώ την ίδια ώρα απλώνει το χέρι στο Ισραήλ και φιλοξενεί την μεγαλύτερη αμερικανική στρατιωτική βάση στην περιοχή. Η υποστήριξη στην Χαμάς και η διευκόλυνση των συνομιλιών με τη Φατάχ. Η υποστήριξη στο κόμμα του Σαάντ Ελ Χαρίρι και έπειτα η χρηματοδότηση της ανοικοδόμησης του Νότιου Λιβάνου μετά τον πόλεμο του 2006. Αλλά το Κατάρ έκανε δύο ιδιαίτερα σημαντικές κινήσεις στην προσπάθειά του να αποκτήσει μια ανεξάρτητη εθνική φωνή. Όταν οι σχέσεις των Αδελφών Μουσουλμάνων με το Σαουδικό Σεϊχάτο ήταν κλονισμένες, το Κατάρ πήρε υπό την προστασία του την Αδελφότητα. Από τη δεκαετία του ’80 το Κατάρ έχει προσφέρει καταφύγιο στον κορυφαίο θεωρητικό της Αδελφότητας, τον Γιουσέφ Ελ Καρντάουι. Έπειτα, υπάρχει το Αλ-Τζαζίρα. Το Κατάρ επέτρεψε, ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα της Αιγυπτιακής Επανάστασης, αυτό το καθοριστικό Μέσο Ενημέρωσης να λειτουργήσει ως «φωνή» της Αδελφότητας. Όλα αυτά γίνονται με φόντο τις μακροχρόνιες εντάσεις ανάμεσα στην Αδελφότητα και την Σαουδική Αραβία, που ξεκίνησαν από την εναντίωση της Αδελφότητας στον πόλεμο της Αμερικής στο Ιράκ τη δεκαετία του ’90.

Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε αυτό το μικρό Κρατίδιο και την υποστήριξη του φιλόδοξου Εμίρη του στην Αδελφότητα, πριν και στη διάρκεια της εξουσίας του Μόρσι. Αυτό εξηγεί επίσης τη στάση του ενάντια στην εκδίωξη του Μόρσι και την εξουσία του Σίσι.

Η στάση της Τουρκίας είναι πιο απλή και πιο λογική από ότι του Κατάρ. Με την Ισλαμική λαϊκή του βάση, την ταχεία οικονομική ανάπτυξη και την ματαιωμένη απόπειρα να μπει στην ΕΕ, ο Ερντογάν έχει τεράστια ανάγκη να αποκτήσει περιφερειακό γεωπολιτικό βάρος, στα πρότυπα της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό το όραμα άρχισε να υλοποιείται μετά την άνοδο των Ισλαμιστών στην εξουσία σε Τυνησία και Αίγυπτο.

Είναι ξεκάθαρο, σε αυτό το πλαίσιο, γιατί ο Ερντογάν κατήγγειλε το πραξικόπημα του Σίσι και την βίαιη επίθεση στην Αδελφότητα. Οι ανησυχίες του έχουν να κάνουν με τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει αυτή η αλλαγή για τα τουρκικά περιφερειακά συμφέροντα και σίγουρα όχι με την ανθρωπιά του ή τη δίψα του για επαναστατική αλλαγή.

Η αντεπανάσταση ισχυρίζεται ότι όλος ο πλανήτης υποστηρίζει την Αδελφότητα. Η Αδελφότητα πράγματι θα ήταν πρόθυμη να δεχτεί βοήθεια ακόμα κι από τον ίδιο το διάολο, αλλά τα πραγματικά γεγονότα δείχνουν ότι το πραξικόπημα του Σίσι υποστηρίζεται θερμά από το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία και έμμεσα από μια ανήσυχη Ουάσινγκτον.

Η Αιγυπτιακή λαϊκή επανάσταση δεν θα πετύχει αν δεν έρθει σε ρήξη με την ιμπεριαλιστική ατζέντα που επιβάλλουν η Αμερική, το Ισραήλ και οι περιφερειακοί σύμμαχοι, είτε πρόκειται για τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα είτε το Κατάρ και η Τουρκία. Ο Μόρσι απέτυχε να διασφαλίσει οποιαδήποτε αυτονομία ή να σπάσει τους περιορισμούς της εξάρτησης. Πέφτοντας στην αγκαλιά των βασιλιάδων και των πριγκίπων του πετρελαίου του Κόλπου, ο Σίσι ακολουθεί τον ίδιο δρόμο.

Δυστυχώς η πραγματικότητα λίγη σημασία έχει μπροστά στην μιντιακή φρενίτιδα που ενορχηστρώνει η αντεπανάσταση για να καλύψει τα εγκλήματά της. Οι κατηγορίες για προδοσία δεν θα σταματήσουν στην Αδελφότητα. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή αυτού του άρθρου, οι κατηγορίες για προδοσία θα επεκταθούν σε όλους όσους εναντιώνονται στο πραξικόπημα και απαιτούν τα δικαιώματά τους. Εκτός από τους συνήθεις υπόπτους, και εκείνοι οι φιλελεύθεροι, αριστεροί και διανοούμενοι που πούλησαν τις ψυχές τους στρατηγούς, θα διακινούν κατηγορίες και ύβρεις.

Όλα αυτά δεν δικαιολογούν κάποια απόγνωση ή απελπισία για την Αιγυπτιακή Επανάσταση. Δεν είναι η πρώτη ούτε θα είναι η τελευταία φορά που το καθεστώς επιδιώκει να εξαπατήσει το λαό. Οι Αιγύπτιοι έχουν αποδείξει ξανά και ξανά ότι γρήγορα βλέπουν πίσω από τα ψέματα και, με την επαναστατική εμπειρία που κουβαλάνε, αναγνωρίζουν τους πραγματικούς εχθρούς τους. Υπάρχουν ακόμα πολλές μάχες που θα δοθούν. Κάποιες θα τις χάσουμε, κάποιες θα τις κερδίσουμε, αλλά θα συνεχίσουμε να μαθαίνουμε από τα λάθη μας και τις θυσίες μας μέχρι η επανάστασή μας να πετύχει.

*Ο Sameh Naguib είναι ηγετικό στέλεχος των Επαναστατών Σοσιαλιστών (Αίγυπτος)