Στις 8 Οκτώβρη του 1967, οι Βολιβιανές Ειδικές Δυνάμεις, με την υποστήριξη της CIA, εντόπισαν με τη βοήθεια πληροφοριοδότη το σημείο στρατοπέδευσης μιας μικρής ομάδας ανταρτών υπό τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.

Μετά από μάχη, ο Γκεβάρα τραυματίστηκε και συνελήφθη. Το απόγευμα της 9ης Οκτώβρη, με εντολή του Βολιβιανού δικτάτορα Μπαριέντος, εκτελέστηκε εν ψυχρώ. 

Σε ένα αποχαρακτηρισμένο εσωτερικό έγγραφο της 11ης Οκτώβρη του 1967, ο Αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Γουόλτ Ρόστου, περιέγραφε στον πρόεδρο των ΗΠΑ, Λίντον Τζόνσον, την απόφαση να εκτελεστεί ο Γκεβάρα ως «κατανοητή από τη σκοπιά των Βολιβιανών», αλλά «ηλίθια». 

Δε γνωρίζουμε τι είχε στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος του βαθέως κράτους, αλλά με μια έννοια δικαιώθηκε: όταν η φωτογραφία του δολοφονημένου επαναστάτη παρουσιάστηκε στον Τύπο στις 10 Οκτώβρη και έκανε τον γύρο του κόσμου, προκάλεσε ρίγη συγκίνησης και αναστάτωσης στο Σαντιάγκο και στο Αλγέρι, στο Κάιρο και στην Καλκούτα. Λίγους μήνες αργότερα, στους δρόμους του Σικάγο και στα αμερικανικά πανεπιστήμια άλλων πόλεων, στις μαχητικές διαδηλώσεις στο Βερολίνο και στις άγριες μέρες του γαλλικού Μάη, νεαροί και νεαρές φορούσαν μπλούζες κι ανέμιζαν σημαίες με το χαμογελαστό πρόσωπο του Τσε. Όπως σημείωνε ο στρατιωτικός ιστορικός και δημοσιογράφος, Έρικ Ντούρσμιντ, «Εκείνους τους μεθυστικούς μήνες του 1968, ο Τσε Γκεβάρα δεν ήταν νεκρός. Ήταν πάρα πολύ ζωντανός». 

Ο μαρτυρικός θάνατος του Γκεβάρα ίσως είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο κι από την ίδια την πολύ πυκνή ζωή του, τουλάχιστον με την έννοια που είχε «προφητεύσει» ο ίδιος στην τελευταία δημόσια παρέμβασή του, στο μήνυμα που είχε στείλει στην «Τρικοντινεντάλ» («Τριηπειρωτική», για τις εξελίξεις σε Αμερική, Αφρική, Ασία) από τη Βολιβία: «Κι αν κάπου μας βρει ο θάνατος αιφνιδιαστικά, ας είναι καλοδεχούμενος, αρκεί να έχει φτάσει η πολεμική μας ιαχή σε κάποια ευήκοα ώτα και άλλα χέρια να απλωθούν για να πάρουν τα όπλα μας…». 

Τι ήταν αυτό που έκανε το πρόσωπο του Τσε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά συγχρόνων του σε όλο τον πλανήτη; 

Προσωποίηση μιας εποχής

Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα δεν υπήρξε ούτε ο ανελέητος φανατικός που ισχυρίστηκαν οι -πιο χυδαίοι- αντίπαλοί του, ούτε ο ρομαντικός αφελής που ισχυρίζονται οι -πιο εκλεπτυσμένοι- αντίπαλοι όσων πρέσβευε η ζωή και η δράση του, ούτε η ενσάρκωση της τελειότητας που παρουσιάζεται ενίοτε από όσους τον αντιμετωπίζουν ως θρησκευτικό σύμβολο, ως μια φιγούρα «Ιησού Χριστού» της επανάστασης. 

Όπως σημείωνε παλιότερα ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ σε ομιλία του: 

«Εμάς, που δεν έχουμε ούτε Θεό, ούτε αφέντη, ούτε είδωλα, εκείνο που μας ενδιαφέρει στη μορφή του Τσε, στο μετεωρικό του πέρασμα από την σύγχρονη ιστορία, είναι αντίθετα ο τόσο απλά ανθρώπινος χαρακτήρας του αγωνιστή, με τις αρετές και τις αδυναμίες του, που η ζωή και οι πράξεις του συνοψίζουν τις μεγάλες ελπίδες και τις μεγάλες απογοητεύσεις αυτού του αιώνα που φτάνει στο τέλος του».

Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα υπήρξε προϊόν της εποχής του, η ζωή και η δράση του αποτέλεσαν την πιο δραματική συμπύκνωση εκείνης της εποχής, οι αρετές και οι αδυναμίες του έχουν πάνω τους τα «σημάδια» εκείνης της ιστορικής περιόδου. 

Η κοινωνική του συνειδητοποίηση υπήρξε προϊόν της πραγματικότητας στην λατινοαμερικάνικη υπο-ήπειρο. 

Γεννημένος σε εύπορη οικογένεια στην Αργεντινή το 1928, γίνεται φοιτητής ιατρικής και το 1952 διακόπτει προσωρινά τις σπουδές του για να γυρίσει τη Λατινική Αμερική με μοτοσυκλέτα κι τον φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο. Επί 8 μήνες, οι δύο φίλοι ταξιδεύουν 13.000 χιλιόμετρα, διασχίζοντας την Αργεντινή, τη Χιλή, το Περού, την Κολομβία και τη Βενεζουέλα. Έρχεται σε επαφή με τη φτώχεια, την πείνα, τις ασθένειες (από τις τραγικές συνθήκες στα ορυχεία της Χιλής μέχρι τα βάσανα των ιθαγενών αγροτών στο Περού), γεμίζει θυμό απέναντι στην κοινωνική αδικία, ενώ αρχίζει να αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Λατινική Αμερική ως μια οντότητα κι όχι ως άθροισμα διακριτών εθνών-κρατών. 

Η πρώτη του πολιτικοποίηση υπήρξε επίσης προϊόν της κατάστασης στη Λατινική Αμερική της εποχής. Μετά το τέλος των σπουδών του, ο Ερνέστο βρίσκεται στη Γουατεμάλα, όπου αποκτά το προσωνύμιο «Τσε», από τη συχνή χρήση του σχετικού αργεντίνικου φωνητικού). Εκείνη την εποχή, στα 1954, ο πρόεδρος Γιάκομπο Άρμπενς προωθούσε μια προοδευτική αγροτική μεταρρύθμιση. Η μεγαλύτερη θιγόμενη ήταν η διαβόητη United Fruit (πρόγονος της Chiquita), η εταιρεία που ενέπνευσε τον όρο «Μπανανία». Η εταιρεία απαίτησε την άμεση ανατροπή της κυβέρνησης, για να ανακτήσει τις εκτάσεις που είχαν απαλλοτριωθεί προς διανομή σε ακτήμονες και η CIA ανέλαβε να ενορχηστρώσει το πραξικόπημα ανατροπής του Άρμπενς, «δοκιμάζοντας» για πρώτη φορά τις τεχνικές που αργότερα θα σάρωναν την υπο-ήπειρο. Αυτή η εμπειρία έπεισε τον «Τσε» ότι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αποτελεί το μεγαλύτερο εμπόδιο και τον πιο θανάσιμο εχθρό στην υπόθεση της απελευθέρωσης των αναπτυσσόμενων χωρών από τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία. Τον έπεισε επίσης ότι μόνο με την ένοπλη βία θα μπορούσε να ανατραπεί το μαύρο τοπίο και να επιτευχθεί η απελευθέρωση. 

Διαφεύγοντας στο Μεξικό για να γλιτώσει από το πογκρόμ που εξαπολύει η χούντα στη Γουατεμέλα, γνωρίζει τον μικρό κύκλο Κουβανών εξόριστων αγωνιστών γύρω από τον Φιντέλ Κάστρο, που σχεδιάζουν να εξαπολύσουν ανταρτοπόλεμο ενάντια στη δικτατορία του Μπατίστα στη χώρα τους. Ο «Τσε» βρίσκει το κάλεσμά του και προσχωρεί αμέσως στο «Κίνημα της 26ης Ιούλη» (όπως λεγόταν η  οργάνωση του Φιντέλ). 

Τα πυκνά γεγονότα από την αμφίβια επιστροφή στην Κούβα με το θρυλικό πλοιάριο «Γκράνμα» το 1956 και την πρώτη διαφυγή στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα, μέχρι τη μάχη της Σάντα Κλάρα και την θριαμβευτική είσοδο στην Αβάνα την αυγή του 1959, απέναντι σε μια δικτατορία που σάπιζε και κατέρρευσε θεαματικά, δημιούργησαν έναν ένδοξο μύθο γύρω από τη δύναμη των όπλων και της επαναστατικής θέλησης. Αυτά τα στοιχεία θα καθόριζαν την πολιτική διαδρομή του Τσε.  

Πόσο μάλλον όταν αυτή η κουβανική εμπειρία δεν ήταν απομονωμένη. Με εμβληματικό το Αλγέρι και τον αγώνα του FLN ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία, ο λεγόμενος «Τρίτος Κόσμος» θα συγκλονιζόταν στα αμέσως επόμενα χρόνια από ένοπλους αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Πόσο μάλλον όταν την ίδια εποχή, η Μόσχα εκπέμπει το συντηρητισμό της «ειρηνικής συνύπαρξης» (μεταξύ «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» και «καπιταλιστικού κόσμου») που καθορίζει και την γραφειοκρατική αδράνεια των Κομμουνιστικών Κομμάτων, των δυνάμεων αναφοράς στο παραδοσιακό εργατικό κίνημα. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται κατανοητή η προκλητική δύναμη που είχαν –τότε– κάποιες αποστροφές του Τσε που με την πρώτη ματιά φαίνονται κοινότυπες ή  αφηρημένες σήμερα: «Καθήκον του επαναστάτη είναι να κάνει την επανάσταση». 

Μετά τη νίκη στην Κούβα

Ο Τσε υπηρετεί το επαναστατικό καθεστώς στην Κούβα από κορυφαίες θέσεις ευθύνης. Σε αυτό το πεδίο ξεδιπλώνονται ανάμεσα στις αρετές του και οι αδυναμίες του, πιστώνεται επιτυχίες (ιδιαίτερα στην πάταξη του μαζικού αναλφαβητισμού), χρεώνεται λάθη κι αδυναμίες, καθώς οι απαιτήσεις του χτισίματος μιας νέας κοινωνίας διαφέρουν πολύ από τις απαιτήσεις της ένοπλης πάλης. Αλλά –όπως και στο αντάρτικο, όπου υπάγει πρώτο τον ασθενή εαυτό του στα «βάσανα» που απαιτεί και από τους άλλους– έτσι και στην κυβέρνηση, διατηρεί την ίδια συνέπεια λόγων και πράξεων, υιοθετώντας ο ίδιος έναν ασκητισμό που θεωρούσε θεμελιώδες στοιχείο του «νέου ανθρώπου». 

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εκείνη η περίοδος της ζωής και της δράσης του αυτή που τον μετατρέπει σε διεθνές σύμβολο. Και ο ίδιος, αν και αφοσιωμένος στα καθήκοντα που του ανατίθενται στην μετεπαναστατική Κούβα, δεν «χωράει» σε αυτό το στενό πλαίσιο –η σκέψη και το βλέμμα του είναι πάντα στραμμένα προς τα έξω, προς τη διεθνή επανάσταση και τους παγκόσμιους αντι-ιμπεριαλιστικούς αγώνες. Αναπτύσσει πλούσια δραστηριότητα στο εξωτερικό, στα διαδοχικά ταξίδια του ως εκπρόσωπος της Κούβας, που τον συνδέουν ακόμα πιο στενά με το κλίμα της εποχής –της εποχής του «Κινήματος των Αδεσμεύτων», της «Αφρο-Ασιατικής Αλληλεγγύης», της «Τρικοντινεντάλ».  

Η ομιλία του στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, τον Δεκέμβρη του 1964, όπου υποστηρίζει με θέρμη την υπόθεση όλων των λαών του Τρίτου Κόσμου και καταγγέλει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, θεωρείται η στιγμή που τον καθιστά επαναστάτη παγκόσμιας εμβέλειας. Είναι άλλη μια στιγμή όπου αποτυπώνεται η στενή σχέση του Τσε με την εποχή που τον γέννησε και την εποχή που ο ίδιος συμπύκνωσε. 

Ωστόσο μια άλλη ομιλία τον κάνει σύμβολο για μια νέα επαναστατική Αριστερά που τότε ακόμα είναι στα σπάργανα. Το 1965, βρίσκεται στην Αφρο-Ασιατική Διάσκεψη στην Αλγερία. Η παρέμβασή του από το Αλγέρι, καταγγέλει με θέρμη τον δυτικό ιμπεριαλισμό, καλεί το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» να στηρίξει τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά και τις αναπτυσσόμενες χώρες να προχωρήσουν προς τον κομμουνισμό. Συζητώντας αυτή τη σχέση, ο Τσε εξαπολύει μια βόμβα:

«Πώς μπορεί να είναι “αμοιβαία επωφελές” να πωλούνται σε τιμές παγκόσμιας αγοράς οι πρώτες ύλες που κοστίζουν στις υπανάκτυκτες χώρες αμέτρητο ιδρώτα και πόνο, και να αγοράζονται σε τιμές παγκόσμιας αγοράς οι μηχανές που παράγονται στα σύγχρονα μεγάλα αυτοματοποιημένα εργοστάσια; Αν εγκαταστήσουμε ένα τέτοιο είδος σχέσης ανάμεσα στις δύο ομάδες χωρών [«σοσιαλιστικές» και «υπανάπτυκτες»], οφείλουμε να συμφωνήσουμε ότι οι σοσιαλιστικές χώρες είναι με έναν τρόπο συνένοχες ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης… Οι σοσιαλιστικές χώρες έχουν την ηθική υποχρέωση να βάλουν τέλος στην σιωπηρή συνεργεία τους με τις εκμεταλλεύτριες χώρες της Δύσης». 

Σε άλλη αποστροφή, ο Τσε απαιτεί από τις «σοσιαλιστικές χώρες» να δώσουν άνευ όρων, δωρεάν και απεριόριστη στρατιωτική υποστήριξη στο Κονγκό και στο Βιετνάμ, καυτηριάζοντας την απουσία της. Αυτές οι διαπιστώσεις, αν και δείχνουν ενταγμένες σε ένα πλαίσιο «εποικοδομητικής κριτικής», στην εποχή της παγκόσμιας αίγλης και του αλάθητου του «διεθνούς κέντρου», αποτελούσαν μια κορυφαία δημόσια πρόκληση απέναντι στη Μόσχα. 

Αυτό γίνεται αντιληπτό και από τη Μόσχα, που αντιμετωπίζει πλέον τον Τσε ως «πρόβλημα» (στις διμερείς επαφές με την Αβάνα). Γίνεται αντιληπτό και από όλο το φάσμα της «κριτικής Αριστεράς» και των κομμουνιστικών «αντιπολιτεύσεων» της εποχής, που προκαλούν διεθνή θόρυβο όταν -στους μήνες μετά την ομιλία στο Αλγέρι- ο Τσε εξαφανίζεται από τη δημόσια θέα. 

Όπως γίνεται αργότερα γνωστό, ο Τσε έχει εγκαταλείψει τη θέση του στην κουβανική κυβέρνηση, έχει αποχαιρετίσει τον Φιντέλ και την Κούβα και έχει βρεθεί στο Κονγκό, όπου επιχειρεί να οργανώσει αντάρτικο που θα βοηθήσει τους οπαδούς του δολοφονημένου ριζοσπάστη αντι-ιμπεριαλιστή ηγέτη Πατρίς Λουμούμπα. Μετά την αποτυχία αυτής της απόπειρας, θα επιχειρήσει να ανάψει μια νέα επαναστατική φλόγα στη Βολιβία, όπου και θα συναντήσει τελικά τον θάνατο. 

Σε αυτές τις απόπειρες, ο Τσε θα αναμετρηθεί με τις δυσκολίες μιας αναπαραγωγής αυτού που πέτυχε στην Κούβα σε κάθε συνθήκη. «Δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε από μόνοι μας μια χώρα που δεν θέλει να αγωνιστεί» σημειώνει πικραμένος από τα προβλήματα της κογκολέζικης αντίστασης, «μιλάμε στους χωρικούς και είναι σαν να μιλάμε σε αγάλματα», γράφει απογοητευμένος στα ημερολόγιά του στη Βολιβία. 

Όμως αυτή η «τελευταία Πράξη» της ζωής του, μετά την ομιλία στο Αλγέρι, είναι που αφήνει ακόμα ισχυρότερο αποτύπωμα στο νεολαιίστικο ριζοσπαστισμό της εποχής. 

Η «σινοσοβιετική ρήξη» (η ανοιχτή διαμάχη ανάμεσα στη Μόσχα και το Πεκίνο) που διευκολύνει ένα ράγισμα της μονολιθικής σοβιετικής ορθοδοξίας, ο τρόπος που «μεταφράζεται» διεθνώς το περιεχόμενο της Πολιτισμικής Επανάστασης του Μάο στην Κίνα ως ρήξη με τους γκρίζους γραφειοκράτες, οι εμπειρίες της έμπρακτης αλληλεγγύης στους Αλγερινούς, το φούντωμα της αντίστασης (και της διεθνούς αλληλεγγύης) στο Βιετνάμ έχουν διαμορφώσει ένα πολιτικό περιβάλλον επαναστατικής αμφισβήτησης της παραδοσιακής «σοβιετικής» Αριστεράς.

Σε αυτό το περιβάλλον έρχονται τα νέα: Ο Τσε έρχεται σε δημόσια αντιπαράθεση με τη Μόσχα, ο Τσε εγκαταλείπει τα αξιώματα για να εξαπλώσει την επανάσταση, ο Τσε πεθαίνει στα 39, παραμένοντας μέχρι τέλους πιστός στη συνέπεια λόγων και πράξης, ήθους και πολιτικής δράσης. Στην τελευταία του δημόσια παρέμβαση πριν πεθάνει, έχει ρίξει το σύνθημα για «ένα, δύο, τρία… πολλά Βιετνάμ!». Ελάχιστους μήνες μετά, στις αρχές του 1968, η εντυπωσιακή Επίθεση της Τετ από τους αντάρτες στο ίδιο το Βιετνάμ θα κάνει αυτό το κάλεσμα ακόμα πιο ελκυστικό για τη ριζοσπαστική νεολαία. 

Στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην Ευρώπη, πολλοί και πολλές θα επιχειρήσουν να κάνουν πράξη τις ιδέες του, με την ίδια πίστη στην θέληση και στις μεθόδους που είχε και ο ίδιος, συγκροτώντας «γκεβαρικές» οργανώσεις. Άλλοι και άλλες, «ήταν μέσα από τον γκεβαρισμό που ανακάλυψαν τον τροτσκισμό», όπως σημείωνε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ (περιγράφοντας εν μέρει και την προσωπική του διαδρομή), υπογραμμίζοντας ότι οι περιπέτειες του Τσε στο Κονγκό και στη Βολιβία, που έμοιαζαν σπασμωδικές, είχαν ως υπόβαθρο ένα ορθολογικό στρατηγικό υπόβαθρο: Την επίγνωση ότι η επανάσταση, για να μην μαραζώσει, οφείλει να εξαπλωθεί, μια αντίληψη που επανασυνέδεε την πολιτικοποίηση της εποχής με τη στρατηγική της Διαρκούς Επανάστασης, σε μια εποχή που αναδεικνύονταν εμφατικά οι εκφυλιστικές συνέπειες του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα».   

Σε κάθε περίπτωση, η φιγούρα του Τσε καθόρισε τη διαμόρφωση της διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς του 1968, που μπορούσε τότε ακόμα να είναι «μισο-γκεβαρική» και κάπως «μαοϊκή» ή και «τροτσκίζουσα» με λίγες αναφορές στους Μαύρους Πάνθηρες κ.ο.κ. Ο ιστορικός απολογισμός των εγχειρημάτων που επέλεξαν να πάνε μέχρι τέλους τον «γκεβαρικό» δρόμο, ανέδειξε τα όρια του «γκεβαρισμού» ως στρατηγική για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση -ένα ερώτημα που τότε ακόμα ήταν απολύτως ανοιχτό και που σήμερα μπορούμε να κρίνουμε μόνο χάρη στην ζωντανή εμπειρία εκείνων που επιχείρησαν, συχνά με μεγάλο προσωπικό κόστος.

Σήμερα

Ο Τσε όμως συνέχισε να εμπνέει και διαδοχικές γενιές νεολαίας μετά από εκείνη των συγχρόνων του. Κατά τη γνώμη μου, αυτό που συνεχίζει να συγκινεί είναι το γεγονός ότι παράτησε τα οφίτσια για να ξαναπάρει το δρόμο του αγώνα κι ότι πλήρωσε με τη ζωή του τη συνέπεια λόγων-πράξης. Όχι μόνο δεν πρόλαβε να γεράσει βιολογικά, μένοντας (ως πρόσωπο) «αιώνια νέος», αλλά δεν «γέρασε» πολιτικά (μια μοίρα που δεν γλίτωσαν άλλοι παλιοί «μπαρμπουδέρος»), παραμένοντας έτσι αιώνιο σύμβολο ρήξης με τον συντηρητισμό και τον κονφορμισμό. 

Συζητώντας τι αξίζει να κρατήσουμε σήμερα από την κληρονομιά του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, με τα σωστά και τα λάθη του, τις αρετές και τις αδυναμίες του, είναι αφενός η βαθιά του πίστη στην επανάσταση, που τον έκανε «σημαία» όσων διαφοροποιούνταν κι αμφισβητούσαν την γραφειοκρατική αδράνεια και την «σύνεση» των κομματικών επιτελείων των ΚΚ της εποχής. Και είναι αφετέρου ο φλογερός κι έμπρακτος διεθνισμός του. Η κληρονομιά ενός ανθρώπου που όντας Αργεντίνος, Βασκικής-Ιρλανδικής καταγωγής, έζησε από κοντά και διαμορφώθηκε από το δράμα της Γουατεμάλας, ηγήθηκε στην κουβανική επανάσταση κι έγινε τιμητικά Κουβανός, για να παραιτηθεί αυτής της υπηκοότητας και να πάει να πολεμήσει πρώτα στο Κονγκό και έπειτα να ανάψει μια «εστία φωτιάς» στη Βολιβία, πάντα με το βλέμμα στην εξάπλωση της φλόγας σε όλη τη Λατινική Αμερική, καυτηριάζοντας τη «μοναξιά του Βιετνάμ», θεωρώντας «ένδοξο κι επιθυμητό» να πεθαίνει κανείς, «Αμερικάνος, Ασιάτης, Αφρικάνος, ακόμα κι Ευρωπαίος»… «με τα χρώματα του Βιετνάμ, της Βενεζουέλας, της Γουατεμάλας, του Λάος, της Γουϊνέας, της Κολομβίας, της Βολιβίας, της Βραζιλίας…». 

Οι πολύ διαφορετικές συνθήκες της εποχής μας, θα παράξουν αναπόφευκτα τις δικές τους συνήθειες, πρακτικές, πολιτικές στις γραμμές των νέων αγωνιστών και αγωνιστριών. Αλλά η προσήλωση στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, ως μόνη λύση να μπει τέλος στην κοινωνική αδικία, και η διεθνιστική αλληλεγγύη κι ενότητα των καταπιεσμένων σε έναν κοινό αγώνα παραμένουν πολύτιμοι οδηγοί. Και το πρόσωπο του Τσε, στα φοιτητικά δωμάτια και στις διαδηλώσεις κάθε πόλης κάθε χώρας αυτού του κόσμου, θα μένει ως υπενθύμιση ότι όσο υπάρχει αδικία, το κάλεσμα σε αυτόν τον αγώνα έβρισκε, βρίσκει και θα βρίσκει «ευήκοα ώτα» ώστε «άλλα χέρια να απλωθούν για να πάρουν τα όπλα μας»... 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες