Ο Εμμανουέλ Μακρόν δεν είναι πλέον -και επίσημα- ο «κομήτης» που εμφανίστηκε εν μέσω της κρίσης των κομμάτων του παραδοσιακού δικομματισμού.

Έχοντας πίσω του μια 5ετή θητεία, αύξησε τα ποσοστά του (27,8% από 24%) και τις ψήφους του (κατά περίπου 900.000) και  αναδεικνύεται ως η μοναδική επιλογή στο χώρο της mainstream αστικής πολιτικής. Το κατορθώνει αυτό καθώς η διαδικασία κατάρρευσης του παλιού mainstream, της δικομματικής εκδοχής του, όχι μόνο δεν ανακόπηκε, αλλά πήρε φέτος ακόμα πιο σαρωτική μορφή.

Είχε ήδη φανεί ότι οι Σοσιαλιστές αδυνατούν να ανακάμψουν. Αλλά αν το 6,3% του Μπενουά Αμόν το 2017 ήταν συντριβή, το 1,8% που συγκέντρωσε η Ανί Ινταλγκό (10η θέση σε κούρσα 12 υποψηφίων!) είναι η απόλυτη ταπείνωση. Ο όρος «πασοκοποίηση» είναι πλέον μετριοπαθής και ξεπερασμένος, θα χρειαστούμε κάποιον νέο, γαλλικής έμπνευσης, για την εξαέρωση ενός κόμματος που κυβερνούσε ως το 2017 και 5 χρόνια αργότερα έχει ποσοστά… εξωκοινοβουλίου.

Το νέο στοιχείο είναι ότι κατέρρευσαν και οι Ρεπουμπλικάνοι, η παραδοσιακή Δεξιά. Το 2017, ο Φρανσουά Φιγιόν είχε συγκεντρώσει 20% και θεωρούταν ήδη ήττα. Όταν η Βαλερί Πεκρέζ, στις αρχές του χρόνου, σκαρφάλωσε σε χαμηλά διψήφια ποσοστά, θεωρήθηκε «ανάκαμψη». Αποδείχθηκε τελικά ότι ήταν μια εφήμερη δημοσκοπική ώθηση της διαδικασίας των εσωκομματικών προκριματικών. Η βαρυτική έλξη του «ντουέτου» (Μακρόν/Λεπέν) διέλυσε τους Ρεπουμπλικάνους, προσφέροντας πιο σίγουρες (για παρουσία στο δεύτερο γύρο) επιλογές και στους «κεντροδεξιούς» και τους πιο σκληρούς συντηρητικούς. Το τελικό 4,8% της Πεκρέζ ξεπέρασε τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις και βάζει και τους Ρεπουμπλικάνους πλέον σε υπαρξιακή κρίση.

Τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν τη Γαλλία για δεκαετίες, έπεσαν κάτω από το όριο του 5%, που το γαλλικό κράτος έχει ορίσει ως εκλογική εκπροσώπηση επαρκούς τμήματος της κοινωνίας για να δικαιολογεί την κρατική επιδότηση σοβαρού τμήματος των προεκλογικών εξόδων. Η «εσωτερική αναζήτηση» σε αυτά τα κόμματα δεν αφορά πλέον τις τακτικές τους, αλλά τον λόγο ύπαρξής τους. 

Ο Μελανσόν έκανε ένα μικρό θαύμα και έφτασε κοντά σε ένα ακόμα μεγαλύτερο. Όπως και το 2017, ξεκινώντας από τον παγιωμένο πυρήνα του (10-11%), εξαπέλυσε μια «αντεπίθεση» στην τελική ευθεία προς την κάλπη που τον έκανε σοβαρό διεκδικητή μιας θέσης στο δεύτερο γύρο. Το φετινό επίτευγμα είναι πιο εντυπωσιακό. Σε πιο σκληρές συνθήκες, δεξιάς μετατόπισης του κεντρικού πολιτικού τοπίου τα τελευταία χρόνια, και έχοντας αυξημένο ανταγωνισμό, κατόρθωσε να ξεπεράσει το αποτέλεσμα του 2017, κερδίζοντας περίπου 700.000 επιπλέον ψήφους και ανεβαίνοντας στο 22% (από 19,6%).

Τον περασμένο Φλεβάρη, αναρωτιόμασταν: «Μένει να φανεί αν αυτή η προεκλογική αύξηση της διαθεσιμότητας-συμμετοχικότητας, όπως και το γεγονός ότι ο Μελανσόν έχει κατακτήσει τον ρόλο της “χρήσιμης ψήφου” ως ανοιχτά προπορευόμενος στο “αριστερό ημισφαίριο” θα ωθήσουν στην τελική ευθεία τα ποσοστά της Α.Γ.».

Ωστόσο, τουλάχιστον ο υπογράφων, δεν περίμενε κάτι καλύτερο από το να μπορέσει πλησιάσει κάπως τα ποσοστά του 2017. Μεσολάβησε η αδυναμία της Κριστιάν Τομπιρά (εκλεκτής της προβληματικής αλλά πολύ μαζικής διαδικασίας των «Προκριματικών του Λαού») να συγκεντρώσει τις 500 υπογραφές και η ακόλουθη απόφαση του δυναμικού που ενεπλάκη σε αυτή τη διαδικασία να δώσει τη στήριξή του στον Μελανσόν, ως μοναδική λογική επιλογή για όσους τρομοκρατούνταν από την μονοπώληση του δημόσιου διαλόγου από την κεντροδεξιά και την ακροδεξιά. Μαζί με την ικανότητα του Μελανσόν να εμπνέει τμήμα του «λαού της αποχής», φαίνεται ότι αυτή η επίγνωση (της «χρήσιμης ψήφου») λειτούργησε και ευρύτερα, πιέζοντας όλες τις άλλες υποψηφιότητες «στα αριστερά του κέντρου» προς το κατώτατο όριο της επιρροής τους.

Η υποψηφιότητα Μελανσόν κατάφερε τελικά να συσπειρώσει όλο το στρατόπεδο που στέκεται «στα αριστερά του Μακρόν». Ή πιο σωστά την συντριπτική του πλειοψηφία. Αν το συγκέντρωνε όλο, θα βρισκόταν πιθανά στο δεύτερο γύρο. Ασφαλώς στις εκλογικές αναμετρήσεις δεν είναι αυταπόδεικτα τα σενάρια απλής «πρόσθεσης». Αλλά η μικρή απόσταση από την Λεπέν (περίπου 1 μονάδα) κάνει τη θλιβερή επιλογή του ΚΚΓ να προχωρήσει ειδικά φέτος σε ρήξη της εκλογικής ενότητας με τον Μελανσόν (και μάλιστα με στόχο να καταγραφεί ρητά η εκ δεξιών  διαφοροποίησή του και να απευθυνθεί στις «ανησυχίες» των ψηφοφόρων της ακροδεξιάς), να δείχνει ακόμα πιο θλιβερή.

Γυρνώντας στη μεγάλη εικόνα, το μικρό θαύμα του Μελανσόν δεν αναιρεί την ευρύτερη κατάσταση κρίσης στα αριστερά του κέντρου. Τα καλά νέα είναι ότι σε αυτόν τον χώρο ηγεμονεύει πλέον μια δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αλλά επισκιάζονται από το γεγονός ότι αυτός ο χώρος έχει συρρικνωθεί σε σχέση με το παρελθόν.

Αυτή η επισήμανση έχει την αξία της για το «αποτύπωμα» της κάλπης ευρύτερα, πέρα από τον εγκλωβισμό στη συζήτηση που επιβάλει το γαλλικό εκλογικό σύστημα («ποιος περνά στο δεύτερο γύρο»). Όπως το έθετε προεκλογικά ο Κόλιν Φαλκονέρ, «ακόμα και μια θαυματουργή ενίσχυση της Αριστεράς που θα οδηγούσε σε δεύτερο γύρο μεταξύ Μακρόν κι ενός αριστερού υποψηφίου, δεν θα αναιρούσε αυτές τις [δεξιές] ιδεολογικές μετατοπίσεις».

Αυτό υπογραμμίζεται από την εικόνα της ακροδεξιάς. Όπου η Λεπέν είχε μικρή αύξηση των δυνάμεών της (23,1% από 21,3%), έχοντας όμως να αντιμετωπίσει και τον ανταγωνισμό του Ερίκ Ζεμούρ, που κέρδισε 7% τελικά. Οι αρχικές του ψηλές πτήσεις «ψαλιδίστηκαν» καθώς πλησιάζαμε στην κάλπη, όμως αποδεικνύεται ότι η υποψηφιότητά του δεν αποτελούσε απλή διάσπαση της παλιάς επιρροής του FN/RN, αλλά μια επιπλέον ακροδεξιά επιλογή σε ένα σημαντικά διευρυμένο ακροατήριο. Ο άλλος βετεράνος της ακροδεξιάς, ο Ντιπόν-Ενιάν, συμπιέστηκε στο 2,1% (από 4,7%).

Η κατάρρευση των Ρεπουμπλικάνων σε σύγκριση με το 2017 και η  εξασθένιση του «φαινομένου Ζεμούρ», οδήγησε τελικά φέτος σε «κούρσα για τρεις». Προεκλογικά, οι Γάλλοι αναλυτές μιλούσαν για τη χρονιά των «αναποφάσιστων», όπου σχεδόν το 50% «θα αποφασίσει πάνω από την κάλπη». Εκεί, λειτούργησε η συσπείρωση γύρω από τον «πρωταθλητή» της κάθε παράταξης. Μακρόν-Λεπέν-Μελανσόν είδαν και οι τρεις τα ποσοστά τους να αυξάνονται.

Όσον αφορά το «άθροισμα» κάθε παράταξης, αποτυπώνεται κι εκεί η «τριχοτόμηση» του γαλλικού εκλογικού σώματος. Αν και τέτοιες ταξινομήσεις έχουν δόσεις αυθαιρεσίας, εμφανίζεται ένα 35,7% στην κεντροδεξιά (Μακρόν, Πεκρέζ, Λασάλ), ένα 32,2% στην ακροδεξιά (Λεπέν, Ζεμούρ, Ντιπόν-Ενιάν) κι ένα 32,1% στο χώρο που οι Γάλλοι αποκαλούν πλατιά «Αριστερά» (Μελανσόν, Τζαντό, Ρουσέλ, Χινταλγκό, Αρτό, Πουτού).

Είναι μια κατάσταση πιο «ισορροπημένη» σε σύγκριση με τις πλέον απαισιόδοξες προβλέψεις (περεταίρω συρρίκνωσης της Αριστεράς σε σχέση με το 28-29% του 2017 και ακόμα μεγαλύτερης ενίσχυσης της ακροδεξιάς, σε επίπεδα κοντά στο 36-37%). Αλλά δεν παύει να είναι μια πολύ σκληρή κατάσταση.

Ενόψει δεύτερου γύρου, η Λεπέν έχει τη στήριξη των ακροδεξιών Ζεμούρ και Ντιπόν-Ενιάν, ενώ στις δηλώσεις των υπόλοιπων υποψηφίων είναι ελάχιστος κοινός παρονομαστής το «όχι ψήφο στη Λεπέν». Όμως η παλιά κουλτούρα «υγειονομικής ζώνης» έχει υποστεί πολύ σοβαρές ρωγμές τα τελευταία χρόνια (βλ. πχ δήλωση του δεξιού εσωκομματικού αντιπάλου της Πεκρέζ ότι «εγώ δεν πρόκειται να ψηφίσω Μακρόν»), ενώ ο Μακρόν έκανε κυριολεκτικά ό,τι μπορούσε για να κάνει τις διαφορές του με την Λεπέν πολύ πιο δυσδιάκριτες στα μάτια όσων τον ψήφισαν το 2017 για να της φράξουν το δρόμο. Αυτά κάνουν την πρόβλεψη πιο παρακινδυνευμένη σε σχέση με το 2017…

Ετικέτες