Η πολύμηνη εκστρατεία οργάνωσης εκλογών για την ίδρυση σωματείου στην Amazon στην πόλη Bessemer της Αλαμπάμα είχε αιχμαλωτίσει την προσοχή όλης της Αμερικής.
Η εικόνα του Δαυίδ και του Γολιάθ χρησιμοποιήθηκε συχνά για να αναπαραστήσει τη μάχη μεταξύ του Συνδικάτου Εργαζομένων Χονδρικής, Λιανικής και Πολυκαταστημάτων (RWDSU) και του επιχειρησιακού κολοσσού του Jeff Bezos. Η Amazon φυσικά χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να εμποδίσει τους εργαζόμενους στο Bessemer να συνδικαλιστούν, αλλά ταυτόχρονα έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Έτσι, την Παρασκευή 9 Απρίλη, το Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων (NLRB) ανακοίνωσε το αποτέλεσμα με 738 ψήφους υπέρ της ίδρυσης σωματείου και ένα συντριπτικό 1.798 κατά. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξετάσει τι συνέβη στο Bessemer και να παρέχει μια μαρξιστική ανάλυση που αμφισβητεί τόσο τα υπερβολικά αισιόδοξα όσο και τα υπερβολικά απαισιόδοξα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν πολλοί αγωνιστές της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων.
Πως έχουν τα πράγματα σήμερα
Το δελτίο τύπου του NLRB μας έδωσε τα βασικά στοιχεία.
Εργαζόμενοι με δικαίωμα ψήφου: 5.876
Σύνολο ψηφισάντων: 3.041
Λευκά: 76
Υπέρ της ίδρυσης σωματείου: 738
Κατά της ίδρυσης σωματείου: 1.798
Αριθμός ψηφοδελτίων που έχει υποβληθεί ένσταση για την εγκυρότητα ή την ακυρότητά τους: 505
Τα υπό ένσταση ψηφοδέλτια είναι ένα ζήτημα με τον οποίο δεν ασχολείται πλέον κανείς. Θα έπαιζαν ρόλο μόνο εάν ο συνολικός τους αριθμός ήταν τόσο μεγάλος ώστε να μπορεί να αλλάξει το τελικό αποτέλεσμα. Τελικά δεν ήταν. Το συνδικάτο RWDSU προσβάλει το αποτέλεσμα για άλλους λόγους και έχει ασκήσει έφεση στο NLRB. Το συνδικάτο ισχυρίζεται ότι ο εργοδοτικός εκφοβισμός αλλοίωσε το αποτέλεσμα των εκλογών. Ένα κεντρικό ζήτημα είναι το κατά πόσο ήταν θεμιτή η τοποθέτηση γραμματοκιβωτίου από την Amazon μέσα στις εγκαταστάσεις της για να ρίχνουν εκεί οι εργάτες την επιστολική ψήφο τους. Αυτή η έφεση μπορεί να χρειαστεί πολύ καιρός για να εξεταστεί στις σχετικές διαδικασίες του NLRB.
Αιτίες της ήττας
Αν και το αποτέλεσμα των εκλογών δεν θα λήξει επίσημα μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της έφεσης, εμείς είμαστε υποχρεωμένοι να εξηγήσουμε τους λόγους της προφανής ήττας του συνδικάτου. Αυτό είναι πολύ δύσκολο να γίνει από όσους δεν είχαμε άμεση εμπλοκή στο BHM1 [ΣτΜ: Η αποθήκη της Amazon στο Bessemer]. Παρόλα αυτά μπορούν να διατυπωθούν κάποιες κρίσεις.
- Το αρχικό ωρομίσθιο του νεοπροσλαμβανόμενου στην Amazon, που είναι 15,30 δολάρια, είναι υψηλότερο σε σχέση με τους μισθούς που δίνουν πολλοί άλλοι εργοδότες της περιοχής, παραμένει όμως σχεδόν 3 δολάρια την ώρα λιγότερα από το μέσο ωρομίσθιο στην περιοχή του Birmingham. Παρόλα αυτά, οι σχετικά υψηλότερες αποδοχές στην Amazon πιθανά έπαιξαν ένα ρόλο στην ήττα του συνδικάτου.
- Το εργοστάσιο έχει ένα υψηλό δείκτη αντικατάστασης/ανανέωσης του προσωπικού που είναι 10% το χρόνο. Αυτό δυσκολεύει το χτίσιμο μιας σταθερής βάσης για ένα σωματείο.
- Υπήρξε σίγουρα εκφοβισμός από τη διοίκηση. Η πιο εξόφθαλμη προσπάθεια ήταν το να φωτογραφίζει τα έγγραφα ταυτοποίησης των εργατών που ήταν υπέρ της ίδρυσης σωματείου. Υπήρχε επίσης μία ευρεία εκστρατεία από συναντήσεις με υποχρεωτική παρουσία, αφίσες κολλημένες παντού στο χώρο εργασίας και διαρκής ατομική επικοινωνία με τον κάθε εργαζόμενο ενάντια στην ίδρυση σωματείου.
- Η δυναμική και ο ενθουσιασμός προφανώς είναι σημαντικά σε όλες τις προσπάθειες συνδικαλιστικής οργάνωσης. Αυτά είναι όμως δύσκολο να διατηρηθούν σε υψηλό επίπεδο για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Όσο πιο σύντομο είναι το διάστημα μεταξύ της συμπλήρωσης των αιτήσεων που κατατίθενται στο NLRB [σσ: «union cards», οι «εξουσιοδοτήσεις» που συμπληρώνουν οι εργαζόμενοι δηλώνοντας ότι θέλουν να εκπροσωπηθούν από ένα συνδικάτο] και της ημέρας που διεξάγονται οι εκλογές, τόσο το καλύτερο για το συνδικάτο. Στο Bessemer, το συνδικάτο κατέθεσε τις αιτήσεις στις 20 Νοεμβρίου του 2020. Η επιστολική ψηφοφορία ξεκίνησε στις 8 Φλεβάρη και ολοκληρώθηκε στις 29 Μάρτη του 2021. Είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί η ίδια δυναμική όταν η διαδικασία διαρκεί τόσο μεγάλο διάστημα.
- Το ερώτημα που τίθεται για το ποιοι και πόσοι εργαζόμενοι θα αποτελούν το «σώμα» του συνδικάτου [σσ: «bargaining unit», ο αριθμός εργαζομένων που σχεδιάζει να εκπροσωπήσει το συνδικάτο] είναι πιο πολύπλοκο από ότι φαίνεται. Τα συνδικάτα επιθυμούν να συγκροτούν «σώματα» -τα οποία έχουν και το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές του NLRB- που θα βασίζονται σε τομείς του εργασιακού χώρου όπου έχουν χτίσει τη μεγαλύτερη υποστήριξη. Οι διοικήσεις θέλουν το «σώμα» αυτό να συμπεριλαμβάνει εργάτες που είναι έξω από τους χώρους επιρροής του συνδικάτου και κατά συνέπεια είναι λιγότερο πιθανό να ψηφίσουν υπέρ της ίδρυσης σωματείου. Έτσι, στο Bessemer το συνδικάτο αρχικά έκανε αίτηση να εκπροσωπήσει ένα «σώμα» 1.500 εργαζομένων. Η εταιρεία κατάφερε να συμφωνήσει το NLRB στη διεύρυνση του «σώματος» στους 5.876 εργαζομένους. Αυτό σήμαινε ότι συμπεριέλαβε πολλούς εποχικούς και προσωρινούς εργαζόμενους που προφανώς έδειχναν λιγότερο ενδιαφέρον για την κατάσταση που επικρατεί στον εργασιακό χώρο. Συμπεριέλαβε επίσης τους εργαζόμενους στις μεταφορές των προϊόντων, που δεν έχουν την ίδια συμμετοχή στην καθημερινή ζωή και συζήτηση μέσα στον εργασιακό χώρο. Η οριοθέτηση του «σώματος» με αυτό τον τρόπο λειτούργησε αρνητικά για το συνδικάτο.
- Το πιο σημαντικό σημείο είναι το γενικά χαμηλό επίπεδο της αυτοπεποίθησης και της μαχητικότητας της εργατικής τάξης σήμερα. Η εργατική τάξη βρίσκεται ακόμη σε οπισθοχώρηση, μετά από δεκαετίες υποχωρήσεων και ήττας. Η γενική οικονομική κατάσταση και ο φόβος των εργοδοτικών αντιποίνων δρουν συνδυαστικά για να αποτρέπουν την ενεργό δράση. Ο αναγνώστης μπορεί ρωτήσει: Και τότε τι σημαίνουν όλες αυτές οι πανεθνικές δημοσκοπήσεις που δείχνουν πλειοψηφικό αίσθημα υπέρ της ύπαρξης συνδικάτων; Είναι ένα πράγμα όταν μεγάλος αριθμός ανθρώπων δηλώνει ότι βλέπει θετικά τα συνδικάτα με την ανωνυμία που του παρέχει μια δημοσκόπηση, και είναι εντελώς διαφορετικό να έρθεις σε αντιπαράθεση με τον εργοδότη σου στη δουλειά από την οποία εξαρτάσαι εσύ και η οικογένειά σου. Αυτό απαιτεί πολύ μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην ικανότητα του εργατικού κινήματος να σε προστατεύσει και να νικήσει το αφεντικό.
Μια σημαντική αποτυχία…
Δεν υπάρχει λόγος να μασάμε τα λόγια μας: Το συνδικάτο υπέστη μια σημαντική ήττα. Είναι λάθος να λέμε πως ό,τι κι αν συμβεί… «Bessemer: Ένα μεγάλο βήμα μπροστά», όπως τιτλοφορεί ένα πρόσφατο άρθρο του στην ιστοσελίδα Portside ένας έμπειρος αγωνιστής του εργατικού κινήματος, ο Frank Emspak. Η Sarah Nelson, η οποία ως πρόεδρος της Ένωσης Αεροσυνοδών είναι ανερχόμενο αστέρι του εργατικού κινήματος και φημολογείται ότι σκέφτεται να συμμετέχει στις επόμενες εκλογές για ανάδειξη προέδρου στην AFL-CIO [ΣτΜ: Αμερικάνικη Ομοσπονδία Εργασίας και Συνέδριο Βιομηχανικών Οργανώσεων, το αντίστοιχο της «γενικής συνομοσπονδίας» στις ΗΠΑ], προσπάθησε να παρουσιάσει με θετικό τρόπο τα γεγονότα στην Amazon. Η εφημερίδα New York Times παραθέτει μία δήλωσή της όπου της αποδίδεται να λέει ότι υπήρξε «πλήθος μιντιακής κάλυψης και συζήτησης και άνθρωποι σε όλη τη χώρα ακούνε ότι τα σωματεία είναι η λύση. Καταφέραμε να κάνουμε μια πραγματική συζήτηση για το τι πραγματικά κάνει ένα σωματείο».
Κι άλλοι αρθρογράφοι υποστηρίζουν το ίδιο πράγμα: «Τουλάχιστον περάσαμε το κατώφλι. Αυτή είναι μόνο η αρχή». Δυστυχώς, μια ηττημένη προσπάθεια οργάνωσης σωματείου σπάνια λειτουργεί ως το πρώτο βήμα για να υπάρξουν κι άλλες τέτοιες προσπάθειες. Μια ήττα ρίχνει το ηθικό των εργαζομένων και των οργανωτικών στελεχών και κάνει το συνδικάτο να δείχνει λιγότερο ελκυστική επιλογή στους υπόλοιπους εργαζόμενους. Αυτή η κατάσταση δεν διαρκεί για πάντα, αλλά το διάστημα αμέσως μετά την ηττημένη προσπάθεια, είναι μια πολύ δύσκολη περίοδος για να προσελκύσεις εργάτες στις γραμμές του συνδικαλιστικού κινήματος.
...αλλά όχι μια συντριπτική ήττα για ολόκληρο το εργατικό κίνημα
Υπάρχει ένα συμμετρικό σφάλμα στο να υποτιμάς την ήττα κι αυτό είναι να μεγαλοποιείς το εύρος της ήττας αυτής. Για παράδειγμα η New York Times έγραψε για «ένα συντριπτικό χτύπημα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα». Μια επικεφαλίδα στο περιοδικό Esquire αναφέρει το ίδιο συμπέρασμα: «Η ψηφοφορία του Bessemer είναι μια θλιβερή ήττα για το οργανωμένο εργατικό κίνημα».
Στην πραγματικότητα, η κλίμακα των γεγονότων στο Bessemer είχε μεγαλοποιηθεί από την αρχή. Ασφαλώς μια συνδικαλιστική νίκη στο Bessemer θα παρείχε μια επιτυχία που έχει μεγάλη ανάγκη το εργατικό κίνημα. Αλλά όσοι είδαν αυτή την καμπάνια ως παράδειγμα ενός ανερχόμενου κύματος εργατικών αγώνων και μιας ιστορικής εξέλιξης, αναγκάζονται τώρα να μιλήσουν για μια ήττα αντίστοιχων διαστάσεων.
Η καμπάνια για την ίδρυση σωματείου στο Bessemer δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ ένα νέο «Γιγάντιο βήμα του εργατικού κινήματος». Αυτό γιατί πολύ απλά δεν είχε το μέγεθος για να επηρεάσει τον συνολικό συσχετισμό δυνάμεων στις ΗΠΑ. Η μονάδα στο Bessemer απασχολεί μόλις το 0,6% του εργατικού δυναμικού της Amazon στις ΗΠΑ. Στο Bessemer βρίσκεται μόνο 1 από τα 110 κέντρα διαλογής στη χώρα. Θα απαιτούσε πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις για να αλλάξει η συνολική κατάσταση του εργατικού κινήματος. Όσο σοβαρή κι αν είναι η ήττα στο Bessemer, δεν έχει επηρεάσει τον συσχετισμό μεταξύ των ταξικών δυνάμεων.
Γιατί μεγαλοποιήθηκε το Bessemer;
Όποιος παρακολουθούσε το τι συνέβαινε στο Bessemer τους τελευταίους 2 μήνες, θα εκπλησσόταν από δύο πράγματα: την τεράστια έκταση της δημοσιογραφικής κάλυψης και την υπεραισιόδοξη παρουσίασή του από την Αριστερά. Διαφορετικές δυνάμεις μεγαλοποίησαν την κατάσταση για διαφορετικούς λόγους. Τα μεγάλα ΜΜΕ έχουν καθοριστεί από την ταχεία εξάπλωση διαφορετικών ειδησεογραφικών πηγών και από τον 24ωρο κύκλο ροής ειδήσεων. Η ανάγκη να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη οδηγεί στην υπερ-δραματοποίηση των περισσότερων πολιτικών γεγονότων. Χαρακτηρισμοί όπως «ιστορικό», «εμβληματικό» και «κρίση» χρησιμοποιούνται εκτεταμένα και πολύ εύκολα. Η συνδικαλιστική εκστρατεία του RWDSU είχε αυτού του είδους την κάλυψη.
Η φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική Αριστερά υπερέβαλε για το Bessemer για τους δικούς της λόγους. Για αυτές τις δυνάμεις, η καμπάνια συμβόλιζε τη νέα εποχή της προεδρίας Μπάιντεν. Οι πρώτες 100 μέρες του Μπάιντεν αντιμετωπίζονται λες και «Επιτέλους Ξημέρωσε Πάλι στην Αμερική». Ο μισητός Τραμπ εξορίστηκε στο Mar a Lago [θέρετρο στη Φλόριντα] και οι εμβολιασμοί για τον Covid-19 διεξάγονται κανονικά. Τα βλέπουν όλα ρόδινα και αντιμετώπισαν το Bessemer ως ένα ενδεικτικό στοιχείο της ανόδου του Μπάιντεν και των συμμάχων του μέσα στο εργατικό κίνημα.
Για ένα μεγάλο μέρος της άκρας Αριστεράς η υπερβολή πήγαζε από διαφορετική αιτία. Θεωρεί ότι η αμερικάνικη πολιτική σκηνή βιώνει την άνοδο μιας νέας Αριστεράς: Ο Bernie [στμ. Sanders], η AOC [στμ. Η Δημοκρατική Γερουσιάστρια και αυτοαποκαλούμενη «σοσιαλίστρια» Alexandria Ocasio-Cortez], το Red4Ed [Στμ. Οργάνωση εκπαιδευτικών που έγινε γνωστή μέσα από τις απεργίες των εκπαιδευτικών την περίοδο 2018-19], η ανάπτυξη του DSA, οι διαδηλώσεις του Black Lives Matter και τώρα το Bessemer. Υπάρχει τρομερή πίεση στην άκρα Αριστερά να γίνει μέρος αυτού του πολιτικού ρεύματος που προελαύνει -και να απορρίψει οτιδήποτε σταθεί εμπόδιο στο να πάει με αυτό το κύμα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για παλιότερες πολιτικές θέσεις αλλά και για οτιδήποτε φανεί σαν να υποτιμά την ανοδική πορεία της νέας κατάστασης. Από τη στιγμή που τα πάντα έχουν επενδυθεί σε αυτή τη «νέα συγκυρία», η άκρα Αριστερά αισθάνεται υποχρεωμένη να βλέπει την πορεία των πολιτικών εξελίξεων σαν να προχωρά από τη μια ισχυροποίηση των θέσεών μας στην άλλη.
Εάν το δούμε από μαρξιστική σκοπιά, υπάρχουν 2 πτυχές. Η μία είναι να στηρίζουμε ενεργητικά και ολοκληρωτικά κάθε πραγματική μάχη που ξεκινά, από το κίνημα BLM ως τις απεργίες των εκπαιδευτικών και την εκστρατεία για ίδρυση σωματείου στο Bessemer. Η δεύτερη πτυχή είναι να αξιολογούμε προσεκτικά και νηφάλια τις μάχες αυτές έτσι ώστε να κάνουμε μια αντικειμενική ανάλυση της πραγματικής κατάστασης. Οι εκτιμήσεις μας πηγάζουν από την πραγματικότητα, δεν αλλάζουμε την πραγματικότητα για να ταιριάζει στις εκτιμήσεις μας.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μετά το Bessemer
Προκύπτουν κάποιοι πραγματικοί μελλοντικοί κίνδυνοι από τον τρόπο με τον οποίο μιλά η συνδικαλιστική ηγεσία από όταν έγιναν γνωστά τα εκλογικά αποτελέσματα στο Bessemer. Η βασική νομοθετική και «καμπανιακή» προτεραιότητα της AFL-CIO είναι ο Νόμος PRO (Protect the Right to Organize, νόμος για την προστασία του δικαιώματος οργάνωσης). Είναι ένα νομοσχέδιο που θα αλλάξει σημαντικές πτυχές του εργατικού δικαίου. Βάζει στο στόχαστρο φιλοεργοδοτικούς νόμους όπως τη νομοθεσία που αποκαλείται «για το δικαίωμα στη δουλειά», και την εργοδοτική παρέμβαση στις εκλογές για ίδρυση σωματείων. Θα ήταν ένα βήμα μπρος αν ψηφιζόταν. Πρέπει όμως επίσης να σημειωθεί ότι το νομοσχέδιο αυτό δεν περιλαμβάνει καμία από τις μεταρρυθμίσεις που προέβλεπε το προτεινόμενο νομοσχέδιο για την Ελεύθερη Επιλογή του Εργαζομένου του 2009 (EFCA). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα επέτρεπαν σε μια απλή πλειοψηφία εργαζομένων να εξουσιοδοτήσουν ένα συνδικάτο να είναι ο εκπρόσωπός τους και θα υποχρέωναν τον εργοδότη τους να αναγνωρίσει και να διαπραγματευτεί με το σωματείο που επέλεξαν οι εργάτες. Αν και ο Ομπάμα είχε δεσμευτεί στην προεκλογική του καμπάνια να περάσει το EFCA, κι ενώ οι Δημοκρατικοί είχαν την πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου, το νομοσχέδιο θάφτηκε χωρίς καμιά εξήγηση από το Δημοκρατικό Κόμμα. Ακόμα και ο Νόμος PRO που εκκρεμεί η εισαγωγή του στο Κογκρέσο θα έρθει αντιμέτωπος με μια κουραστική και άνιση μάχη -με μικρή πιθανότητα να δει τελικά το φως της ημέρας.
Όμως, το εργατικό δίκαιο δεν είναι ο κύριος παράγοντας που εμποδίζει το εργατικό κίνημα να αναπτυχθεί. Το κίνημά μας δε μπορεί να αναπτυχθεί λόγω της έλλειψης νικών ενάντια στους εργοδότες μέσα στους εργασιακούς χώρους. Αν εστιάσουμε την προσοχή μας στην Ουάσινγκτον και στη νομοθεσία, θα μειωθεί η προσήλωσή μας στην εργατική πάλη με την εργοδοσία στο χώρο δουλειάς. Πολλοί ηγέτες συνδικάτων θα ισχυριστούν ότι το Bessemer έδειξε ότι καμιά πρόοδος δεν μπορεί να γίνει μέσα στο υπάρχον νομικό πλαίσιο. Για αυτούς η προτεραιότητα πλέον θα πρέπει να είναι η άσκηση πίεσης στο Δημοκρατικό Κόμμα να αλλάξει αυτούς τους νόμους. Αυτό θα μας οδηγήσει ακόμα πιο βαθιά στους εσωτερικούς διαδρόμους της Ουάσινγκτον και του Δημοκρατικού Κόμματος και ακόμα πιο μακριά από την προσπάθεια να οργανωθούν οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να παραιτηθούμε από το στόχο της δημιουργίας σωματείων μέσα από οργανωμένες από το NLRB εκλογές και συνεπώς και από κάθε επίσημη συλλογική διαπραγμάτευση. Ακόμη και οι Amazonians United, μια ομαδοποίηση εργαζομένων αγωνιστών βάσης στην Amazon, ενώ βασίζεται σε ένα εντυπωσιακό ιστορικό διεξαγωγής τοπικών μαχών για συγκεκριμένα αιτήματα, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έχει ωστόσο κρατήσει αποστάσεις από τα υπάρχοντα εργατικά συνδικάτα.
Άλλοι ισχυρίζονται τώρα ότι αυτό που χρειάζεται είναι μία «εταιρική» και «κοινοτική» καμπάνια που θα στρέφεται ενάντια στην Amazon. Αυτό σημαίνει ότι παραιτούμαστε από το στόχο της νίκης σε μια επίσημη εκλογική μάχη που οργανώνει το NLRB. Αντίθετα θεωρούν ότι το σωματείο θα ασκούσε πίεση στην επιχείρηση μέσω μιας εκστρατείας αρνητικής διασημότητας και περιστασιακών σύντομων στάσεων εργασίας. Η καμπάνια Fight for $15 (Αγώνας για 15 δολάρια την ώρα) στη βιομηχανία φαστ φουντ είναι ένα παράδειγμα αυτής της προσέγγισης. Με άλλα λόγια σκοπός μας είναι να ντροπιάσουμε την εταιρία ώστε να υποχρεωθεί να πράξει το σωστό απέναντι στους εργάτες, αντί να βοηθήσουμε τους εργαζόμενους να χτίσουν μια δική τους δυνατή οργάνωση. Επιπλέον, στις ΗΠΑ σήμερα, είναι δύσκολο να φανταστούμε να προστατεύονται τα εργατικά δικαιώματα χωρίς μια σύμβαση συλλογικής διαπραγμάτευσης και ένα συνδικάτο που θα επιβάλει την εφαρμογή της.
Συμπέρασμα
Έχουμε εμπλακεί σε μια κουραστική και γεμάτη εμπόδια μάχη για να ξαναχτίσουμε το εργατικό κίνημα μέσα σε δύσκολες συνθήκες. Θα έχουμε και νίκες και ήττες. Το βιβλίο του πολυμέσου/δικτύου Labor Notes, «Secrets of a successful organizer» («Μυστικά ενός πετυχημένου οργανωτικού στελέχους»), έχει ένα κεφάλαιο με τίτλο «Θα χάνεις πιο συχνά από ό,τι θα κερδίζεις». Αυτή η προσέγγιση της επιμονής ενέπνευσε αρκετά οργανωτικά στελέχη του εργατικού κινήματος στο παρελθόν και θα συνεχίσει να το κάνει. Ο τελικός στόχος σίγουρα το αξίζει.