Μετά τη συγκρότηση κυβέρνησης στο Ισραήλ

Μπορεί να αντιμετωπίζει δικαστικές έρευνες για διαφθορά, μπορεί να χρειάστηκε 18 μήνες πολιτικού αδιεξόδου και 3 διαδοχικές εκλογικές μάχες, αλλά ο Νετανιάχου τα κατάφερε ξανά. Παραμένει πρωθυπουργός του Ισραήλ –το πόστο που κρατά αδιάλειπτα από το 2009. Χρειάστηκε μια δικαστική γνωμοδότηση υπέρ του δικαιώματος ενός υπόδικου να σχηματίσει κυβέρνηση. Χρειάστηκε επίσης την πανδημία Covid19 ως αφορμή για τον Μπένι Γκαντζ -τον άνθρωπο που σε διαδοχικές εκλογικές μάχες είχε ως βασική προγραμματική «σημαία» την άρνησή του να αποδεχτεί τον «Μπίμπι» ως πρωθυπουργό- να κάνει τη μεγάλη κωλοτούμπα και να αποδεχτεί τη συγκυβέρνηση.

Το γραφειοκρατικό παζάρι (για να βολευτούν όλοι) κατέληξε στη μεγαλύτερη κυβέρνηση στην ιστορία του Ισραήλ: με 36 υπουργεία, 16 υφυπουργεία και τον θεσμό του «εναλλακτικού πρωθυπουργού».  Αυτή την θέση θα κρατάει ο Μπένι Γκαντζ για τους επόμενους 18 μήνες, όταν προβλέπεται να γίνει η «εναλλαγή» και να αλλάξει ρόλους με τον Νετανιάχου.

Το κόμμα του Γκαντζ, αν και ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση ως «ίσος προς ίσο» εκλογικά, μπαίνει στη συγκυβέρνηση εμφανώς αποδυναμωμένο -18 από τους 33 βουλευτές του διαφώνησαν με τη συγκυβέρνηση κι εγκατέλειψαν το κόμμα. Ό,τι έχασε σε κοινοβουλευτική δύναμη, το κέρδισε σε υπουργεία. Αν και διαθέτει 15 βουλευτές (+2 του Εργατικού Κόμματος που συνασπίστηκαν μαζί του), ο Γκανζ μοίρασε σε δικούς του 18 υπουργεία –όσα είχε και ο Νετανιάχου να μοιράσει στο κόμμα του και στους συμμάχους του. Αυτός ο παράγοντας μπορεί να αποτελέσει μια πηγή εντάσεων μέσα στο Λικούντ (που αισθάνεται υπουργικά ριγμένο…) κι έναν επιπλέον λόγο ο Νετανιάχου να καταφύγει με την πρώτη ευκαιρία σε νέες κάλπες –με την ελπίδα να πετύχει την πολυπόθητη πλειοψηφία, τώρα που έβαλε τον βασικό του ανταγωνιστή σε διαλυτική κρίση.

Η νέα κυβέρνηση υποτίθεται ότι έχει ως προτεραιότητα την πανδημία και τον οικονομικό της αντίκτυπο (που χτυπά σκληρά και το Ισραήλ που πρώτη φορά αντιμετωπίζει τόσο σοβαρά ζητήματα). Αλλά σε ό,τι μας αφορά, εξετάζουμε πάντα τις πολιτικές εξελίξεις στο Ισραήλ πάντοτε από τη σκοπιά της παλαιστινιακής υπόθεσης. Εκεί άλλωστε υπήρξε και η μοναδική καθαρή και κατοχυρωμένη γραπτά προγραμματική συμφωνία της συγκυβέρνησης: Η προώθηση της προσάρτησης της Κοιλάδας του Ιορδάνη και των 131 Ισραηλινών εποικισμών στη Δυτική Όχθη –δηλαδή το 30% των παλαιστινιακών εδαφών– από το Κράτος του Ισραήλ.

Ο σχετικός πολιτικός ανταγωνισμός στο Ισραήλ αφορούσε πάντοτε την καλύτερη τακτική στην προσπάθεια υλοποίησης του σιωνιστικού σχεδίου αρπαγής της ιστορικής Παλαιστίνης. Το λεγόμενο «στρατόπεδο της ειρήνης» (και σήμερα ο Γκαντζ, ο χασάπης της Γάζας το 2014 για να μη ξεχνιόμαστε), πάντοτε προτιμούσε μια «ήπια» μέθοδο, κρυμμένη πίσω από φύλα συκής όπως η «ειρηνευτική διαδικασία», που θα εξυπηρετούν τις διεθνείς δημόσιες σχέσεις του Κράτους του Ισραήλ ενώ αυτό προχωρά ντεφάκτο στο σχεδιασμό του εις βάρος των Παλαιστινίων. Αυτό συμβαίνει και σήμερα. Όπου η πτέρυγα του Γκανζ ζητά καθώς θα προωθείται η προσάρτηση, να «καταβληθεί κάθε προσπάθεια για τη διατήρηση των καλών σχέσεων του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη, την ΕΕ» κλπ.

Αυτά μάλλον δεν απασχολούν ιδιαίτερα τον Νετανιάχου. Σύμφωνα με τον Τζαμάλ Ζαχάλκα, Παλαιστίνιο πολίτη του Ισραήλ και βουλευτή του παλαιστινιακού κόμματος Μπαλάντ, πρόκειται για «πληγωμένο λύκο… που θα γίνει πιο επιθετικός και καταστροφικός… έχει αρχίσει να πιστεύει ότι είναι ο εκλεκτός που θα σώσει το λαό του Ισραήλ». Με μια λιγότερο  ποιητική-ψυχολογική-θρησκευτική γλώσσα, θα πούμε ότι ο Νετανιάχου έχει κάνει μια «ανάγνωση» του συσχετισμού δυνάμεων που τον έχει κάνει να πιστέψει ότι μπορεί να βάλει οριστική ταφόπλακα στον αγώνα των Παλαιστινίων στην εποχή του, απαλλαγμένος από τα δημοσιοσχεσίτικα «κρατήματα» και τα διπλωματικά «φύλα συκής» των προκατόχων του.

Όταν δηλώνει ότι μετά την 1η Ιούλη τα χέρια του είναι ελεύθερα για να υλοποιήσει το σχεδιασμό προσάρτησης, πρέπει να είμαστε σε επιφυλακή.

Το μόνο που είναι άγνωστο, είναι το πότε ακριβώς θα προχωρήσει η επίθεση (επισημοποίησης της) αρπαγής (επιπλέον) παλαιστινιακών εδαφών. Η μόνη «ρήτρα» στη συμφωνία Γκαντζ-Νετανιάχου (απολύτως αποκαλυπτική κι αυτή) είναι η προϋπόθεση «πλήρους στήριξης των ΗΠΑ». Το ερώτημα είναι αν ο Νετανιάχου θα θελήσει να εκμεταλλευτεί την παρουσία του Τραμπ στο Λευκό Οίκο, άρα θα έχουμε εξελίξεις μεταξύ Ιούλη και Νοέμβρη, ή αν θα προτιμήσει να περιμένει την αμερικανική κάλπη του Νοέμβρη, για να γνωρίζει με ποιον θα έχει να συνομιλήσει μεσοπρόθεσμα.

Σε κάθε περίπτωση, κάποια πράγματα είναι βέβαια.

Το πρώτο αφορά τις προθέσεις της ισραηλινής κυβέρνησης. Ο Νετανιάχου διευκρίνησε ως προς την προσάρτηση ότι οι Παλαιστίνιοι αυτών των εδαφών δεν θα αποκτήσουν δικαιώματα πολίτη του Ισραήλ. «Θα παραμείνουν παλαιστινιακοί θύλακες», αλλά «ο ισραηλινός έλεγχος της ασφάλειας θα ισχύει και στις περιοχές τους». Πρόκειται για ωμή παραδοχή της «λύσης» που έχουν στο μυαλό τους στο Κράτος του Ισραήλ για να το πώς θα λύσουν το ζήτημα της επέκτασης εδαφών αλλά χωρίς αλλοίωση του «εβραϊκού χαρακτήρα» του Κράτους. Αναφερόμενος στο συνολικό σχέδιο Τραμπ, που δέχεται κριτικές… εκ δεξιών (!!!) στο Ισραήλ γιατί κάνει λόγο για «παλαιστινιακό κράτος», ο Νετανιάχου ήταν αποκαλυπτικά ειλικρινής: «Θα πρέπει να αποδεχθούν ότι θα έχουμε τον έλεγχο ασφαλείας σε όλες τις περιοχές. Αν θα αποδεχτούν όλα αυτά, τότε θα μπορέσουν να αποκτήσουν μια δική τους οντότητα που ο πρόεδρος Τραμπ περιγράφει ως κράτος». Από άγχος να προσέξει τα λόγια του για να μη θεωρηθεί «ενδοτικός», είπε την απόλυτη αλήθεια για αυτό που ετοιμάζεται: «μια οντότητα» την οποία μόνο ο Τραμπ «περιγράφει ως κράτος»…

Το δεύτερο που είναι βέβαιο είναι η ανάγκη αλλαγής στρατηγικής στο παλαιστινιακό κίνημα. Με τα λόγια του Τζαμάλ Ζαχάλκα: «ακύρωση των Συμφωνιών του Όσλο, ανάκληση της αναγνώρισης του Ισραήλ, τερματισμός της συνεργασίας στην ασφάλεια, επίλυση των εσωτερικών διαιρέσεων και ενοποίηση του αγώνα των Παλαιστινίων παντού: στη Δυτική Όχθη, την Ιερουσαλήμ, τη Γάζα, τους εξόριστους και τους Παλαιστίνιους μέσα στο Ισραήλ».

Το τρίτο αφορά το διεθνές τοπίο. Σε επίπεδο γεωπολιτικής, «από τα πάνω», πράγματι ο συσχετισμός είναι τόσο καταθλιπτικός (σε βάρος των Παλαιστινίων) όπως τον διαβάζει ως «ευκαιρία» ο Νετανιάχου. Είναι υπόθεση του διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης στον παλαιστινιακό λαό να πιέσει και να υποχρεώσει όσους τάχα διαφωνούν με την κατάφωρη παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας από το Ισραήλ και από το σχέδιο Τραμπ να δράσουν. Στον αραβικό κόσμο, τα αδέρφια μας πρέπει να κάνουν τους φόβους της Σιν Μπετ (για τη στάση που θα πάρει η Ιορδανία, η Αίγυπτος και άλλα φιλικά προς το Ισραήλ καθεστώτα) πραγματικότητα. Στην Ευρώπη, αναλογεί σε μας να πιέσουμε για μποϊκοτάζ και κυρώσεις τις κυβερνήσεις που δήθεν κόπτονται για «δίκαιη λύση» και θα κληθούν σύντομα να δείξουν στοιχειώδη αντιστοιχία λόγων κι έργων, όταν θα υφαρπάζεται μονομερώς και παράνομα ακόμα κι αυτό το κομμάτι γης που η «διεθνής κοινότητα» τάζει στους Παλαιστίνιους αέναα ως «μελλοντική πατρίδα»…

Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που φέτος «γιόρτασε» μια ντροπιαστική επέτειο, αυτήν των 30 χρόνων από την έναρξη διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ, που θα όφειλε να λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι δεν ήταν πάντοτε φυσιολογικό κι αυτονόητο να έχει δεσμούς κανείς με το κράτος-τρομοκράτη. Υπήρξε και μια άλλη –δική μας επέτειος: των 10 χρόνων από την αποστολή Free Gaza, την πειρατική επίθεση στο στολίσκο που κατέληξε σε μακελειό στο Μαβί Μαρμαρά αλλά και σε συλλήψεις αλληλέγγυων από Ελλάδα και αλλού. Τότε πρωτοστάτησε η Κυπριακή κυβέρνηση στη «διευκόλυνση» του Ισραηλινού σχεδιασμού, ενώ η Ελλάδα είχε ακόμα μια πιο «αξιοπρεπή» στάση (πχ επιτρέποντας τον απόπλου των πλοίων και διαμαρτυρόμενη για την παράνομη επίθεση). Την ίδια χρονιά, άρχισαν να κυκλοφορούν στα ΜΜΕ οι πρώτοι «χάρτες των ΑΟΖ» (ως ανεπίσημη ακόμα πολιτική, εισηγούμενη από τον Σερ Μαρκεζίνη σε φύλλα εφημερίδων), εμφανίστηκε το «εθνικό συμφέρον»  και μπήκαν οι βάσεις για τον διαβόητο «Άξονα» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ). Έκτοτε αυτή η στρατηγική συμμαχία βαθαίνει διαρκώς, είτε με ΓΑΠ, είτε με Παπαδήμο, είτε με Σαμαροβενιζέλο, είτε με Τσίπρα, είτε με Μητσοτάκη (της γνωστής  οικογενείας που «άνοιξε το δρόμο» και το μακρινό 1990).

Από τότε, «το Ισραήλ σκοτώνει κι η Ελλάδα καμαρώνει» που έλεγε κι ένα σύνθημα. Είναι μια ντροπή που πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σταματήσει. Όχι στο όνομά μας!

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες