Κείμενο συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ – Αποκαλύψεις Βαρουφάκη για το εξάμηνο του 2015 – Βιβλίο Τουσέν
Η πρόθεση του Γ. Βαρουφάκη να δώσει στη δημοσιότητα τις απομαγνητοφωνήσεις των συνεδριάσεων στο Γιούρογκρουπ, κατά το κρίσιμο πρώτο εξάμηνο του 2015, προκαλεί ένα ευχάριστο ενδιαφέρον.
Οι εγχώριοι «θεσμοί» (ο Πρόεδρος της Βουλής, η ηγεσία της ΝΔ, αλλά και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ) αντέδρασαν αρνητικά. Ακόμα πιο αρνητικοί ήταν οι διεθνείς «θεσμοί»: Ο Κλάους Ρέτλινγκ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, δήλωσε ότι λυπάται πολύ γι’ αυτή την «παραβίαση του απορρήτου» τόσο ευαίσθητων και κρίσιμων διαπραγματεύσεων. Ο Πρόεδρος του Γιούρογκρουπ, Μάριο Σεντένο, δήλωσε ότι «πολιτικά είναι απογοητευτική αυτή η κίνηση».
Πράγματι όλοι αυτοί –ντόπιοι και διεθνείς– έχουν συμφέρον να διατηρηθεί το «απόρρητο» στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην τραγική πολιτική ήττα του 2015, στην υπογραφή του μνημονίου 3 από τον Αλ. Τσίπρα και, τελικά, στην ψευδεπίγραφη «έξοδο από τα μνημόνια» με τη μέθοδο του μνημονίου 4, δηλαδή στη συμφωνία του εγκλωβισμού στη βάρβαρη μνημονιακή λιτότητα και στην επιτροπεία μέχρι το 2060. Τη συμφωνία που υπέγραψε ο Αλ. Τσίπρας και υλοποιεί σήμερα με ενθουσιασμό ο Κυρ. Μητσοτάκης.
Η σταθερότητα αυτής της συμφωνίας απειλείται από τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, από την προοπτική της βύθισης σε μια νέα σοβαρή οικονομική ύφεση (όπως, σωστά, τονίζει συχνά ο Γ. Βαρουφάκης). Απειλείται, επίσης, από την προοπτική μιας νέας κοινωνικής αντίδρασης, από την προοπτική μιας νέας ανταρσίας των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών απέναντι στην απειλή μιας μόνιμης λιτότητας και στην ένταση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Αυτή η προοπτική μπορεί να ενισχυθεί από τη γνώση των απλών ανθρώπων σχετικά με τα μεγάλα γεγονότα που καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, κλείνοντας το μεγάλο «κύκλο αναταραχής» το καλοκαίρι του 2015.
Με αυτή την έννοια, είναι ευπρόσδεκτες οι αποκαλύψεις του Γ. Βαρουφάκη σχετικά με τις «διαπραγματεύσεις» στο Γιούρογκρουπ. Όμως, ακόμα και σε αυτό το σημείο, ο Γ. Βαρουφάκης παρουσιάζει ένα βασικό γνώρισμα της τακτικής του: το συνδυασμό ενός «ριζοσπαστισμού» στη μορφή (προκαλώντας έτσι πολιτικό ενδιαφέρον και συμπάθειες) μαζί, όμως, με τον συντηρητισμό στο περιεχόμενο της πολιτικής του.
Ένα σαφές παράδειγμα έδωσε ο ίδιος, εξηγώντας γιατί αποφάσισε τώρα να δώσει στη Βουλή το «στικάκι» με τα πρακτικά του Γιούρογκρουπ. Ο Βαρουφάκης δηλώνει έντονα ενοχλημένος από το κείμενο του «απολογισμού» που ενέκριναν στον ΣΥΡΙΖΑ. Απαντώντας σε μια από τις αιχμές εναντίον του (ότι υποτίμησε την ανάγκη για «συμμαχίες ή γέφυρες με χώρες που ενδεχομένως θα μπορούσαν να συγκλίνουν με δικά μας αιτούμενα…») δήλωσε:
«Προέβλεπα εξαρχής (και όπως αποδείχθηκε σωστά) ότι στο Γιούρογκρουπ οι χειρότεροι εχθροί μας θα ήταν οι χώρες του Νότου συν η Ιρλανδία…
Ποιους πρότεινα, εναλλακτικά, ως τους καλύτερους συμμάχους μας; Την Άγκελα Μέρκελ και τον Μάριο Ντράγκι –τους μόνους σοβαρούς ανθρώπους οι οποίοι, αν πείθονταν ότι ήμασταν έτοιμοι να πάμε σε ρήξη με αρετή και τόλμη, θα προσέρχονταν την ύστατη στιγμή με μια έντιμα αμοιβαίως επωφελή πρόταση» (Γ.Β. στο CNN Greece).
Ακόμα και τώρα, 5 χρόνια μετά το 2015, ο Γιάνης Βαρουφάκης, την ώρα που δεν διστάζει να «σπάσει αυγά» απέναντι στους Ρέτλινγκ και Σεντένο (τους «ανίκανους γραφειοκράτες»), θεωρεί ότι η Μέρκελ και ο Ντράγκι ήταν σύμμαχοι (γιατί είναι «σοβαροί άνθρωποι») και ότι ήταν εφικτός ένας «συμβιβασμός» μαζί τους (έστω την «ύστατη στιγμή») στη βάση μιας «έντιμα αμοιβαίως επωφελούς πρότασης». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή είναι μια σύντομη περίληψη των αυταπατών που οδήγησαν στην τραγωδία του 2015.
Η πορεία προς την ήττα
Οι εκδόσεις Red Marks εξέδωσαν το βιβλίο του Ερίκ Τουσέν «Συνθηκολόγηση Ενηλίκων», το οποίο αποτελεί μια απάντηση στο βιβλίο του Βαρουφάκη «Ανίκητοι Ηττημένοι» (η πρώτη γαλλική έκδοση είχε τίτλο «Διάλογοι Μεταξύ Ενηλίκων»), όπου περιγράφεται αναλυτικά η άποψη και οι παρεμβάσεις του Βαρουφάκη.
Ο Τουσέν ισχυρίζεται –και παρουσιάζει προς απόδειξη πλήθος ντοκουμέντων και στοιχείων– ότι πριν την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το Γενάρη του 2015, ο Αλέξης Τσίπρας και η περίκλειστη γύρω του ηγετική «ομάδα» είχαν αποφασίσει όχι απλώς την παραβίαση των συνεδριακών αποφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και του προεκλογικού προγράμματος της Θεσσαλονίκης, αλλά την πλήρη ανατροπή τους. Βασικά στοιχεία αυτής της ανατροπής ήταν: α) Η αντικατάσταση του πολιτικού στόχου «κυβέρνηση Αριστεράς» με το ομιχλώδες σχέδιο μιας «κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας» που θα στηριζόταν σε συμμαχία με την καραμανλική Δεξιά και τμήματα της κυβερνητικής σοσιαλδημοκρατίας. β) Η αντικατάσταση της δέσμευσης για «μονομερείς ενέργειες» κατάργησης της μνημονιακής λιτότητας, με το εξίσου ομιχλώδες σχέδιο ότι τα πάντα θα κριθούν αποκλειστικά στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς» (Τσίπρας: «Η Μέρκελ θα δεχθεί και θα ’ναι μέρα-μεσημέρι»). γ) Την πλήρη υποχώρηση από τη διακηρυγμένη πολιτική για το χρέος και την παραίτηση από το όπλο της στάσης πληρωμών. δ) Την αντικατάσταση της πολιτικής «καμιά θυσία για το ευρώ» με το καθοδηγητικό σύνθημα «πάση θυσία στο ευρώ» και ε) Κατά συνέπεια, την εγκατάλειψη όλων των προγραμματικών δεσμεύσεων ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, ενάντια στις «ελευθερίες» δραπέτευσης των κεφαλαίων, υπέρ της εθνικοποίησης/κρατικοποιήσεις των τραπεζών κ.ο.κ.
Στο πλαίσιο αυτής της «στροφής», η περίκλειστη ηγετική ομάδα (ο Τουσέν κατονομάζει τους Τσίπρα, Παππά, Δραγασάκη…) αναζήτησε «στηρίγματα» στην αυλή της Μέρκελ, στην καμαρίλα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και –ίσως κυρίως!– στον περίγυρο του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, στους «εμπειρογνώμονες» των Κλίντον και του Ομπάμα…
Με κριτήριο τη διευκόλυνση αυτών των «ανοιγμάτων», η ηγετική ομάδα Τσίπρα προσέγγισε τον Γ. Βαρουφάκη και του πρότεινε να αναλάβει ως μελλοντικός υπουργός την Οικονομία και προς τούτο να «διευκολύνει» την εκθεμελίωση βασικών προγραμματικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ.
Ας δούμε πώς ο ίδιος ο Βαρουφάκης περιγράφει την πολιτική βάση της συμφωνίας του με την τριάδα Τσίπρα-Παππά-Δραγασάκη:
«Θεώρησα καλό να ανακεφαλαιώσω τους κοινούς μας στόχους:
Αναδιάρθρωση του χρέους πριν απ’ όλα.
Δεύτερο, πρωτογενές πλεόνασμα όχι πάνω από 1,5% του ΑΕΠ και όχι καινούργια μέτρα λιτότητας.
Τρίτο, μειώσεις στο ΦΠΑ και στη φορολογία των επιχειρήσεων.
Τέταρτο, στρατηγικές ιδιωτικοποιήσεις με όρους που θα διαφυλάσσουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και θα δίνουν ώθηση στις επενδύσεις.
Πέμπτο, δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας που θα χρησιμοποιούσε ως εξασφάλιση τα δημόσια ενεργητικά για να πραγματοποιεί επενδύσεις σε εθνική κλίμακα, και που οι τίτλοι της θα διοχετεύονταν στα κρατικά ταμεία συντάξεων.
Έκτο, μια πολιτική μεταβίβασης των μετοχών και της διαχείρισης των τραπεζών στην ΕΕ (…).
Για μια ακόμα φορά ήταν “μέσα”, ακόμα πιο πεισμένοι απ’ ό,τι στην αρχή».
(Γ. Βαρουφάκης, «Conversations entre adultes», σελ. 112 της γαλλικής έκδοσης, παρατίθεται από τον Ερίκ Τουσέν στο «Συνθηκολόγηση Ενηλίκων», σελ. 31)
Σε αυτή τη νέα πολιτική, ο ίδιος ο Βαρουφάκης είχε δώσει τον τίτλο: «Μια μετριοπαθής πρόταση για την επίλυση της κρίσης της ευρωζώνης». Ακόμα και ο πιο άπειρος αναγνώστης μπορεί να καταλάβει τη διαφορά που χωρίζει αυτή τη «μετριοπαθή πρόταση» με τις προεκλογικές δεσμεύσεις που είχαν πυροδοτήσει την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία.
Σοκάρει κυριολεκτικά το μέγεθος της αυταπάτης: Ένας επιδέξιος και χαρισματικός συνομιλητής θα αναλάμβανε να πείσει τους «σοβαρούς ανθρώπους» (τη Μέρκελ και τον Ντράγκι), ενισχύοντας τα επιχειρήματά του με κάποια σοβαρά «δώρα» (π.χ. τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας των τραπεζών στην ΕΕ και τη συνέχεια των ιδιωτικοποιήσεων…), με στόχο μια «έντιμη αμοιβαίως επωφελή» συμφωνία, που έριχνε σε δεύτερη μοίρα την αντιμετώπιση της κοινωνικής κρίσης στην Ελλάδα, αναζητώντας μια τάχα κοινή αντιμετώπιση «της κρίσης της ευρωζώνης».
Δεν θα χρειαζόταν να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει ότι αυτή η πορεία οδηγούσε στη συντριβή.
Το καυτό εξάμηνο του 2015
Την πολιτική νίκη του Γενάρη του 2015 διαδέχθηκαν μια σειρά από πολιτικά σοκ που φέρουν την υπογραφή του Αλ. Τσίπρα: η συμμαχία με τους ΑΝΕΛ, ο Πρ. Παυλόπουλος, η σύνθεση της κυβέρνησης (με τον Σαγιά σε ρόλο-κλειδί…), οι επιλογές στους «αρμούς της εξουσίας» (Ρουμπάτης!), η σύνθεση της ομάδας διαπραγμάτευσης κ.ά. ήταν εκκωφαντικές προειδοποιήσεις. Το ποιοι και πόσο έντονα αντέδρασαν τότε δημόσια, είναι γνωστό και δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος άρθρου.
Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε σαφές ότι παραιτείται αμέσως από κάθε απειλή «μονομερούς» επιβολής μέτρων «ταξικής μεροληψίας», ότι παραιτείται αμέσως από την απειλή της στάσης πληρωμών, ότι εναποθέτει τη μοίρα της κυβέρνησής του στο αποτέλεσμα της «διαπραγμάτευσης» και προς τούτο αποστέλλει στους «θεσμούς» μια διαπραγματευτική ομάδα με επικεφαλής τον Βαρουφάκη και στελέχωση που περιλάμβανε τα πιο απίθανα «λουλούδια» του ΔΝΤ, του Σίτι και της Ουάσινγκτον (για τα πρόσωπα που «συμβούλεψαν» τον Βαρουφάκη σ’ εκείνη την κρίσιμη περίοδο βλέπε την εκτενή αναφορά στο βιβλίο του Τουσέν…).
Παρ’ όλα αυτά, οι «σοβαροί άνθρωποι» στην ηγεσία της ΕΕ και της ΕΚΤ έμειναν παγερά σταθεροί. Αυτοί δεν είχαν αυταπάτες. Γνώριζαν ότι η προτεραιότητά τους ήταν πολιτική: όφειλαν να συντρίψουν το «ελληνικό παράδειγμα», να εμποδίσουν τη «μετάδοση» του ιού της ελπίδας ανατροπής της λιτότητας πριν κυριεύσει την Ισπανία και την Πορτογαλία, να υπαγορεύσουν ξανά τους όρους της «πειθαρχίας» που συνεπάγεται η συμμετοχή στο ευρώ. Ο Σόιμπλε, ο πιο σοβαρός εκπρόσωπος των «σοβαρών ανθρώπων», έκανε από την αρχή καθαρό ότι δεν διαπραγματεύεται τίποτα πέραν της πλήρους υποταγής.
Ο εγκλωβισμός στη διαπραγμάτευση αποδείχθηκε ένα καταστροφικό καθοδικό σπιράλ. Τα έργα της κυβέρνησης (και κυρίως αυτά που δεν έκανε…) άρχιζαν να σπέρνουν την αμφιβολία και την απογοήτευση στην κοινωνική βάση που τη στήριζε. Η ντόπια κυρίαρχη τάξη και οι τράπεζες έβγαζαν κατά δεκάδες δισεκατομμύρια τα χρήματά τους στο εξωτερικό. Οι προθεσμίες για τις «δόσεις» χρέους έτρεχαν.
Αποτέλεσμα αυτής της καθοδικής πορείας ήταν η συμφωνία της 20ής Φλεβάρη. Ο Γ. Βαρουφάκης σήμερα μιλά αυτοκριτικά γι’ αυτή την κρίσιμη καμπή, αλλά αυτό δεν αρκεί για να κρύψει ότι ο ίδιος είναι ένας από τους αρχιτέκτονες αυτής της κατάπτυστης συμφωνίας και κυρίως το ότι αυτή η συμφωνία ήταν η μοναδική κατάληξη που μπορούσε να έχει η πολιτική του. Στις 20 Φλεβάρη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε ότι θα πληρώσει «στο ακέραιο και εγκαίρως» τις δρομολογημένες δόσεις του χρέους, παρότι η ΕΕ και η ΕΚΤ αρνούνταν τις δρομολογημένες καταβολές, δεσμεύτηκε να εφαρμόσει τις βασικές μνημονιακές αντιμεταρρυθμίσεις, ελπίζοντας σε συμφωνημένη τροποποίηση ενός υπόλοιπου μέρους της μνημονιακής πολιτικής. Όσοι τότε προβλέψαμε ότι η «λογική» αυτής της συμφωνίας οδηγούσε στο μνημόνιο 3, όπως αποδείχθηκε από τα μετέπειτα γεγονότα, είχαμε δίκιο. Όμως στη μεγάλη δημόσια συζήτηση την τιμή της εντός του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς έσωσε, κυρίως, η σαφής δήλωση του Μανώλη Γλέζου.
Οι εξελίξεις που δρομολόγησε η συμφωνία ήταν ακόμα πιο σκληρές. Την ώρα που οι επιχειρήσεις έβγαζαν στο εξωτερικό ακόμα και τις ημερήσιες εισπράξεις τους, η κυβέρνηση Τσίπρα, για να πληρώνει «στο ακέραιο και εγκαίρως» όλες τις δόσεις χρέους, εξανέμιζε όλα τα διαθέσιμα του Δημοσίου, των Ταμείων, των νοσοκομείων και της Αυτοδιοίκησης. Τον Ιούνη έγινε ορατή η ώρα της πιο σκληρής μορφής της χρεοκοπίας, της αδυναμίας να πληρωθούν πλέον οι μισθοί και οι συντάξεις.
Μπροστά σε αυτή την απειλή, ο Τσίπρας κατέφυγε στο Δημοψήφισμα. Σήμερα δεν έχει νόημα η συζήτηση για το αν το έκανε κάτω από τις πιέσεις της συγκυρίας (κι ενός μεγάλου τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ) ή αναζητώντας άλλοθι διαφυγής. Ήταν ο τελευταίος ριζοσπαστικός σπασμός. Ο κόσμος απέδειξε ένα απρόσμενο για πολλούς κεφάλαιο επιμονής: παρά τις δυσκολίες και τις απειλές έδωσε μεγάλη πλειοψηφία στην επιλογή της ρήξης. Η οργανωμένη πολιτική Αριστερά δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει αυτό το κεφάλαιο, να κρατήσει ανοιχτό το παράθυρο ευκαιρίας που έχτισαν οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες της αντιμνημονιακής εποχής. Την επομένη του Δημοψηφίσματος, ο Τσίπρας έδειξε ότι αποδέχθηκε ότι τα ψέματα τελείωσαν: χτίζοντας ενότητα με το στρατόπεδο του ΝΑΙ (Σύνοδος πολιτικών αρχηγών), στράφηκε κατά της Αριστεράς μέσα στο κόμμα του και δρομολόγησε την ταχύτατη υπογραφή του μνημονίου 3.
Η κυβέρνησή του μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 είχε ως αποκλειστικό πρόγραμμα την επιβολή του μνημονίου 3, που προϋπέθετε την απώθηση των εργατικών και λαϊκών μαζών –μέσω της απογοήτευσης– στις μυλόπετρες της καθημερινής ζωής, στην παραίτηση από την ελπίδα των μεγάλων ανατροπών. Ο ΣΥΡΙΖΑ που προέκυψε μετά από τα 4,5 χρόνια κυβέρνησης με αυτή την πολιτική, δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από ένα σοσιαλφιλελεύθερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Και αυτό ο Αλέξης Τσίπρας θα το ολοκληρώσει, παραμερίζοντας όποιον-όποια διατηρεί έστω και επαφή με τα «παλιά» σύμβολα και απόψεις, προκειμένου να διεκδικήσει τη δεύτερη κυβερνητική ευκαιρία.
Ο Γ. Βαρουφάκης δεν υπήρξε μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Παρόλο που έπαιξε έναν ρόλο «πολιορκητικού κριού» για την κατεδάφιση των αριστερών-ριζοσπαστικών στοιχείων στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, μετά την 20ή Φλεβάρη δεν απέφυγε τη μοίρα της «στυμμένης λεμονόκουπας» που η ηγεσία Τσίπρα έχει επιφυλάξει σε αρκετούς από τους στενούς συνεργάτες της.
Ο Τουσέν στο βιβλίο του παρουσιάζει μια αναλυτική κριτική των απόψεων και των ιδεών του Γ. Βαρουφάκη. Κάνει όμως μια διάκριση που έχει πολιτική και ηθική σημασία. Όταν η πολιτική του έφτασε στα όρια, όταν αποδείχθηκε το πού οδηγεί, ο Βαρουφάκης υπαναχώρησε. Αρνήθηκε να αναλάβει μνημονιακές ευθύνες με αντίτιμο την παραμονή του στην κυβερνητική εξουσία. Σε αντίθεση με τον Τσίπρα που δεν δίστασε να αναλάβει την καθοδήγηση των νεοφιλελεύθερων αντεργατικών μέτρων για μια ολόκληρη εποχή.
Οι σημερινές αποκαλύψεις του Βαρουφάκη, αλλά και εργασίες όπως του Ερίκ Τουσέν, είναι χρήσιμο «υλικό» σε μια δουλειά απολογισμού για μια μεγάλη δεκαετία που έκλεισε με μια πικρή ήττα. Ενός απολογισμού που μπορεί να γίνει μόνο «εν κινήσει» και με το βλέμμα στις μάχες του σήμερα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά