H προτεινόμενη συγκρότηση του υπερκράτους του ευρώ θα συνοδευτεί από συνταγματοποίηση της λιτότητας, όπως αυτή ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στις τελευταίες μεταρρυθμίσεις του, με αναβάθμιση σε επίπεδο Συνθήκης Ε.Ε. κειμένων που σήμερα είναι απλώς διακυβερνητικές συμφωνίες (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Σύμφωνο για το ευρώ+).

Ας υποθέσουμε ότι όλα εξελίσσονται «ομαλά» και στις 18 του μηνός έχουμε μια συμφωνία που ξεκλειδώνει τη χρηματοδότηση. Αυτό επιτρέπει στην κυβέρνηση να εφαρμόσει μια πολιτική που είναι ολίγον από το πρόγραμμά της και ολίγον από το πρόγραμμα των δανειστών. Στην πραγματικότητα, τα δυο προγράμματα δεν είναι συμβατά. Μεταξύ λιτότητας και αντι-λιτότητας υπάρχει η σχέση αρνητικών και θετικών αριθμών. Το άθροισμά τους μπορεί να είναι αρνητικό (λιτότητα), θετικό (αντιστροφή της λιτότητας) ή μηδενικό (καμιά νέα περικοπή δαπάνης, καμιά αύξηση φορολογικών εσόδων σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα). Είναι προφανές ότι, ακόμη κι αν γινόταν αυτούσια δεκτή η ελληνική πρόταση, ο τελικός συμβιβασμός θα ενσωματώνει μια δόση λιτότητας. Το μόνο που εκκρεμεί είναι το τελικό ύψος της. Αυτά έχουν οι συμβιβασμοί, θα πει κανείς, και το ποια από τις δυο πλευρές προσχώρησε τελικά στο πρόγραμμα της άλλης είναι υπόθεση του πολιτικού ισοζυγίου, που δεν μετριέται με την απλότητα των μαθηματικών.

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι στις 18 ο συμβιβασμός έχει καθαρογραφεί και η ζωή έχει επιστρέψει σε μια «κανονικότητα», που άλλοι θα τη χαρακτηρίζουν μνημονιακή και άλλη μεταμνημονιακή. Λίγες μέρες μετά, στις 25 του μηνός, η κυβέρνηση θα συμμετάσχει σε μια ακόμη ευρωπαϊκή σύνοδο κορυφής, με την οποία ελάχιστοι ασχολούνται. Στην ατζέντα του επόμενου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου βρίσκουμε δυο κεφάλαια. Το πρώτο είναι «οι Προκλήσεις της Ασφάλειας», με αντικείμενο την ευρωπαϊκή στρατηγική για ασφάλεια και άμυνα υπό το πρίσμα της έντασης με τη Ρωσία, της ουκρανικής κρίσης, της μεταναστευτικής κρίσης στη Μεσόγειο και την αντιμετώπιση της (ισλαμικής) τρομοκρατίας. Το δεύτερο κεφάλαιο, «οικονομικές υποθέσεις», εξειδικεύεται στη στρατηγική για την ενιαία ψηφιακή αγορά, στις οικονομικές επιδόσεις εξαμήνου των κρατών, στην πρόοδο των διαπραγματεύσεων για την TTIP και στη συζήτηση του σχεδίου της Κομισιόν για την οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης.

Εκ πρώτης όψεως έχουμε μια ακόμη σύνοδο διπλωματικής ρουτίνας, που θα καταλήξει στο σύνηθες κρυπτογραφικό ευχολόγιο των 27 ηγετών. Αλλά δεν είναι καθόλου έτσι. Το κεφάλαιο «ασφάλεια» περιλαμβάνει την κλιμάκωση της ψυχροπολεμικής παλινόρθωσης και της αντιρωσικής υστερίας με πρόσχημα το ουκρανικό (γλαφυρά αποτυπώνονται στα ψηφίσματα που πρόσφατα υιοθέτησε το Ευρωκοινοβούλιο). Περιλαμβάνει, επίσης, παράταση των κυρώσεων εις βάρος της Ρωσίας, σύμφωνα με τις αμερικανικές πιέσεις που ασκήθηκαν στο G7, αλλά και εντατικοποίηση της στρατιωτικοποίησης της Ε.Ε. και της διαπλοκής με το ΝΑΤΟ, είτε στο πεδίο της έντασης με τη Ρωσία, είτε στο πεδίο αστυνομικής επιτήρησης των προσφυγικών ροών.

Το δεύτερο κεφάλαιο της Συνόδου έχει στοιχεία οργανικά συνδεδεμένα με την ελληνική κρίση. Πέρα από το ζήτημα του διατλαντικού «υπερμνημόνιου» (TTIP), που αμερικανική και ευρωπαϊκή ηγεσία προωθούν με ζέση υπέρ των πολυεθνικών τους, παρά τις ισχυρές «εθνικές» και «ευρωπαϊκές» αντιστάσεις, πιο κρίσιμο αναδεικνύεται το σχέδιο οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης. Οι προτάσεις της Κομισιόν από τη μια πλευρά και του γαλλογερμανικού άξονα (λέμε τώρα…) από την άλλη, διαφέρουν στον βαθμό ομοσπονδιοποίησης που εισηγούνται, με τη δεύτερη να αποφεύγει τον κοινό προϋπολογισμό, αλλά καταλήγουν σε κοινή συνισταμένη: στην εξουσία των οργάνων της Ευρωζώνης να αίρουν πλήρως τη δημοσιονομική κυριαρχία των κρατών, ανατρέποντας ακόμη και αποφάσεις εθνικών κοινοβουλίων. Πρακτικά, προτείνεται ένα «Ευρωσύστημα Δημοσιονομικής Πολιτικής», με πυρήνα το σημερινό άτυπο Eurogroup, που θα μπορεί να ελέγχει τις αποκλίσεις ενός κράτους, να του απαγορεύει να δανείζεται από τις αγορές, να επιβάλει χρηματοδότηση από τον ESM με τους γνωστούς όρους (μνημόνιο), να επιβάλει «διορθώσεις» στην πολιτική μισθών και τιμών, όταν επηρεάζουν αρνητικά την «ανταγωνιστικότητα» της Ευρωζώνης. Οι αποφάσεις αυτές θα τελούν υπό την έγκριση ιδιαίτερου τμήματος του Ευρωκοινοβουλίου (μη μας πουν και χούντα…), το οποίο όμως θα μπορεί κατά πλειοψηφία να αποφασίζει ενάντια στη βούληση ενός εθνικού κοινοβουλίου. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι η προτεινόμενη συγκρότηση του υπερκράτους του ευρώ θα συνοδευτεί από συνταγματοποίηση της λιτότητας, όπως αυτή ενσωματώνεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και στις τελευταίες μεταρρυθμίσεις του, με αναβάθμιση σε επίπεδο Συνθήκης Ε.Ε. κειμένων που σήμερα είναι απλώς διακυβερνητικές συμφωνίες (Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Σύμφωνο για το ευρώ+).

Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: Υποθέτοντας ότι στις 25 του μηνός έχει επιτευχθεί ο όποιος συμβιβασμός με τους δανειστές, με ποια θέση προσέρχεται η κυβέρνηση στη Σύνοδο Κορυφής για όλα τα προαναφερθέντα; Ποια είναι η αντίληψή της για τη μετεξέλιξη της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης;

Και, εξ ίσου απλό αλλά μεγεθυμένο, το ερώτημα προς όλη την πολιτική τάξη και κοινωνία: θέλουμε πράγματι να είμαστε κομμάτι μιας ένωσης που επενδύει σε νέο ψυχρό πόλεμο και στρατιωτική ολοκλήρωση, εξοβελίζει τη δημοκρατία και την κρατική κυριαρχία, δίνει γη και ύδωρ στις πολυεθνικές, συνταγματοποιεί τη λιτότητα και μετατρέπει σε κοινωνική έρημο εκτεταμένες ζώνες της Ευρώπης;

Ετικέτες