Σε ένα άρθρο του 1843 για «τις προόδους της κοινωνικής μεταρρύθμισης στην ηπειρωτική Ευρώπη», ο νεαρός Ένγκελς (μόλις είκοσι ετών) περιέγραφε τον κομμουνισμό ως «αναγκαία κατάληξη που συνάγεται αναγκαία από τις γενικές συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού». Εν ολίγοις, πρόκειται για έναν κομμουνι­σμό νοούμενο με όρους λογικής, καρπό της επανάστασης του 1830, όπου οι ερ­γάτες «επέστρεψαν στις ζωντανές πηγές και στη μελέτη της μεγάλης επανάστα­σης και ιδιοποιήθηκαν με σφρίγος τον κομμουνισμό του Μπαμπέφ».

Για τον νεαρό Μαρξ, από την άλλη, αυτός ο κομ­μου­νι­σμός ήταν απλώς μια «δογ­μα­τι­κή αφαί­ρε­ση», μια «πρω­τό­τυ­πη εκ­δή­λω­ση της αρχής του ανθρωπι­σμού». Το νε­ο­εμ­φα­νι­ζό­με­νο προ­λε­τα­ριά­το είχε «πέσει στα χέρια των δογματι­κών της χει­ρα­φέ­τη­σης του», των «σο­σια­λι­στι­κών σε­χτών» και των συγκεχυμέ­νων πνευ­μά­των που «φα­ντα­σιο­κο­πούν ως αν­θρω­πι­στές» για τη «χι­λιο­στή επέ­τειο της οι­κου­με­νι­κής αδελ­φο­σύ­νης» ως «φα­ντα­σια­κής κα­τάρ­γη­σης των ταξι­κών σχέ­σε­ων». Πριν από το 1848, αυτός ο φα­ντα­σμα­τι­κός κομ­μου­νι­σμός, χωρίς ακρι­βές πρό­γραμ­μα, στοι­χειώ­νει την ατμό­σφαι­ρα της επο­χής με τις «ακατέργα­στες» μορ­φές των εξι­σω­τι­κών σε­χτών ή των ικά­ριων ονει­ρο­πο­λή­σε­ων.

Ήδη, η υπέρ­βα­ση του αφη­ρη­μέ­νου αθεϊ­σμού συ­νε­πα­γό­ταν ωστό­σο έναν νέο κοι­νω­νι­κό υλι­σμό που δεν ήταν άλλος από τον κομ­μου­νι­σμό: «Όπως ακρι­βώς ο αθεϊ­σμός, ως άρ­νη­ση του Θεού, είναι η ανά­πτυ­ξη του θε­ω­ρη­τι­κού αν­θρω­πι­σμού, ομοί­ως ο κομ­μου­νι­σμός, ως άρ­νη­ση της ιδιω­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας, είναι η διεκδίκη­ση της πραγ­μα­τι­κής αν­θρώ­πι­νης ζωής». Μα­κριά από κάθε χυ­δαίο αντικληρικα­λισμό, αυτός ο κομ­μου­νι­σμός ήταν «η ανά­πτυ­ξη ενός πρα­κτι­κού αν­θρω­πι­σμού», για τον οποίο ζη­τού­με­νο δεν ήταν μόνο να αντι­πα­λέ­ψει τη θρη­σκευ­τι­κή αλλο­τρίωση, αλλά την πραγ­μα­τι­κή κοι­νω­νι­κή αλ­λο­τρί­ω­ση και εξα­θλί­ω­ση που γεν­νούν την ανά­γκη της θρη­σκεί­ας.

Από την ιδρυ­τι­κή εμπει­ρία του 1848 μέχρι την εμπει­ρία της Κομ­μού­νας, η «πραγ­μα­τι­κή κί­νη­ση» που τεί­νει στην κα­τάρ­γη­ση της κα­τε­στη­μέ­νης τάξης πραγ­μάτων απέ­κτη­σε μορφή και δύ­να­μη, δια­λύ­ο­ντας τις «δογ­μα­τι­κές φα­ντα­σιο­πλη-ξί­ες» και πε­ρι­γε­λώ­ντας το «ύφος χρη­σμού της επι­στη­μο­νι­κής βε­βαιό­τη­τας». Με άλλα λόγια, ο κομ­μου­νι­σμός, που ήταν αρ­χι­κά μια πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση ή ένας «φι­λο­σο­φι­κός κομ­μου­νι­σμός», έβρι­σκε την πο­λι­τι­κή μορφή του. Σε ένα τέ­ταρ­το του αιώνα με­τα­μορ­φώ­θη­κε: από τους τρό­πους φι­λο­σο­φι­κής και ου­το­πι­κής εμ­φάνισης του στην επι­τέ­λους ευ­ρε­θεί­σα πο­λι­τι­κή μορφή της χει­ρα­φέ­τη­σης.

  1. Οι λέ­ξεις της χει­ρα­φέ­τη­σης δεν βγή­καν άθι­κτες από τις θύ­ελ­λες του περα­σμένου αιώνα. Μπο­ρού­με να πούμε γι’ αυτές, όπως λέει για τα ζώα ο μύθος του Λα­φο­ντέν, ότι δεν πέ­θα­ναν όλες, αλλά ότι όλες πλη­γώ­θη­καν βαριά. Ο σοσιαλι­σμός, η επα­νά­στα­ση, ακόμη και η αναρ­χία δεν βρί­σκο­νται σχε­δόν κα­θό­λου σε κα­λύ­τε­ρη κα­τά­στα­ση από τον κομ­μου­νι­σμό. Ο σο­σια­λι­σμός ενε­πλά­κη στη δο­λοφονία του Καρλ Λί­μπνε­χτ και της Ρόζας Λού­ξε­μπουργκ, καθώς και στους αποι­κια­κούς πο­λέ­μους και τις κυ­βερ­νη­τι­κές συ­νερ­γα­σί­ες σε τέ­τοιο βαθμό, που έχανε τε­λι­κώς κάθε πε­ριε­χό­με­νο όσο κέρ­δι­ζε σε έκτα­ση. Μια με­θο­δι­κή ιδεολο­γική εκ­στρα­τεία κα­τά­φε­ρε να ταυ­τι­στεί στα μάτια πολ­λών η επα­νά­στα­ση με τη βία και την τρο­μο­κρα­τία. Ωστό­σο, από όλες τις λέ­ξεις που μέχρι πρό­τι­νος εξέ­φραζαν με­γά­λες υπο­σχέ­σεις και όνει­ρα για το μέλ­λον, ο κομ­μου­νι­σμός υπέ­στη τη με­γα­λύ­τε­ρη ζημιά επει­δή τον σφε­τε­ρί­στη­κε ο κρα­τι­κός γρα­φειο­κρα­τι­κός λό­γος και υπο­δου­λώ­θη­κε σε ένα ολο­κλη­ρω­τι­κό εγ­χεί­ρη­μα. Πα­ρα­μέ­νει εντού­τοις το ερώ­τη­μα κατά πόσο, από όλες αυτές τις λα­βω­μέ­νες λέ­ξεις, υπάρ­χουν ορισμέ­νες που αξί­ζει τον κόπο να επι­διορ­θω­θούν και να τε­θούν εκ νέου σε κί­νη­ση.
  2. Για να γίνει αυτό, είναι ανα­γκαίο να σκε­φτού­με τι συ­νέ­βη στον κομμουνι­σμό κατά τον 20ό αιώνα. Η λέξη και το πράγ­μα δεν γί­νε­ται να μεί­νουν έξω από τον χρόνο και τις ιστο­ρι­κές δο­κι­μα­σί­ες στις οποί­ες υπο­βλή­θη­καν. Η μα­ζι­κή χρή­ση του όρου «κομ­μου­νι­στι­κός» για να χα­ρα­κτη­ρι­στεί το κι­νε­ζι­κό αυ­ταρ­χι­κό φιλε­λεύθερο κρά­τος θα βα­ρύ­νει για καιρό ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο, στα μάτια των περισ­σοτέρων, από τους αδύ­να­μους θε­ω­ρη­τι­κούς και πει­ρα­μα­τι­κούς βλα­στούς μιας κομ­μου­νι­στι­κής υπό­θε­σης. Η πρό­κλη­ση να απο­κο­πού­με από έναν κρι­τι­κό ιστορι­κό απο­λο­γι­σμό θα μπο­ρού­σε να επι­φέ­ρει την ανα­γω­γή της κομ­μου­νι­στι­κής ιδέας σε αχρο­νι­κές «στα­θε­ρές», να τη με­τα­τρέ­ψει σε συ­νώ­νυ­μο των ακα­θό­ρι­στων ιδε­ών της δι­καιο­σύ­νης ή της χει­ρα­φέ­τη­σης, και όχι στην ει­δι­κή μορφή της χειραφέ­τησης κατά την εποχή της κα­πι­τα­λι­στι­κής κυ­ριαρ­χί­ας. Η λέξη χάνει τότε ως προς την πο­λι­τι­κή της ακρί­βεια αυτό που κερ­δί­ζει με όρους ηθι­κής και φι­λο­σο­φι­κής επέ­κτα­σης. Ένα από τα καί­ρια ερω­τή­μα­τα είναι κατά πόσο ο γρα­φειο­κρα­τι­κός δε­σπο­τι­σμός είναι η θε­μι­τή συ­νέ­χι­ση της επα­νά­στα­σης του Οκτώ­βρη ή ο καρ­πός μιας γρα­φειο­κρα­τι­κής αντε­πα­νά­στα­σης, που πι­στο­ποιεί­ται όχι μόνο από τις δί­κες, τις εκ­κα­θα­ρί­σεις ή τις μα­ζι­κές εκτο­πί­σεις, αλλά και από τις ανα­τρο­πές της δε­κα­ε­τί­ας του τριά­ντα στη σο­βιε­τι­κή κοι­νω­νία και στο σο­βιε­τι­κό κρά­τος.
  3. Δεν επι­νο­ού­με με δια­τάγ­μα­τα ένα νέο λε­ξι­λό­γιο. Το λε­ξι­λό­γιο διαμορφώ­νεται μέσα στον χρόνο και μέσα από διά­φο­ρες χρή­σεις και εμπει­ρί­ες. Αν ενδίδα­με στην ταύ­τι­ση του κομ­μου­νι­σμού με τη στα­λι­νι­κή ολο­κλη­ρω­τι­κή δι­κτα­το­ρία, θα σή­μαι­νε ότι υπο­χω­ρού­με μπρο­στά στους προ­σω­ρι­νούς νι­κη­τές, ότι συγχέου­με την επα­νά­στα­ση με τη γρα­φειο­κρα­τι­κή αντε­πα­νά­στα­ση, και ότι κλεί­νου­με έτσι το κε­φά­λαιο των δια­κλα­δώ­σε­ων, που μόνον αυτό είναι ανοι­χτό στην ελπί­δα. Και θα δια­πράτ­τα­με μεί­ζο­να αδι­κία εις βάρος των ητ­τη­μέ­νων, όλων εκεί­νων, αν­δρών και γυ­ναι­κών, ανώ­νυ­μων ή όχι, που βί­ω­σαν με πάθος την κομμου­νιστική ιδέα και την έκα­ναν να ζει ενά­ντια στις γε­λοιο­γρα­φί­ες και τις παραποι­ήσεις της. Ντρο­πή σε εκεί­νους που έπα­ψαν να είναι κομ­μου­νι­στές επει­δή έπα­ψαν να είναι στα­λι­νι­κοί, και οι οποί­οι ήταν κομ­μου­νι­στές μόνον κα­θό­σον ήσαν στα­λι­νι­κοί1!
  4. Από όλους τους τρό­πους με τους οποί­ους μπο­ρεί να κα­το­νο­μα­στεί ο «έτε­ρος πόλος» ανα­γκαί­ος και δυ­να­τός προς τον πο­τα­πό κα­πι­τα­λι­σμό, η λέξη «κομ­μουνισμός» είναι εκεί­νη που δια­τη­ρεί το πε­ρισ­σό­τε­ρο ιστο­ρι­κό νόημα και το πιο εκρη­κτι­κό προ­γραμ­μα­τι­κό φορ­τίο. Είναι εκεί­νη ακρι­βώς η λέξη που επι­κα­λεί­ται με τον κα­λύ­τε­ρο τρόπο το κοινό της δια­μοί­ρα­σης και της ισό­τη­τας, την από κοι­νού άσκη­ση της εξου­σί­ας, την αλ­λη­λεγ­γύη που μπο­ρεί να αντι­τα­χθεί στον εγωι­στικό υπο­λο­γι­σμό και στον γε­νι­κευ­μέ­νο αντα­γω­νι­σμό, την υπε­ρά­σπι­ση των κοι­νών αγα­θών της αν­θρω­πό­τη­τας, φυ­σι­κών και πο­λι­τι­σμι­κών, την επέ­κτα­ση ενός τομέα δω­ρε­άν υπη­ρε­σιών (απο­ε­μπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση) σε είδη πρώ­της ανά­γκης, ενά­ντια στη γε­νι­κευ­μέ­νη αρ­πα­γή και την ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση του κό­σμου.
  5. Απο­τε­λεί επί­σης το όνομα ενός άλλου μέ­τρου για τον κοι­νω­νι­κό πλού­το από εκεί­νο του νόμου της αξίας και της εμπο­ρι­κής αξιο­λό­γη­σης. Ο «ελεύ­θε­ρος και ανό­θευτος» αντα­γω­νι­σμός εδρά­ζε­ται στην «κλοπή του χρό­νου ερ­γα­σί­ας των άλλων». Δια­τεί­νε­ται ότι πο­σο­τι­κο­ποιεί το μη πο­σο­τι­κο­ποι­ή­σι­μο και ότι ανά­γει στο αξιοθρή­νητο κοινό μέτρο του, βάσει του χρό­νου αφη­ρη­μέ­νης ερ­γα­σί­ας, την πέραν κάθε μέ­τρου σχέση του αν­θρω­πί­νου εί­δους με τις φυ­σι­κές συν­θή­κες ανα­πα­ρα­γω­γής του. Ο κομ­μου­νι­σμός είναι το όνομα ενός δια­φο­ρε­τι­κού κρι­τη­ρί­ου για τον πλού­το, μιας οι­κολογικής ανά­πτυ­ξης ποιο­τι­κά δια­φο­ρε­τι­κής από τον πο­σο­τι­κό αγώνα δρό­μου για ανά­πτυ­ξη. Η λο­γι­κή της συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου απαι­τεί όχι μόνο την παρα­γωγή για το κέρ­δος, και όχι για τις κοι­νω­νι­κές ανά­γκες, αλλά επί­σης την «παραγω­γή νέας κα­τα­νά­λω­σης», τη στα­θε­ρή διεύ­ρυν­ση του κύ­κλου της κα­τα­νά­λω­σης «με τη δη­μιουρ­γία νέων ανα­γκών και με τη δη­μιουρ­γία νέων αξιών χρή­σης»: «Εξού και η εκ­με­τάλ­λευ­ση ολό­κλη­ρης της φύσης» και η «εκ­με­τάλ­λευ­ση της γης με κάθε έν­νοια». Αυτή η ισο­πε­δω­τι­κή έλ­λει­ψη μέ­τρου που χα­ρα­κτη­ρί­ζει το κε­φά­λαιο θεμε­λιώνει την επι­και­ρό­τη­τα ενός ρι­ζο­σπα­στι­κού οι­κο-κομ­μου­νι­σμού.
  6. To ζή­τη­μα του κομ­μου­νι­σμού αφορά κα­ταρ­χάς στο Κομ­μου­νι­στι­κό Μα­νιφέστο την ιδιο­κτη­σία: «Οι κομ­μου­νι­στές μπο­ρούν να συ­νο­ψί­σουν τη θε­ω­ρία τους σε αυτήν τη μο­να­δι­κή δια­τύ­πω­ση: κα­τάρ­γη­ση της ιδιω­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας» των μέσων πα­ρα­γω­γής και ανταλ­λα­γής, η οποία δεν πρέ­πει να συγ­χέ­ε­ται με την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία των αγα­θών προ­σω­πι­κής χρή­σης. Σε «όλα τα κι­νή­μα­τα», οι κομ­μου­νι­στές «προ­τάσ­σουν το ζή­τη­μα της ιδιο­κτη­σί­ας, σε όποιον βαθμό εξέ­λιξης κι αν έχει φτά­σει, ως θε­με­λιώ­δες ζή­τη­μα του κι­νή­μα­τος». Πράγ­μα­τι, από τα δέκα ση­μεία που ολο­κλη­ρώ­νουν το πρώτο κε­φά­λαιο, τα επτά αφο­ρούν τις μορ­φές ιδιο­κτη­σί­ας: την απαλ­λο­τρί­ω­ση της γαιο­κτη­σί­ας και τη χρη­σι­μο­ποί­η­ση της γαιο­προ­σό­δου για την αντι­με­τώ­πι­ση των κρα­τι­κών δα­πα­νών· την καθιέρω­ση ενός αυ­στη­ρά προ­ο­δευ­τι­κού φο­ρο­λο­γι­κού συ­στή­μα­τος· την κα­τάρ­γη­ση του κλη­ρο­νο­μι­κού δι­καί­ου στα μέσα πα­ρα­γω­γής και ανταλ­λα­γής· την κα­τά­σχε­ση της πε­ριου­σί­ας των στα­σια­στών φυ­γά­δων· τη συ­γκέ­ντρω­ση της πί­στης σε μια δη­μό­σια τρά­πε­ζα· την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των μέσων με­τα­φο­ράς και την ίδρυ­ση μιας δη­μό­σιας και δω­ρε­άν για όλους εκ­παί­δευ­σης· τη δη­μιουρ­γία εθνι­κών ερ­γοστασίων και την εκ­χέρ­σω­ση ακαλ­λιέρ­γη­των εδα­φών. Ολα αυτά τα μέτρα τεί­νουν να εδραιώ­σουν τον έλεγ­χο της πο­λι­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας επί της οι­κο­νο­μί­ας, το πρω­τείο του κοι­νού καλού επί του εγω­ι­στι­κού συμ­φέ­ρο­ντος, του δη­μό­σιου χώρου επί του ιδιω­τι­κού. Δεν πρό­κει­ται να κα­ταρ­γη­θεί κάθε μορφή ιδιο­κτη­σί­ας, αλλά μόνον «η ση­με­ρι­νή ιδιω­τι­κή ιδιο­κτη­σία, η αστι­κή ιδιο­κτη­σία» και ο «τρό­πος ιδιο­ποί­η­σης» που βα­σί­ζε­ται στην εκ­με­τάλ­λευ­ση των μεν από τους δε.
  7. Ανά­με­σα σε δύο δι­καιώ­μα­τα, αφε­νός των ιδιο­κτη­τών να ιδιο­ποιού­νται τα κοινά αγαθά και αφε­τέ­ρου των απο­στε­ρη­μέ­νων στην ύπαρ­ξη, «η δύ­να­μη απο­φασίζει», λέει ο Μαρξ. Όλη η σύγ­χρο­νη ιστο­ρία της τα­ξι­κής πάλης, από τον πό­λεμο των χω­ρι­κών στη Γερ­μα­νία μέχρι τις κοι­νω­νι­κές επα­να­στά­σεις του περα­σμένου αιώνα, περ­νώ­ντας από την Αγ­γλι­κή και τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, είναι ιστο­ρία αυτής της σύ­γκρου­σης. Επι­λύ­θη­κε με την ανά­δυ­ση μιας θε­μι­τό­τη­τας αντι­πα­ρα­θε­τι­κής προς τη νο­μι­μό­τη­τα των κυ­ρί­αρ­χων. Ως «επι­τέ­λους ευρεθεί­σα πο­λι­τι­κή μορφή της χει­ρα­φέ­τη­σης», ως «κα­τάρ­γη­ση» της κρα­τι­κής εξουσί­ας, ως ολο­κλή­ρω­ση της κοι­νω­νι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, η Κομ­μού­να φω­τί­ζει την ανά­δυση αυτής της νέας θε­μι­τό­τη­τας. Η εμπει­ρία της ενέ­πνευ­σε τις λαϊ­κές μορ­φές αυ­το­ορ­γά­νω­σης και αυ­το­δια­χεί­ρι­σης που εμ­φα­νί­στη­καν σε επα­να­στα­τι­κές κρί­σεις: ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια, σο­βιέτ, επι­τρο­πές πο­λι­το­φυ­λα­κής, βιο­μη­χα­νι­κές ζώ­νες, ενώ­σεις κα­τοί­κων, αγρο­τι­κές κομ­μού­νες, που τεί­νουν να στε­ρή­σουν από την πο­λι­τι­κή τον επαγ­γελ­μα­τι­κό της χα­ρα­κτή­ρα, να τρο­πο­ποι­ή­σουν τον κοι­νω­νι­κό κα­τα­με­ρι­σμό της ερ­γα­σί­ας, να δη­μιουρ­γή­σουν τις συν­θή­κες για τον μα­ρα­σμό του κρά­τους ως χω­ρι­στού γρα­φειο­κρα­τι­κού σώ­μα­τος.
  8. Υπό την επι­κρά­τεια του κε­φα­λαί­ου, κάθε φαι­νο­με­νι­κή πρό­ο­δος έχει το αντί­τι­μο της σε οπι­σθο­δρό­μη­ση και κα­τα­στρο­φή. Δεν συ­νί­στα­ται in fine «παρά σε αλ­λα­γή της μορ­φής της υπο­δού­λω­σης». Ο κομ­μου­νι­σμός απαι­τεί μιαν άλλη ιδέα και άλλα κρι­τή­ρια από αυτά της απο­δο­τι­κό­τη­τας και της χρη­μα­τι­κής κερ­δοφορίας. Ξε­κι­νώ­ντας από τη δρα­στι­κή μεί­ω­ση του υπο­χρε­ω­τι­κού χρό­νου ερ­γασίας και την αλ­λα­γή στην ίδια την έν­νοια της ερ­γα­σί­ας: δεν θα μπο­ρού­σε να υπάρ­χει ατο­μι­κή ανά­πτυ­ξη κατά την ανά­παυ­ση ή τον «ελεύ­θε­ρο χρόνο» εφό­σον ο ερ­γα­ζό­με­νος πα­ρα­μέ­νει αλ­λο­τριω­μέ­νος και ακρω­τη­ρια­σμέ­νος στην ερ­γα­σία. Η κομ­μου­νι­στι­κή προ­ο­πτι­κή απαι­τεί επί­σης μια ρι­ζι­κή αλ­λα­γή στη σχέση άνδρα και γυ­ναί­κας: η εμπει­ρία που απο­κο­μί­ζει κα­νείς από τη σχέση με­τα­ξύ των κοι-νιο­νι­κών φύλων είναι η πρώτη εμπει­ρία ετε­ρό­τη­τας και για όσον καιρό εξακο­λουθεί να υπάρ­χει αυτή η σχέση κα­τα­πί­ε­σης, κάθε δια­φο­ρε­τι­κό ον, λόγω πολι­τισμού, χρώ­μα­τος ή σε­ξουα­λι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού, θα είναι θύμα μορ­φών δυ­σμενούς διά­κρι­σης και κυ­ριαρ­χί­ας. Η γνή­σια πρό­ο­δος έγκει­ται τέλος στην ανά­πτυξη και τη δια­φο­ρο­ποί­η­ση ανα­γκών, των οποί­ων ο πρω­τό­τυ­πος συν­δυα­σμός κα­θι­στά τον κα­θέ­να και την κα­θε­μιά ένα μο­να­δι­κό ον, η ενι­κό­τη­τα του οποί­ου συμ­βάλ­λει στον εμπλου­τι­σμό του εί­δους.

9.  Το Μα­νι­φέ­στο πε­ρι­γρά­φει τον κομ­μου­νι­σμό ως «συ­νε­ται­ρι­σμό όπου η ελεύ­θε­ρη ανά­πτυ­ξη του κα­θε­νός είναι όρος για την ελεύ­θε­ρη ανά­πτυ­ξη όλων».
Ο κομ­μου­νι­σμός πα­ρου­σιά­ζε­ται έτσι ως θε­με­λιώ­δης αρχή μιας ελεύ­θε­ρης ατο­μι­κής ανά­πτυ­ξης που δεν θα μπο­ρού­σε να συγ­χέ­ε­ται ούτε με τις αυ­τα­πά­τες ενός ατο­μι­κι­σμού χωρίς ατο­μι­κό­τη­τα υπο­ταγ­μέ­νου στον δια­φη­μι­στι­κό κομ­φορ­μι­σμό, ούτε με τον χον­δροει­δή εξι­σω­τι­σμό ενός σο­σια­λι­σμού του στρα­τώ­να. Η ανά­πτυ­ξη των ιδιαί­τε­ρων ανα­γκών και ικα­νο­τή­των του κα­θε­νός και της κα­θε­μιάς συμ­βά­λει στην κα­θο­λι­κή ανά­πτυ­ξη του αν­θρω­πί­νου εί­δους. Αντι­στοί­χως, η ελεύ­θε­ρη ανά­πτυ­ξη του κα­θε­νός και της κα­θε­μιάς συ­νε­πά­γε­ται την ελεύ­θε­ρη ανά­πτυ­ξη όλων, διότι η χει­ρα­φέ­τη­ση δεν είναι μο­να­χι­κού τύπου από­λαυ­ση.

10. Ο κομ­μου­νι­σμός δεν είναι μια κα­θα­ρή ιδέα ούτε ένα δογ­μα­τι­κό πρό­τυ­πο για την κοι­νω­νία. Δεν είναι το όνομα ενός κρα­τι­κού κα­θε­στώ­τος ούτε ενός
νέου τρό­που πα­ρα­γω­γής.  Είναι το όνομα ενός κι­νή­μα­τος που υπερ­βαί­νει / κα­ταρ­γεί αδιά­κο­πα την κα­τε­στη­μέ­νη τάξη πραγ­μά­των.

Αλλά είναι και ο σκο­πός που καθώς ανα­δύ­ε­ται από το κί­νη­μα, το προ­σα­να­το­λί­ζει και του επι­τρέ­πει, εν αντι­θέ­σει προς τις πο­λι­τι­κές χωρίς αρχές, τις απο­σπα­σμα­τι­κές δρά­σεις και τους κα­θη­με­ρι­νούς αυ­το­σχε­δια­σμούς, να προσ­διο­ρί­σει τι μας φέρ­νει πιο κοντά σε αυτό τον σκοπό και τι μας απο­μα­κρύ­νει από αυτόν. Με αυτή την έν­νοια, δεν είναι μια επι­στη­μο­νι­κή γνώση του σκο­πού και της δια­δρο­μής, αλλά μια ρυθ­μι­στι­κή στρα­τη­γι­κή υπό­θε­ση. Κα­το­νο­μά­ζει, αδια­χώ­ρι­στα, το όραμα ενός άλλου κό­σμου με δι­καιο­σύ­νη, ισό­τη­τα, αλ­λη­λεγ­γύη και το διαρ­κές κί­νη­μα που απο­σκο­πεί στην ανα­τρο­πή της τάξης πραγ­μά­των που υπάρ­χει στην εποχή του κα­πι­τα­λι­σμού· και την υπό­θε­ση που προ­σα­να­το­λί­ζει αυτό το κί­νη­μα προς μια ρι­ζι­κή αλ­λα­γή των σχέ­σε­ων ιδιο­κτη­σί­ας και εξου­σί­ας, σε από­στα­ση από συμ­βι­βα­σμούς με ένα μι­κρό­τε­ρο κακό που θα ήταν ο συ­ντο­μό­τε­ρος δρό­μος προς το χει­ρό­τε­ρο κακό.

11. Η κοι­νω­νι­κή, οι­κο­νο­μι­κή, οι­κο­λο­γι­κή και ηθική κρίση ενός κα­πι­τα­λι­σμού που δεν απω­θεί πλέον τα όριά του παρά με τί­μη­μα μια αυ­ξα­νό­με­νη έλ­λει­ψη μέ­τρου και έναν αυ­ξα­νό­με­νο πα­ρα­λο­γι­σμό, απει­λώ­ντας συγ­χρό­νως το είδος και τον πλα­νή­τη, επα­να­φέ­ρει στην ημε­ρή­σια διά­τα­ξη την «επι­και­ρό­τη­τα ενός ριζο­σπαστικού κομ­μου­νι­σμού» που επι­κα­λέ­στη­κε ο Μπέν­για­μιν απέ­να­ντι στην άνο­δο των κιν­δύ­νων κατά τη με­σο­πο­λε­μι­κή πε­ρί­ο­δο.

Ση­μεί­ω­ση-βι­βλιο­γρα­φία

1. Βλ. Dionys Mascolo, A la recherche d’un communisme de pensee, Editions Fourbis, 2000, σ. 113.

Με­τά­φρα­ση: Τάσος Μπέ­τζε­λος

* Ο Daniel Bensaid υπήρ­ξε ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους Ευ­ρω­παί­ους μαρ­ξι­στές δια­νοη­τές της με­τα­πο­λε­μι­κής πε­ριό­δου, κα­θη­γη­τής φι­λο­σο­φί­ας στο Πα­νε­πι­στή­μιο 8 του Πα­ρι­σιού και συν­διευ­θυ­ντής του μαρ­ξι­στι­κού πε­ριο­δι­κού Contretemps.

ΠΗΓΗ: aristero blog

Ετικέτες