39 καλλιτέχνες, μέσα από την Έκθεση με τίτλο, «Statecraft. Διαμορφώνοντας το κράτος», εστιάζουν με τα έργα τους στη συγκρότηση του έθνους-κράτους, ερευνώντας τα πολύπλοκα εγγενή προβλήματά του.

Πραγματεύονται μια σειρά ζητήματα σχετικά με τις κατασκευές που έχουν επινοηθεί γύρω από αυτό, όπως είναι ο εθνικισμός, η ταύτιση γύρω από διάφορα σύμβολα (σημαίες, εθνικοί ύμνοι, μνημόσυνα, εορτασμοί, μνημεία, μύθοι), ο προσκοπισμός, η γλώσσα, οι φαντασιακές ιδέες της ιστορικής συνέχειας, κ.λπ. Αναδεικνύουν το θέμα της κατάχρησης της εξουσίας μέσω της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, της γραφειοκρατίας, της λογοκρισίας, του πανοπτικού κράτους με τα διάφορα δίκτυα παρακολούθησης (κάμερες, ντρόουνς, κ.ά.), της πατριαρχίας, της ομοφοβίας, τις γενοκτονίες και τις εθνοκαθάρσεις. Επίσης, με αφορμή τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα, καυτηριάζουν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία και την καλλιέργεια από το κράτος της αντίληψης του «εμείς και οι άλλοι», καθώς τη δύναμη του να καθορίζει την ιθαγένεια και το ποιος δικαιούται να έχει την ιδιότητα του πολίτη. Επιπρόσθετα, δείχνουν πως μέσω των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους (ΙΜΚ) ενσωματώνεται η κοινωνία στα εθνικά αφηγήματα και στους μύθους.

Αν λάβουμε υπόψη την άνοδο των ακροδεξιών εθνικιστικών πολιτικών κομμάτων, τα οποία έχουν αναζωπυρωθεί διεθνώς εξαιτίας των ανισοτήτων, της φτώχειας, της εργασιακής επισφάλειας, της ανεργίας, της υποβάθμισης των δημόσιων κοινωνικών συστημάτων υγείας, της κλιματικής αλλαγής, κ.λπ., τότε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο επικίνδυνα έχουν αρχίσει να γίνονται τα πράγματα. Διότι, όλα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα κλίμα ανασφάλειας και φόβου στις κοινωνίες και επιστροφής στις γνώριμες εθνικές ταυτότητες, τις οποίες ενισχύουν τα ακροδεξιά κόμματα. Έτσι, με πρόσχημα την επίλυση αυτών των προβλημάτων, δημαγωγούν, μέσω της εθνικής αναδίπλωσης και απομόνωσης, παρ’ ότι η εμπειρία δείχνει ότι δεν αποσοβούν τα προβλήματα, αλλά τα εντείνουν συνεχίζοντας τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές.

Όμως, για να παραδώσουν οι πολίτες και οι κοινωνίες την αυτενέργειά τους στο κράτος, πρέπει πρώτα να έχει καλλιεργηθεί και δημιουργηθεί φόβος. Και ο εθνικισμός προσφέρει αυτή την υπηρεσία, τροφοδοτώντας τις κοινωνίες με ανορθολογικές απόψεις, με την καχυποψία προς τον «άλλον» (τον ξένο ή τον διαφορετικό), με τις θεωρίες συνομωσίας ότι τάχα υπονομεύεται η εθνική κυριαρχία από κάποια «άγνωστα και σκοτεινά κέντρα». Υπόσχεται μάλιστα ότι είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει λύσεις, αδιαφορώντας για την πολυπλοκότητα των προβλημάτων, όπως είναι η διεθνοποίηση και η αλληλεξάρτηση των οικονομιών, ενώ το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να διακηρύξει την «ανωτερότητα» του έθνους έναντι των άλλων εθνών, με την καλλιέργεια του μίσους.  

Με λίγα λόγια, μπορούμε να πούμε ότι διανύουμε μια φάση αυταρχικού κρατισμού, όπως προφητικά είχε πει ο Ν. Πουλαντζάς, ή αυταρχικής δημοκρατίας, όπου ενώ δεν εξαφανίζεται η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, εντούτοις βιώνουμε την παρακμή της.

Όμως, για να προασπίσουμε την δημοκρατία, χρειάζεται να αλλάξουμε σε βάθος τις οικονομικές και κοινωνικές δομές του καπιταλισμού. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται να αναπτυχθούν αυτόνομα κοινωνικά κινήματα. Διότι, το κράτος δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συγκρότηση, κυρίως, των συμφερόντων της κυρίαρχης τάξης και της οργάνωσης των σχέσεων εκμετάλλευσης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτά τα συμφέροντα δεν αντιστοιχούν με ορισμένα συμφέροντα των κυριαρχούμενων τάξεων (των «από κάτω»). Το κράτος παρουσιάζεται, έτσι, ως ο εγγυητής του «γενικού συμφέροντος» της κοινωνίας, παρά το γεγονός ότι επικυρώνει τη διαίρεση της σε τάξεις. Από αυτό συνάγεται ότι οι κυρίαρχες τάξεις και το κράτος, διαμορφώνουν ένα σύνολο, όπου συγκροτημένα ασκούν μια ειδική λειτουργία, τόσο μέσω των ΙΜΚ (εκπαίδευση, μέσα μαζικής ενημέρωσης, θρησκεία, οικογένεια, αθλητισμός, κ.λπ.) και της κάποιας συναίνεσης των πολιτών όσο και μέσω των κατασταλτικών του μηχανισμών, επειδή το κράτος διαθέτει το μονοπώλιο αυτής της βίας. «Το κράτος έχει τη δυνατότητα να χτίζει νοσοκομεία, σχολεία, μουσεία, αλλά επίσης φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης – πρόκειται για δύο όψεις του ίδιου νομίσματος», όπως παρατηρεί η Κατερίνα Γρέγου στην εισαγωγή του Καταλόγου.

Από τα προαναφερθέντα συμπεραίνουμε ότι το κράτος είναι εδώ και μάλιστα τείνει στην πιο αυταρχική του μορφή, διαψεύδοντας όσους πίστεψαν στον μύθο της παγκοσμιοποίησης.

Εντούτοις, οι καλλιτέχνες της Έκθεσης, εξετάζοντας τους μηχανισμούς κατασκευής και τη δομή του κράτους, προτάσσουν επί της ουσίας τα ζητήματα της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, των εναλλακτικών μοντέλων διακυβέρνησης (δημοψηφίσματα, εναλλαγή στα όργανα, τοπικές λαϊκές συνελεύσεις, κ.ά.τ.), αλλά και της διεθνούς συνεργασίας των λαών για λύσεις οικουμενικού χαρακτήρα, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η απειλή της δημοκρατίας, οι πανδημίες κ.λπ.

Εν κατακλείδι, η Έκθεση μας καλεί να σκεφτούμε υπό το πρίσμα των σημερινών συνθηκών, υπερβαίνοντας την τοξικότητα των εθνικισμών, προτάσσοντας την έννοια του κοσμοπολίτη, όπως ακριβώς είχε κυριαρχήσει να αποκαλούνται οι πρώτοι σοσιαλιστές/-τριες.

Ετικέτες