Παραδόξως, οι αριστερές κυβερνήσεις […] υπογραμμίζουν το δικαίωμα στην ασφάλεια με τόσο μεγαλύτερη ζέση, όσο πιο ανίκανες είναι να εξασφαλίσουν το δικαίωμα στην εργασία: στο ζήτημα αυτό μας παρακαλάνε να συμφωνήσουμε ότι «το κράτος δεν μπορεί να κάνει τα πάντα». Loic Wacquant, Le Monde, 7.12.1999

Η απειλή της οικονομικής ασφυξίας εκ μέρους των δανειστών, απειλή που κρατά στη ζωή τους εκ δεξιών αντιπάλους της κυβέρνησης, έχει ένα πολιτικό «ισοδύναμο» στο εσωτερικό: την προσπάθεια αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης με βάση την ατζέντα της ασφάλειας — εγχείρημα που κι αυτό προσλαμβάνει διεθνείς διαστάσεις, αν κρίνει κανείς από τις εντεινόμενες (και επιεικώς άκομψες…) πιέσεις, να αποτραπεί η υπό όρους απόλυση του πολυτραυματία Ξηρού. Πολιτικές δυνάμεις και μέσα ενημέρωσης, εμφανή και αφανή τμήματα του κρατικού μηχανισμού και ξένων υπηρεσιών, καθείς με τις ιδιαίτερες ευαισθησίες του, «συναντιούνται» σε μια επιχείρηση που μπορεί να συνοψίσει κανείς ως «Ασφυξία διά της ασφάλειας».

Αν και αυθόρμητη δεν μπορείς να την πεις, η επιχείρηση δεν προϋποθέτει ενιαίο συντονιστικό κέντρο. Οι συντελεστές της ενοποιούνται εκ των πραγμάτων, με βάση τον πολιτικό στόχο, κυρίως όμως ως προς τη μέθοδο: τη μετατροπή πολιτικών και κοινωνικών υποθέσεων (με ή χωρίς ποινικές διαστάσεις — τους είναι αδιάφορο), σε ζητήματα νόμου και τάξης. Σε ζητήματα, δηλαδή, που πρέπει να αντιμετωπιστούν μόνο ή κυρίως διά της «κοινής» (ποινικής-κατασταλτικής) λογικής, αυτονοήτως λοιπόν βρίσκονται εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης. Οτιδήποτε άλλο θεωρείται ανορθολογισμός.

Παραδόξως, αυτοί που θεωρούν τα συγκεκριμένα ζητήματα εκτός πολιτικής συζήτησης, είναι οι ίδιοι που εννοούν να τα επιβάλλουν βρέξει-χιονίσει στην κορυφή της πολιτικής επικαιρότητας. Με αυτή τη «μέθοδο», το νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση του υπερπληθυσμού των φυλακών συκοφαντήθηκε ως νεύμα της κυβέρνησης στην ακροαριστερή τρομοκρατία, οι δε Νίκος Μαζιώτης και Χριστόδουλος Ξηρός, αν και κρατούμενοι επί μήνες, αναγορεύτηκαν μόλις προχτές σε έλληνες Μπιν Λάντεν, για την άσκηση περαιτέρω πολιτικής πίεσης στην κυβέρνηση. Στην ίδια λογική, μια σαφώς ολιγομελής ειρηνική ωστόσο κατάληψη αλληλεγγύης σε απεργούς πείνας, προκάλεσε επί μέρες κοινοβουλευτική και μιντιακή τρομοϋστερία, με τη χώρα να εμφανίζεται στο έλεος της μαυροκόκκινης βίας, τον Κυριάκο Μητσοτάκη να καταθέτει την πολλοστή ερώτηση από πλευράς ΝΔ για το ζήτημα στις 15 Απριλίου, και δύο μέρες μετά, την Αστυνομία να εκκενώνει την Πρυτανεία υπό πλήρη τηλεοπτική κάλυψη — κι ενώ με την ψήφιση του νομοσχεδίου για τις φυλακές, η απεργία πείνας (άρα και η κατάληψη) πιθανότατα θα έληγε. Στα ίδια, τέλος, συμφραζόμενα, η άφιξη προσφύγων από την εμπόλεμη Συρία έδινε το έναυσμα για έναν ακόμα γύρο λαθροκινδυνολογίας, ακόμα και με φασίζοντα πρωτοσέλιδα, του τύπου «πετάξτε τους στη θάλασσα γιατί θα μας φάνε ζωντανούς».

***

Καθοδηγούμενη από δυνάμεις στρατευμένες στη μνημονιακή ορθοδοξία, η επιχείρηση «Ασφυξία διά της ασφάλειας» δεν είναι απλώς επικοινωνιακή τακτική· η επιτυχία της, ωστόσο, προϋποθέτει πολλή, υπερβολικά πολλή «επικοινωνία» — συνεπώς τη συστράτευση των μέσων ενημέρωσης που στήριξαν με συνέπεια το εθνοσωτήριο Μνημόνιο. Γιατί όμως τόση επικοινωνία; Γιατί, έχοντας αποσυνδέσει την ασφάλεια από την κοινωνική ευημερία, οι συντελεστές της ενδιαφέρονται περισσότερο για τη χειραγώγηση του αισθήματος ασφάλειας, παρά για την ασφάλεια καθαυτήν. Στη λογική τους, οι κυβερνήσεις που δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν ως εγγυήτριες της ευημερίας, έχουν λόγο ύπαρξης μόνο αν είναι σε θέση να εγγυηθούν το αίσθημα ασφάλειας.

Ορισμένα παραδείγματα: Όταν ληστεύονται κάποιοι σε λαϊκές γειτονιές ή σε χωριά, υπάρχει ζήτημα ασφάλειας, αλλά αυτό συνήθως δεν αφορά τα μέσα ενημέρωσης. Οι προτεραιότητές τους εντοπίζονται στην παραβατικότητα στο κέντρο της Αθήνας· στην παραβατικότητα, όχι δηλαδή στο μεγάλο έγκλημα, που γνωρίζει τρόπους αυτοπροστασίας από τη δημοσιότητα. Όταν άνδρες της ΔΕΛΤΑ επιχειρούν με κάμερες στα κράνη, εν αγνοία μάλιστα του Αρχηγείου και του υπουργού, υπάρχει ζήτημα ασφάλειας, δηλαδή κατάχρησης εξουσίας σε βάρος πολιτών· όμως οι ευθύνες κρατικών οργάνων βρίσκονται εκτός θέματος για το πολιτικο-επικοινωνιακό σύμπλεγμα της «ασφάλειας». Όταν, τέλος, ακροδεξιοί ξυλοκοπούν «αντιφρονούντες» ή μετανάστες, όταν δηλαδή κινδυνεύουν η σωματική ακεραιότητα και η ζωή, πρόκειται ιδεοτυπικά για ζήτημα ασφάλειας. Όμως οι μετανάστες δεν ψηφίζουν, οι «αντιφρονούντες» δεν συγκινούν τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης και οι δράστες, «ευυπόληπτοι πολίτες» ή κάτι τέτοιο, χαίρουν διαχρονικά της ασυλίας ιδιωτικών μέσων και κρατικών μηχανισμών.

Ο λόγος και η πράξη γύρω από το αίσθημα της ασφάλειας, οι ιεραρχήσεις δηλαδή των κινδύνων και οι αντιλήψεις για το ποιοι προέχει να αντιμετωπιστούν, σχετίζονται λιγότερο με τουπαρκτό έγκλημα, που πράγματι απειλεί την ασφάλεια — «περιέχουν» δε περισσότερη πολιτική, ιδεολογία, ενίοτε δε απλώς ιδεοληψία, απ’ όσο θα ήθελαν να παραδεχτούν οι νεοσυντηρητικοί ασφαλειολόγοι. Σεβόμενοι και υπερασπιζόμενοι κοινωνικές ιεραρχίες (άλλωστε «έχουμε αστική, όχι λαϊκή δημοκρατία»), οι τελευταίοι ασχολούνται κυρίως με τουςπληθυσμούς που ρέπουν στο έγκλημα και την κοινωνική άμυνα απέναντι στον «αντικοινωνικό» δράστη, και λιγότερο με τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες παραγωγής του εγκλήματος. Γι’ αυτές, ως «καθαροί» επιστήμονες ή «πρακτικοί» πολιτικοί, δηλώνουν αναρμόδιοι: καθένας τη δουλειά του.

Κάπως έτσι, είναι ευκολότερο να στοχοποιούνται συλλήβδην οι προερχόμενοι από τις μουσουλμανικές χώρες ως δυνητικοί οπαδοί του τζιχαντισμού. Σαφώς πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν τα άτυπα δίκτυα του ISIS που μακελεύουν και μουσουλμάνους, και ακόμα δυσκολότερο να αποτραπεί το πέρασμα, από τη Δύση στην Ανατολή, μαχητών του ISIS που είναι πολίτες δυτικών χωρών. Στα καθ’ ημάς. Είναι δύσκολο να αντιμετωπίσεις τη γοητεία που ασκεί σε κόμματα, ΜΜΕ και συντηρητικούς πολίτες η θεωρία του «σπασμένου παράθυρου», αυτή που σε διάφορες παραλλαγές καθοδηγεί το λόγο περί ανομίας της Δεξιάς, της Ακροδεξιάς και του Κέντρου. Είναι όμως επικίνδυνο να ενδίδεις στις πιέσεις μιας Δεξιάς που πιστεύει στα σοβαρά ότι η ανοχή στις εν γένει «φθορές» (από το γκράφιτι ως το σπασμένο τζάμι), διαμορφώνει το σκηνικό παρακμής και εγκατάλειψης, εντός του οποίου εκκολάπτεται το έγκλημα. Επικίνδυνο, γιατί η συμμαχία με τη Δεξιά στο «εποικοδόμημα» της αντεγκληματικής πολιτικής σημαίνει άφεση στο απυρόβλητο του πραγματικού εγκλήματος, και, ενδεχομένως, προσχώρηση στην ιδέα «αφού δεν μπορούμε πολλά στην οικονομία, ας κάνουμε τουλάχιστον περισσότερα στην ασφάλεια».

Η επιχείρηση «Ασφυξία διά της ασφάλειας» είναι σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπιστεί με τα μέσα των συντελεστών της (βλ. επιχειρήσεις on camera), τις παραδοχές και την ορολογία τους («δεν χωράμε άλλους μετανάστες») ή με μια κεντρώα διπλή γλώσσα: αυτή που λέει στην Αριστερά εκείνο που θέλει να ακούσει («οι καταλήψεις είναι παράδοση της Μεταπολίτευσης»), και ταυτόχρονα εξηγεί «επιστημονικά» στη Δεξιά ότι ζούμε την αναβίωση της τρομοκρατίας, όρα ρίψεις μολότοφ. Χρειαζόμαστε διαφορετικές παραδοχές, άλλα μέσα και άλλη ορολογία. Ένα παράδειγμα από το δύσκολο προσφυγικό: Όταν η Ε.Ε. μιλά για παράνομη διακίνηση την επαύριο του εγκλήματος της Λαμπεντούζα, εμείς πρέπει να ζητάμε συνεργασία για τη διάσωση, νόμιμη μετακίνηση και αναδιανομή πόρων για την υποδοχή: το «δεν χωράνε άλλοι» είναι άλλων.

Για όλους αυτούς τους λόγους δεν θεωρώ την Πρυτανεία το κυρίως θέμα — μολονότι σοβαρό σύμπτωμα. Το θέμα είναι η (μη) διατύπωση της προοδευτικής αντεγκληματικής πολιτικής που η Αστυνομία οφείλει να εκτελεί. Όσο η πολιτική αυτή καθυστερεί ή επαφίεται σε έναν μόνο από τους εμπλεκόμενους υπουργούς, αναπόφευκτα καθυστερεί μαζί της ο εκδημοκρατισμός του εκτελεστικού της βραχίονα: η διάλυση των εκφασισμένων στρατιωτικοποιημένων μονάδων της ΕΛ.ΑΣ, τα διακριτικά, η επίβλεψη των ΕΔΕ για να μη σημαίνουν συγκάλυψη κρουσμάτων κρατικής ανομίας. Όσο καθυστερεί, ο επιχειρησιακός σχεδιασμός της Αστυνομίας για το κέντρο της Αθήνας θα εστιάζεται σε εκδιδόμενες, επαίτες και πλανόδιους (βλ. το εκατοντασέλιδο σημείωμα που συνοδεύει την απάντηση του υπουργού στην επίκαιρη ερώτηση του Κ. Μητσοτάκη, 20.4.2015). Και κάπως έτσι, πολιτική θα υπαγορεύει ad hoc το πολιτικο-επικοινωνιακό σύμπλεγμα της Ασφάλειας, ή απευθείας ο εκτελεστικός βραχίονας, που γνωρίζει μεν τα θέματα, ως γνωστόν όμως δεν φημίζεται για την (προοδευτική) πολιτική του σκέψη. Αλλά αυτό αποτελεί αδυναμία, όχι ισχυροποίηση της κυβέρνησης απέναντι στις προσπάθειες αποσταθεροποίησής της.

*O Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος είναι συντονιστής του Τμήματος Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ.

Ετικέτες