Τι κοινό έχουν η οικογένεια Ανιέλι, ο υπουργός, διευθυντής ΜΜΕ, πρώην μέλος του ΔΣ του ΔΟΛ, Παντελής Καψής και η υπουργός Εργασίας της Γαλλίας, Μιριάμ Ελ Κομρί;

Εκ πρώτης όψεως, απολύτως κανένα. Και όμως, το Τορίνο, την Αθήνα και το Παρίσι που εκπροσωπούν οι Ανιέλι, ο Καψής ή οι υπόλοιποι περίπου 500 πια συνυπογράφοντες την... «έκκληση» για ανοικτά ΜΜΕ, και η 38χρονη γαλλίδα υπουργός, ενώνει η φανερή ταξική τους απέχθεια για τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της οργανωμένης, συνδικαλιστικής δράσης και της ύπαρξης συνδικάτων. Εξού  και οι  πρώτοι πρωτοστάτησαν, ο δεύτερος το προτείνει μεταξύ άλλων μέτρων αναπροσανατολισμού και «αναζωογόνησης» των ΜΜΕ που οραματίζεται και η τρίτη το κάνει σημαία της αντεργατικής νομοθεσίας που έχει βγάλει τους Γάλλους στους δρόμους και τις πλατείες. Μιλάμε φυσικά για τη θεσμοθέτηση των δημοψηφισμάτων στους χώρους δουλειάς προκειμένου να λαμβάνονται μεταξύ άλλων και αποφάσεις θετικές ή αρνητικές για την προκήρυξη απεργίας. 

Ξεκινάμε από το Τορίνο, την πρωτεύουσα της ιταλικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Η μέθοδος των δημοψηφισμάτων και της κάλπης στα διάφορα τμήματα και τις διευθύνσεις της Φίατ αποτέλεσε καίριο χτύπημα στον ιταλικό συνδικαλισμό και την ιταλική Αριστερά γενικότερα – με τις γνωστές αδυναμίες, παθογένειες και αν θέλετε ιδεολογικές και θεωρητικές ανεπάρκειες του ιταλικού παραδείγματος. Με το επιχείρημα της αμεσότητας και της δύναμης της ψήφου καθενός εργαζομένου ξεχωριστά, οι Ανιέλι σε πρώτη φάση διέσπασαν το εργατικό δυναμικό των επιχειρήσεων τους ανάμεσα στα λευκά κολάρα των διοικητικών στελεχών και των θέσεων εργασίας σε γραφεία και σχεδιαστήρια και στα μπλε κολάρα των εργοστασίων και των μηχανών. Οι πρώτοι στρέφονταν εναντίον των δεύτερων, όποτε οι περιστάσεις απαιτούσαν στάσεις εργασίας, απεργίες, κινητοποιήσεις, νέες και καλύτερες συμβάσεις εργασίας, παρακινημένοι και από μια χαλασμένη πυξίδα ιδεολογικοποίησης της ανωτερότητας της θέσης τους, ενώ  η τρομοκρατία της απόλυσης και η απειλή της «μετανάστευσης» των παραγωγικών μονάδων σε χώρες όπως η Πολωνία μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ ή το Μεξικό (πριν και μετά τη δεκαετία του 1990) αδρανοποιούσαν τα ταξικά αντανακλαστικά συντονισμού και ενότητας και έστελναν πολλούς στην κάλπη με προειλημμένη την απόφαση φιλοεργοδικής, φιλοανιελικής στάσης. Φυσικά, μια τέτοια στάση δεν διέσωσε για παράδειγμα τις θέσεις εργασίας στα τμήματα και τα εργοστάσια ανταλλακτικών, όταν το ΔΣ της Φίατ ανακάλυψε τα φθηνά και εξευτελιστικά μεροκάματα και τις λεόντειες συμβάσεις με αυτοκινητοβιομηχανίες της Νότιας Κορέας, πριν από τρεις δεκαετίες όταν ακόμη κανένα κορεατικό αυτοκίνητο δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους της Ευρώπης. [Πρώτη παρένθεση : Το μοντέλο διάσπασης αλά Ανιέλι επιχείρησε και εν πολλοίς πέτυχε να επιβάλει ο ιδιοκτήτης της Χαλυβουργίας Ελλάδας, Ν. Μάνεσης και την περίοδο των μεγάλων απεργιακών κινητοποιήσεων στον Ασπρόπυργο, πρώτα με γεωγραφικούς όρους (το εργοστάσιο του Βόλου ενάντια σε εκείνο της Δυτικής Αττικής) και έπειτα με ενδοταξικούς – οι εργαζόμενοι γραφείων ενάντια στους εργαζόμενους των μονάδων]

Το παράδειγμα Ανιέλι ακολούθησε και ο ΔΟΛ με διευθυντή και μέλος του ΔΣ τον Παντελή Καψή, το 2010, εποχή που κυοφορεί και σε μεγάλο βαθμό προκαθορίζει και το περιεχόμενο της «έκκλησης» των «ανήσυχων δημοσιογράφων» για τα... ανοικτά ΜΜΕ (Δεύτερη Παρένθεση: Είναι τουλάχιστον ειρωνικό το γεγονός ότι οι «ανήσυχοι» υποστηρίζουν τα ανοικτά ΜΜΕ μαζί με ανθρώπους όπως ο Καψής που πρωτοστάτησε τόσο στο οριστικό λουκέτο της ΕΡΤ, με την εισβολή των ΜΑΤ στην Αγία Παρασκευή, όσο και στο λουκέτο στο ημερήσιο ΒΗΜΑ... Δεν είναι και τα καλύτερα διαπιστευτήρια αυτά για την υποτιθέμενη αποστολή που θέλουν να εκπληρώσουν, ειδικά μάλιστα όταν στο δεύτερο κύμα υπογραφών βρίσκονται διευθυντικά και διοικητικά στελέχη του Μέγκα, που οδεύει και αυτό προς το δικό του κλείσιμο). 

Τι γινόταν στον ΔΟΛ το 2010; Εν πολλοίς μια αντιγραφή του μοντέλου της  Φίατ, όπου τον ρόλο των ανώτερων λευκών κολάρων είχαν αναλάβει σχεδόν σύσσωμα ΤΑ ΝΕΑ με τις κατά καιρούς μπετόν αρμέ υπογραφές 80 τότε πάλι «ανήσυχων» - πολλοί είναι και στην πρόσφατη συλλογή – και σημαντική μερίδα δημοσιογράφων στο ΒΗΜΑ. Την κρίσιμη μάζα όμως την έδωσαν τα «μπλοκάκια» των περιοδικών εκδόσεων, τα οποία υπό το κράτος και την επιρροή πολλών παραγόντων, αλλοτριωτικών της ταξικής συνείδησης, έδιναν πρόθυμα, χωρίς φανερές ενστάσεις, ψήφο καταδικαστική στις απεργίες, τα συνδικάτα και ειδικά την ΕΣΗΕΑ και υποστηρικτική στις αλλεπάλληλες αποφάσεις της εργοδοσίας και της διοίκησης του ΔΟΛ – μέχρις ότου χτύπησε η καμπάνα της αποπομπής, της απόλυσης ή των τριών μηνών απληρωσιάς και χωρίς απολαβές και για πολλούς ή όλους εξ αυτών... Αλλά όπως έγραφε και ένας καθολικός ιερέας στο Βερολίνο του ναζισμού, «όταν ήρθε η δική μου σειρά, δεν υπήρχε κανένας να με υποστηρίξει». 

Η Ελ Κομρί διεκδικεί επάξια το βραβείο του ευρωπαίου, ταξικού αποστάτη της χρονιάς από τα χέρια του Γιώργου Κατρούγκαλου – και όχι μόνο του ταξικού, αλλά και του κατά κάποιον τρόπο, ηλικιακού, γενεακού αποστάτη. Όντας νεότατη μόλις 38 ετών, η γαλλίδα υπουργός Εργασίας προωθεί τη γνωστή αντιμεταρρύθμιση η οποία έχει ξεσηκώσει τους συνομηλίκους της και όχι μόνο, και έχει οδηγήσει στις μεγάλες συγκεντρώσεις και κινητοποιήσεις κάτω από τη βαριά σκιά των συνθηκών έκτακτης ανάγκης και μόνιμης κατάστασης εξαίρεσης που έχουν επιβάλει η γαλλική Προεδρία και Εθνοσυνέλευση. Προμετωπίδα της αντιμεταρρύθμισης είναι ακριβώς η θέσπιση των δημοψηφισμάτων στους χώρους δουλειάς, τα επιμέρους τμήματα και διευθύνσεις, τις εκμεταλλεύσεις ξεχωριστά, προκειμένου να λαμβάνονται οι πιο κρίσιμες αποφάσεις του εργατικού κινήματος, όπως είναι εκείνες για την απεργία ή τη στάση εργασίας ή την κατάρτιση επιχειρησιακών συμβάσεων. Η νομιμοποιητική μυθολογία της από τα δεξιά κριτικής στα συνδικάτα στο σημείο αυτό είναι ότι μόνο η ατομική έκφραση ψήφου και οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες εξασφαλίζουν την αντιπροσωπευτικότητα και το κύρος των αποφάσεων. 

Στην πραγματικότητα, η ατομική ψήφος συνεπάγεται και ατομική τρομοκράτηση του ψηφοφόρου εργάτη απευθείας από τον εργοδότη ή τα διευθυντικά του στελέχη και τους πιστούς σε αυτόν εργαζόμενους του, πέρα από τις λαθροχειρίες που υποκρύπτει μια τέτοια πρακτική. Παράλληλα, η νομοθεσία Ελ Κομρί και οι οπαδοί της ανά τον κόσμο αποπειρώνται να διασφαλίσουν εκ προοιμίου τα αποτελέσματα και την ανισότητα των μερών ακόμη και στην εσωτερική προδημοψηφισματική διαδικασία, όπου οι όροι και οι προϋποθέσεις διεξαγωγής είναι κομμένοι και ραμμένοι στην επικυριαρχία της εργοδοσίας και τον εξοβελισμό των συνδικάτων από την ενημέρωση, την προπαρασκευή και την ανάπτυξη επιχειρημάτων και θέσεων ενώπιον των εργαζομένων. Με άλλα λόγια, το εργατικό δημοψήφισμα θα προκηρύσσεται προκειμένου να υπερψηφιστούν οι θέσεις, οι αντιλήψεις και οι σχεδιασμοί του εργοδότη, όχι για να εκφραστεί ελεύθερα η θέση των εργατών. Σε αυτό το πλαίσιο εξάλλου προβλέπεται ρητά και η προκήρυξη του δημοψηφίσματος ακόμη και όταν διαφωνεί με αυτή τη διαδικασία ή συντάσσεται με τις ενέργειες του σωματείου του, το 70% των εργαζομένων της κάθε επιχείρησης... 

Με άλλα λόγια, μιλάμε για έναν θρίαμβο της λαθροχειρίας, της νοθείας και της ολιγαρχίας, σε καμιά περίπτωση της δημοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί ένα ακόμη σύμπτωμα της νεοφιλελεύθερης αντεπανάστασης, η οποία αντιστρατεύεται και πολεμά ανοικτά θεσμούς και διαδικασίες αντιπροσώπευσης, διαμεσολάβησης και οργάνωσης, όπως και τα κοινωνικά δικαιώματα του συνδικαλίζεσθαι και του απεργείν, τα ίδια ακριβώς που προκαλούν νευρικό κλονισμό στους «ανήσυχους» εν Ελλάδι υπογράφοντες. 

Ετικέτες