Ο διάσημος ιστορικός Eric Hobsbawm πέθανε τη Δευτέρα 1 Οκτωβρίου το πρωί σε ηλικία 95 ετών. Η Lindsey German αποτίει φόρο τιμής στον άνθρωπο, ο οποίος, παρά τις μεταγενέστερες πολιτικές του αναθεωρήσεις, έγραψε εξαιρετική μαρξιστική ιστορία της εποχή μας.

Η γε­νέ­τει­ρα του, η Αλε­ξάν­δρεια  της Αι­γύ­πτου, ήταν το σπίτι ενός με­γά­λου εβραϊ­κού πλη­θυ­σμού. Η παι­δι­κή του ηλι­κία, που την πέ­ρα­σε στη Βιέν­νη, και ύστε­ρα από το θά­να­το των γο­νέ­ων του στο Βε­ρο­λί­νο, τον πο­λι­τι­κο­ποί­η­σε. Συ­νέ­χεια έλεγε ότι θα μπο­ρού­σε να θυ­μη­θεί ακρι­βώς τη στιγ­μή που άκου­σε την εί­δη­ση ​​για την άνοδο του Χί­τλερ στην εξου­σία, τον καιρό που συμ­με­τεί­χε σε μία πα­ρά­νο­μη ομάδα σο­σια­λι­στών μα­θη­τών.

Αυτοί οι πα­ρά­γο­ντες πα­ρα­κί­νη­σαν το Χό­μπ­σμπα­ουμ να βρε­θεί στο επί­κε­ντρο της πο­λι­τι­κής του 20ου αιώνα. Ήταν ένας εξαι­ρε­τι­κά ευ­φυ­ής και πο­λυ­μα­θής ιστο­ρι­κός, αλλά και επί­σης κά­ποιος που βίωσε άμεσα την άνοδο του φα­σι­σμού στη Γερ­μα­νία, και ο οποί­ος, ως έφη­βος ο ίδιος, αφο­σιώ­θη­κε στον κομ­μου­νι­σμό, υπό­θε­ση για την οποία ποτέ δεν αμ­φι­τα­λα­ντεύ­τη­κε. Ήταν ένας από τους τε­λευ­ταί­ους μιας γε­νιάς κε­ντρι­κο-Ευ­ρω­παί­ων, συχνά εβραί­ων, δια­νο­ού­με­νων, των οποί­ων η πο­λι­τι­σμι­κή και πο­λι­τι­κή εμπει­ρία συ­νέ­βα­λε ση­μα­ντι­κά στη σύγ­χρο­νη σκέψη.

Με­τα­κό­μι­σε στη Βρε­τα­νία το 1934 και  τε­λι­κά πήγε στο πα­νε­πι­στή­μιο του Κέι­μπριτζ, όμως η ψυ­χρο­πο­λε­μι­κή εχθρό­τη­τα προς τον κομ­μου­νι­σμό τον εμπό­δι­σε από το να του προ­σφερ­θεί μια ακα­δη­μαϊ­κή θέση εκεί. Πέ­ρα­σε το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της ακα­δη­μαϊ­κής του στα­διο­δρο­μί­ας στο Birkbeck College του Λον­δί­νου, το οποίο ει­δι­κεύ­ε­ται σε απο­γευ­μα­τι­νά μα­θή­μα­τα για φοι­τη­τές ώρι­μης ηλι­κί­ας. Ο Χό­μπ­σμπα­ουμ άρ­χι­σε να γρά­φει ιστο­ρία τη δε­κα­ε­τία του 1940, συ­νε­χί­ζο­ντας να γρά­φει μέχρι πέ­ρυ­σι, όταν και εμ­φα­νί­στη­κε στο BBC Newsnight μι­λώ­ντας για τον μαρ­ξι­σμό. Το τε­λευ­ταίο του βι­βλίο δεν έχει ακόμη εκ­δο­θεί.
Η κλη­ρο­νο­μιά για την οποία σωστά θα τον θυ­μού­νται είναι τα τέσ­σε­ρα μέρη της σει­ράς «των Επο­χών» .Η ευ­ρύ­τη­τα των γνώ­σε­ών του και η χρήση της πο­λι­τι­σμι­κής και κοι­νω­νι­κής ιστο­ρί­ας κα­θι­στά τα έργα του πολύ ιδιαί­τε­ρα και ση­μα­ντι­κά, τα οποία είχαν ση­μα­ντι­κό αντί­κτυ­πο σε γε­νιές μαρ­ξι­στών, ακόμη και σε εκεί­νους που βρί­σκο­νταν σε από­στα­ση από τον μαρ­ξι­σμό. Τα πρώτα τρία κα­λύ­πτουν τον 19ο αιώνα της ιστο­ρί­ας μέσα από τα έργα «Η εποχή των Επα­να­στά­σε­ων», «Η εποχή του Κε­φα­λαί­ου» και «Η εποχή των Αυ­το­κρα­το­ριών». Αυτά απο­τε­λούν απα­ραί­τη­το ανά­γνω­σμα για όποιον θέλει να κοι­τά­ξει αυτή τη ση­μα­ντι­κή πε­ρί­ο­δο από μαρ­ξι­στι­κή σκο­πιά. Ο τέ­ταρ­τος τόμος, «Η εποχή των Άκρων», που δη­μο­σιεύ­θη­κε το 1994, είναι πολύ λι­γό­τε­ρο καλός, αν και εξα­κο­λου­θεί να απο­τε­λεί μία πα­νί­σχυ­ρη επι­σκό­πη­ση του «σύ­ντο­μου 20ου αιώνα», από το 1914 μέχρι το 1989.

Ίσως ο κύ­ριος λόγος για αυτό να ήταν η ίδια η πο­λι­τι­κή άποψη του Χό­μπ­σμπά­ουμ, και  η απο­τυ­χία του να αντι­λη­φθεί την επί­δρα­ση του στα­λι­νι­σμού στο ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο. Είχε επο­μέ­νως πολύ λι­γό­τε­ρο σαφή ει­κό­να για την πο­ρεία των αγώ­νων της ερ­γα­τι­κής τάξης στη διάρ­κεια της ζωής του. Η ενα­σχό­λη­σή του με την εσω­τε­ρι­κή πο­λι­τι­κή, μέσα από το με­γά­λης επιρ­ρο­ής, αλλά δε­ξιό­στρο­φο Ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κό πε­ριο­δι­κό «Marxism Today» και το δο­κί­μιό του «The Forward March of Labour Halted?», ενί­σχυ­σε το κι­νού­με­νο προς τα δεξιά Ερ­γα­τι­κό Κόμμα και υπο­στή­ρι­ξε ότι η αγω­νι­στι­κή ιστο­ρία της βρε­τα­νι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης, για την οποία είχε γρά­ψει τόσο εύ­γλωτ­τα, ανήκε πλέον στο πα­ρελ­θόν. Δεν προ­κα­λεί επο­μέ­νως απο­ρία το ότι ο πρώην ηγέ­της των Ερ­γα­τι­κών Neil Kinnock πε­ρι­γρά­φει το Χό­μπ­σμπα­ουμ ως τον αγα­πη­μέ­νο του μαρ­ξι­στή, καθώς και το γε­γο­νός ότι τι­μή­θη­κε με το βρα­βείο «Companion of Honour» κα­τό­πιν σύ­στα­σης της κυ­βέρ­νη­σης του Τόνι Μπλερ.

Ωστό­σο, πα­ρέ­μει­νε πα­ρό­λα αυτά προ­σκολ­λη­μέ­νος στο μαρ­ξι­σμό σε όλη του τη ζωή, αν και σε μια μορφή του μαρ­ξι­σμού, για την οποία πολ­λοί από εμάς θα ήμα­σταν κρι­τι­κοί. Ο Χό­μπ­σμπα­ουμ εν­δυ­νά­μω­σε επί­σης την προ­σπά­θεια κα­τα­νό­η­σης της ιστο­ρί­ας και του πως τα αν­θρώ­πι­να όντα την αλ­λά­ζουν. Σε μια εποχή στην οποία μας πλα­σά­ρο­νται οι χυ­δαί­ες προ­κα­τα­λή­ψεις του Starkey, οι ιμπε­ρια­λι­στι­κές ανα­πο­λή­σεις του Ferguson και την ανά­λα­φρη ιστο­ρία του Shama, ο Χό­μπ­σμπα­ουμ ξε­χω­ρί­ζει. Ήταν μέλος της διά­ση­μης ομά­δας ιστο­ρι­κών του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, η οποία συ­γκέ­ντρω­σε με­ρι­κούς από τους κα­λύ­τε­ρους ιστο­ρι­κούς της πε­ριό­δου μετά το Δεύ­τε­ρο Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο: Christopher Hill, EP Thompson, AL Morton, Rodney Hilton and John Saville. Ο κα­θέ­νας από αυ­τούς χρειά­ζε­ται να δια­βα­στεί σο­βα­ρά, και αυτό γιατί οι ανα­θε­ω­ρη­τές ιστο­ρι­κοί και τα ακα­δη­μαϊ­κά τμή­μα­τα ιστο­ρί­ας έχουν ξο­δέ­ψει τα τε­λευ­ταία 30 χρό­νια προ­σπα­θώ­ντας να ελα­χι­στο­ποι­ή­σουν τα επι­τεύγ­μα­τά τους και να εξα­λεί­ψουν την επιρ­ροή τους.

Από αυ­τούς τους ιστο­ρι­κούς, μόνο ο Χό­μπ­σμπα­ουμ πα­ρέ­μει­νε στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα μέχρι το τέλος, τη στιγ­μή που πολ­λοί ακόμη έφυ­γαν, ει­δι­κά μετά την ει­σβο­λή της ΕΣΣΔ στην Ουγ­γα­ρία το 1956. Αυτό επί­σης ήταν ένα ση­μά­δι της πο­λι­τι­κής του πί­στης σε ένα σύ­στη­μα που όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο εμ­φα­νώς γι­νό­ταν μη υπε­ρα­σπί­σι­μο, και το οποίο κα­τέρ­ρευ­σε το 1989.

Η κλη­ρο­νο­μιά του θα πρέ­πει να εί­ναι-και θα εί­ναι-τα βι­βλία του, όχι μόνο η σειρά των «Επο­χών», αλλά και η πρώ­ι­μη συλ­λο­γή υλι­κού από τις δε­κα­ε­τί­ες του 1880 και του 1890, «Labouring men» και «Industry and empire». Ο Χό­μπ­σμπα­ουμ ήταν ένας εξαι­ρε­τι­κά καλ­λιερ­γη­μέ­νος άν­θρω­πος, γρά­φο­ντας για την τζαζ, καθώς και την ιστο­ρία της ερ­γα­σί­ας. Επέ­φε­ρε μια ευ­ρύ­τε­ρη εστί­α­ση στην ιστο­ρία του κι­νή­μα­τος της ερ­γα­τι­κής τάξης μέσα από την κα­τα­νό­η­ση του ιμπε­ρια­λι­σμού και της σχέ­σης του με τον κα­πι­τα­λι­σμό.
Ο πο­λι­τι­κός του ρόλος σε μία κρί­σι­μη πε­ρί­ο­δο ήττας μέσα στο βρε­τα­νι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα δεν ήταν καλός. Όμως δεν θα πρέ­πει να επι­τρέ­ψου­με αυτό να επι­σκιά­σει την πολύ με­γά­λη συμ­βο­λή του στην κα­τα­νό­η­ση της ιστο­ρί­ας, η οποία ελ­πί­ζου­με ότι θα μεί­νει στην ιστο­ρία για τις επό­με­νες γε­νιές.
 

Ετικέτες