Στο προηγούµενο φύλλο της «Εργατικής Αριστεράς» δώσαµε ένα γενικό περίγραµµα της άποψής µας σχετικά µε το ερώτηµα του πώς και γιατί χάθηκε η µεγάλη ευκαιρία του 2015 και το µεγάλο κίνηµα της «αντιµνηµονιακής» περιόδου οδηγήθηκε σε µια βαριά ήττα.

[βλ. Η χαμένη ευκαιρία και η ήττα του 2015]

Η δηµόσια συζήτηση πάνω σε αυτά τα ζητήµατα, που εξακολουθούν να παράγουν πολιτικά αποτελέσµατα, σταδιακά ανοίγει.

Ο Δηµήτρης Λιάκος (διευθυντής, τότε, του Οικονοµικού Γραφείου του Τσίπρα και υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ), σε µια µεγάλη «συζήτηση» µε τον Μίµη Ανδρουλάκη (!) από τις στήλες του «Βήµατος» (10/1), έδωσε ένα στίγµα του απολογισµού του καθοδηγητικού «κέντρου» του ΣΥΡΙΖΑ: «Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άφησε τη χώρα σε καλύτερο επίπεδο από αυτό που παρέλαβε. Το αποδεικνύουν οι οίκοι αξιολόγησης (!!)… αναφερόµενοι στα επιτεύγµατα του ΣΥΡΙΖΑ, ήτοι στη διαχείριση του χρέους, στον καθαρό διάδροµο που δηµιούργησε µέχρι το 2032 και στα διαθέσιµα, τα 32 δισεκ. “µαξιλάρι”… (όπως και στις) τριµερείς συνεργασίες (σσ: εννοεί τα πολεµικά σύµφωνα!) µε την Γαλλία, την Αγγλία, την Ιταλία, µε τις ΗΠΑ και µε το Ισραήλ. Όλα αυτά έγιναν από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ». Με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ο Δ.Λ. περιγράφει µια αστική κυβέρνηση που συγκέντρωσε τις προσπάθειές της στο στόχο της βελτίωσης της θέσης του ελληνικού καπιταλισµού, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές πεδίο. Η απόσταση που χωρίζει αυτά τα πεπραγµένα, αλλά και αυτόν τον τρόπο σκέψης, από τους αγώνες,  τα αιτήµατα, τις ανάγκες των εργατικών και λαϊκών µαζών, ερµηνεύει την τελική εκλογική και πολιτική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς, την τάση εξωραϊσµού των κυβερνητικών πεπραγµένων της περιόδου 2015-19 συµµερίζονται και οι «αριστερές» διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην µετά-Τσίπρα περίοδο. Η Έφη Αχτσιόγλου, σε άρθρο της στο Dnews, ισχυρίζεται ότι «η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε σε σηµαντικό βαθµό να αντιστρέψει την απορρυθµιστική τάση στην αγορά εργασίας». Μόνο που η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας έφτασε το 2016 στο ρεκόρ εξάπλωσής της (µε τις «ελαστικές» συµβάσεις να γίνονται για πρώτη φορά περισσότερες του 50%, µέσα στους/στις νεοπροσλαµβανόµενους/ες) και ο νόµος Κατρούγκαλου µονιµοποίησε τις µνηµονιακές περικοπές στις συντάξεις. Τα πεπραγµένα του υπουργείου Εργασίας της περιόδου 2015-19 θα έκαναν έναν «παραδοσιακό» σοσιαλδηµοκράτη να κοκκινίζει από ντροπή. Η ειλικρινής και βαθιά αυτοκριτική για την υποταγή στις απαιτήσεις της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και στις κατευθύνσεις της Τρόικας, µέσα σε όλη εκείνη τη µακρά περίοδο, αποτελεί σήµερα αναντικατάστατη προϋπόθεση για τη συµµετοχή σε όποιες διεργασίες ανασύνταξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Στο χώρο της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς κυριαρχεί µια απλουστευτική απάντηση: το πρόβληµα, λέει, ήταν ο εν γένει «κυβερνητισµός». Μόνο που το ζήτηµα της ανατροπής της αντιδραστικής κυβέρνησης Σαµαρά-Βενιζέλου, και κατά συνέπεια το ζήτηµα της συγκεκριµένης πολιτικής εναλλακτικής λύσης απέναντί της, δεν το έθεσε το «επιτελείο του Τσίπρα» ή ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως η ίδια η κίνηση του κόσµου στην περίοδο µετά το 2012. Η ένταση και η συνέχεια των µαζικών αγώνων, η έντονα συγκρουσιακή διάστασή τους, η µαζική και γρήγορη απόσυρση εµπιστοσύνης προς όλα τα «παραδοσιακά» αστικά-κυβερνητικά κόµµατα, έδειχναν χειροπιαστά την πλειοψηφική κοινωνική απαίτηση για ανατροπή της µνηµονιακής κυβέρνησης, σαν ένα πρώτο βήµα για τη γενικότερη ανατροπή της µνηµονιακής πολιτικής και των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων.

Σε τέτοιες συνθήκες, η αποχή από τα βάσανα της διαµόρφωσης συγκεκριµένης πολιτικής απάντησης, ισοδυναµεί µε αναγνώριση στον αντίπαλο της δυνατότητας για ανασύνταξη, της δυνατότητας να διατηρήσει την πολιτική πρωτοβουλία. Το ΚΚΕ, ακόµα και σήµερα, υπερασπίζεται τη στάση του στο Δηµοψήφισµα, όπου κάλεσε σε αποχή και είδε τη µισή εκλογική βάση του να µετατρέπεται απότοµα, αλλά όχι στιγµιαία, σε «ακροατήριο» άλλων πολιτικών δυνάµεων.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, το σύνθηµα για την «κυβέρνηση της Αριστεράς», παρά τις έντονες διαµάχες και αντιπαραθέσεις που το συνόδευαν, ήταν η βάση για την πολιτική/εκλογική εκτόξευσή του. Τίποτα από όσα ακολούθησαν δεν ήταν µοιραίο ή προδιαγεγραµµένο.

Η τάση για συντηρητική αναδίπλωση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, για στροφή προς τις πολιτικές «εθνικής σωτηρίας» που θα περιόριζαν τις παρεµβάσεις στα όρια ανοχής της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και των διεθνών θεσµών, προϋπήρχε και προετοιµαζόταν πολιτικά πριν τις κρίσιµες εκλογές του Γενάρη του ’15.

Ο Γ. Μηλιός, που επιµένει σε αυτόν τον παράγοντα σε πολλά κείµενά του, έχει δίκιο. Σε ό,τι µας αφορά, δηλώναµε από τότε δηµόσια ότι ο χαρακτήρας της επερχόµενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα κριθεί από δύο βασικούς παράγοντες: Αφενός, από την ανθεκτικότητα του κόσµου, τη δυνατότητά του να πιέζει πολιτικά και κινηµατικά για να τηρηθούν οι βασικές προεκλογικές δεσµεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αφετέρου, από τη δυνατότητα της αριστερής πτέρυγας (κυρίως της Αριστερής Πλατφόρµας, αλλά και ενός ευρύτερου «αστερισµού» ριζοσπαστικών στελεχών…) να δώσουν αποτελεσµατικά και εγκαίρως την εσωκοµµατική µάχη υπεράσπισης του πολιτικού σχεδίου «κυβέρνηση της Αριστεράς – για την ανατροπή της µνηµονιακής βαρβαρότητας». Η εκτίµηση ότι ο χαρακτήρας των εξελίξεων ήταν «ανοιχτός» προς πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις ήταν µια εκτίµηση σωστή, αλλά και δύσκολη. Γιατί συγκρουόταν ακόµα και µε τµήµατα της αυθόρµητης ελπίδας ότι ο «δρόµος» θα είναι τελικά «εύκολος» αφού θα καθοριστεί κυρίως από την εργατική και λαϊκή ψήφο. Η επίγνωση ότι τα µεγάλα προβλήµατα θα εµφανίζονταν στην εποµένη των εκλογών, ήταν µια στάση µειοψηφική και «στελεχική» µέσα στο κλίµα της προεκλογικής ευφορίας του 2014-15. Σε αυτήν τη βάση αποφασίσαµε τότε να κρατήσουµε το σύνολο των µελών και στελεχών της ΔΕΑ, αλλά και του «Κόκκινου Δικτύου» που λειτουργούσε γύρω µας, έξω από κάθε «πειρασµό» διεκδίκησης ή αποδοχής κάθε κυβερνητικής ή κρατικής θέσης και αρµοδιότητας, ακόµα και στο χαµηλότερο επίπεδο.

Το Γενάρη του ’15 ο ΣΥΡΙΖΑ πέτυχε µια σαρωτική πολιτική νίκη, αλλά επίσης µια οριακή κοινοβουλευτική νίκη. Με 149 βουλευτές στη Βουλή, απείχε κατά 2 έδρες από τη δυνατότητα της αυτοδυναµίας. Αυτό υπήρξε το άλλοθι του Τσίπρα για να προχωρήσει από την αρχή στο σχέδιο «κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας», σχηµατίζοντας κυβερνητική πλειοψηφία σε συνεργασία µε τους ΑΝΕΛ (της σκληρής «λαϊκιστικής» και, τάχα, αντιµνηµονιακής Δεξιάς) και σε υπόγεια «συνοµιλία» µε την καραµανλική πτέρυγα της ΝΔ, όπως έδειξε η ταυτόχρονη επιλογή του Προκόπη Παυλόπουλου για τη θέση του Προέδρου της Δηµοκρατίας. Δεν υπήρχε κανένας αντικειµενικός λόγος που επέβαλε αυτήν τη µετατόπιση που, παρεµπιπτόντως, αποτελούσε βάναυση παραβίαση όλων των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ για το κρίσιµο ζήτηµα των πολιτικών συµµαχιών. Ο Τσίπρας θα µπορούσε να πάει στη Βουλή, να κάνει τις προγραµµατικές δηλώσεις στην βάση των προεκλογικών δεσµεύσεων και να απαιτήσει ψήφο στήριξης ή ανοχής από το ΚΚΕ ή τον «χυλό» εξατοµικευµένων βουλευτών της υπό διάλυση σοσιαλδηµοκρατίας. Σε περίπτωση άρνησης, θα µπορούσε να καταφύγει σε νέες εκλογές µε σαρωτικά αποτελέσµατα. Αυτή η επιλογή απαιτούσε πολιτικό θάρρος µικρότερο από όσο επέδειξαν στο παρελθόν αστοί πολιτικοί εδώ και διεθνώς, απαιτούσε όµως µια µεγαλύτερη πολιτική σταθερότητα από όση διέθετε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στη δεδοµένη στιγµή, καθώς βρισκόταν σε «µετάβαση» από µια γραµµή στην αντίθετή της. Η ΔΕΑ, µε δηµόσια ανακοίνωσή της, διαχωρίστηκε από την επιλογή ΑΝΕΛ, ενώ στην ψηφοφορία για τον Παυλόπουλο η Γιάννα Γαϊτάνη έδωσε µόνη το πρώτο ΟΧΙ µέσα από την κοινοβουλευτική οµάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως εξηγούσαµε τότε, το πρόβληµα δεν ήταν µόνο οι επιλογές Καµένου και Παυλόπουλου, αλλά κυρίως οι προθέσεις που προανήγγειλε ο Τσίπρας µε αυτές τις επιλογές. Για εκείνους τους διαχωρισµούς, που τότε ήταν πιο δύσκολοι απ’ όσο φαίνονται σήµερα, ήµασταν υπερήφανοι αλλά όχι ευτυχείς, γιατί σε αυτούς µείναµε µόνοι…

Η στροφή εκδηλώθηκε αµέσως και στο περιεχόµενο της πολιτικής. Στο Διαρκές Συνέδριο στις 2-3 Γενάρη του 2015 (µια από τις πιο «πικρές» στιγµές της εµπειρίας ΣΥΡΙΖΑ) ο Τσίπρας είχε υπογραµµίσει τη δέσµευσή του για άµεση επαναφορά του κατώτατου µισθού στα προ κρίσης επίπεδα (751 ευρώ), για τη 13η σύνταξη στους συνταξιούχους, για αφορολόγητο στα 12.000 ευρώ, για κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και για αναστολή των πλειστηριασµών της πρώτης κατοικίας. Όµως ακόµα και αυτήν την µετριοπαθέστερη εκδοχή του «προγράµµατος Θεσσαλονίκης», η κυβέρνηση Τσίπρα την έθεσε ακαριαία κάτω από την προϋπόθεση της συµφωνίας της Τρόικας, στέλνοντας ουσιαστικά όλες τις «µονοµερείς ενέργειες ταξικής µεροληψίας» στις καλένδες ενός απροσδιόριστου µέλλοντος. Η δικαιολογία ήταν η «κλασσική»: δεν υπάρχουν οι διαθέσιµοι πόροι. Είναι µια χυδαία δικαιολογία, καθώς αποτελεί το διαχρονικό άλλοθι των απολογητών της λιτότητας. Όµως είναι ταυτόχρονα και ψευδής: σύµφωνα µε τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (Στουρνάρας), στους πρώτους 3 µήνες του 2015 η κυρίαρχη τάξη «έβγαλε» στο εξωτερικό περισσότερα από 40 δισ. ευρώ. Σύµφωνα µε τα στοιχεία των ευρωπαϊκών τραπεζών, οι «αποταµιεύσεις» των Ελλήνων καπιταλιστών που κρύβονταν σε λογαριασµούς στο Λονδίνο και στην Ελβετία ξεπερνούσαν τα 300 δισεκατοµµύρια. Είναι σοκαριστικό, αλλά σε όλη την περίοδο της κρίσης δεν πάρθηκε ούτε ένα µέτρο πολιτικής που θα «ακουµπούσε» την κερδοφορία των µεγάλων επιχειρήσεων ή τον συσσωρευµένο πλούτο. Η ευθυγράµµιση του Τσίπρα µε την «παράδοση» που είχαν δηµιουργήσει οι προκάτοχοί του, δηλαδή µε την απόλυτη άρνηση να πληρώσει η κυρίαρχη τάξη έστω και ένα µέρος του τιµήµατος της κρίσης, ισοδυναµούσε µε προαναγγελία της υποταγής σε πολιτική «αντίστροφης αναδιανοµής», σε πολιτική µεταφοράς πόρων από το κάτω προς το πάνω µέρος της κοινωνίας.

Αυτή τη «µετάβαση» οργάνωνε η εναπόθεση όλων των ελπίδων στη διαπραγµάτευση µε τους δανειστές. Ακόµα και µια αξιοπρεπής αστική κυβέρνηση θα αναγνώριζε ως µοναδικό πεδίο της «διαπραγµάτευσης» µε την Τρόικα το κατά πόσο, πώς και πότε θα πληρώνονταν οι δόσεις του δηµόσιου χρέους. Η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε να µπει σε «συνδιαµόρφωση» µε την Τρόικα το σύνολο της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής. Η παραίτηση από κάποια «θεσµικά» προγραµµατικά στοιχεία που περιλαµβάνονταν στο «πρόγραµµα Θεσσαλονίκης», όπως η στάση πληρωµών των δόσεων χρέους, η απαίτηση για δηµόσιο έλεγχο του συνόλου του χρέους, η επαναφορά των τραπεζών σε καθεστώς δηµοσίου ελέγχου, τα µέτρα κατά της «δραπέτευσης» κεφαλαίων στο εξωτερικό κ.ά. ισοδυναµούσαν µε παράδοση άνευ όρων στις διαθέσεις της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και των διεθνών συµµάχων της.

Για να γίνει κατανοητή αυτή η εξέλιξη οφείλει κανείς να συνυπολογίσει έναν παράγοντα που αποδείχθηκε κρίσιµος: Σταδιακά, αλλά γρήγορα, η οµάδα Τσίπρα, µε την ανοχή ή και την υποστήριξη ενός ευρύτερου στελεχικού δυναµικού, κατοχύρωσε έναν απολύτως «αρχηγικό» τρόπο λειτουργίας. Καµιά από τις καθοριστικές αποφάσεις του 2015 δεν είχε την έγκριση των συλλογικών οργάνων, ακόµα και αυτών (όπως η ΚΕ και η ΠΓ) που το Καταστατικό όριζε ως ανώτατα. Το «επιτελείο» Τσίπρα, αυτό που τότε ονοµάζαµε «περίκλειστο κόµµα µέσα στο κόµµα», αποδείχθηκε ικανότατο στο να πάρει όλες τις καταστροφικές αποφάσεις, αλλά απολύτως ανίκανο να οργανώσει οποιαδήποτε άµυνα του κόµµατος και της πολιτικής που, τάχα, υποστήριζε. Για άλλη µια φορά στην ιστορία, η κατάργηση της συλλογικότητας και η στήριξη στους, τάχα, «προικισµένους» ηγέτες, αποδείχθηκε συνταγή πολιτικής καταστροφής.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης επιλέχθηκε για το υπουργείο Οικονοµικών, µε το προφανές κριτήριο ότι θα ήταν ένας εύκολος «αποδιοποµπαίος τράγος» όταν θα ερχόταν η ώρα των ευθυνών. Τα βασικά του «παράσηµα» ήταν οι καλές σχέσεις µε το περιβάλλον του Δηµοκρατικού Κόµµατος στις ΗΠΑ, οι γνωριµίες του στην ευρωπαϊκή σοσιαλδηµοκρατία, και ο ρόλος του στη διαµόρφωση του οικονοµικού προγράµµατος του… ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 2004! Το επιτελείο γύρω του ήταν ακόµα πιο προκλητικό: Ο υφυπουργός Οικονοµικών, Δηµήτρης Μάρδας, ήταν «σύσταση» του Τσάρου του σηµιτικού εκσυγχρονισµού Αλ. Παπαδόπουλου. Η Έλενα Παναρίτη ήταν ο άνθρωπος του ΔΝΤ, µε προϋπηρεσία στην επιβολή του προγράµµατος-σοκ στο Περού του αιµατοβαµµένου Φουτζιµόρι. Ανάλογη προϋπηρεσία σε προγράµµατα-σοκ στις πιο διαφορετικές γωνιές του πλανήτη (Αφρική, Ανατολική Ευρώπη κ.α.) είχαν οι «διεθνείς σύµβουλοι» στη διαπραγµάτευση, όπως ο Λάρι Σάµερς και ο Τζέφρι Σακς. Αυτήν την αλλοπρόσαλλη «οµάδα» συµπλήρωνε ο Γ. Χουλιαράκης (µάτι και αυτί του Τσίπρα, αλλά και του Στουρνάρα, στις διεργασίες) και ο Σπ. Σαγιάς (πρώην σύµβουλος του Σηµίτη, αλλά και της Cosco στην ιδιωτικοποίηση του Πειραιά) που έγινε γραµµατέας του υπουργικού συµβουλίου. Η εκτίµηση του Γ. Βαρουφάκη, όπως ο ίδιος τη διατυπώνει στο βιβλίο του, ότι αυτή η οµάδα των αδίστακτων σοσιαλφιλελεύθερων ήταν ασύγκριτα δυναµικότερη «από τα άγουρα παιδιά του ΣΥΡΙΖΑ» απλώς επιβεβαιώνει το πόσο εκτός τόπου και χρόνου βρισκόταν ο άνθρωπος που ο Τσίπρας χρησιµοποίησε για να υπογράψει τη «βρώµικη δουλειά».

Στο κρίσιµο θέµα της σχέσης µε την Ευρωζώνη, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στηριζόταν στη φόρµουλα «καµιά θυσία για το ευρώ». Παρά τις ασάφειές της, η συντριπτική πλειοψηφία των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ πριν το 2015, την κατανοούσε ως µια «µεταβατική» οργάνωση της αντίστασης στους νεοφιλελεύθερους εκβιασµούς των ευρωηγεσιών: Βάζουµε µπροστά τις ανάγκες και τα αιτήµατα του κόσµου µας και όταν αυτά έρχονται σε προφανή αντίθεση µε τους εκβιασµούς της παραµονής στο ευρώ, επιλέγουµε την υποστήριξη των συµφερόντων του κόσµου µας, µε κάθε αναγκαίο µέσο. Θα µπορούσα να παραθέσω πολλές δηµόσιες οµιλίες και προεκλογικές συγκεντρώσεις όπου ακόµα και ο Αλ. Τσίπρας εξηγούσε έτσι το «καµιά θυσία για το ευρώ».

Το 2015 ήταν η ώρα της αλήθειας και για αυτόν τον πολιτικό λογαριασµό. Η άκαµπτη στάση του Σόιµπλε και της ΕΚΤ (κυρίως για λόγους πολιτικούς, για την αποφυγή της «διάδοσης» του ελληνικού παραδείγµατος στις άλλες χώρες των PIGS) αποδείκνυε ότι η ειλικρινής υποστήριξη ενός προγράµµατος αντιλιτότητας δεν ήταν εφικτή µέσα στα πλαίσια του ευρώ και του «κορσέ» των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων που το συνόδευαν. Γινόταν καθαρό ότι η ώρα της «απειθαρχίας» είχε παρέλθει και ότι είχε φτάσει η κρίσιµη στιγµή της απόφασης για ρήξη και της οργάνωσης της εναλλακτικής λύσης. Σε αυτό το σηµείο, η «αναστροφή» της ηγετικής οµάδας Τσίπρα έγινε βίαια και ταχύτατα προς το «µε κάθε θυσία µέσα στο ευρώ», παρότι ήταν κατανοητό ότι οι απαιτούµενες θυσίες θα ήταν µεγάλες και θα αφορούσαν αποκλειστικά τον κόσµο της εργασίας και των λαϊκών µαζών.

Η παραίτηση από τις µονοµερείς ενέργειες αντιλιτότητας, ο εγκλωβισµός στη «διαπραγµάτευση» εφ’ όλης της ύλης µε τους δανειστές και το δόγµα «πάση θυσία µέσα στο ευρώ» οδήγησαν αναπόδραστα την κυβέρνηση στην τραγική συµφωνία της 20ης Φλεβάρη. Ο Τσίπρας την περιέγραψε σαν «οδυνηρό συµβιβασµό». Ήταν παράδοση άνευ όρων. Η ανάληψη της ευθύνης για πληρωµή «εγκαίρως και στο ακέραιο» όλων των δόσεων χρέους µε την εξάντληση όλων των δηµόσιων αποθεµατικών, δηµιουργούσε ένα καθαρό βρόγχο που ολοφάνερα οδηγούσε στο Μνηµόνιο 3. Δεν ήταν όµως µόνο αυτό. Η συµφωνία της 20ης Φλεβάρη βάζει ήδη τα θεµέλια του Μνηµονίου 3, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να συνεχίσει την πολιτική των νεοφιλελεύθερων αντιµεταρρυθµίσεων, συµπεριλαµβανοµένων των εµβληµατικών ιδιωτικοποιήσεων (των τρένων, λιµανιών, αεροδροµίων κ.ά.). Ο Γ. Βαρουφάκης, στο βιβλίο του, εκστοµίζει µια τροµερή φράση που ανέλαβε ως υποχρέωση στη συνεδρίαση του Γιούρογκρουπ: «η κυβέρνησή µας δεσµεύεται να τηρήσει το πρόγραµµα των προκατόχων της»!

Σε εκείνη την κρίσιµη στιγµή, και µαζί µε τη σκληρή καταγγελία της συµφωνίας από τον Μανώλη Γλέζο, γράφαµε σε ένα άρθρο στην Εργατική Αριστερά και στο Rproject, µε τίτλο «η ώρα της αλήθειας για τον ΣΥΡΙΖΑ»: 

«Είναι φανερό για όποιον εξακολουθεί να θέλει να βλέπει, ότι η κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί σε ένα καθοδικό σπιράλ: σε µια διαπραγµάτευση όπου σε κάθε φάση της υποχρεώνεται να υπερασπίζει τον κόσµο µας σε όλο και κατώτερο επίπεδο.

Είναι επίσης σαφές πού οδηγεί αυτή η κατηφόρα. Το να µας υποχρεώσουν να υπογράψουµε εµείς το Μνηµόνιο 3, τη συµφωνία που οι δανειστές ετοίµαζαν για συνυπογραφή µε τους Σαµαρά και Βενιζέλο…

Από αυτόν τον φαύλο κύκλο υπάρχει διέξοδος, που όµως γίνεται όλο και πιο δύσκολη µε κάθε εβδοµάδα που περνά σε απραξία, µε κάθε δόση που πληρώνεται στους δανειστές: Στάση πληρωµών προς τους τοκογλύφους – Μέτρα περιορισµού της “ελευθερίας” δραπέτευσης των κεφαλαίων – Υλοποίηση των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ για τις τράπεζες – Φορολόγηση του κεφαλαίου και των πλουσίων για χρηµατοδότηση µέτρων αντιλιτότητας – Υποστήριξη αυτής της πολιτικής µε κάθε αναγκαίο µέσο, συµπεριλαµβανοµένης της σύγκρουσης µε την ΕΕ και το Ευρώ…

Σε κάθε περίπτωση, οι κρίσιµες αποφάσεις που έρχονται δεν είναι δυνατόν να ληφθούν από ένα κλειστό επιτελείο ανθρώπων… Το κόµµα, από την ΚΕ ως τις ΟΜ, πρέπει να κληθεί να αποφασίσει. Το κόµµα πρέπει να αντισταθεί στον κόντρα άνεµο που σηκώνεται όλο και πιο απειλητικά».

Μετά τις 20 Φλεβάρη, η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να σπάσει το όποιο πλαίσιο «πειθαρχίας» που επιβάλλεται σε µια εσωκοµµατική τάση. Όφειλε να απευθυνθεί ανοιχτά στον κόσµο και στις άλλες δυνάµεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που µε τη στάση τους στο Δηµοψήφισµα απέδειξαν µια κάποια κατανόηση των εξελίξεων. Αυτό δεν συνέβη, παρά την κάθετη κλιµάκωση της εσωκοµµατικής αντιπαράθεσης που έθεσε τα θεµέλια της ρήξης του καλοκαιριού του 2015. Ο Στάθης Κουβελάκης έχει γράψει ότι η ηγεσία της Αριστερής Πλατφόρµας τήρησε για περισσότερο από όσο χρειαζόταν τις δεσµεύσεις που απέρρεαν από τη συµµετοχή στελεχών της στην κυβέρνηση. Αυτή η άποψη µε βρίσκει σύµφωνο. Αναγνωρίζω όµως τις πολιτικές δυσκολίες που είχε αυτή η επιλογή και σέβοµαι και εκτιµώ όλους τους συντρόφους και συντρόφισσες που στην τελική δοκιµασία του Μνηµονίου 3 είπαν ΟΧΙ και πρωτοστάτησαν στη µαζική και αριστερόστροφη ρήξη µε τον ΣΥΡΙΖΑ. Μια ανάλογη διάκριση είναι απαραίτητη και για τον Γ. Βαρουφάκη. Όταν ήρθε αντιµέτωπος µε τις συνέπειες της πολιτικής που υποστήριξε ως τις 20 Φλεβάρη είπε ΟΧΙ και πήρε το δρόµο της µειοψηφικής προσπάθειας για καινούργιες απόπειρες υποστήριξης του κόσµου µας, µέσα από άλλα σχέδια «ρήξης». Αυτή η διαφορά µε τον Τσίπρα και τους επιτελείς του ήταν και είναι ουσιαστική και παραµένει τιµητική.

Μέσα από αυτήν τη διαδροµή και µε τη µεγάλη όξυνση της εσωκοµµατικής κριτικής (µε την απειλή µιας πλειοψηφίας της ΚΕ εναντίον του) ο Τσίπρας έφτασε στην απόφαση για το Δηµοψήφισµα. Ο Ερίκ Τουσέν, στο βιβλίο του «Συνθηκολόγηση Ενηλίκων» (εκδόσεις RedMarks, 2020) εκτιµά ότι «ο Τσίπρας είχε αποφασίσει να ενδώσει, αλλά δεν έβρισκε τη δύναµη να το ανακοινώσει δηµόσια» και έλπιζε ότι ένα «συµβιβαστικό» αποτέλεσµα του Δηµοψηφίσµατος θα του έδινε αυτήν την ευκαιρία. Η εκτίµηση του Τουσέν είναι σωστή. Όµως το 62% του ΟΧΙ ήταν για άλλη µια και κορυφαία φορά, η απόδειξη των πολύ πιο ριζοσπαστικών προσδοκιών του κόσµου, η απόδειξη των «αντικειµενικών» δυνατοτήτων σε εκείνη την περίοδο. Η αποτυχία της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ σε συνεργασία µε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να «αδράξουν τη στιγµή» και να επιβάλουν το σεβασµό στη λαϊκή θέληση, υπήρξε η τελευταία χαµένη µάχη µιας κρίσιµης περιόδου µεγάλων αγώνων, µεγάλων ελπίδων, µεγάλων δυνατοτήτων για τη ριζοσπαστική Αριστερά.

Στη µαρξιστική παράδοση οι κυβερνήσεις της Αριστεράς περιγράφονται ως «µεταβατικές». Που, µεταξύ άλλων, σηµαίνει ότι η πολιτική νίκη τους δεν είναι δεδοµένη και εγγυηµένη, παρά την όποια εκλογική νίκη µπορεί να έχει προηγηθεί. Όµως διεκδικώντας την πολιτική νίκη µε βάση τις δεσµεύσεις τους και τα συµφέροντα του κόσµου που εκπροσωπούν, ακόµα κι αν πέσουν από την κυβερνητική εξουσία, µπορούν να διατηρήσουν µεγάλες δυνάµεις και να εξακολουθούν να υπερασπίζουν τον κόσµο µας από θέση ισχυρής αντιπολίτευσης. Ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του διάλεξαν το ανάποδο. Να παραµείνουν για ένα διάστηµα στην κυβερνητική εξουσία, έστω και µε αντίτιµο την αντιστροφή της πολιτικής και των κοινωνικών αναφορών του κόµµατός τους στην προηγούµενη περίοδο. Το αποτέλεσµα, λίγα χρόνια µετά, είναι η ντροπιαστική πολιτική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και η µετατροπή των «εναποµεινάντων» που σήµερα κρατούν τη σφραγίδα του σε θλιβερά κακέκτυπα του σοσιαλφιλελευθερισµού.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες