Το 2022 υπήρξε η χρονιά της δυναμικής «επιστροφής» του εργατικού κινήματος στη Βρετανία.
Αυτή η πραγματικότητα ήταν ορατή με γυμνό μάτι, αλλά πρόσφατα δημοσιεύτηκαν και τα στατιστικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την κλίμακά της. Μεταξύ Ιούνη και Νοέμβρη «χάθηκαν» 1.628.000 μέρες σε απεργία –με τις 467.000 το Νοέμβρη. Πρόκειται για ρεκόρ των τελευταίων 30 χρόνων, με το 2022 συνολικά να καταγράφει τον μεγαλύτερο αριθμός ημερών απεργίας από το 1990.
Το ευχάριστο είναι ότι το 2023 ξεκίνησε με την ίδια θέρμη, καθώς οι απεργιακές κινητοποιήσεις διάφορων κλάδων συνεχίζονται.
Στο χορό των κινητοποιήσεων έχει μπει και το ΕΣΥ. Το συνδικάτο RCN, που οργανώνει νοσηλευτικό προσωπικό, προχώρησε στις πρώτες απεργιακές κινητοποιήσεις στην ιστορία του το Δεκέμβρη και το Γενάρη και έδωσε συνέχεια με μια 2ήμερη απεργία στις 6-7 Φλεβάρη. Την 6η Φλεβάρη, η απεργία του νοσηλευτικού προσωπικού συνέπεσε με αυτή των εργαζομένων στα ασθενοφόρα (ο πρώτος κλάδος του ΕΣΥ που είχε μπει ήδη σε κινητοποιήσεις) αλλά και των μαιών της Ουαλίας –κάνοντας τη συγκεκριμένη μέρα την πρώτη που συντονίστηκαν κάπως οι διάφοροι υγειονομικοί κλάδοι που βρίσκονται σε κινητοποιήσεις. Στις 26 Γενάρη, έκαναν την πρώτη τους απεργία και οι φυσιοθεραπευτές, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο το μέτωπο στο ΕΣΥ.
Το συνδικάτο PCS (δημόσιοι υπάλληλοι) έχει επιλέξει μια τακτική «κυλιόμενων» απεργιών (από χώρο δουλειάς σε χώρο δουλειάς). Αυτό διατηρεί ενεργή την απεργιακή αναστάτωση όλες τις προηγούμενες εβδομάδες, όμως η ηγεσία του έχει αποφύγει να ορίσει κάποιες μέρες κοινής-μαζικής κινητοποίησης όλων των μελών του συνδικάτου.
Όπως και όλο το προηγούμενο διάστημα, πλάι στις κεντρικές-κλαδικές απεργίες, ξεδιπλώνονται και «μικρότεροι» αλλά σκληροί και σημαντικοί αγώνες. Μέσα στο Γενάρη, είχαμε την παρατεταμένη απεργία των οδηγών λεωφορείων στο νότιο Λονδίνο, αλλά και απεργία σε μονάδα της Amazon στο Κόβεντρι. Μετά από κάποιες «ανεπίσημες» δράσεις που δημιούργησαν το έδαφος και την αυτοπεποίθηση, αυτή ήταν η πρώτη «επίσημη» απεργία στην ιστορία της Amazon στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Εν τω μεταξύ, αποφάσεις άλλων συνδικάτων εγγυώνται τη διεύρυνση και την παράταση του απεργιακού μετώπου και το επόμενο διάστημα. Στα τέλη Γενάρη, ένα ακόμα «απόσπασμα» μπήκε στη μάχη, όταν οι πυροσβέστες αποφάσισαν να βγουν σε κινητοποιήσεις -με συμμετοχή 73% στις ψηφοφορίες και το 88% να ψηφίζει υπέρ της κήρυξης απεργιών.
Το UCU, το συνδικάτο που εκπροσωπεί 70.000 ακαδημαϊκούς εργαζόμενους σε 150 ιδρύματα, έχει ανακοινώσει 18 μέρες απεργιών για τη διάρκεια του Φλεβάρη και του Μάρτη.
Εν μέσω αυτού του απεργιακού αναβρασμού, απέκτησε τεράστια σημασία η 1η Φλεβάρη, μέρα κινητοποίησης της TUC (αντίστοιχο γενικής συνομοσπονδίας). Η ηγεσία της TUC οργάνωσε την κινητοποίηση -αποκλειστικά- ως απάντηση στην προσπάθεια της δεξιάς κυβέρνησης να περιορίσει ακόμα περισσότερο το δικαίωμα στην απεργία (διευρύνοντας το «προσωπικό ασφαλείας» σε πολλούς κλάδους και ανεβάζοντάς το σε ύψη απεργοσπασίας), αφήνοντας στην άκρη τις μισθολογικές διεκδικήσεις. Δεν μπήκε μπροστά στην οργάνωσή της, ανακοινώνοντας απλά «κάλεσμα» προς όποιον κλάδο θέλει και μπορεί, να κινητοποιηθεί εκείνη την ημέρα.
Παρόλα αυτά, έγινε πλατιά αντιληπτή η ευκαιρία να υπάρξει μια μέρα που επιτέλους θα απεργήσουν και διαδηλώσουν από κοινού όλοι αυτοί οι κλάδοι που διεξάγουν μισθολογικούς αγώνες. Την 1η Φλεβάρη, κατέβηκαν σε απεργία 500.000 εργαζόμενοι-ες, ενώ διαδήλωσαν αθροιστικά σε μια σειρά πόλεις 100.000, σε μια εντυπωσιακή «αναλογία» απεργών/διαδηλωτών.
Όπως το έθεσε ένας ανταποκριτής του BBC εκείνη την ημέρα: «Απεργιακή Τετάρτη; Νέος Χειμώνας της Δυσαρέσκειας; Πείτε το όπως θέλετε, αλλά πρόκειται για τη μεγαλύτερη απεργιακή δράση εδώ και δεκαετίες».
Κλιμάκωση;
Η επιτυχία της 1ης Φλεβάρη έχει ανοίξει την όρεξη για μια επανάληψή της. Σε επίπεδο πανεθνικών ηγεσιών συζητιέται η 15η Μάρτη, μέρα που θα παρουσιαστεί ο κυβερνητικός προϋπολογισμός. Όπως επισημαίνουν ακτιβιστές της Αριστεράς στο εργατικό κίνημα, τέτοιες μέρες κοινής δράσης είναι πολύτιμες, αλλά δεν πρέπει το «μόνο όλοι μαζί» να γίνει άλλοθι των πιο δυσκίνητων συνδικαλιστικών ηγεσιών στα μεσοδιαστήματα. Θα χρειαστεί να πέσει το βάρος στην οργάνωση σε κάθε χώρο και στην συνέχεια-κλιμάκωση των επιμέρους αγώνων.
Όσον αφορά την κλιμάκωση, έχουν φανεί τα όρια της τακτικής που ξεκίνησε πρώτο το RMT από το περασμένο καλοκαίρι και ακολουθούν οι περισσότεροι κλάδοι: Το άπλωμα των απεργιών σε βάθος χρόνου, που διατηρεί την πίεση πάνω στην κυβέρνηση χωρίς να εξαντλεί τις (οικονομικές) αντοχές των απεργών. Αυτός ο «πόλεμος θέσεων» έχει συναντήσει τον «τοίχο» της κυβερνητικής αδιαλλαξίας. Πρόκειται για πολιτική επιλογή των Τόρηδων. Πρόσφατα ο υπουργός των σιδηροδρόμων παραδέχτηκε ότι η διευθέτηση της διένεξης με το RMT μερικούς μήνες πριν, θα είχε κοστίσει λιγότερο από τις απεργίες (που έχουν προκαλέσει ζημιά 1 δισ.), αλλά παρόλα αυτά παρουσίασε ακόμα μια απαράδεκτη πρόταση (χαμηλών αυξήσεων, αλλά και αντιδραστικών αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις) στην ηγεσία του συνδικάτου.
Για να σπάσει αυτός ο πολιτικός τοίχος, απαιτούνται πολύ περισσότερα. Επιστρέφοντας στις στατιστικές που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου, μπορεί οι 1.628.000 μέρες απεργίας να αποτελούν ρεκόρ 30ετίας και να γίνεται λόγος για νέο «χειμώνα της δυσαρέσκειας», αλλά το 1979, στον απόηχο του αυθεντικού «Χειμώνα της Δυσαρέσκειας», είχαν «χαθεί» 29,5 εκατομμύρια μέρες σε απεργία. Είναι μια υπενθύμιση του «χαμηλού σημείου» από το οποίο ξεκινά η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και του πού οφείλει να φιλοδοξεί ότι θα φτάσει, για να πετύχει πάλι νίκες όπως εκείνες της δεκαετίας του ’70.
Όπως καταλήγει ένα άρθρο στο RS21 για τις προοπτικές νικηφόρας κλιμάκωσης, «έχουμε να ανέβουμε ένα βουνό». Αλλά με δεδομένες τις συνέπειες των ηττών τις προηγούμενες δεκαετίες, το πιο ελπιδοφόρο νέο από τη Βρετανία είναι η έναρξη της αντιστροφής τους, όπως συμπυκνώνεται στη δήλωση ενός αριστερού συνδικαλιστή στο ίδιο άρθρο: «Έχουμε απεργιακές φρουρές σε χώρους που δεν είχε ξαναεπιχειρήσει ποτέ κανένας – και οργανώνονται από εργατικούς αντιπροσώπους που δεν είχαν ξανααπεργήσει ποτέ στη ζωή τους».
Ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός και η ακτιβίστικη διεκδικητικότητα εκφράζονται και μέσω άλλων οδών, πλάι στις απεργίες. Μέσα στο Γενάρη, υπήρξαν ακτιβισμοί για την Παλαιστίνη, για το περιβάλλον, ενάντια στην κατεδάφιση ενός συγκροτήματος κατοικιών κ.ο.κ. Η πιο σημαντική μάχη –γιατί απαντά σε μια σκανδαλώδη επίθεση– αφορά την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των τρανς. Πρόσφατα η Βουλή της Σκοτίας ψήφισε μια μεταρρύθμιση διευκόλυνσης της μετάβασης και της αναγνώρισης φύλου. Ο Ρίσι Σούνακ (που κάποιοι επιχείρησαν να παρουσιάσουν ως… «εκπρόσωπο των καταπιεσμένων» λόγω καταγωγής) μπλόκαρε τη σχετική νομοθεσία. Έχοντας επενδύσει πολλά στη συσπείρωση της αντιδραστικής κοινωνικής βάσης των Τόρηδων ως απάντηση στην απεργιακή πίεση, ο Σούνακ αποφάσισε για αυτό το ζήτημα -των δημοκρατικών δικαιωμάτων των τρανς ατόμων- να ενεργοποιήσει για πρώτη φορά στην ιστορία τη διάταξη που επιτρέπει στο Λονδίνο να ακυρώσει νόμο του σκοτσέζικου κοινοβουλίου! Οι διαδηλώσεις των τρανς και των αλληλέγγυων δεν περιορίζονται στη Σκοτία, αλλά γίνονται και σε πόλεις της Αγγλίας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά