Φέτος κλείνουμε 10 χρόνια από την «πρώτη φορά Αριστερά», την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ωστόσο δεν ήταν στην πραγματικότητα ούτε «πρώτη φορά» - αυτή ήταν η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου του 1981 - 1985 καθώς πραγματοποίησε μία ορισμένη πολιτική αναδιανομής από πάνω προς τα κάτω - ούτε και τόσο «αριστερά» καθώς δεν χαρακτηρίστηκε από πολιτικές αναδιανομής αλλά εν τέλει από το 3ο μνημόνιο.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του Ιανουαρίου 2015 οδήγησε την περίοδο αστάθειας και κρίσης του πολιτικού συστήματος και ταυτόχρονα ριζοσπαστικοποίησης των μαζών σε ήττα του κινήματος και (σχετική) σταθεροποίηση του συστήματος.

Αυτό το αποτέλεσμα δεν ήταν προδιαγεγραμμένο. Ήταν το αποτέλεσμα της πάλης στο εσωτερικό του «πλατιού κόμματος» και της ήττας της αριστερής αντιπολίτευσης. Αποτελεί μάλιστα τεκμήριο της αδυναμίας της «αριστερής πτέρυγας» (ή πιο σωστά των αριστερών πτερύγων) να συγκεντρώσουν πολιτικά και οργανωτικά τη δύναμή[i] τους ενάντια στις, εντός του κόμματος, δια της προεδρικής ομάδας, συστημικές πιέσεις και εκφράσεις οι οποίες εντέλει οδήγησαν στην ήττα της «εφόδου» των μαζών για ένα μέλλον που θα εκκινεί από το ρήγμα με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ένα μέλλον βασισμένο στην άμεση αναδιανομή πλούτου και ισχύος σε βάρος της εγχώριας άρχουσας τάξης και των στηριγμάτων της και υπέρ των «πολλών και από κάτω». 

Εκτιμούμε ότι η ανάγνωση των γεγονότων και των εξελίξεων εκείνης της περιόδου και της εσωκομματικής πάλης από τη σκοπιά των αδυναμιών και των λαθών της αριστερής αντιπολίτευσης (που προσπάθησε αλλά δεν κατάφερε να ανακόψει την πορεία προς τη συνθηκολόγηση και ούτε να δώσει αποτελεσματικά συνέχεια στο επόμενο διάστημα), παρά από την «αποκάλυψη» της δεξιάς πορείας του Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας, (αποκάλυψη η οποία σήμερα μοιάζει με «διάρρηξη ανοιχτής πόρτας»), είναι χρήσιμη γιατί αναδεικνύει ακριβώς το έλλειμα του υποκειμενικού παράγοντα παρά των αντικειμενικών συνθηκών και του ρόλου της ριζοσπαστικοποιημένης κοινωνικής πλειοψηφίας εντός τους.

Από αυτή λοιπόν τη σκοπιά η εμπειρία της περιόδου 2010 – 2015 και ιδιαίτερα η εμπειρία της ανόδου και της πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί καταγραφή μιας μάχης «από χέρι χαμένης» αλλά περισσότερο μιας «γενικής δομικής», μιας «πρόβας» ενός πολιτικού υποδείγματος δυνητικά αποσταθεροποιητικού για το πολιτικό σύστημα και την καπιταλιστική κυριαρχία εν γένει στην σύγχρονη εποχή. Ενός μεταβατικού πολιτικού «εργαλείου», της «κυβέρνησης της Αριστεράς» που ως σύνθημα και στόχος, υπό όρους και προϋποθέσεις, πλουτίζει τις επιλογές στο δρόμο της αντικαπιταλιστικής/ επαναστατικής ανατροπής στον 21ο αιώνα.

Η «αντιμνημονιακή» Αριστερά μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ

Στον χώρο της ριζοσπαστικής, «αντιμνημονιακής» Αριστεράς τα συμπεράσματα δεν προκύπτουν αβίαστα και δεν είναι ενιαία.

Το ΚΚΕ δεν είδε ούτε ευκαιρία ούτε δρόμο. Στάθηκε επιφυλακτικά απέναντι στο αντιμνημονιακό κίνημα έως εχθρικά στο «κίνημα των πλατειών» (όπως εξάλλου και στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα την προηγούμενη δεκαετία). Σήμερα δεν έχει αλλάξει άποψη για την περίοδο εκείνη παρότι βρίσκεται σε διαφορετική θέση. [ii]  

Η τρέχουσα εκλογική του ενίσχυση αποτελεί ίχνος της ριζοσπαστικοποίησης της περιόδου 2010 – 2015 και θέτει προκλήσεις για το κόμμα, το οποίο για την ώρα παρουσιάζεται αμήχανο και μετεωρίζεται μεταξύ στασιμότητας που απειλείται με υποχώρηση και επιλογών που στον ορίζοντά τους βρίσκονται προκλήσεις αντίστοιχες με αυτές που αντιμετώπισε και ο ΣΥΡΙΖΑ στην περίοδο της ανάπτυξης της επιρροής του. Επιλογές που συνεπάγονται την αποδοχή πώς «υπάρχει άλλος δρόμος» με άμεσες συνέπειες στον ταξικό/πολιτικό συσχετισμό και δυνατότητες «μεταβατικής» πολιτικής όπως π.χ. το αίτημα για «εθνικοποίηση των σιδηροδρόμων με δημοκρατικό και εργατικό έλεγχο» που αναδείχτηκε με την τραγωδία των Τεμπών - κάτι το οποίο εν τούτοις, σε μια τοποθέτηση με βαθύ περιεχόμενο, το ΚΚΕ απορρίπτει.[iii]

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν λειτούργησε μετωπικά (εκλογικά θα σήμαινε να δώσει κριτική ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και τον Γενάρη του 2015) αλλά ανταγωνιστικά. Δεν είχε αποτελεσματικό σχέδιο, δεν παρέλαβε τίποτα από την ήττα του ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα είναι περισσότερο τίτλος ψηφοδελτίου παρά πολιτικό υποκείμενο. Συγκροτήθηκε ως η αντικαπιταλιστική απάντηση στην πολιτική κρίση χωρίς ωστόσο να διαμορφώσει ένα σχέδιο αντιμετώπισης του φαινομένου ΣΥΡΙΖΑ που θα είχε ως προοπτική την τροποποίηση του συσχετισμού υπέρ ενός ορισμένου «επαναστατικού πόλου» και προς όφελος και κλιμάκωση της μαζικής λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης.

Οι δυνάμεις των εσωκομματικών αριστερών αντιπολιτεύσεων «συνδέθηκαν» στο έδαφος της άρνησης του μνημονίου, όχι όμως και στις τακτικές για την αποτροπή του καθώς και στο έδαφος της «ηθικής στάσης», με την αποχώρησή τους από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ. Εκ του αποτελέσματος φάνηκε πως η «ηθική στάση» παρά την βαθιά σημασία της και την πλατιά κοινωνική αποδοχή της, δεν μεταφράζεται αυτόματα σε πολιτικό σχέδιο και ως εκ τούτου δεν επιδοκιμάστηκε μαζικά εκλογικά.

Η αντίθεση στο μνημόνιο που συμπυκνώθηκε στον στόχο να ανατραπεί άμεσα, «μ΄ένα νόμο», υπήρξε πλαίσιο ικανό να συγκεντρώσει τη διαδικασία της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης που τροφοδότησε τη βαθιά πολιτική κρίση, όταν στα μάτια της κοινωνίας οι ιστορικοί αντίπαλοι (ταξικά, ιδεολογικά και πολιτικά), ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, εμφανίστηκαν να συγκυβερνούν για την επιβολή των μνημονίων.  

Δεν ήταν όμως αυτή η αντίθεση στο μνημόνιο, επαρκής όρος για την πολιτική νίκη του κοινωνικού κινήματος και την επίτευξη του σκοπού του (τον οποίο διατράνωσε ρητά και αδιαμφισβήτητα με το δημοψήφισμα - την πιο διαυγή καταγραφή του ταξικού και ιδεολογικοπολιτικού συσχετισμού στη χώρα τουλάχιστον στα χρόνια της Μεταπολίτευσης). Η πολιτική νίκη επιτεύχθηκε μεν με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του Γενάρη 2015 αλλά στην υπηρεσία διαφορετικού σκοπού όπως αποδείχτηκε, στην επιβολή του 3ου μνημονίου.

Η ταξική αλήθεια για τα μνημόνια

Η υποχρέωση για τη συγκρότηση σχεδίου και για τις πολιτικές επιλογές ανήκει στο πολιτικό υποκείμενο, στο κόμμα και συνακόλουθα, στα πλαίσια της εσωκομματικής πάλης στον ΣΥΡΙΖΑ, σε εκείνες τις δυνάμεις εντός του που πάλευαν να μην χαθεί ο αντιμνημονιακός στόχος αλλά να επιτευχθεί.

Όμως τα μνημόνια ήταν μόνο η «κορυφή του παγόβουνου», μια μορφή εμφάνισης των πραγματικών ταξικών διακυβεύσεων και το πολιτικό σχέδιο για την ανατροπή τους απαιτούσε επεξεργασίες και συμπεράσματα για το ίδιο το «παγόβουνο». Για τις πραγματικές ανατροπές στη ζωή των «πολλών και από κάτω» και για τις αιτίες τους, τα αποτελέσματα των οποίων η κοινωνική πλειοψηφία και πρώτα απ’ όλους η εργατική τάξη και η νεολαία, βίωνε μέρα με τη μέρα.

Οι προσεγγίσεις που επικράτησαν ήταν ανεπαρκείς τόσο στην ανάλυση της ίδιας της πραγματικότητας, για το είδος και την ποιότητα της επίθεσης, όσο και στο κομβικό ζήτημα της εκτίμησης για το βάθος της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και ορμής, τις ιστορικές δυνατότητες που αυτή πρόσφερε και τη σύνδεση μαζί της ως το ακρογωνιαίο στοιχείο της αριστερής, αντιμνημονιακής, ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής πολιτικής.

Η ιδέα ότι τα μνημόνια αποτελούσαν μία έξωθεν επιβολή, από τους δανειστές, την ΟΝΕ/ ΕΕ λόγω του υπέρογκου χρέους και ως εκ τούτου ήταν «εθνικό ζήτημα» η αποφυγή της «χρεωκοπίας» και η «σωτηρία της εθνικής οικονομίας», υπήρξε κυριολεκτικά μία «επίδειξη ισχύος» της κυρίαρχης ιδεολογίας που διείσδυσε σε όλους τους πολιτικούς χώρους και αποτέλεσε τη βάση τόσο για τα αστικά αφηγήματα τύπου «όλοι μαζί τα φάγαμε» όσο όμως και για αφηγήματα που αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις για την ίδια ουσιαστικά διακύβευση, τη σωτηρία της χώρας και της εθνικής οικονομίας (δηλαδή του ελληνικού καπιταλισμού).

Παρουσιάστηκαν ιδέες για την έξοδο της χώρας από την ΟΝΕ ή και από την ΕΕ και την ανάκτηση της νομισματικής της ανεξαρτησίας (και δια αυτής  της «εθνικής ανεξαρτησίας»), ιδέες για την ανάγκη της αλληλεγγύης των ευρωπαϊκών κρατών (ή έστω των «PIGS» ή των χωρών του Νότου) και απαιτήσεις να λειτουργήσει η ΕΚΤ ως «δανειστής τελευταίας καταφυγής» και βέβαια η ιδέα που διέτρεξε οριζόντια τάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, του Τσίπρα συμπεριλαμβανομένου, καθώς και οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς ευρύτερα, για την ανάγκη να υπάρξει «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας.

Πέραν της ηγετικής ομάδας η οποία ενισχύθηκε συστηματικά με πολιτικά και τεχνικά στελέχη έμπειρα στις συστημικές διαχειρίσεις και η οποία είχε ήδη από το 2012 προσχωρήσει στην πλήρη αποδοχή του συστημικού πλαισίου (κάτι που αποκαλύφθηκε στα μάτια της κοινωνίας τον Αύγουστο του 2015 και αργότερα), οι «αριστερές αντιπολιτεύσεις» εντός και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ ενεπλάκησαν σε μία συζήτηση οικονομοτεχνική με επίκεντρο το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» (με εξαίρεση το ΚΚΕ το οποίο πήρε αποστάσεις από το δίλημμα χωρίς ωστόσο καμιά εναλλακτική πολιτική πρόταση καθώς είχε πάρει συνολικά απόσταση από τις πολιτικές εξελίξεις). Μία συζήτηση η οποία είχε και έχει στο επίκεντρό της την αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών για την ανάπτυξη (του ελληνικού καπιταλισμού) παρά για τη ρήξη (με την άρχουσα τάξη και τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής).

Σήμερα, μετά από 10 χρόνια κατά τα οποία συνέβησαν πολλά, είναι πλέον εντελώς φανερό ότι όλες οι αποφάσεις των ελληνικών κυβερνήσεων όπως και του ευρωπαϊκού διευθυντηρίου ήταν πολιτικές παρά οικονομικές /τεχνικές. Στα χρόνια της πανδημίας, μπροστά στον «πολιτικό κίνδυνο» που ανέγειρε το δίλημμα «ανθρώπινες ζωές έναντι οικονομίας», η πολιτική της ΕΚΤ άλλαξε άρδην κατεύθυνση όπως και όλα τα βασικά νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα για τα ελλείμματα, την ελευθερία της αγοράς, την κρατική παρέμβαση κ.λ.π.

Η επιλογή των ευρωπαϊκών κρατών (ήτοι των αρχουσών τάξεών τους), να μεταφέρουν τα βάρη της κρίσης στους «από κάτω» και όπου κρίνεται αναγκαίο με τη μέθοδο των μνημονίων, ήταν επιλογή που «διάβασε» και μετέτρεψε την οικονομική κρίση σε ευκαιρία. Ο ελληνικός καπιταλισμός ισχυροποιήθηκε με τα μνημόνια και οι εγχώριοι καπιταλιστές ως τάξη, απολαμβάνουν σήμερα τον ισχυρότερο ταξικό συσχετισμό προς όφελός τους τουλάχιστον σε όλη την διάρκεια της Μεταπολίτευσης. Αυτός ήταν ο στόχος και τα μνημόνια τον πέτυχαν σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης το οποίο εξάλλου αναπτύσσεται (πάντα και μόνο) στα πλαίσια του (κάθε) εθνικού κράτους. [iv]

Η εγχώρια άρχουσα τάξη δεν βρέθηκε ποτέ, άμεσα και ξεκάθαρα στο στόχαστρο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας και η ηγετική ομάδα δεν έκανε την επιλογή γιατί συμβιβάστηκε νωρίς και εξυπηρέτησε ένα διαφορετικό σχέδιο προς όφελός της στα πλαίσια της «εθνικής στρατηγικής». Η μείζονα εσωκομματική αντιπολίτευση επίσης γιατί, πλειοψηφικά, στόχευσε κατά προτεραιότητα τους «ξένους», τους δανειστές, την ΟΝΕ/ΕΕ στα πλαίσια μιας εναλλακτικής «εθνικής» στρατηγικής.  

Η σημασία της κοινωνικής δυναμικής

Η άλλη πλευρά αυτών των προσεγγίσεων είναι η υποτίμηση της κοινωνικής κινητοποίησης και παρέμβασης. Η μαζική λαϊκή ριζοσπαστικοποίηση έφτασε πολύ πιο «μακριά» από τα πολιτικά υποκείμενα με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα, στάση που ερμηνεύει τις επιδόσεις του ΣΥΡΙΖΑ τα επόμενα χρόνια.

Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε το δρόμο της «βίαιης ωρίμανσης»[v] δηλαδή της συστηματικής δεξιάς στροφής προς τον «ρεαλισμό» από το 2012 και μετά (θέτοντας ταυτόχρονα τους όρους της εσωκομματικής πάλης). Η πορεία της προσαρμογής του ΣΥΡΙΖΑ τροποποιεί το δημόσιο προφίλ και τη φυσιογνωμία του κόμματος και καταλήγει ως ένας διαφορετικός από το 2012 ΣΥΡΙΖΑ που σχηματίζει κυβέρνηση με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, ψηφίζει τον Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εγκαταλείπει το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», το οποίο εξάλλου, αποτελούσε την αποτύπωση της επικράτησης του Τσίπρα και της δεξιάς στροφής στον εσωκομματικό συμβιβασμό. Ο Τσίπρας διορίζει τον Γ. Βαρουφάκη[vi], ένα πρόσωπο απολύτως «εξωτερικό» από το κόμμα και την διαδρομή του, στη θέση του υπουργού Οικονομικών και ξεκινά την διαπραγμάτευση με την Τρόικα με τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη η οποία σχεδόν προεξοφλεί το τελικό αποτέλεσμα.

Στην ίδια χρονική περίοδο οι κινηματικές εκφράσεις της κοινωνίας παρήκμασαν καθώς το πεδίο «υπερπολιτικοποιήθηκε» επί της αιχμής του μνημονίου το οποίο πλέον έπαιζε ρόλο αναπόδραστου κόμβου για κάθε διεκδίκηση. Ωστόσο έδωσε το στίγμα για την εξέλιξη/πολιτικοποίηση της διαδικασίας ριζοσπαστικοποίησης που είχε γίνει φανερή στο πρόσφατο παρελθόν (2010 - 2012) εν μέσω δεκάδων γενικών απεργιών και έπειτα με το «κίνημα των πλατειών», στις εκλογικές ευκαιρίες. Το Μάη του 2012 επικρότησε την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να ξαναπάει σε εκλογές παρά τη σφοδρή συστημική προπαγάνδα για την ανευθυνότητα και την ακυβερνησία σε «κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα». Επικρότησε την επιλογή της «περιπέτειας» και του ταξικού/πολιτικού διαχωρισμού έναντι της «εθνικής ανάγκης» και του έδωσε αυξημένο ποσοστό και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και, μετά τις ευρωεκλογές του 2014, ξεκάθαρα της «κυβέρνησης σε αναμονή». Το 2015 με επίγνωση της αναμφισβήτητης και σε κοινή θέα δεξιάς στροφής του ΣΥΡΙΖΑ τον οδήγησε στην πρώτη θέση (η επιλογή του Καμένου όπως και του Παυλόπουλου ανήκαν στον Τσίπρα, δεν ήταν μονόδρομος[vii] και δεν είχαν τη λαϊκή έγκριση) για να δώσει με το δημοψήφισμα, λίγους μήνες μετά και με την τραγική εμπειρία της κυβερνητικής διαχείρισης επί των εκβιασμών (συμφωνία 20ης Φλεβάρη, άδειασμα των αποθεματικών καθώς η κυβέρνηση συνέχισε να πληρώνει παρότι οι δανειστές δεν τηρούσαν τις δικές τους υποχρεώσεις, αλλαγή διαπραγματευτικής ομάδας και υπουργού κατ’ απαίτηση των εγχώριων αστικών κέντρων και των δανειστών κ.λ.π) την πιο ξεκάθαρη ερμηνεία και περιεχόμενο τόσο της επιλογής του Γενάρη όσο και της γενικότερης κατάστασης του ταξικού/ πολιτικού συσχετισμού στη χώρα. Τότε, με το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, ο συσχετισμός έγινε «ηλίου φαεινότερος». Στον Τσίπρα που έπρεπε να τον αναποδογυρίσει αλλά και στις αριστερές αντιπολιτεύσεις και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δεν είχαν ένα σχέδιο ανάλογο των συνθηκών. Πολλώ δε μάλλον στο ΚΚΕ που είχε καλέσει σε αποχή. Η κοινωνική απαίτηση μα και διαθεσιμότητα βρέθηκε πολύ πιο μπροστά από όσο η Αριστερά μπόρεσε να δει και να εκφράσει πολιτικά.

Εντούτοις και μετά το δημοψήφισμα και την «κυβίστηση» του Τσίπρα οι αντιμνημονιακές δυνάμεις της Αριστεράς που επιχείρησαν να εκφράσουν το «Όχι» του δημοψηφίσματος επέμειναν, με το ένα ή τον άλλο τρόπο, στην αιχμή του κυρίαρχου αφηγήματος, περί  του διλήμματος «ευρώ ή δραχμή», προτείνοντας στο κοινωνικό ακροατήριο εκδοχές εναλλακτικής ανάπτυξης, «παραγωγικής ανασυγκρότησης», οικονομικά και γεωπολιτικά σχέδια, με απεύθυνση κατά προτεραιότητα μάλλον στο 38% (αστική ηγεμονία επί μεσοστρωμάτων) παρά στο 62% (εργατική και ριζοσπαστική ηγεμονία), με τα γνωστά αποτελέσματα.

Εκφυλισμός και κατάρρευση της Σοσιαλδημοκρατίας – πολιτικό κενό

Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε τμήμα και αποκορύφωμα διεθνούς διεργασίας και του πολιτικού φαινομένου των «πλατιών κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς» υπό την ώθηση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέκτησε διεθνή ακτινοβολία και έγινε σημείο αναφοράς για κινήματα και κόμματα της Αριστεράς καθώς αποτέλεσε το «πλατύ κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς» που έφτασε στην κυβέρνηση, πανευρωπαϊκά, χωρίς να συνεργαστεί με τη σοσιαλδημοκρατία.

Αυτό συνέβη γιατί η κοινωνική έκρηξη από τα μνημόνια και εν γένει από τη μεταφορά  της κρίσης και της αποτυχίας της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στην πλάτη της εργατικής τάξης και ευρύτερα, σήμανε ταυτόχρονα την κατάρρευση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος και ιδιαίτερα της σοσιαλδημοκρατίας και την ανάδυση της δυνατότητας για «κυβέρνηση της Αριστεράς».

Ωστόσο αυτό που έγινε φανερό με ιστορικά «ακαριαίο» τρόπο, στα μάτια της κοινωνίας στην Ελλάδα, η μετάλλαξη δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, σε εκδοχή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής ή «σοσιαλφιλελευθερισμό» και οδήγησε στη δραματική πτώση της εκλογικής του επιρροής, εισάγοντας τον όρο «πασοκοποίηση» ή «pasokification»[viii], αφορά στην πραγματικότητα μια μακρά διαδικασία εκφυλισμού, μετάλλαξης και ουσιαστικά πολιτικής και ιδεολογικής ήττας της μαζικής, κυβερνητικής μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας ή κεντροαριστεράς, με την υποταγή της στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, πανευρωπαϊκά και διεθνώς. Στη νεοφιλελεύθερη αστική απάντηση όχι μόνο στα προβλήματα της οικονομίας και τις κρίσεις αλλά ως ταξική αντεπίθεση στις εργατικές/ λαϊκές διεκδικήσεις και κατακτήσεις του «παγκόσμιου Μάη» της δεκαετίας του 1970, που απείλησε την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και τρόμαξε το σύστημα.

Σήμερα τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι κάτι παραπάνω από εμφανή. Πλέον έχει εισαχθεί ο όρος «ακραίο κέντρο» για να περιγράψει το αποτέλεσμα της σύγκλισης (συχνά συγκυβέρνησης) της παλιάς κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς αν όχι συγχώνευσης τμημάτων τους (όπως το κόμμα του Μακρόν στη Γαλλία) υπό τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Το πολιτικό σύστημα πανευρωπαϊκά και διεθνώς διολισθαίνει διαρκώς προς μία ακροδεξιά κατεύθυνση και ο κυρίαρχος διπολισμός σε Ευρώπη και Αμερική είναι πλέον «ακραίο κέντρο» - ακροδεξιά. Το πολιτικό κενό στην εκπροσώπηση των «από κάτω», η απουσία της μαζικής Αριστεράς είναι πρόδηλη.

Μεταρρύθμιση, Επανάσταση και «Κυβέρνηση της Αριστεράς»

Η αδυναμία σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής εκπροσώπησης των «από κάτω», των «ανισοτήτων» που διαρκώς διευρύνονται στα πλαίσια του σύγχρονου, νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, δημιουργεί όρους και δυνατότητες μαζικής κοινωνικής απεύθυνσης για τη ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική Αριστερά και ενίοτε, όπως συνέβη στην «ελληνική περίπτωση», όρους για «κυβέρνηση της Αριστεράς».

Ωστόσο στο χώρο της αντικαπιταλιστικής/ επαναστατικής Αριστεράς, το κατεξοχήν πεδίο άσκησης μαζικής πολιτικής σε μη προεπαναστατικές/ επαναστατικές συνθήκες, το εκλογικό/ κοινοβουλευτικό πεδίο, τίθεται ως το όριο της διάκρισης μεταξύ της μεταρρυθμιστικής και της επαναστατικής στρατηγικής. Η υπεραπλουστευτική αυτή, «αντικοινοβουλευτική διαχωριστική» είναι θεωρητικά αίολη και ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της επί σειρά δεκαετιών ηγεμονίας της σοσιαλδημοκρατίας (και των σταλινικών ΚΚ) επί του μαζικού ταξικού/ κοινωνικού ακροατηρίου και της μονοπώλησης της διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας από αυτήν. Υπό αυτή την οπτική, την περίοδο 2010 – 2015, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπήρχε, τί έπρεπε να γίνει από «επαναστατική σκοπιά»; Να αφεθεί η πολιτική εκπροσώπηση του κινήματος και του μαζικού κοινωνικού ρεύματος ριζοσπαστικοποίησης στην τύχη της μέχρι το ίδιο να δημιουργήσει προεπαναστατικούς / επαναστατικούς όρους και να αρχίσει να συγκροτεί τα δικά του όργανα; Το ερώτημα της «κυβέρνησης της Αριστεράς» δεν εμφανίστηκε αντιπαραθετικά με διαδικασίες συγκρότησης εργατικών/ λαϊκών αντιεξουσιών αλλά αναδύθηκε, στην περίπτωση της Ελλάδας του 2010 – 2015, κυριολεκτικά πριν εμφανιστεί οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία από τα κάτω.

Στη θεωρητική συζήτηση ο διαχωρισμός μεταξύ επαναστατικής και μεταρρυθμιστικής στρατηγικής συμπυκνώνεται στη «φύση» του αστικού κράτους και την απόρριψή του ως «ουδέτερου εργαλείου» για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και τη σοσιαλιστική προοπτική (εμβληματικό κείμενο το «Κράτος και Επανάσταση» του Ι.Β. Λένιν[ix]) καθώς και στην εμπιστοσύνη στην κίνηση της επαναστατημένης εργατικής τάξης και ευρύτερα των λαϊκών μαζών («όλη η εξουσία στα Σοβιέτ»). Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει απόρριψη του εκλογικού/ κοινοβουλευτικού πεδίου επί της αρχής και ούτε καν του στόχου της κυβέρνησης[x].

Η αναγκαία ανανέωση του αντικαπιταλιστικού οράματος οφείλει να στηριχτεί αφενός στην αντίληψη για το κράτος αφετέρου στις ιστορικές εμπειρίες των (ουκ ολίγων) επαναστατικών «στιγμών»[xi], όπου η απελευθερωτική αυτενέργεια των «από κάτω», όπου και όταν αμφισβητήθηκε η καπιταλιστική τάξη κατά τον 19ο και 20ο αιώνα, αναδεικνύεται σε πλήρη αντίθεση με τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού, υπό το μοντέλο «κόμμα – κράτος - ηγέτης»,  που συγκροτήθηκαν πάνω στην ήττα των επαναστάσεων. Από κει και πέρα οι επιλογές της τακτικής πρέπει να είναι σε θέση να καλύψουν όλες τις εκφράσεις της ταξικής και πολιτικής πάλης και πολύ περισσότερο στις στιγμές της έντασης και όξυνσή της.

Η αναγνώριση της στρατηγικής αντίθεσης μεταξύ «επαναστατικού» και «μεταρρυθμιστικού» δρόμου οφείλει να μην μετατρέπεται σε αντίθεση μεταξύ του αντικαπιταλιστικού πολιτικού υποκειμένου και του αυθόρμητου ρεφορμισμού των μαζών και πρώτα και κύρια της εργατικής τάξης. Αντίθετα οφείλει να επεξεργάζεται τακτικές που βοηθούν το «ιστορικό υποκείμενο» να αναγνωρίσει τη δύναμη και τον ρόλο του μέσα από την ίδια τη δράση και την κίνησή του. Αυτό είναι το νόημα της ενιομετωπικής και μεταβατικής οπτικής και προσέγγισης. Από αυτή την άποψη η αντίθεση αυτή είναι πανταχού παρούσα στα πλαίσια της μαζικής πολιτικής και εμφανίζεται ακόμη στο εσωτερικό του πολιτικού υποκειμένου της Αριστεράς, πολύ περισσότερο όταν ο «πολιτικός ρεφορμισμός» εκφυλίζεται και καταρρέει, με τρόπο που είναι αδύνατο να περιοριστεί με οργανωτικούς όρους χωρίς να καταστραφεί η μαζικοποίηση της επιρροής του κόμματος. Η «δύσκολη άσκηση» έγκειται στην οργάνωση της εσωκομματικής ιδεολογικοπολιτικής πάλης παρά στην περιχαράκωση και στον περιορισμό της.

Βέβαια η «κυβέρνηση της Αριστεράς» ως επιλογή μεταβατική στον «επαναστατικό δρόμο» δεν είναι ασφαλώς μια οποιαδήποτε κυβέρνηση αριστερού κόμματος και πολύ περισσότερο μια κυβέρνηση συνεργασίας με μη αριστερά – εργατικά κόμματα, στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μια κυβέρνηση συνεργασίας με ακροδεξιό κόμμα. Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν, επί της αρχής, μια «κυβέρνηση της Αριστεράς». Επίσης μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν αποτελεί επουδενί αυτοσκοπό. Είναι ένα σύνθημα, ένας μεταβατικός στόχος. Ακόμη κι όταν αυτός ο στόχος επιτευχθεί παραμένει χρήσιμος μόνο στον βαθμό που οξύνει την πολιτική κρίση και αποσταθεροποιεί το αστικό σύστημα ανοίγοντας «χώρο» για την αυτενέργεια και την κίνηση της δρώσας κοινωνίας, της εργατικής τάξης και ευρύτερα των «από κάτω».

Οι αντιμνημονιακές δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να λάβουν μέρος σε αυτή την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που ήταν από την αρχή στον δρόμο της συνθηκολόγησης. Ούτε ασφαλώς να την υπερασπιστούν, σχεδόν, ως το τέλος όπως συνέβη με την ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρμας παρά την γενναία καταψήφιση του 3ου μνημονίου από τους /τις βουλευτές/τριες της όταν ήλθε στην Βουλή [xii]. Πολύ χειρότερα βέβαια, να «ξεχάσουν» τις αντιμνημονιακές τους αντιρρήσεις και να βρεθούν στην «αντίπερα όχθη» συνεχίζοντας ως στελέχη της «μνημονιακής» πλέον κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συνέβη με την ηγεσία και σημαντικό μέρος των στελεχών της ομάδας των 53.

Το σημαντικό στοιχείο που παραμένει μέχρι σήμερα ως πρόκληση, είναι η ανάδειξη ενός μακρόσυρτου διαστήματος κοινωνικής όξυνσης σε «αργή κίνηση», όπου οι «από κάτω» διευρύνονται διαρκώς και δεν αντέχουν τις συνθήκες της ζωής που δημιουργεί η νεοφιλελεύθερη ασυδοσία της αγοράς, ξεσπώντας ενίοτε εκρηκτικά και οι «από πάνω» δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να συγκροτήσουν κοινωνικές συναινέσεις στην κυρίαρχη, νεοφιλελεύθερη αντίληψη της καπιταλιστικής διαχείρισης. Χωρίς ωστόσο να εμφανίζονται στις κορυφώσεις του κινήματος, εδώ και δεκαετίες, μορφές εναλλακτικών εργατικών, λαϊκών οργάνων εξουσίας που να διεκδικούν την κρίσιμη στιγμή της δυαδικής εξουσίας.

Διεθνισμός

Τελευταίο, αλλά όχι έσχατο, είναι το ζήτημα του διεθνισμού, το οποίο επίσης αναδείχθηκε στην εμπειρία της ανόδου και της πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ. Όλες οι κατακτήσεις μέσα στα καπιταλιστικά πλαίσια είναι προσωρινές και αυτό ισχύει όχι μόνο στην κλίμακα των συνδικαλιστικών ή/και δικαιωματικών διεκδικήσεων μα και στις πολιτικές κατακτήσεις ακόμη κι όταν φθάνουν στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας. Επίσης όμως, παρότι η πάλη για την πολιτική εξουσία διεξάγεται σε κάθε χώρα χωριστά καθώς ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής οργανώνεται σε εθνικά κράτη και μόνο σε αυτό, το εθνικό πλαίσιο, είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί η αντικαπιταλιστική ανατροπή, η πάλη σε κάθε χώρα δεν είναι ποτέ απομονωμένη από το διεθνές περιβάλλον. Πολύ περισσότερο στη σύγχρονη εποχή. Αντίθετα τα κινήματα και οι μεγάλες ανατροπές δημιουργούν άμεσα υποδείγματα και τάση «εξαγωγής». Είναι εντυπωσιακό και συχνά παραβλέπεται το γεγονός της πολύ μεγάλης διεθνούς απήχησης που είχαν τα γεγονότα και οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα στην περίοδο 2010 – 2015 και ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του Γενάρη 2015 με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα. Απήχηση που εκφράστηκε ιδιαίτερα έντονα με διαδηλώσεις συμπαράστασης χιλιάδων σε ευρωπαϊκές πόλεις και διεθνώς και καταγράφτηκε στο διαδίκτυο με το περίφημο hashtag #ThisIsACoup[xiii] (αυτό είναι πραξικόπημα) στην κορύφωση της διαπραγμάτευσης, που έφτασε σε αριθμούς ρεκόρ εκατοντάδων χιλιάδων. Η συνέχεια της πάλης του λαϊκού κινήματος και της Αριστεράς (που διακόπηκε απότομα με την συνθηκολόγηση), κάτι που δεν προϋπέθετε υποχρεωτικά την συνέχεια της κυβέρνησης αλλά τη συνέχεια και την κλιμάκωση της μαζικής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης, τη βαθύτερη οικοδόμηση της σχέσης κοινωνικού/ ταξικού κινήματος και της ριζοσπαστικής/ αντικαπιταλιστικής πολιτικής, θα έδινε όχι μόνο «εθνικά» επεισόδια αλλά και ευρωπαϊκά και διεθνή ανοίγοντας τουλάχιστον το κεφάλαιο της ανασυγκρότησης της μαζικής, ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην εποχή που είναι τόσο αναγκαία και τόσο... ανύπαρκτη στα μάτια του μαζικού ταξικού και κοινωνικού ακροατηρίου. Το βάθος της διακύβευσης λοιπόν δεν ήταν αποκλειστικά «ένα αριστερό σχέδιο για την Ελλάδα» αλλά ένα σχέδιο για την Αριστερά και τους «από κάτω» πανευρωπαϊκά και διεθνώς. Αυτή η αντίληψη ήταν πάντα στο επίκεντρο της σκέψης των επαναστατών στις αρχές του 20ου αιώνα[xiv] αλλά δεν μπόρεσε να καθορίσει την προσέγγιση και τις επιλογές των ηγεσιών της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα και ιδιαίτερα τις εντός του ΣΥΡΙΖΑ «αντιμνημονιακές» δυνάμεις.

Επιμύθιο

Συμπερασματικά η αριστερή, ριζοσπαστική πτέρυγα στον ΣΥΡΙΖΑ, όφειλε να έχει σχέδιο Α και σχέδιο Β. Όμως δεν αναφερόμαστε εδώ στο «σχέδιο ευρώ» και στο «σχέδιο δραχμή». Το σχέδιο Α αφορούσε στο πρόγραμμα και τη φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ συνολικά και το σχέδιο Β τη συγκρότηση, τις επιλογές και την προοπτική της ίδιας της αριστερής πτέρυγας όταν ήταν πλέον φανερή μέσα και έξω από το κόμμα η προεδρική επιλογή της συστηματικής προσαρμογής στα πλαίσια του συστήματος και της αγοράς.

Με ξεκάθαρη στόχευση προς το κινητοποιημένο και ριζοσπαστικό κοινωνικό/ ταξικό ακροατήριο το πολιτικό πρόγραμμα/ μήνυμα θάπρεπε να χαρακτηρίζεται από τρία βασικά σημεία: τον άμεσα αναδιανεμητικό χαρακτήρα σε όφελος των «από κάτω» και σε σύγκρουση με την εγχώρια καπιταλιστική ελίτ, τον συγκρουσιασκό χαρακτήρα προς τα διευθυντήρια της ΟΝΕ/ΕΕ, με επιμονή στο «καμία θυσία για το ευρώ», που ασφαλώς θα σήμαινε την υποτίμηση του νομισματικού εκβιασμού και την ουσιαστική βούληση για «αντεπίθεση» βασισμένη στην αποφασιστικότητα αθέτησης πληρωμής χρέους και τοκοχρεωλυσίων εντός της ευρωζώνης ενεργοποιώντας τις συνέπειες- ντόμινο για το σύνολο της ΟΝΕ και πάνω απ’ όλα με τη διαρκή στήριξη στην κοινωνική βάση και την προσφυγή σε αυτήν ακόμη κι όταν εμφανίζονταν «αδιέξοδα», δια των εκλογών, που θα μπορούσαν να ανανεώσουν τη λαϊκή βούληση για σύγκρουση ή όχι. Θα ήταν ασφαλώς προτιμότερο να κυβερνήσει η Δεξιά το νέο μνημόνιο παρά να καταστραφεί στα μάτια της κοινωνίας το περιεχόμενο της «κυβέρνησης της Αριστεράς» και της Αριστεράς ως εναλλακτική αντισυστημική επιλογή συνολικά. Από αυτό το σχέδιο Α προκύπτει και το προγραμματικό περιεχόμενο του σχεδίου Β με την προϋπόθεση της βούλησης και της αποφασιστικότητας να υπάρξει τέτοιο σχέδιο Β!

Προϋπόθεση που θα σήμαινε επιλογές συγκρότησης μαζικής και ισχυρής αριστερής, αντιμνημονιακής πτέρυγας πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση της Αριστερής Πλατφόρμας και πολύ πιο αποφασιστικά (η οποία Αριστερή Πλατφόρμα, αν και περιορισμένης συγκέντρωσης «αντιμνημονιακής» δύναμης, υπήρξε η μοναδική απόπειρα οργανωμένου και συλλογικού «διαχωρισμού» από την ηγεσία σε δημόσια θέα).

Ήταν απαραίτητη μία ορισμένη, πολύ πιο μακρόχρονη, προετοιμασία για την προοπτική της διάσπασης με την δεξιά ηγεσία και ταυτόχρονα για την προοπτική της συνέχισης οικοδόμησης μαζικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό θα σήμαινε συγκρότηση πολιτικού πόλου με σαφείς ριζοσπαστικές θέσεις και ξεκάθαρο διαχωρισμό από τον πρόεδρο και την ομάδα του, οργανωμένου και φανερού τόσο στο εσωτερικό του κόμματος όσο και πολύ περισσότερο, προς την κοινωνία, οικοδομώντας σχέσεις με το πιο αριστερό, ριζοσπαστικό κοινωνικό ακροατήριο. Ωστόσο συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Στο διάστημα από τον Ιούνη 2012 ως τον Γενάρη 2015 η απόκλιση του Τσίπρα και της ηγετικής ομάδας από τη φυσιογνωμία και τις θέσεις του «παλιού ΣΥΡΙΖΑ»  κλιμακωνόταν με την ίδια ταχύτητα που κλιμακωνόταν η δημοφιλία του και η συνακόλουθη ισχύς του ως η αρχηγική προσωποποίηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η δυνατότητα της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ από πολυτασικό, «πλατύ» κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε αρχηγοκεντρικό κόμμα δόθηκε ουσιαστικά από την πλειοψηφία των ίδιων των εσωκομματικών αντιπολιτεύσεων που για λόγους παραδόσεων (τόσο του ΣΥΝ όσο και άλλων «συνιστωσών») υποτίμησε το σημείο αυτό εάν δεν ήταν επί της ουσίας υπέρ αυτής της εξέλιξης. Η δημοφιλία του αρχηγού φαινόταν να εξασφαλίζει την εκλογική νίκη παρότι παράλληλα εξασφάλιζε την ήττα των αριστερών αντιπολιτεύσεων στο εσωτερικό του κόμματος. Κατά τη διαδικασία του συνεδρίου του 2013, την ώρα της κρίσιμης σχετικής ψηφοφορίας (για την ανάδειξη του προέδρου από την Κεντρική Επιτροπή ή απευθείας από το Συνέδριο – που αργότερα εκφυλίστηκε σε ανάδειξη από τον ...λαό) μεγάλο μέρος της αντιπολίτευσης βρέθηκε να συνεδριάζει σε ...παρακείμενη αίθουσα.

Όποια βήματα έγιναν δεν ήταν επαρκή και έγιναν με μεγάλη καθυστέρηση. Από αυτή την άποψη η υπόθεση του ΣΥΡΙΖΑ ως «πλατύ κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς» δεν κρίθηκε το 2015 αλλά σε μία διαδικασία ετών η οποία ήταν ουσιαστικά μία διαδικασία πάλης ιδεών και πολιτικών επιλογών μέσα στο κόμμα μα και εξ αντικειμένου σε δημόσια θέα.    

Σήμερα, 10 χρόνια μετά την πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η καρέκλα της κυβερνητικής εξουσίας της ΝΔ «τρίζει» υπό την είσοδο στο προσκήνιο της μαζικής κοινωνικής διαμαρτυρίας με αφορμή το έγκλημα των Τεμπών. Θα ήταν κοντόφθαλμο να νομίσει κανείς πώς μόνο το σοκ από το τραγικό γεγονός οδηγεί εκατοντάδες χιλιάδες στους δρόμους. Είναι μια μορφή έκφρασης και εμφάνισης μιας πολύ πιο βαθιάς απόρριψης. Η οργή για την διαφθορά είναι το περιτίλυγμα της οργής για το ίδιο το σύστημα και η μαζικότητα στοιχείο που αναδεικνύει τον πραγματικό κοινωνικό συσχετισμό. Το αίτημα για την ανασυγκρότηση της μαζικής ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς που θα δηλώσει έτοιμη να αναλάβει ευθύνες στον παρόντα χρόνο τίθεται από την ίδια την Ιστορία. Το 2010 – 2015 και η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ως την κυβέρνηση ήταν μία «γενική δοκιμή». Περιέχει όλα τα χρήσιμα συμπεράσματα για όποιον/α θέλει να τα διαβάσει.

 

[i] Στην διάρκεια των δέκα και πλέον χρόνων της διαδικασίας συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστες φορές συγκροτήθηκαν σε αραγές μέτωπο οι ριζοσπαστικές/ αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, συνιστώσες. Στο πρώτα χρόνια όπου η «διαχωριστική γραμμή» εμφανιζόταν μεταξύ του Συνασπισμού συνολικά (πολύ αργότερα, μετά το 2012, εμφανίστηκε το ρήγμα απ’ τ’ αριστερά στο εσωτερικό του) και των συνιστωσών οργανώσεων και προσωπικοτήτων της Πολιτικής Γραμματείας της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, μόνο μία φόρα καταγράφηκε αυτή, κατά την 3η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, το 2009, όπου εμφανίστηκαν δύο διαφορετικές εισηγήσεις, μία του ΣΥΝ και μία των «συνιστωσών» την οποία εκφώνησε ο αείμνηστος Γιάννης Μπανιάς  (https://www.kathimerini.gr/politics/376720/sto-keno-i-prospatheia-exeyresis-sygkliseon-se-syn-syriza/ και https://antipol.wordpress.com/2009/10/). Θα πρέπει να φτάσουμε στο 2015 και στην περίοδο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για να εμφανιστούν εκφράσεις συγκεντρωμένης δύναμης του αντιμνημονιακού συσχετισμού εντός του με τη συμμετοχή πλέον και τάσεων του ΣΥΝ. Κορυφαία στιγμή υπήρξε η δημόσια εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 19 Μάη 2015 στην ΕΣΗΕΑ και οργανώθηκε από την ιστοσελίδα www.rproject.gr, με τη συμμετοχή των Αντώνη Νταβανέλου, Σόφης Παπαδόγιαννη, Γιάννη Μηλιού, Πάνου Λάμπρου και Γιώργου Σαπουνά (https://www.youtube.com/watch?v=0Jc5dUIMB7w, https://www.youtube.com/watch?v=Ks7FHKFXDWA, https://www.youtube.com/watch?v=1YTD26Bcjkc, https://www.youtube.com/watch?v=l_K7m8wAj9s, https://www.youtube.com/watch?v=2n8QxOj1uAY) όπου ακούστηκαν μεταξύ άλλων, τόσο η πρόταση για νέες εκλογές παρά για δημοψήφισμα όσο και συγκεκριμένη πρόταση για την τακτική αντιμετώπιση των δανειστών και την μη πληρωμή των δόσεων. Τον Ιούλη θα προκύψει η, εκ περιφοράς, δια της συγκέντρωσης υπογραφών, πλειοψηφία της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς ο Τσίπρας αρνείτο και εμπόδιζε πάσει δυνάμει τη σύγκλιση του οργάνου) ενάντια στη συμφωνία με την Τρόικα (https://simerini.sigmalive.com/article/2015/7/16/kata-tes-sumphonias-e-pleiopsephia-tes-ke-tou-suriza).

[ii] «Η στρατηγική σημασία της άρνησης συμμετοχής του ΚΚΕ σε αστική κυβέρνηση (2012-2015)» της Αλέκας Παπαρήγα https://www.komep.gr/m-article/I-stratigiki-simasia-tis-arnisis-symmetoxis-toy-KKE-se-astiki-kybernisi-2012-2015/ και «Πολύτιμα συμπεράσματα και μια παρακαταθήκη για το σήμερα και το αύριο» του Θανάση Παφίλη https://www.dnews.gr/eidhseis/politikes-eidhseis/508443/thanasis-pafilis-polytima-symperasmata-kai-mia-parakatathiki-gia-to-simera-kai-to-ayrio

[iii] https://www.rizospastis.gr/page.do?publDate=11/3/2023&pageNo=10

[iv] Δες και το άρθρο του Γιάννη Μηλιού https://jmilios.gr/10-xronia-meta/

[v]Δραγασάκης : Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεχίσει πιο εντατικά τη βίαιη ωρίμανσή του https://dragasakis.gr/sinentefxi-stin-efimerida-tipos-tis-kiriakis-o-siriza-prepei-na-sinexisei-pio-entatika-ti-viaii-orimansi-tou/

[vi] Η εξέλιξη της στάσης του Γ. Βαρουφάκη, ο οποίος εν τέλει διαχωρίστηκε από τις προεδρικές επιλογές που οδήγησαν στην ανατροπή της λαϊκής ετυμηγορίας του δημοψηφίσματος και στο 3ο  μνημόνιο, είναι αφενός τιμητική για τον ίδιο (κάτι που ισχύει φυσικά για όλες και όλους που αρνήθηκαν να το ψηφίσουν και να το ακολουθήσουν – την Αριστερή Πλατφόρμα, στελέχη της ομάδας των 53, προσωπικότητες όπως ο Γ. Μηλιός και ο Σ. Λαπατσιώρας, η Ζ. Κωσταντοπούλου έως και στελέχη χωρίς καμία πρότερη αντιπολιτευτική στάση όπως ο Α. Μητρόπουλος), αφετέρου δεν αναιρεί την τραγική, αντιφατική και αδιέξοδη διαχείρισή του ως υπουργού και πρώτα απ’ όλα της συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη.

[vii] Υπήρχε η δυνατότητα της επιδίωξης κυβέρνησης μειοψηφίας με την ανοχή του ΚΚΕ που θα έθετε τεράστια πίεση σε αυτό και η επιλογή της επανάληψης των εκλογών, όπως ακριβώς τον Μάη του 2012. Ο Π. Παυλόπουλος ήταν μια επιλογή γεμάτη συμβολισμούς για την δεξιά πορεία που σκόπευε να ακολουθήσει η ηγεσία. Εντούτοις καταψηφίστηκε μόνο από την βουλεύτρια Γιάννα Γαϊτάνη (τότε κόκκινο δίκτυο, ΔΕΑ). 

[viii] https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CF%83%CE%BF%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7

[ix] Μολονότι σήμερα πολλά από τα πολιτικά δεδομένα της εποχής των μπολσεβίκων είναι πια διαφορετικά με κύριο και πολύ σημαντικό την ιστορική κατάρρευση της μεταρρυθμιστικής/ ρεφορμιστικής Αριστεράς (κόμματα με μάξιμουμ πρόγραμμα τον Σοσιαλισμό και μίνιμουμ τις μεταρρυθμίσεις), η αντίληψη των επαναστατών εκείνης της εποχής για τις δυνατότητες και τις υποχρεώσεις των κομμουνιστικών κομμάτων αποτυπώνονται ξεκάθαρα στις συζητήσεις και αποφάσεις του 3ου και 4ου συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς (προ της σταλινικής αντεπανάστασης) και στις προσεγγίσεις του «Ενιαίου Μετώπου» που καλύπτει ένα εύρος από το κίνημα έως την κοινοβουλευτική πάλη και ακόμη έως το ζήτημα της κυβέρνησης, ως ζητήματα τακτικής και όχι, ασφαλώς, στρατηγικά.

[x] «Η εργατική κυβέρνηση (ή εργατο – αγροτική κυβέρνηση), ως ένα γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού. Ωστόσο, ως ένα άμεσο πολιτικό σύνθημα, η εργατική κυβέρνηση είναι πιο σημαντική σε χώρες όπου η αστική κοινωνία είναι ιδιαίτερα ασταθής, όπου ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της κυβέρνησης ως ένα πρακτικό πρόβλημα το οποίο απαιτεί άμεση λύση. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης απορρέει αναπόφευκτα από ολόκληρη την τακτική του ενιαίου μετώπου». Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς, 1922. Αναφέρεται στο έργο του Τάκη Μαστρογιαννόπουλου «Η άνοδος και η Πτώση των Εργατικών Διεθνών», εκδόσεις Τόπος, Γ΄Κύκλος: η Τρίτη Διεθνής, Α΄Τόμος, σελ. 149. Είναι το τελευταίο συνέδριο όπου συμμετέχει ο Β.Ι. Λένιν και πριν αρχίσει η συστηματική διαδικασία της σταλινικής αντεπανάστασης. Δεν υπάρχει εδώ κανένα περιθώριο δήθεν διαχωρισμού της έννοιας της «κυβέρνησης της Αριστεράς» από την έννοια της «εργατικής κυβέρνησης»: «(οι φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις) δεν είναι επαναστατικές κυβερνήσεις αλλά μπορούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να επιταχύνουν την αποσύνθεση της αστικής εξουσίας» ο.π. σελ. 150

[xi] Η Παρισινή Κομμούνα του 1870, τα ρώσικα Σοβιέτ του 1905 και του 1917, τα ιταλικά εργοστασιακά συμβούλια της «κόκκινης διετίας» 1919 - 20, οι κομμούνες της Σαγκάης, το 1925 – 27 αλλά και το 1966 - 1967, οι ισπανικές βιομηχανικές κολλεκτίβες και αγροτικές κομμούνες του 1936, τα «cordones» στη Χιλή του 1970 - 73 κ.α. 

[xii] https://www.youtube.com/watch?v=8phMluqzcX0

[xiii] https://inbusinessnews.reporter.com.cy/article/2015/7/13/434972/thisisacoup-praxikopema-oi-apaiteseis-ton-daneiston/

[xiv] «Για μας ήταν ξεκάθαρο πως, χωρίς την υποστήριξη της διεθνούς παγκόσμιας επανάστασης, η νίκη της προλεταριακής επανάστασης είναι αδύνατη. Ακόμη και πριν την επανάσταση, καθώς και ύστερα από αυτή, νομίζαμε: είτε τώρα αμέσως, είτε τουλάχιστο πολύ σύντομα, θα αρχίσει η επανάσταση στις υπόλοιπες χώρες που είναι από καπιταλιστική άποψη πιο ανεπτυγμένες, είτε σε αντίθετη περίπτωση θα χαθούμε. Παρόλο που το καταλαβαίναμε, κάναμε το παν για να διατηρήσουμε κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και με οποιεσδήποτε θυσίες, το σοβιετικό σύστημα, γιατί ξέραμε πως δουλεύουμε όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τη διεθνή επανάσταση. Αυτό το ξέραμε, την πεποίθηση αυτή τη διατυπώσαμε επανειλημμένα πριν την οχτωβριανή επανάσταση, καθώς και αμέσως ύστερα απ’ αυτή και τον καιρό της σύναψης της ειρήνης του Μπρεστ – Λιτόφσκ. Κι εδώ που τα λέμε αυτό ήταν σωστό...» Λένιν: «Έκθεση για την τακτική του ΚΚΡ», 5 του Ιούλη 1921, Άπαντα, τόμος 44ος, σελ. 36 - 37

Ετικέτες