Η υποκρισία του Τσίπρα, που καλεί, λέει, σε συστράτευση την ευρύτερη κεντροαριστερά για να αντιμετωπιστεί η ακροδεξιά και ο νεοφιλελευθερισμός, έχει ξεπεράσει κάθε όριο.
Το χαλί για την άνοδο της ακροδεξιάς, με αιχμή την «πολεμική» αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών, το στρώνει εδώ και χρόνια ο «θεσμικός ρατσισμός», η αδίστακτα αντιμεταναστευτική και αντιπροσφυγική πολιτική της ΕΕ, των κυβερνήσεων της κεντροδεξιάς, αλλά και της κεντροαριστεράς. Σε αυτό το κύμα βαρβαρότητας και αγριανθρωπισμού περίοπτη θέση έχουν τα έργα και οι ημέρες των κυβερνήσεων Τσίπρα: Αλήθεια ποιος υπέγραψε την κατάπτυστη συμφωνία Ελλάδας-ΕΕ-Τουρκίας; Ποιος κάλεσε, ανέχτηκε και συνεργάζεται αρμονικά με την αρμάδα του ΝΑΤΟ και της Frontex στο Αιγαίο;
Ποιος καθοδηγεί τις πολιτικές του αίσχους τύπου Μόριας; Αντί να μας εξηγήσουν πώς είναι δυνατόν να κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια, αυτοί που έχουν την πολιτική ευθύνη για την κόλαση που αντιμετωπίζουν καθημερινά χιλιάδες και χιλιάδες άνθρωποι (μετά από 4 χρόνια εξουσίας μιας τάχα μου Αριστεράς), έχουν το θράσος να βγαίνουν και να εξαγγέλλουν πρόθεση για αντιακροδεξιά «μέτωπα» και αντιρατσιστικές πρωτοβουλίες.
Εκεί όμως που η υποκρισία καταντά αφόρητη είναι όταν ο Τσίπρας κάνει λόγο για αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό! Αλήθεια, οι ρυθμίσεις για τη «σωτηρία» των αδηφάγων τραπεζών που θα στείλουν στο λεπίδι του πλειστηριασμού χιλιάδες σπίτια λαϊκών νοικοκυριών είναι αντίσταση στο νεοφιλελευθερισμό; Αλήθεια, η δραματική κατάσταση που αντιμετωπίζει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα (όπως αυτή έρχεται στην επιφάνεια μέσω των συζητήσεων για το συνέδριο της ΓΣΕΕ, είναι άσχετη με την πραγματικότητα ότι η κυβερνητική πολιτική των 4 τελευταίων χρόνων υπήρξε μια ομαλή συνέχεια με τη μνημονιακή νεοφιλελεύθερη πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων; Αλήθεια, δεν είναι ακόμα ο ακραία αντιδραστικός «νόμος Κατρούγκαλου» που έχει θέσει τα θεμέλια για το ασφαλιστικό «τύπου Πινοσέτ» που ευαγγελίζεται ο Μητσοτάκης; Αλήθεια, το «ομαλό νταλαβέρι» της κυβέρνησης με τους επιχειρηματικούς ομίλους φίλων της δεν στηρίζεται στο γεγονός ότι η κυβέρνηση διασφάλισε τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που αυτοί απαιτούσαν;
Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι ένα ακόμα θλιβερό παράδειγμα ενός είδους «Αριστεράς» που επέλεξε να μετακομίσει στο σοσιαλφιλελευθερισμό, δηλαδή να βάλει τις δυνάμεις της στην υπηρεσία του νεοφιλελευθερισμού. Και γι’ αυτό σήμερα επιλέγει ως συμμάχους την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Την πολιτική «οικογένεια» που, ελέγχοντας σχεδόν όλες τις κυβερνήσεις στις χώρες-μέλη της ΕΕ στις δεκαετίες του 1980 και 1990, επέλεξε να καθοδηγήσει τον νεοφιλελεύθερο καλπασμό του κεφαλαίου ενάντια στα βασικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, όταν είχε διαπιστωθεί ότι η Δεξιά αδυνατούσε να ολοκληρώσει αυτό το έργο. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο βασικός λόγος για την ιστορική κρίση στην οποία έχουν σήμερα βυθιστεί τα άλλοτε κραταιά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.
Κάποιοι μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλαν να θυμούνται ότι μπόρεσαν να διακριθούν, μπόρεσαν να ξεκολλήσουν από το «λεπίδι» του 3% μόνο όταν αποδέχθηκαν να εργαστούν προς άλλη κατεύθυνση: την ιδρυτική «αρχή» του, τότε, ΣΥΡΙΖΑ ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, που απέρριπτε ταυτόχρονα κάθε συνεργασία με τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως αυτά είναι ιστορίες που ανήκουν στο παρελθόν.
Ο συνασπισμός που σήμερα επιδιώκει ο Τσίπρας, επιχειρεί να συγκρατήσει δυνάμεις για να συνεχιστεί στην Ευρώπη και εδώ η ίδια πολιτική. Η πολιτική της βάρβαρης νεοφιλελεύθερης λιτότητας. Η πολιτική που όχι μόνο δεν αποτελεί αντίσταση στη ρατσιστική/εθνικιστική ακροδεξιά, αλλά αντίθετα είναι βούτυρο στο ψωμί της.
Το «ακραίο κέντρο», η σύγκλιση των νεοφιλελεύθερων σοσιαλδημοκρατών, των κεντροαριστερών και των κεντροδεξιών, είναι ένα κέντρο καταδικασμένο να πέσει. Οι Μακρόν, οι Ρέντσι, οι Μέρκελ, τούτης της άθλιας εποχής, παρά τα επιφαινόμενα, δεν είναι πλέον ισχυρές πολιτικές ηγεσίες.
Το καθήκον της ριζοσπαστικής Αριστεράς, εδώ και στην Ευρώπη, είναι να παλέψουμε να πέσουν από τα αριστερά. Που σημαίνει όλες τις αναγκαίες πρωτοβουλίες ενάντια στο «ακραίο κέντρο», αλλά μαζί και τα καθήκοντα της πάλης ενάντια στην αντεπίθεση της Δεξιάς γενικά και της ακροδεξιάς ειδικότερα. Η πάλη ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, η πάλη ενάντια στον ρατσισμό και στον εθνικισμό είναι πλέον μέτωπα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Αυτό πρέπει να είναι η αιχμή των προσπαθειών μας καθημερινά μέσα στα κινήματα, αλλά αυτή πρέπει να είναι και η αιχμή των εκλογικών παρεμβάσεών μας.