Χρειάστηκε ένα ολόκληρο εξάμηνο «σκληρών» διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης της Αριστεράς για να καταλήξει στην υιοθέτηση ενός 3ου Μνημονίου, μπροστά στο οποίο το email Χαρδούβελη του Δεκεμβρίου 2014 δεν αντιπροσωπεύει παρά ένα μικρό παράπτωμα.

Επρόκειτο για ένα εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα διαπραγμάτευσης, στη διάρκεια του οποίου πραγματοποιήθηκαν επανειλημμένα Γιούρογκρουπ, Σύνοδοι Κορυφής, Γιουρογουόρκινγκ  Γκρουπ, αλλεπάλληλα ταξίδια του πρωθυπουργού στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες (Βρυξέλλες, Παρίσι, Ρώμη, Βιέννη, Βερολίνο), συνεχείς μεταβάσεις των υπουργών οικονομικών και των τεχνικών κλιμακίων στην έδρα των ευρωπαϊκών θεσμών, πολλαπλά κείμενα και ανακοινώσεις, ώρες και μέρες αγωνίας των ελλήνων εργαζομένων και των ριζοσπαστών αριστερών για τα κάθε φορά αποτελέσματα (που πάντα παρέπεμπαν σε έναν επόμενο κύκλο διαπραγμάτευσης) κλπ.

Κι’ όλη αυτή η πολύμηνη διαπραγματευτική διαδικασία για να καταλήξει σε ένα Μνημόνιο εξοντωτικό για τις λαϊκές τάξεις, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους αγρότες, τους συνταξιούχους, τη νεολαία, τους αυτοαπασχολουμένους, όλους αυτούς που στην πλειονότητά τους στήριξαν εκλογικά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας. Μια σειρά νομοθετημάτων που χαρακτηρίζονται από «κοινωνικό δαρβινισμό», όπως ομολογούν τα ίδια τα κυβερνητικά στελέχη. Αλλεπάλληλων μακροχρόνιων συνεδριάσεων, ανταλλαγής μηνυμάτων, πρωθυπουργικών τηλεφωνημάτων με όλους τους  «ισχυρούς» αυτής της γης, προκειμένου να βρεθεί λύση για το «ελληνικό ζήτημα» που είχε αναχθεί σε πρώτο θέμα στη διεθνή πολιτική ατζέντα. Και παρόλα αυτά η κατάληξη να είναι η έγκριση ενός Μνημονίου κατά πολύ χειρότερου από αυτά του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

Η ελληνική κυβέρνηση, που είχε «ξεχάσει» αυτούς τους έξι μήνες τον λόγο για τον οποίο είχε εκλεγεί τον Ιανουάριο του 2015, δηλαδή την εφαρμογή του προγράμματός της, έδωσε το μεγαλύτερο και κύριο δυναμικό της σ’ αυτές τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις, ισχυριζόμενη ότι διαπραγματεύεται με έναν αδιαφιλονίκητα «σκληρό» τρόπο, που ταιριάζει μόνον στους αριστερούς, προκειμένου να επιτύχει μια συμφωνία που θα έβαζε τέρμα στη λιτότητα, θα είχε τα χαρακτηριστικά «αμοιβαία επωφελούς» συμφωνίας, θα καθιστούσε σεβαστά τα δίκαια του ελληνικού λαού. Οι αστικές κυβερνήσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της συντηρητικής παράταξης υποτίθεται ότι τα πέντε προηγούμενα χρόνια διαπραγματεύονταν κατά έναν τρόπο «μαλθακό», αποδεχόμενες τον ρόλο του «υποτελούς», εξυπηρετώντας πάντοτε τα συμφέροντα των δανειστών της χώρας και της εγχώριας ολιγαρχίας. Πώς στοιχειοθετούνταν όμως αυτός ο «σκληρός» και «περήφανος» χαρακτήρας της διαπραγμάτευσης από όλο το φάσμα της κυβερνητικής ιεραρχίας ;

Η ελληνική κυβέρνηση ολόκληρο αυτό το εξάμηνο διάστημα όχι μόνον δεν διαπραγματεύτηκε  με «πυγμή» και «σκληρότητα», αλλά απεναντίας εγκατέλειψε κάθε όπλο της διαπραγμάτευσης ευθύς εξαρχής. Δηλώνοντας αφετηριακά ότι η χώρα θα πληρώσει «έγκαιρα και στο ακέραιο» τις δανειακές της υποχρεώσεις, και καταβάλλοντας μάλιστα τις δανειακές δόσεις στο ΔΝΤ κλπ., κατόρθωσε να φέρει την ελληνική οικονομία, έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, σε πλήρη στέρηση των αποθεματικών του δημοσίου, στα όρια πραγματικά της κατάρρευσης. Και δεν έφτανε μόνον αυτή η αιμορραγία των δημόσιων πόρων, αλλά δεν προχώρησε ταυτόχρονα στην δραστική φορολόγηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας που είχε αναταχθεί ήδη από το 2013, στη λογική του «να πληρώσουν οι πλούσιοι», με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να στερηθεί και αυτούς τους πόρους. Απεναντίας η ελληνική κυβέρνηση με την παύση πληρωμών την οποία θα μπορούσε να είχε ξεκινήσει από τον Φεβρουάριο, με την φορολόγηση των κερδοφόρων επιχειρήσεων και με την αφετηριακή διατύπωση της απαίτησης για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους (αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν στις προεκλογικές της δεσμεύσεις), θα μπορούσε ευθύς εξ αρχής να θέσει σε λειτουργία αυτά τα ισχυρά όπλα μιας αριστερής κυβέρνησης. Παρόλα αυτά τίποτε από αυτά δεν έκανε.

Από την άλλη πλευρά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε με την συμφωνία του Φεβρουαρίου 2015 να μην προχωρήσει σε «μονομερείς ενέργειες» μέχρι ότου καταλήξουν οι διαπραγματευτικές διαδικασίες. Απεναντίας είχε ολόκληρη την υποχρέωση έναντι του εκλογικού σώματος που την ψήφισε να προχωρήσει άμεσα στην εφαρμογή του «Προγράμματος των εκατό πρώτων ημερών» (δηλαδή της Θεσσαλονίκης) : Αποκαθιστώντας άμεσα τον κατώτατο μισθό (που έχει πλέον εξαφανιστεί από το προσκήνιο), επαναφέροντας σε ισχύ το νόμο για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις (σε σχέση με την μέθοδο που πρόκειται να εφαρμοσθεί και που η διακύμανση των εργατικών μισθών θα εξαρτάται από την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα), ξεκινώντας την εφαρμογή των μέτρων για την δημιουργία των 300 χιλιάδων θέσεων εργασίας (η αναφορά και μόνον στην μαζική ανεργία του 27%, που πιθανόν θα αυξηθεί ακόμη παραπέρα με τα υφεσιακά μέτρα του 3ου Μνημονίου, έχει φύγει από το πλαίσιο της κυβερνητικής πολιτικής, ως εάν να μην υπάρχει), παίρνοντας μέτρα φορολογικής ελάφρυνσης των μισθωτών εργαζομένων όπως η κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και της εισφοράς αλληλεγγύης (μέτρα που παραμένουν σε ισχύ σήμερα παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις) κλπ. Η εφαρμογή αυτών των προγραμματικών δεσμεύσεων θα εδραίωνε μια προοδευτική κοινωνική διαδικασία, ενισχύοντας την στήριξη των λαϊκών τάξεων, και θα ισχυροποιούσε την θέση της κυβέρνησης της Αριστεράς.

Τέλος η ελληνική κυβέρνηση σ’ αυτό το εξάμηνο διάστημα όλο και έθετε «κόκκινες» γραμμές και όλο στη συνέχεια η ίδια τις ακύρωνε. Είχε θέσει ως ανυποχώρητες «κόκκινες γραμμές» την προστασία των συντάξεων, την αποτροπή της βαριάς φορολόγησης των μισθωτών, την σωτηρία των δημόσιων επιχειρήσεων από τις αποκρατικοποιήσεις, την ανάκτηση των μισθών στον καπιταλιστικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Στην πορεία προς την σύναψη της τελικής συμφωνίας η ίδια η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στην απελευθέρωση των διαδικασιών για την ολοσχερή ιδιωτικοποίηση του ΟΛΘ και του ΟΛΠ, των αεροδρομίων, της Εγνατίας, του σιδηροδρομικού δικτύου. Ήταν η ίδια που απέσυρε την προστασία των συντάξεων από το προσκήνιο και άνοιξε τον δρόμο για το σύνολο των βάρβαρων μέτρων σε βάρος των συνταξιούχων. Ταυτόχρονα απείχε πλήρως από την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των συλλογικών διαπραγματεύσεων με την δυνατότητα προσφυγής στη διαιτησία του ΟΜΕΔ, με αποτέλεσμα η αμοιβή της εργασίας να καθορίζεται αποκλειστικά από την ωμή βία που ασκεί το 27% της ανεργίας στην ενεργό εργατική τάξη. Τέλος αποδέχθηκε τους τρεις συντελεστές του ΦΠΑ, υπάγοντας ένα ευρύτατο φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών στον ΦΠΑ του 23%, και έτσι προσαυξάνοντας το κόστος ζωής των εργαζομένων και των συνταξιούχων κατά 10% επιπλέον. Η πλήρης παραβίαση των «κόκκινων γραμμών» της κυβέρνησης έγινε σταδιακά, δια της συνεχούς διολισθήσεως στις συνεχείς διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, προσεγγίζοντας πάντοτε τις θέσεις της ελληνικής αστικής τάξης και του ευρωπαϊκού συνασπισμού των αστικών τάξεων.

Συμπερασματικά προκύπτει ότι η ελληνική κυβέρνηση απείχε πλήρως από την χρησιμοποίηση των διαπραγματευτικών όπλων που διέθετε, και ως εκ τούτου δημιουργούσε συνεχώς το έδαφος για αλλεπάλληλες υποχωρήσεις. Το τελικό 3ο Μνημόνιο στο οποίο κατέληξε σε συμφωνία με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν ήταν παρά η δική της πρόταση των 47 σελίδων, επικαλυμμένη με τους όρους της πρότασης Γιουνκέρ, ό,τι δηλαδή απέρριψε πανηγυρικά ο λαός με το «όχι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου.        

Ετικέτες