Τα αποτελέσματα του δεύτερου γύρου των εκλογών στη Γαλλία συνιστούν μια πολιτική ρωγμή εξαιρετικής σημασίας, σε μια προαναγγελθείσα πορεία εξαιρετικά δυσάρεστη και επικίνδυνη για τη Γαλλία και την Ευρώπη γενικότερα.
Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, αλλά και του πρώτου γύρου των βουλευτικών εκλογών, άφηναν ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο μιας ιστορικής νίκης της ρατσιστικής ακροδεξιάς της Μαρίν Λεπέν.
Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο υποτίμησης αυτού του κινδύνου. Οι δηλώσεις του Μπαρντελά, ως πρωθυπουργού «εν αναμονή» της Εθνικής Συσπείρωσης (RN), ήταν μια ενδεικτική προειδοποίηση: Μια κυβέρνηση της RN, αφενός, δεν θα καταργούσε μεν την αντιμεταρρύθμιση του Μακρόν για το ασφαλιστικό, αλλά θα καταργούσε το «δίκαιο του εδάφους», επιστρέφοντας στο «δίκαιο του αίματος» (καταργώντας έτσι όλα τα δικαιώματα που επιφέρει η γαλλική υπηκοότητα στους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς, που έχουν γεννηθεί στο γαλλικό έδαφος…), αλλά και θα εξαιρούσε από την εργασία σε «στρατηγικούς τομείς» (δηλαδή σε όλο το δημόσιο τομέα, αλλά και στη «μεγάλη» βιομηχανία) όλους τους «μη-Γάλλους». Η RN, αν σχημάτιζε κυβέρνηση, θα κήρυσσε στο εσωτερικό της Γαλλίας έναν ρατσιστικό πόλεμο. Το γαλλικό κράτος είναι η μεγαλύτερη στρατιωτική, αστυνομική και πυρηνική δύναμη στην Ευρώπη. Το ενδεχόμενο να πέρναγε ο έλεγχος αυτής της δύναμης στα χέρια των καθαρμάτων της RN, δεν μπορούσε και δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορο οποιονδήποτε προοδευτικό άνθρωπο.
Είναι σαφές ότι η μεγέθυνση της RN ήταν και είναι έργο της αντιδραστικής και επικίνδυνης πολιτικής του «κέντρου», είναι αποτέλεσμα των πεπραγμένων του Μακρόν. Το μπαράζ των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, που καταργούν και υποβαθμίζουν καίρια τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, δημιούργησε το υπέδαφος της απελπισίας πάνω στο οποίο πατούσε η Λεπέν, με την υπόσχεση ότι διαθέτει μια «εύκολη» συνταγή αντιμετώπισης, με τις πολιτικές «εθνικής προτεραιότητας». Αλλά όχι μόνο. Τον πόλεμο ενάντια στους μετανάστες και τους πρόσφυγες τον κήρυξε πρώτος ο Μακρόν με το σύνολο των μέτρων κατά του τάχα «ισλαμο-φασισμού». Τμήμα αυτού του πολέμου ήταν και η επίθεση κατά της γαλλικής Αριστεράς και των κινημάτων αλληλεγγύης, κάτω από την επικίνδυνη ταμπέλα της δράσης ενάντια στον «ισλαμοαριστερισμό». Αιχμή αυτής της επιθετικότητας, ειδικά από τα ιδιωτικά ΜΜΕ (που σε μεγάλο βαθμό ταυτίστηκαν με την Λεπέν) ήταν η δαιμονοποίηση της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI) και ιδιαίτερα του Ζαν Λυκ Μελανσόν, που έχει κατηγορηθεί ως ένας «δοσίλογος» μπροστά στη σύγχρονη «εισβολή» (των μεταναστών) που αντιμετωπίζει η Γαλλία, σε ένα παραμορφωτικό παραλληλισμό με την εισβολή των Ναζί στη Γαλλία κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον τότε κατάπτυστο ρόλο των δοσίλογων της ακροδεξιάς, μέσα στους οποίους ξεχώριζε ο πατέρας Λεπέν και άλλοι συνιδρυτές του κόμματός του.
Έτσι, οι δυνάμεις της Αριστεράς, μετά το αρνητικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών και μετά τον εκβιαστικό ελιγμό του Μακρόν που κατέφυγε αμέσως σε κοινοβουλευτικές εκλογές, είχαν να αντιμετωπίσουν ένα εξαιρετικά δύσκολο πολιτικό/εκλογικό «σταυρόλεξο»: είχαν να αποτρέψουν τον κίνδυνο της κυβερνητικής νίκης της Λεπέν και -ταυτόχρονα- να διατηρήσουν την αυτονομία τους απέναντι στον Μακρόν, να κρατήσουν ενεργές τις δυναμικές σύγκρουσης με τις πολιτικές του «ακραίου κέντρου», τις δυναμικές που ήταν στο κέντρο της ατζέντας τους όλο το προηγούμενο διάστημα.
Σήμερα, γνωρίζοντας το αποτέλεσμα, μπορούμε να πούμε ότι το πέτυχαν, τουλάχιστον στο βαθμό που επέτρεπε το γενικό υπαρκτό επίπεδο της ταξικής πάλης και της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης στη Γαλλία:
1.Η κατάκτηση της πρώτης θέσης από τις δυνάμεις του «Μετώπου» της Αριστεράς, ακυρώνει τις κυβερνητικές ελπίδες της Λεπέν (τουλάχιστον για την τρέχουσα συγκυρία…) και υποχρεώνει τον Μακρόν να «διαπραγματευτεί» για τη μελλοντική κυβερνητική πολιτική ακριβώς με αυτούς που δεν ήθελε να διαπραγματευτεί. Αξίζουν δύο πρόσθετες παρατηρήσεις: α) Μέσα στο Μέτωπο αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα ενισχυμένος ο «πόλος» της LFI. β) Στις έδρες που κατακτήθηκαν από τον πρώτο γύρο (με πλειοψηφίες μεγαλύτερες του 50%) και αυξήθηκαν στον δεύτερο γύρο, αναδείχθηκε ένας σημαντικός «δεσμός» πολιτικής εκπροσώπησης. Οι εργατικές περιοχές του Παρισιού και τα μεταναστευτικά προάστια της πρωτεύουσας και άλλων μεγάλων πόλεων, έδωσαν στην LFI πρωτοφανή ποσοστά πολιτικής υποστήριξης. Προς ένα ρεύμα ακατάσχετου βερμπαλισμού, που αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού τέτοιες εντυπώσεις, υπενθυμίζουμε ότι ανάλογες επιδόσεις είναι ανέφικτες αν δεν έχει προηγηθεί μια σοβαρή δουλειά κατάκτησης εμπιστοσύνης και, επίσης, αν οι υποψήφιοι/ες του πολιτικού σχηματισμού σε αυτές τις «δύσκολες» περιοχές δεν είναι πρόσωπα «εσωτερικά» του αγώνα, των ελπίδων και των αγωνιών αυτού του κόσμου.
2.Το «Μέτωπο» συγκροτήθηκε από τα κόμματα που στη γαλλική πολιτική παράδοση περιλαμβάνονται στο ρεύμα της Αριστεράς (LFI, Κομμουνιστικό Κόμμα, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Πράσινοι, ενώ λίγο αργότερα προσχώρησε το NPA – L’ Anticapitaliste). Μέσα σε αυτό το ρεύμα, υπάρχουν κόμματα (κυρίως το Σοσιαλιστικό και οι Πράσινοι) απέναντι στα οποία η πολιτική δυσπιστία δεν είναι μόνο θεμιτή, είναι επιβεβλημένη.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπήρξε ιστορικά η δύναμη που, μέσω των κυβερνήσεων της «πληθυντικής Αριστεράς», άνοιξε την πόρτα για τον καλπασμό των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στη Γαλλία. Μέσα σε αυτήν την πορεία έχασε δυνάμεις και δεσμούς με τα εργατολαϊκά στρώματα, φτάνοντας σε μια ποιοτική αποδυνάμωση. Όμως όποιος εκτίμησε γενικόλογα έναν «θάνατο της σοσιαλδημοκρατίας» πλήρωσε αυτή την εκτίμηση με βαρύ αντίτιμο στη συνέχεια. Η πίεση του Σοσιαλιστικού Κόμματος είναι ορατή στο πρόγραμμα του Μετώπου, με την υποβάθμιση της κριτικής στο ρόλο του γαλλικού ιμπεριαλισμού μέσα στους σύγχρονους ανταγωνισμούς και την απουσία κάθε σοβαρής αιχμής ενάντια σε κομβικές επιλογές του γαλλικού κράτους (πχ πυρηνικά).
Όμως το Μέτωπο δεν είναι μόνο αυτά. Γύρω του συγκεντρώθηκαν τα συνδικάτα και οι κοινωνικές οργανώσεις αντίστασης. Το δικό τους «πρόγραμμα» είναι η πιο σκληρή μορφή απαιτητικότητας που προβλήθηκε μέσα στην προεκλογική περίοδο. Η κατάργηση της αντιμεταρρύθμισης του Μακρόν για τις συντάξεις, η ακύρωση της επόμενης για τους ανέργους, και η απαίτηση για κατώτατο-νόμιμο μισθό στα 1.600 ευρώ καθαρά, είναι εμβληματικά αιτήματα που, αν επιτευχθούν, θα συνιστούν «αλλαγή σελίδας» όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά για την Ευρώπη.
Η πιο ριζοσπαστική πολιτική της Ανυπότακτης Γαλλίας και -κυρίως!- η συσπείρωση των συνδικάτων και των κοινωνικών οργανώσεων, είναι η βάση της ανθεκτικότητας και τελικά της πολιτικής και εκλογικής νίκης του Μετώπου.
Γι’ αυτό, όσοι εδώ ονειρεύονται μια από τα πάνω και εκλογοκεντρική παραλλαγή του γαλλικού Μετώπου -μέσα από τη συγκόλληση των δυνάμεων Κασελάκη και Ανδρουλάκη- απλώς ματαιοπονούν. Δεν διαθέτουν τίποτα συγκρίσιμο με αυτά που παρατάχθηκαν στην μάχη ενάντια στα Λεπέν και ταυτόχρονα ενάντια στον Μακρόν, στη Γαλλία: τη CGT, τα SUD/Solidaires, τις ομάδες που αναδείχθηκαν μέσα από την εξέγερση των Κίτρινων Γιλέκων, τα συνδικαλιστικά στελέχη που πρωτοστάτησαν στον μακρύ απεργιακό αγώνα για τις συντάξεις, τις αντιρατσιστικές οργανώσεις και τις γυναίκες από τα προάστια, τις μεταναστευτικές κοινότητες, τις οργανώσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες κ.ο.κ.
3.Η επόμενη μέρα θα είναι συγκυρία σύνθετης πολιτικής κρίσης και ποιοτικής δοκιμασίας για όλες ανεξαιρέτως τις πλευρές.
Η Λεπέν κράτησε τις αυξημένες δυνάμεις που προανήγγειλε ο εκλογικός θρίαμβος του RN στις ευρωεκλογές. Όμως αποτυγχάνοντας να προσεγγίσει το στόχο της εξουσίας και χάνοντας και τη δεύτερη θέση, μπαίνει σε περίοδο αβεβαιότητας. Η δήλωσή της σχετικά με τη δύναμη της ακροδεξιάς «παλίρροιας» που προορίζεται να νικήσει «την επόμενη φορά» δεν πρέπει να υποτιμηθεί, αλλά δεν είναι και το σταθερότερο έδαφος για να αντιμετωπίσει η RN την ερχόμενη συγκυρία. Ήδη το Politico, επικαλούμενο εσωτερική πληροφόρηση, περιγράφει το δίδυμο Λεπέν/Μπαρντελά ως δίπολο αναπόφευκτης μάχης για την ηγεσία. Και ως γνωστόν, στα ακροδεξιά κόμματα η μάχη για την ηγεσία σπανίως είναι αναίμακτη.
Ο Μακρόν βγαίνει από τον εκλογικό κύκλο ζεματισμένος, αλλά όχι εξουδετερωμένος. Η ενίσχυσή του στον δεύτερο γύρο ήταν αποτέλεσμα κυρίως της μεταφοράς φρέσκου αίματος ενός τμήματος της Αριστεράς μέσα στις εκλογικά ξερές φλέβες της μακρονίας. Όμως όλοι γνωρίζουν ότι αυτό ήταν το αντίτιμο που πλήρωσε το Μέτωπο για να δημιουργήσει τις συνθήκες σκληρής πόλωσης με την ακροδεξιά και όχι μια αυτόνομη δυνατότητα του κόμματος του Μακρόν. Που τώρα πρέπει να καθοδηγήσει μια διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης. Το ερώτημα που θέτει το μετεκλογικό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Le Parisien («Και τώρα, τι κάνουμε;») είναι ενδεικτικό της σπαζοκεφαλιάς. Μοναδική ελπίδα του Μακρόν είναι να δημιουργηθεί ρήγμα στο Μέτωπο, που να επιτρέπει κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ του κέντρου, των Σοσιαλιστών και των Πρασίνων. Αν αυτό αποκλειστεί, τότε κάθε άλλη «λύση» είναι κυβέρνηση παρατεταμένης πολιτικής κρίσης και αστάθειας (Κυβέρνηση μειοψηφίας που θα αντέχει μέχρι την πρώτη πρόταση μομφής, κυβέρνηση με πρωθυπουργό ανεξάρτητο πρόσωπο «κύρους» -Λαγκάρντ;- χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία κ.ά. ανάλογα…).
Το αποφασιστικό παιχνίδι έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό του Μετώπου. Ο επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Σοσιαλιστών, Ραφαέλ Γκλυσμάν, έστειλε ήδη το πρώτο μήνυμα υποχώρησης: «Πρέπει να συμπεριφερθούμε ως ενήλικες…» εννοώντας ότι δεν πρέπει να αποκλειστούν «συνεννοήσεις» με τη μακρονία. Ακόμα και για τους ξεσκολισμένους σοσιαλδημοκράτες δεν είναι εύκολο. Αντίθετες φωνές, που επιμένουν στην ενότητα του Μετώπου και στην τήρηση των δεσμεύσεών του ακούγονται ακόμα και από κορυφαία «κομματικά» στελέχη του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Η δήλωση του Μελανσόν ότι δεν πρόκειται να συνεργαστεί με τον Μακρόν υπό οποιοδήποτε πρόσχημα, ήταν ένα πολύ ενθαρρυντικό σημάδι. Για την προσωπικότητα του Μελανσόν έχουν διατυπωθεί ουκ ολίγες κριτικές (άλλες για τα ζιγκ-ζαγκ στην πολιτική του, άλλες για την αρχηγοκεντρική νοοτροπία του κ.ο.κ.). Στα τελευταία χρόνια έχει ριζοσπαστικοποιήσει την πολιτική του. Στην προεκλογική περίοδο, με άξονα τη θέση του για αλληλεγγύη στους Παλαιστίνιους δέχτηκε τρομερή πολιτική πίεση. Την άντεξε και αντιγύρισε στα ίσα τα χτυπήματα. Είναι δεδομένο ότι είναι μια μπαρουτοκαπνισμένη προσωπικότητα και όχι ένας άπειρος πολιτευτής. Το 2015 αναγνώρισε από τους πρώτους την «κωλοτούμπα» στην Ελλάδα και δεν δίστασε να χαρακτηρίσει δημόσια τον Τσίπρα ως «το μεγαλύτερο πολιτικό απατεώνα στην Ευρώπη». Τώρα φτάνει η ώρα να περάσει ο ίδιος τις κρίσιμες πολιτικές εξετάσεις.
Οι σύντροφοί μας του NPA καλούν σε κινητοποίηση της βάσης του Μετώπου, με στόχο την εφαρμογή του προγράμματός του και κυρίως των ταξικών δεσμεύσεών του απέναντι στα συνδικάτα. Έχουν δίκιο, όπως και είχαν δίκιο όταν αποφάσισαν τη συμμετοχή τους στο Μέτωπο, κατακτώντας έτσι το «δικαίωμα» να συνομιλούν σήμερα με τον κόσμο που πανηγύρισε όλη τη νύχτα στους δρόμους και στις πλατείες όλης της Γαλλίας.
Οι παλιότεροι χαρακτήριζαν δικαιολογημένα τη Γαλλία σαν το πολιτικό εργαστήριο που προαναγγέλει διεργασίες και εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη. Η 7η Ιούλη ήταν μια σημαντική πολιτική ήττα για επικίνδυνους εχθρούς μας, τους ακροδεξιούς ρατσιστές της RN. Ήταν ένα πολύ πικρό ποτήρι για τους ακροκεντρώρους μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού. Ήταν μια πολιτική νίκη για τον κόσμο μας. Ήταν μια ρωγμή στον τοίχο της κυριαρχίας που εδώ και χρόνια παρουσιαζόταν ως αδιαπέραστος από τη θέληση του κόσμου.
Οι πανηγυρισμοί ήταν απολύτως δικαιολογημένοι. Όμως πρέπει να δώσουν επειγόντως τη θέση τους στη μαχητικότητα και στη δράση από τα κάτω, γιατί όλα (ακόμα και το πραγματικό περιεχόμενο του αποτελέσματος της 7/7) θα κριθούν από τη συνέχεια που θα δοθεί, ή δεν θα δοθεί…