Καμία μόνη της στο σπίτι
Η πρόσφατη γυναικοκτονία που έγινε στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην πόλη Φούρτσι Σίκουλο στη Μεσσίνα, όπου ένας φοιτητής Ιατρικής στραγγάλισε την 27χρονη σύντροφό και συμφοιτήτριά του μέσα στο σπίτι, προστέθηκε στη μακρά λίστα των γυναικοκτονιών που διαπράττονται με αυξημένη συχνότητα διεθνώς εν μέσω καραντίνας. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές μαθαίνουμε ότι στη Μεγάλη Βρετανία συνταξιούχος σκότωσε τη γυναίκα του και μετά αυτοκτόνησε. Τόσο όσον αφορά αυτό το περιστατικό όσο και όσον αφορά την περίπτωση της Ιταλίας τα ΜΜΕ αναδεικνύουν ως βασική αιτία των γυναικοκτονιών τη ψυχολογική πίεση που νιώθουν οι άντρες λόγω της καραντίνας που επιβλήθηκε μετά την εξάπλωση της πανδημικής κρίσης. Ιδιαίτερα όσον αφορά την παρουσίαση της είδησης για την Ιταλία, στην Ελλάδα αναδεικνύονται ορισμένα ενδιαφέροντα σημεία. Είναι τουλάχιστον ανακουφιστικό ότι κάποια από τα συστημικά ΜΜΕ αναφέρθηκαν στο περιστατικό χρησιμοποιώντας τον όρο «γυναικοκτονία», υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ανησυχία σχετικά με το ζήτημα αύξησης της έμφυλης βίας σε καθεστώς καραντίνας.
Όταν τα ΜΜΕ μεταδίδουν τον ιό του σεξισμού και της ματσό-βίας
Παράλληλα όμως διαβάσαμε την εμετική συγκάλυψη του δράστη από συγκεκριμένη φυλλάδα (δεν ήταν η μόνη), γνωστή για τη στάση που παίρνει σε ανάλογα περιστατικά σεξιστικής βίας. Ο τίτλος αναφοράς στο εξώφυλλο της εφημερίδας ήταν ο εξής: «Στραγγάλισε τη φίλη του λόγω ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ» και «Η αναγκαστική συγκατοίκηση τρέλανε τον φοιτητή Ιατρικής». Πρόκειται για μια χυδαία απόπειρα απενοχοποίησης του γυναικοκτόνου, καθώς για άλλη μια φορά το βάρος της ευθύνης μετατοπίζεται από την ίδια τη δολοφονική πράξη σε μια «αντικειμενική» συνθήκη. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε χώρος για «άμεση» ενοχοποίηση του θύματος, της συντρόφου, της γυναίκας, η οποία «προκάλεσε», «δεν αντιστάθηκε» ή «τι περίμενε εκεί που κυκλοφορούσε μόνη;», όπως άλλωστε χιλιάδες φορές έχει επιτευχθεί από την κυρίαρχη αφήγηση. Τούτη τη φορά, το θύμα –η 27χρονη φίλη του Λορένα Κουαράντα, που παρεμπιπτόντως ήταν και η ίδια φοιτήτρια Ιατρικής, ιδιότητα που δε θεωρήθηκε απαραίτητο να αναφερθεί από τη συγκεκριμένη εφημερίδα, σε αντίθεση με το δράστη– βρισκόταν στο σπίτι με το σύντροφό της, ακολουθώντας τα μέτρα για τον περιορισμό της πανδημίας του κορονοϊού. Παρ’όλ’αυτά, βρέθηκε πάλι ο τρόπος να δικαιολογηθεί στη δημόσια σφαίρα ο θύτης, καθώς ο εγκλεισμός αποτέλεσε, καθώς υποστηρίζουν, επαρκή και αναγκαία συνθήκη για να στραγγαλίσει σε κατάσταση τρέλας τη φίλη του. Η παρουσίαση των στοιχείων αυτής της ιστορίας, γίνεται με τέτοιο τρόπο που τελικά ενοχοποιείται εμμέσως η γυναίκα αφού ο εγκλεισμός μαζί της είναι αυτός που εν δυνάμει μπορεί να οδήγησε τον μορφωμένο φοιτητή ιατρικής (που ως φοιτητής ιατρικής δεν μπορεί παρά να ήταν «καλό παιδί») να δολοφονήσει τη σύντροφό του. Στο μεταξύ στον ιταλικό τύπο διαβάζουμε ότι ο φοιτητής ιατρικής ομολόγησε πως σκότωσε την Λορένα Κουαράντα επειδή θεωρούσε ότι ότι του είχε μεταδώσει τον κορονοϊό. Οι ίδιες οι εξετάσεις βεβαίως δεν μαρτυρούν ότι ο δολοφόνος ήταν θετικός στον ιό.
Επιστρέφοντας στην περίπτωση της χυδαίας φυλλάδας που πρόβαλε το γεγονός στην Ελλάδα, γίνεται προφανές ότι οι δημοσιογράφοι της εν λόγω εφημερίδας δεν κράτησαν καν τα προσχήματα. Ήδη πάντως η κατακραυγή , ιδιαίτερα μέσω κοινωνικών δικτύων ήταν μεγάλη, ενώ καταγγελίες έχουν σταλεί και στην ΕΣΗΕΑ από την οποία αναμένουμε να παρέμβει, να καταδικάσει και να αποβάλει τους δημοσιογράφους από το συνδικαλιστικό της όργανο. Αντίστοιχα αναμένουμε και από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς να επιβάλουν κυρώσεις.
Δεν είναι οικογενειακή τραγωδία, είναι έμφυλη βία
Στην Ελλάδα, την ώρα που μετράμε σχεδόν τρεις εβδομάδες καραντίνας, τα ποσοστά περιστατικών ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας γενικότερα ακολουθούν την αυξητική τάση που παρατηρείται διεθνώς. Και πρόκειται μονάχα για όσα έχουν καταγγελθεί ή είδαν το φως της δημοσιότητας εξαιτίας της αγριότητάς τους, όπως ήταν η διπλή γυναικοκτονία στην Κηφισιά από τον πρώην σύζυγο της μιας γυναίκας. Η γυναικοκτονία συνέβη πριν από δύο εβδομάδες έξω από το σούπερ μάρκετ που εργάζονταν οι δύο γυναίκες. Ο δράστης ήταν αστυνομικός και σκότωσε με το υπηρεσιακό του όπλο την πρώην σύζυγό του και τη φίλη της κατά τη διάρκεια του διαλείμματός τους από τη δουλειά. Δε μας εκπλήσσει βέβαια το γεγονός ότι από τα συστημικά ΜΜΕ η αναφορά στο περιστατικό περιλάμβανε τίτλους, όπως «οικογενειακή τραγωδία» ή «τη σκότωσε για την επιμέλεια των παιδιών», προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να μειώσουν τη σημασία της διπλής γυναικοκτονίας. Ακόμη, χαρακτηριστική ήταν και η στάση αδιαφορίας που επέδειξαν αστυνομικοί στην περίπτωση της γυναίκας που βρήκε το κουράγιο και κατήγγειλε στο ΑΤ της περιοχής της την κακοποίηση που βίωνε από τον σύντροφό της εν μέσω καραντίνας. Ωστόσο, μετά τις πολλαπλές καταγγελίες και τη διάσταση που έλαβε το συγκεκριμένο περιστατικό, η στάση τόσο των ίδιων των αστυνομικών όσο και των αρχών μετατοπίστηκε (τουλάχιστον στα λόγια) προς την κατεύθυνση υπεράσπισης του «αδύναμου φύλου.»
Η μηχανή της κοινωνικής αναπαραγωγής δε σταματά ποτέ
Η εκτίναξη των περιστατικών έμφυλης βίας και κακοποίησης στο σπίτι είναι μία διάσταση του κατ’ οίκον περιορισμού, ως προς την οποία από πλευράς κράτους τηρείται εγκληματική σιωπή. Αν για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας η καταγγελία είναι μία φορά δύσκολη υπό συνθήκες «κανονικότητας» , ο περιορισμός της ελεύθερης μετακίνησης και επικοινωνίας με τον «έξω κόσμο» σχεδόν αποκλείει τη δυνατότητα πρόσβασης , αναζήτησης βοήθειας από τους αρμόδιους φορείς και καταγγελίας. Οι δημόσιες αρχές γυρνούν επιδεικτικά την πλάτη σε ό,τι συμβαίνει πίσω από κλειστές πόρτες, μια και στη δεδομένη στιγμή προέχει ο αγώνας με την «ασύμμετρη απειλή» του ιού. Η γυναικοκτονία όμως παραμένει η πρώτη αιτία θανάτου γυναικών παγκόσμια και ,κυρίως, για αυτήν δεν αναζητείται πυρετωδώς το «αντίδοτο». Ο υποχρεωτικός εγκλεισμός και συνύπαρξη των θυμάτων με τον κακοποιητή τους οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αύξηση των κρουσμάτων ξυλοδαρμού, βιασμού, εν γένει κακοποίησης σε όλες τις μορφές της , μέχρι και τη γυναικοκτονία.
Την ίδια ώρα όμως η τρέχουσα κρίση βρίσκει τις γυναίκες να είναι οι "φτωχότερες των φτωχών". Ούσες τα πρώτα θύματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών μιας δεκαετίας κρίσης και των πατριαρχικών δομών και αντιλήψεων, η "κατάσταση έκτακτης ανάγκης" τις βρίσκει περισσότερο από τον καθένα εργασιακά απροστάτευτες, συχνότατα ανασφάλιστες, σε σχέσεις ελαστικής εργασίας ή και στην ανεργία (που ενδημούν στις γυναίκες), υποχρεωμένες να επιβιώσουν με μισθούς πείνας. Με αυτά ως δεδομένα, θα πληγούν πρώτες από τα έκτακτα μέτρα των αφεντικών: απολύσεις, αναστολές των συμβάσεων εργασίες, περικοπές, δυσμενείς μεταβολές συνθηκών εργασίας, ωραρίων, κοκ. Είναι αυτές που θα κληθούν να συνδυάσουν την απλήρωτη εργασία στο σπίτι για την κοινωνική αναπαραγωγή (νοικοκυριό, φροντίδα, κλπ) με νέες "ευέλικτες" μορφές απασχόλησης όπως η τηλεργασία. Και αυτή η συνθήκη της φτώχειας μαζί με την αντίληψη ότι οι γυναίκες είναι υποχρεωμένες όχι μόνο να ταΐσουν, να περιθάλψουν, αλλά να καλύψουν συναισθηματικά τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας ή τους συντρόφους τους είναι που τις καθιστά ευάλωτες και τα πρώτα θύματα ανάμεσα σε όσες και όσους μένουν σπίτι.
Για τις γυναίκες το "μένουμε σπίτι" σε συνθήκες απόσυρσης του κράτους ακόμη και από την πενιχρή κοινωνική φροντίδα που παρείχε τον καιρό της "κανονικότητας" σημαίνει ότι όλα τα οικογενειακά βάρη μετακυλίονται στις πλάτες τους. Η ολοήμερη φροντίδα των παιδιών (μετά το κλείσιμο σχολείων, παιδικών σταθμών, Κέντρων Δημιουργικής Απασχόλησης, κλπ), η φροντίδα μελών της οικογένειας που νοσούν καθώς και ευπαθών ομάδων στο σπίτι, τα ψώνια για τους ηλικιωμένους, τα ψώνια για το "νοικοκυριό", όλα όσα συνιστούν την κοινωνική παραγωγή ακόμη και (ή ιδιαίτερα) σε συνθήκες πανδημίας "πρέπει" να συνεχίσει να διεκπεραιώνεται απρόσκοπτα από τις γυναίκες. Τελικά ακόμα και αν πολλές-οι εργαζόμενοι δεν πηγαίνουν πλέον στους χώρους εργασίας, οι γυναίκες δεν μπορούν να σταματήσουν ποτέ να εργάζονται στο σπίτι.
Η έμφυλη βία σε καιρούς πανδημίας
Δεν είναι λίγες οι εκθέσεις που έχουν γίνει παγκοσμίως αναφορικά με την αύξηση των περιστατικών ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας από τη στιγμή που η πανδημία του κορονοϊού έθεσε με κυβερνητική εντολή σε καραντίνα μια σειρά από χώρες. Ενδεικτικά, στην Κίνα οι καταγγελίες των γυναικών που υφίστανται κακοποίηση τριπλασιάστηκαν μέσα στο Φεβρουάριο (47 τον προηγούμενο χρόνο και 162 φέτος), ενώ παράλληλα έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι αιτήσεις διαζυγίων. Στην Αυστραλία, σημειώνεται 75% αύξηση των περιστατικών έμφυλης βίας από τη στιγμή που πάρθηκαν τα πρώτα μέτρα ενάντια στην εξάπλωση του κορονοϊού. Στην Ισπανία ακόμη στη διαδικτυακή γραμμή βοήθειας κακοποιημένων γυναικών το ποσοστό φτάνει το 270%, ενώ στην Κύπρο η αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας αγγίζει το 30% μετά και το πρώτο κρούσμα στη χώρα στις 9 Μαρτίου. Και φυσικά όλα αυτά αφορούν μόνο σε γυναίκες που έφτασαν μέχρι την αναζήτηση βοήθειας, χωρίς να περιλαμβάνουν τις δεκάδες άλλες περιπτώσεις που μένουν χωρίς καταγραφή.
Καμία μόνη της στο σπίτι, μέτρα αναχαίτισης της βίας στο σπίτι τώρα
Από θεσμικής πλευράς και ύστερα από πιέσεις φεμινιστικών συλλογικοτήτων επιχειρείται διεθνώς να ληφθούν κάποια μέτρα ώστε να μειωθούν τα περιστατικά ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας κυρίως μέσα από γραμμές στήριξης κακοποιημένων γυναικών. Χρειάζεται όμως να γίνουν πολλά περισσότερα. Η συζήτηση για την υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας αλλά και γενικότερα για τη δημόσια υγεία, αφορά άμεσα τις γυναίκες και τις συνθήκες ζωής τους. Είναι αναγκαίο να διατεθούν γενναία κονδύλια από τους προϋπολογισμούς των κρατών , εδώ και τώρα για κοινωνικούς λειτουργούς και ψυχολόγους στις γειτονιές, να δοθεί η δυνατότητα επίσης ούτως ώστε οι ψυχολογικές γραμμές στήριξης να μην λειτουργούν απλώς ενημερωτικά αλλά να αναλάβουν τη στήριξη σε συχνή βάση παρακολουθώντας με διάφορα μέσα την πορεία των γυναικών που καταφεύγουν σε αυτές. Χρειάζεται να οργανωθούν καμπάνιες ενημέρωσης των γειτόνων στις πολυκατοικίες μέσω των οποίων θα καλούνται οι άνθρωποι που γίνονται μάρτυρες περιστατικών βίας, να σπάνε τη σιωπή και να παρεμβαίνουν, γνωρίζοντας όμως που θα απευθυνθούν και τι θα πρέπει να κάνουν. Τα δημόσια μέσα ενημέρωσης θα μπορούσαν να αφιερώσουν ενημερωτικές εκπομπές που να ευαισθητοποιούν το κοινό. Όσοι χώροι εργασίας βρίσκονται ακόμα σε λειτουργία θα μπορούσαν να διαθέτουν ψυχολόγους για τις γυναίκες και τους άντρες προκειμένου μοιραστούν το ψυχολογικό βάρος που προκαλεί η εντατικοποίηση της δουλειάς και οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης. Κυρίως όμως χρειάζεται εδώ και τώρα να δημιουργηθούν ξενώνες και να δοθούν κατοικίες στις οποίες οι γυναίκες που υφίστανται καταπίεση θα μπορούν να καταφύγουν χωρίς να περιμένουν μήνες, ενώ η ζωή τους θα βρίσκεται σε κίνδυνο. Τις περισσότερες φορές άλλωστε η έλλειψη ενημέρωσης και ύπαρξης τέτοιων δομών αποτρέπει τις γυναίκες από το να ζητήσουν βοήθεια, αφού ξέρουν ότι δεν θα υπάρξει άμεση λύση στο πρόβλημά τους. Γνωρίζουμε πως στην Ελλάδα η κυβέρνηση της ΝΔ δεν πρόκειται να κάνει τίποτα από όλα αυτά. Η βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων της μεγάλης πλειοψηφίας δεν βρίσκονται στις άμεσες προτεραιότητές τους. Πολύ περισσότερο που έννοιες όπως έμφυλη βία ή γυναικοκτονίες τους είναι παντελώς άγνωστες και αδιάφορες. Για μια σημαντική μερίδα της δεξιάς άλλωστε όλα αυτά τα αιτήματα αποτελούν «κουλτουριάρικες υπερβολές». Και όμως πρόκειται για την υπεράσπιση του πιο πολύτιμου αγαθού, της ζωής μας. Δεν θα πάψουμε λοιπόν να δηλώνουμε την αλληλεγγύη μας σε όποια γυναίκα το χρειάζεται, και δεν θα σταματήσουμε να οργανώνουμε την αντίσταση μέσα από τις φεμινιστικές συλλογικότητες μας και δεν θα σταματήσουμε σε όλες τις χώρες του κόσμου να αγωνιζόμαστε. Γιατί δεν ανεχόμαστε να υπάρχει σε αυτό τον κόσμο ούτε μια λιγότερη.