Στις 25 Γενάρη του 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές (με 36,34% των ψήφων και 149 βουλευτές) και ανέτρεψε την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Ήταν η πιο σκληρή από τις «μνημονιακές» κυβερνήσεις και επιφανειακά η πιο ισχυρή, αφού συγκέντρωνε τις δυνάμεις των δύο μεγάλων παραδοσιακών κυβερνητικών κομμάτων της εποχής της Μεταπολίτευσης.
Η εκλογική και πολιτική ήττα της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου συνδυάστηκε με τη σοβαρή κρίση των βασικών συνιστωσών της. Η ΝΔ οδηγήθηκε σε αρνητικό ιστορικό ρεκόρ εκλογικής επιρροής, ενώ για τη σοσιαλδημοκρατία άρχιζε η εποχή της «πασοκοποίησης», του όρου που έκτοτε χρησιμοποιήθηκε διεθνώς για να περιγράφει το ενδεχόμενο εξαέρωσης των κάποτε ισχυρών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στην περίοδο του σοσιαλφιλελεύθερου εκφυλισμού τους.
Αυτή η πολιτική ανατροπή δεν είχε τίποτα κοινό με τις συνήθειες εναλλαγές στην κυβερνητική εξουσία, όπου ο προηγούμενος διαχειριστής της συστημικής πολυκατοικίας καλείται απλώς να παραδώσει την θέση του στον επόμενο. Η ντόπια κυρίαρχη τάξη, με την υποστήριξη της διαβόητης τρόικας -της ΕΕ, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ- έδωσε μάχη για να αποτρέψει αυτή την προοπτική και ήταν έντρομη μπροστά στον κίνδυνο να αποτύχουν οι προσπάθειές της. Καλύτερη απόδειξη για αυτόν τον ισχυρισμό είναι το μεγάλο κύμα «δραπέτευσης» κεφαλαίων προς το εξωτερικό, που πήρε πρωτοφανείς διαστάσεις λίγο πριν και μέσα στους πρώτους μήνες του 2015. Οι από πάνω γνώριζαν ότι αυτό που έρχεται έχει τον χαρακτήρα «ανοιχτής περιπέτειας» και αυτή η εκτίμησή τους ήταν σωστή.
Η ερμηνεία της πολιτικής και εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 αποτέλεσε ένα μυστήριο για τους αναλυτές της εποχής, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους παρέμειναν στο σκοτάδι.
Η απάντηση ήταν εξαιρετικά απλή και βρισκόταν μπροστά στα μάτια όλων, στη συγκλονιστική περίοδο της ανάπτυξης των μαζικών αγώνων μετά το 2011. Τον κορμό των αστικών πολιτικών δυνάμεων μιας ολόκληρης εποχής, τη συμμαχία της Δεξιάς με τη σοσιαλδημοκρατία στην υπεράσπιση της μνημονιακής βαρβαρότητας, δεν τσάκισε ένα «επιτελείο» με τάχα υπερφυσικές ικανότητες που φώλιαζε στην Κουμουνδούρου, αλλά η δύναμη των γενικών απεργιών, των συλλαλητηρίων με εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές, το κίνημα της αγανάκτησης και η δράση της νεολαίας. Αυτή η δύναμη υπήρξε ο απόλυτος πρωταγωνιστής εκείνης της περιόδου, υπήρξε ο παράγοντας που άλλαξε όλα τα δεδομένα, και όποιος δεν το κατανοεί αυτό δεν πρόκειται να οδηγηθεί ποτέ σε αξιόπιστα συμπεράσματα.
Αναγνωρίζοντας την ορμητική είσοδο των μαζών στην πολιτική ιστορία στο ρόλο του «οδηγού» των πολιτικών εξελίξεων, δεν έχουμε πρόθεση να υποτιμήσουμε το ρόλο που έπαιξε ο υπαρκτός ΣΥΡΙΖΑ της εποχής. Έχουμε ένα πρόσθετο λόγο γι’ αυτό: Σήμερα, μετά από διαδοχικές «διευρύνσεις» προς την κεντροαριστερά, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ένας σοσιαλδημοκρατικός χυλός αρέσκεται να επιτίθεται συστηματικά στον παλιό «ΣΥΡΙΖΑ του 3%», διεκδικώντας μια διαρκή συντηρητική μετατόπιση, ως εγγύηση τάχα μιας εκλογικής αποτελεσματικότητας ενάντια στη σαπίλα του Μητσοτάκη. Πράγματι, ο «ΣΥΡΙΖΑ των συνιστωσών» ξεκίνησε από ένα οριακό 3% και σε λίγα χρόνια έχτισε ένα πολιτικό ρεύμα που μπόρεσε -πέρα από κάθε πρόβλεψη- να ανατρέψει την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Πού αλήθεια στηρίζεται η αλαζονεία τούτων των σημερινών, που παίρνουν τις Τσαπανίδου, παίρνουν τους Γκλέτσους, αναζητούν μπασκετμπολίστες και δεν λένε να ξεκολλήσουν δημοσκοπικά απέναντι σε έναν ετοιμόρροπο Μητσοτάκη;
Η προωθητική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ χτίστηκε μέσω της ριζοσπαστικοποίησης και της στροφής προς τα αριστερά. Την αρχική ώθηση έδωσε η συμμετοχή στο διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και στις διαδικασίες του Κοινωνικού Φόρουμ. Η συνέχεια έγινε εφικτή υπό την προϋπόθεση της «αριστερής στροφής» του κόμματος του Συνασπισμού, της ρήξης με τα αλοιθωρίσματα προς τον σοσιαλδημοκρατικό «εκσυγχρονισμό», και την ανάληψη ηγετικών ευθυνών από την αριστερή πτέρυγα της εποχής, υπό τον Αλ. Αλαβάνο.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του 2013, ο ΣΥΡΙΖΑ «δεσμεύτηκε» σε μια πολιτική που υποσχόταν την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, την αντιστροφή της βάρβαρης λιτότητας, την αντιστροφή των ιδιωτικοποιήσεων, την απόρριψη των «θυσιών» με αντάλλαγμα την «παραμονή στο ευρώ», και σε μια πολιτική συμμαχιών που περιοριζόταν στο φάσμα «από την άκρα Αριστερά ως τα όρια των μη-μνημονιακών στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας». Στη βάση αυτής της πολιτικής εγκατέστησε μια σχέση πολιτικής αναγνώρισης με τα κινήματα -άλλοτε πετυχημένη και συμπαγή, άλλοτε αντιφατική και ανεπαρκή (πχ απεργία καθηγητών μέσα στις εξετάσεις κλπ)- αλλά ενεργή, διαρκή και δραστήρια. Το σύνθημα για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» έδινε την προοπτική μιας πολιτικής νίκης των μαζών, μέσα σε συνθήκες όπου μια άμεση κοινωνική επανάσταση δεν ήταν στην ημερήσια διάταξη. Έχει σημασία να θυμίσουμε ότι στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ ο στόχος για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» περιγράφεται ως «μεταβατικός σταθμός», ως αφετηρία επιτάχυνσης εξελίξεων προς τη γενικότερη κοινωνική απελευθέρωση και όχι ως καταληκτικός σταθμός, ως προσπάθεια ανάληψης της διαχείρισης του καπιταλισμού από τις δυνάμεις της Αριστεράς.
Σε αυτήν τη βάση χτίστηκε η πολιτική σχέση του «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» με τη γενικευμένη και αριστερόστροφη ριζοσπαστικοποίηση του κόσμου εκείνης της περιόδου, η σχέση που οδήγησε στην πολιτική νίκη του Γενάρη του 2015. Σε αυτήν την πορεία ο ρόλος και οι δυνατότητες της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλ. Τσίπρα είναι κατά πολύ κάτω από τους μύθους που σήμερα καλλιεργούν οι αρχηγοκεντρικές συνήθειες. Περισσότερο καθοριζόταν από τις συνθήκες, παρά τις καθόριζε…
Ήταν κοινό μυστικό εκείνης της περιόδου η εκτίμηση ότι το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είχε «τρύπες» και επικίνδυνα κενά. Ποτέ δεν τα κρύψαμε, αντίθετα τα αναδεικνύαμε σε δημόσιο διάλογο, και ποτέ δεν υπερψηφίσαμε ακόμα και όταν κρύβονταν πίσω από περίτεχνες «αριστερές» φραστικές διατυπώσεις. Θυμίζουμε άλλωστε ότι η «Αριστερή Πλατφόρμα», η αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ, συγκροτήθηκε στο συνέδριο του 2013, όταν ο Τσίπρας ορκιζόταν ακόμα ότι η πρόθεσή του ήταν να καταργήσει τα μνημόνια με μια πράξη, ένα νόμο, αμέσως μετά την κατάκτηση της πλειοψηφίας στη Βουλή.
Προσεγγίζοντας στο Γενάρη του 2015 ήταν καθαρό ότι οι εξελίξεις θα σφραγιστούν από τη μάχη στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτή είναι μια αλήθεια που υποτίμησε η εκτός ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστική Αριστερά.
Αντιστροφή και ήττα
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η αντοχή και η συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ πάνω στο πολιτικό σχέδιο που οδήγησε στη νίκη του Γενάρη του 2015 κράτησε πολύ λίγο, τυπικά μέχρι τον Αύγουστο του ’15, όταν υπογράφηκε το Μνημόνιο 3 (με την υποστήριξη της… ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ), αλλά ουσιαστικά ακόμα νωρίτερα, μέχρι τη συμφωνία με τους δανειστές στις 22 Φλεβάρη. Ήταν ένα από τα πιο γρήγορα ξεπουλήματα των εργατικών και λαϊκών ελπίδων και μια από τις πιο άτακτες υποχωρήσεις στην ιστορία της Αριστεράς. Στην πράξη η ηγετική ομάδα -το περίκλειστο σκιώδες «κόμμα» γύρω από τον Αλ. Τσίπρα- τρόμαξε από τη δυναμική που είχε απελευθερώσει η… νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και αναζήτησε δρόμο συμβιβασμού με την ντόπια κυρίαρχη τάξη και των τρόικα.
Η πρώτη μεγάλη υποχώρηση ήταν η ανατροπή της πολιτικής των συμμαχιών που είχε αποφασίσει το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Η συγκρότηση κυβέρνησης μαζί με τους «αντιμνημονιακούς» δεξιούς εθνικιστές των ΑΝΕΛ δεν ήταν καθόλου υποχρεωτική από τη συγκυρία και την εκλογική αριθμητική. Μια ηγεσία που δεν θα έτρεμε τον ίσκιο της, ξεκινώντας από 149 βουλευτές, μπορούσε να διεκδικήσει ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή (διεκδικώντας έστω 1 ψήφο «ανοχής» από το ΚΚΕ ή τους κατακερματισμένους «προοδευτικούς» της εποχής), ή και να οδηγήσει σε αμέσως επόμενη εκβιαστική εκλογική αναμέτρηση, υπό την προϋπόθεση ότι θα ήταν αποφασισμένη να μην υποχωρήσει από το σχέδιο της αντιμνημονιακής ανατροπής. Μια τέτοια απαιτητική τακτική έχουν επιδείξει στο παρελθόν διάφοροι καθεστωτικοί πολιτικοί ηγέτες που, όμως, σε αντίθεση με τον Τσίπρα είχαν καθαρή στρατηγική στόχευση. Με δημόσια ανακοίνωση της ΔΕΑ είχαμε τότε καταγγείλει τη συγκρότηση κυβέρνησης μαζί με τους ΑΝΕΛ, υπογραμμίζοντας ότι το χειρότερο ζήτημα δεν ήταν ο Καμμένος αλλά οι προθέσεις που προανήγγειλε ο Τσίπρας με αυτήν τη «λύση».
Η επιλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν άφησε κανένα περιθώριο για αυταπάτες. Μετά μια σύντομη και παραπειστική τάχα διαπραγμάτευση με τον Δ. Αβραμόπουλο (!), ο Τσίπρας παρουσίασε την υποψηφιότητα του Προκόπη Παυλόπουλου (του στελέχους της Δεξιάς που κράτησε το «τιμόνι» του κράτους κατά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη του ’08), φανερώνοντας τις υπόγειες σχέσεις με την καραμανλική πτέρυγα της ΝΔ. Η Γιάννα Γαϊτάνη, βουλεύτρια Α’ Θεσσαλονίκης και μέλος της ΔΕΑ, αρνούμενη την ψήφο στον Π. Παυλόπουλο και εξηγώντας το γιατί σε δημόσια δήλωσή της στον Τύπο, ήταν το πρώτο «Όχι» στον Τσίπρα που ακούστηκε μέσα από την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ.
Την περίοδο εκείνη τη ζήσαμε με μια βασική απόφαση της ΔΕΑ που «απαγόρευε» στα μέλη και στα στελέχη της τη διεκδίκηση οποιασδήποτε πολιτικής ή κρατικής θέσης (ακόμα και μεσαίας ή χαμηλής βαθμίδας) κατά την περίοδο άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Μοναδική εξαίρεση ήταν οι βουλευτές/τριες, εάν και εφόσον εκλέγονταν, διατηρώντας πάντα την ανεξαρτησία και την ελευθερία δημόσιας κριτικής στις αποφάσεις της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Στις κρίσιμες εβδομάδες που ακολούθησαν, η ηγεσία της κυβέρνησης έχοντας ανατρέψει τη γραμμή των πολιτικών συμμαχιών κουρέλιασε τις πολιτικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ, εγκαταλείποντας ακόμα και το μετριοπαθές «πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» που είχε εισηγηθεί ο ίδιος ο Τσίπρας. Δεν επρόκειτο για μικρο-αλλαγές ή ενδιάμεσους συμβιβασμούς, αλλά για πλήρη αλλαγή πορείας. Οποιαδήποτε «μονομερής ενέργεια» αντιλιτότητας αποφεύχθηκε, η υπόσχεση για εθνικοποίηση ή δημόσιο έλεγχο των τραπεζών (που έβγαζαν έξω καθημερινά δισεκατομμύρια ευρώ) αναστάλθηκε, η παύση πληρωμών του χρέους μπήκε στο ψυγείο, το σύνθημα «καμιά θυσία για το ευρώ» αντιστράφηκε στο «πάση θυσία μέσα στο ευρώ» κλπ. Μια κυβέρνηση που καμωνόταν ότι είναι ριζοσπαστική Αριστερά, εναπόθετε τις τύχες της σε μια «διαπραγμάτευση» με τους δανειστές, χωρίς όρους και προϋποθέσεις.
Όμως το έλλειμμα στρατηγικής και ταξικού κριτηρίου του Τσίπρα δεν χαρακτήριζε ανάλογα τον Σόιμπλε και τις ευρω-ηγεσίες. Που ήξεραν ότι όφειλαν να σκοτώσουν νωρίς το «ελληνικό παράδειγμα» για να εμποδίσουν τη «διάδοση» στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Ο στραγγαλισμός επισημοποιήθηκε με τη συμφωνία του Φλεβάρη του ’15, που επέβαλλε στην κυβέρνηση την πληρωμή των δόσεων του χρέους «εγκαίρως και στο ακέραιο», χωρίς να δίνει το παραμικρό αντάλλαγμα, οδηγώντας τα Δημόσια Ταμεία στην κατάρρευση και την κυβέρνηση Τσίπρα προς μια ταπεινωτική παράδοση άνευ όρων. Οι ευθύνες του Γ. Βαρουφάκη στην υπογραφή αυτής της συμφωνίας είναι μεγάλες, όπως και οι ευθύνες όσων την ανέχθηκαν ή υποβάθμισαν τη σημασία της.
Όταν ο Τσίπρας ζήτησε την έγκριση της Βουλής για «διαπραγμάτευση» της συμφωνίας του Φλεβάρη, η Γιάννα Γαϊτάνη και η Έλενα Ψαρρέα (βουλεύτρια Μεσσηνίας, μέλος του Κόκκινου Δικτύου) έδωσαν ξανά το δημόσιο «Όχι» μέσα από την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως ήταν φανερό ότι δεν ήταν αρκετό μπροστά στο μέγεθος της πρόκλησης. Η βροντερή δήλωση του Μανώλη Γλέζου που δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας ήταν η μοναδική «μεγάλη» φωνή στο ύψος των περιστάσεων.
Μετά τη συμφωνία του Φλεβάρη ήταν πλέον καθαρό (και το δηλώναμε δημόσια, γραπτά ή προφορικά, σε κάθε ευκαιρία) ότι η φορά των εξελίξεων, τόσο ως γραμμή των δανειστών όσο και ως προσανατολισμός της κυβέρνησης Τσίπρα, ήταν προς την υποχρέωση υπογραφής ενός νέου μνημονίου βάρβαρης νεοφιλελεύθερης λιτότητας που, αυτή τη φορά, θα υπέγραφε μια… κυβέρνηση στο όνομα της Αριστεράς!
Για την αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ είχε έρθει η ώρα να σπάσει τα εσωκομματικά πλαίσια και την πειθαρχία (σε αποφάσεις που δεν είχαν καμιά κομματική «νομιμότητα») και να απευθυνθεί ανοιχτά στον κόσμο και στις άλλες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Δεν έγινε, ή δεν έγινε τόσο καθαρά και δυνατά όσο χρειαζόταν. Δεν ήταν εύκολο. Το βάρος του εγχειρήματος «πρώτη φορά Αριστερά» ήταν μεγάλο και οδηγούσε σε επιλογές αναβλητικότητας που (παρόλο που δεν τις συμμεριζόμασταν) ήταν υποχρεωτικό να τις κατανοούμε. Γιατί η υπόθεση εξακολουθούσε να έχει το χαρακτήρα «ανοιχτής περιπέτειας», παρόλο που πλέον οι συνθήκες είχαν γίνει πολύ δυσμενέστερες.
Η καλύτερη απόδειξη είναι η κορυφαία, και τελευταία, μεγάλη μάχη του δημοψηφίσματος. Η ίδια η απόφαση για δημοψήφισμα υποδεικνύει τις δυσκολίες που είχε η ηγεσία Τσίπρα να ολοκληρώσει το ξεπούλημα και να φτάσει στην υπογραφή του μνημονίου 3. Η δυναμική της νίκης του Όχι στο δημοψήφισμα στηρίχθηκε, αφενός, στην αντοχή και στην επιμονή του πλατιού κόσμου, αλλά αφετέρου στην κίνηση μεγάλου μέρους των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών του, που κατανόησαν ενστικτωδώς ότι είναι η τελευταία ευκαιρία για να διασωθεί πολιτικά το εγχείρημα στο οποίο στήριζαν τις ελπίδες τους.
Στις παραμονές του δημοψηφίσματος έγινε μια άθλια απόπειρα ακύρωσής του, στην οποία συντονίζονταν δυνάμεις της Δεξιάς, της σοσιαλδημοκρατίας και τμήμα ηγετικών «πρωτοκλασάτων» του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το πραξικόπημα ακυρώθηκε στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Η συνέχεια απέδειξε ότι η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και η ριζοσπαστική/αντικαπιταλιστική Αριστερά που είχε κατανοήσει τη σημασία του δημοψηφίσματος, όφειλαν να συντονιστούν δημόσια, να δημιουργήσουν επιτροπές αγώνα με στόχο όχι μόνο την εκλογική νίκη του ΟΧΙ, αλλά και την επιβολή της απόφασης με τρόπο δεσμευτικό πάνω στην ίδια την κυβέρνηση Τσίπρα.
Η ήττα μας σε αυτή τη μάχη, έκλεισε το «παράθυρο» ευκαιρίας, έκλεισε το μεγάλο κύκλο ελπίδων που πυροδότησαν οι κοινωνικοί αγώνες της λεγόμενης αντιμνημονιακής περιόδου. Με συνέπειες ιδιαίτερα αρνητικές για τον κόσμο μας που υποχρεώθηκε να υποστεί ένα ακόμα βαρύ μνημόνιο. Αλλά και με συνέπειες αρνητικές για το σύνολο της ριζοσπαστικής Αριστεράς που, ανεξάρτητα από το μετερίζι που βρισκόταν τότε, υποχρεώθηκε να συνεχίσει να δρα μέσα στο ξερό περιβάλλον που δημιούργησε μια σημαντική ήττα.
Τα συμπεράσματα από αυτήν τη συζήτηση είναι ενεργοί πολιτικοί παράγοντες ενόψει των ερχόμενων εκλογών. Το πρόβλημα της αξιοπιστίας είναι η βασική τροχοπέδη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Το μίσος για τον Μητσοτάκη δεν αρκεί για να μετακινήσει από την αποχή υπολογίσιμα τμήματα των εργατών, των φτωχών, της νεολαίας, για όσο δεν φαίνεται στον ορίζοντα δύναμη ικανή να δημιουργήσει ξανά μαζική ελπίδα και προσδοκία. Η κυβερνητική αλλαγή, αν δεν συνδυάζεται με δεσμεύσεις που πείθουν ότι θα αλλάξει ο κοινωνικός συσχετισμός δύναμης, θα αντιμετωπίζεται ως μια (σχετικά αδιάφορη) εναλλαγή στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά