Πριν από σχεδόν 25 χρόνια, όταν η Γαλλία και Γερμανία βίωναν εποχές ακμής, ο τότε Γάλλος πρόεδρος Ζακ Σιράκ τόνιζε: «Όταν η Γαλλία και η Γερμανία προχωρούν, όλη η Ευρώπη προχωρά. Όταν δεν το κάνουν, σταματάει».

Ο γαλλογερμανικός άξονας, που από την ίδρυση της ΕΕ αποτέλεσε την «ατμομηχανή» του καπιταλιστικού μπλοκ, παραπαίει. Αναπόφευκτα, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια οικονομική και πολιτική κρίση.

Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης διάγουν βίους παράλληλους, με τις οικονομίες τους να εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα. Αμφότερες βρίσκονται σε μία πολιτική περιδίνηση με τις κυβερνήσεις τους να μην επιβιώνουν της πρότασης μομφής. Οι πολιτικές εξελίξεις συνδέονται άμεσα με αυτές στις οικονομίες των δύο χωρών και αντιστρόφως, δημιουργώντας επί της ουσίας μία αλληλοτροφοδότηση πηγών αβεβαιότητας. 

Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης σημαίνουν δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, όπως διαπίστωσε πρόσφατα ο Σολτς. Η αναιμική ανάπτυξη δυσκολεύει επίσης τις κυβερνήσεις να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους, όπως απαιτεί η νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, γεγονός που καταλήγει στην περικοπή κοινωνικών παροχών και στην αύξηση φόρων.  

Πολιτική κρίση

Ενώ η Γερμανία οδεύει σε πρόωρες εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου, το σύνταγμα της Γαλλίας δεν επιτρέπει πρόωρη προσφυγή στις κάλπες πριν από το καλοκαίρι του 2025. Ως εκ τούτου, ο νέος πρωθυπουργός και πιστός σύμμαχος του Μακρόν, Φρανσουά Μπαϊρού έχει μπροστά του μια δύσκολη αποστολή. Να διατηρήσει μια σταθερή κυβερνητική πλειοψηφία, μετά την κατάρρευση της πιο βραχύβιας κυβέρνησης της χώρας από το 1958 (κυβέρνηση Μπαρνιέ), λόγω της απόρριψης των σχεδίων της να μειώσει το «κολοσσιαίο χρέος» της Γαλλίας μέσω περικοπών δαπανών ύψους 40 δισ. ευρώ και αυξήσεων φόρων ύψους 20 δισ. ευρώ. H Γαλλία μπήκε στο νέο έτος χωρίς έναν πλήρη προϋπολογισμό για πρώτη φορά στην σύγχρονη ιστορία της, μεταφέροντας ουσιαστικά τον προϋπολογισμό του 2024 στο 2025.

Σε αυτό το πλαίσιο, ασφαλώς, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη η Ευρώπη, αφού οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της (αντιπροσωπεύουν το 41% του συνολικού ΑΕΠ της ΕΕ) διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα. Και μάλιστα λίγους μήνες αφότου δημοσιεύθηκε η περίφημη έκθεση Ντράγκι που τόνιζε ότι η αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγικότητας αποτελεί «υπαρξιακή πρόκληση» για την Ευρώπη. 

Όπως επισημαίνει ο Guradian, με τη Γαλλία να μην μπορεί να διεξαγάγει νέες βουλευτικές εκλογές μέχρι τον Ιούλιο και τη Γερμανία πιθανότατα χωρίς νέα κυβέρνηση μέχρι τον Ιούνιο, η πολιτική αδυναμία στην κορυφή των δύο χωρών με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ΕΕ, αναπόφευκτα θα δυσκολέψει τη λήψη αποφάσεων στις Βρυξέλλες. Το ευρωπαϊκό μπλοκ θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπο με μήνες καθυστερήσεων, σε μια εξαιρετικά σύνθετη συγκυρία για την ευρωζώνη.

Και όλα αυτά, λίγες μέρες πριν αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με τις εξαγγελίες του περί επιβολής δασμών θα δημιουργήσει ακόμη πιο ασφυκτικές συνθήκες προς τις προβληματικές οικονομίες των δύο χωρών, αλλά και της Ευρώπης συνολικά.

Εάν ο Τραμπ κάνει πράξη την απειλή του να επιβάλει δασμούς έως και 20% στις εισαγωγές από την Ευρώπη, η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα υποστεί ισχυρό πλήγμα. Με περισσότερες από 500 δισ. ευρώ σε ετήσιες εξαγωγές προς τις ΗΠΑ από την ΕΕ, η Αμερική είναι μακράν ο σημαντικότερος προορισμός για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.

Οικονομική κρίση

Οικονομικοί αναλυτές υπογραμμίζουν πως μέχρι στιγμής οι αγορές παρακολουθούν με σχετική ανησυχία τις πολιτικές εξελίξεις στη Γαλλία, αλλά δεν έχουν αντιδράσει με πανικό. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πιθανότατα θα παρέμβει για να αγοράσει γαλλικά ομόλογα σε περίπτωση κερδοσκοπικής επίθεσης. Αυτό δεν απομακρύνει, όμως, τον κίνδυνο να πληγεί η ευρύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και της ΕΕ από την κρίση στις δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες. 

Η Γαλλία αναμένεται να «κλείσει» τη χρονιά με ανάπτυξη 1,1% και 0,8% το 2025, ενώ η γερμανική οικονομία εκτιμάται πως έχει συρρικνωθεί φέτος κατά 0,1% και θα ανακάμψει (;) οριακά το επόμενο έτος με ανάπτυξη 0,7%. Στη Γαλλία, το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να ξεπεράσει το 6,2% του ΑΕΠ φέτος, ποσοστό υπερδιπλάσιο από το όριο της ευρωζώνης. Το δημόσιο χρέος διαμορφώνεται στο 110% του ΑΕΠ με αυξητική τάση και οι αγορές ομολόγων αυτόν το μήνα «βαθμολόγησαν» τη Γαλλία ως οριακά λιγότερο φερέγγυα από την Ελλάδα.

Στη Γερμανία, όποιος και να κερδίσει τις εκλογές (η Δεξιά-CDU/CSU που φαίνεται ότι θα έρθει πρώτη στις εκλογές του Φεβρουαρίου δεν θα μπορέσει, ακόμα και στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, να ξεπεράσει το 35%), θα πρέπει να αντιμετωπίσει τη στασιμότητα μιας μεγάλης οικονομίας, που πλήττεται από το υψηλό κόστος ενέργειας, καθώς και τις παρωχημένες υποδομές. Μετά από πέντε χρόνια στασιμότητας η οικονομία της Γερμανίας σήμερα έχει συρρικνωθεί κατά 5%. 

Οι πιέσεις που υφίσταται η γερμανική οικονομία μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία έχουν ενταθεί. Οι  κυρώσεις της Δύσης στην Ρωσία έδωσαν τη χαριστική βολή στη γερμανική βιομηχανία, με τη δημόσια συζήτηση να υπογραμμίζει το επιχείρημα περί ενός οικονομικού μοντέλου που ασθμαίνει και δείχνει να μην μπορεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις και τον ανταγωνισμό, σε σχέση με την Κίνα και τις Ηνωμένες Πολιτείες. 

Οι βεβαιότητες του παρελθόντος άρχισαν να ανατρέπονται, με τον πληθωρισμό και την απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας, να πλήττουν την ενεργοβόρα γερμανική βιομηχανία, στους τομείς των αυτοκινήτων (που αποτελούν ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας), των χημικών, του χάλυβα, ακόμα και στη φαρμακοβιομηχανία. Τα ΜΜΕ γεμίζουν κάθε εβδομάδα με ειδήσεις για επικείμενο κλείσιμο εργοστασίων και απώλειες δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. 

Τόσο στη Γερμανία όσο και στη Γαλλία οι δείκτες (PMI) της μεταποίησης ήταν ασθενέστεροι του αναμενόμενου φέτος, γεγονός που υποδηλώνει ότι η ύφεση βαθαίνει στον συγκεκριμένο κλάδο, εν μέσω της πολιτικής αστάθειας και της αδύναμης παγκόσμιας ζήτησης.

Έλλειμμα καινοτομίας 

Η μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε σχέση με Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα είναι μία πραγματικότητα, ένδειξη της οποίας είναι και η κρίση του γαλλογερμανικού άξονα. Σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Ευρώπη σήμερα δεν έχει ούτε μία εταιρεία της μέσα στις 15 με τις μεγαλύτερες πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων παγκοσμίως. Συνολικότερα μόλις τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας του πλανήτη προέρχονται από τη Γηραιά Ήπειρο. 

Το έλλειμα επενδύσεων για έρευνα και ανάπτυξη έχει βγάλει εκτός παιχνιδιού την ΕΕ στα νέα πεδία της τεχνολογίας, όπου αποτελούν το κύριο «γήπεδο» των καπιταλιστικών ανταγωνισμών. Κι έτσι η ΕΕ και η ευρωζώνη κινδυνεύουν σοβαρά να γίνουν «φτωχοί συγγενείς» και θύματα του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας, ενώ ταυτόχρονα θα βρίσκονται στο στόχαστρο των οπλικών συστημάτων του Πούτιν. 

Στην ίδια έκθεση ο πρώην πρόεδρος της ΕΚΤ, προτείνει η Ευρώπη να προχωρήσει στην έκδοση κοινού χρέους για να μπορέσει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις, να διαμορφώσει μια κοινή βιομηχανική πολιτική σε επίπεδο ΕΕ και να ενοποιήσει τις χρηματαγορές της, ώστε να βοηθήσει τις νεοφυείς εταιρείες να αντλήσουν κεφάλαια.

Και κάπως έτσι από την «Ευρώπη της ειρήνης», οι ευρωηγεσίες καθοδηγούν τη στροφή στην πολεμική οικονομία, που επιδιώκεται να αποτελέσει την αναπτυξιακή διέξοδο που αναζητά η ΕΕ (και τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κράτη), από το σπιράλ συνεχόμενων κρίσεων. Άλλωστε, οι νέες παραγγελίες στην πολεμική βιομηχανία και η ανοικοδόμηση κατεστραμμένων χωρών, υπήρξαν πάντοτε πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. 

Μιλιταρισμός

Η Κομισιόν υπολογίζει πως μέσα στην επόμενη δεκαετία η ΕΕ θα χρειαστεί 500-700 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της στον τομέα της «άμυνας και της ασφάλειας». Μόνο το 2024, οι στρατιωτικές δαπάνες των κρατών - μελών της ΕΕ ξεπέρασαν τα 326 δισ. ευρώ. Η πρόταση ότι η χρηματοδότηση για τις αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες, θα είναι κοινή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιηθεί. Οι εξοπλισμοί θα βαρύνουν και πάλι τους εθνικούς προϋπολογισμούς, με γενναίο «μαχαίρι» στις δημόσιες δαπάνες για Παιδεία, Υγεία και κοινωνική πρόνοια. 

Οι ισχυρές δόσεις μιλιταρισμού, φέρνουν ακόμα πιο κοντά την πολεμική απειλή. Σε συνδυασμό με την προσχώρηση στην ατζέντας της ακροδεξιάς στο μεταναστευτικό και στο πεδίο των δημοκρατικών ελευθεριών, οι κίνδυνοι για τα υπολείμματα κοινωνικού κράτους, τις ζωές, τα δικαιώματα και το εισόδημα των ευρωπαίων εργαζομένων, πολλαπλασιάζονται. 

Τα θεμέλια του σημερινού «ευρωπαϊκού οικοδομήματος» είναι σαθρά. Η έκταση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, λειτουργούν υπονομευτικά και διευκολύνουν την αντιδραστική στροφή της ΕΕ. Η πάλη για την αντικαπιταλιστική ανατροπή, για μια νέα σοσιαλιστική Ευρώπη, χωρίς εργασιακή εκμετάλλευση, πολέμους και καταστροφή του περιβάλλοντος, παραμένει η μόνη βιώσιμη εναλλακτική για τα συμφέροντα του κόσμου μας. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες