Το εισηγητικό κείμενο της εκδήλωσης «Εμπειρίες και συμπεράσματα από τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα», που διοργανώθηκε στα πλαίσια του Camping Resist.Reclaim.Revolt τον Αύγουστο του 2021.

Στη Ρόδο καταγράφηκε η ενδέκατη γυναικοκτονία στη χώρα μας από την αρχή του έτους και η όγδοη μετά το καλοκαίρι, με θύμα μία 31χρονη γυναίκα και δράστη – για ακόμη μία φορά- το σύντροφό της. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που έχουν ανακοινωθεί, μόνο το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου στις αρχές έφτασαν συνολικά 554 καταγγελίες για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας σε όλη την επικράτεια. Και αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, με δεδομένο ότι τα περιστατικά κακοποίησης και έμφυλης βίας υποκαταγράφονται, είτε λόγω μη καταγγελίας είτε λόγω ολιγωρίας των αρχών στη διαχείριση των καταγγελιών.

Σε αυτή τη συνθήκη είχε προστεθεί και η καταγγελία 17χρονης για βιασμό της υπό την επήρεια του αλκοόλ από γνωστό ποδοσφαιριστή και αθλητικό παράγοντα.  Ήδη η γραμμή της υπεράσπισης κινείται στην κατεύθυνση του διασυρμού της καταγγέλλουσας και της επίκλησης του παρουσιαστικού της («μοιάζει πολύ μεγαλύτερη») και της συμπεριφοράς της («διασκέδαζαν μαζί νωρίτερα», «πήγε στο σπίτι του») ως «τεκμηρίων» της συναίνεσής της. Ταυτόχρονα από τους κύκλους φιλάθλων -και όχι μόνο - δεν έλειψαν οι φωνές που έσπευσαν να «δικάσουν» την καταγγέλλουσα με επιχειρήματα που αναπαράγουν πιστά την κουλτούρα του βιασμού.

Το ελληνικό #metoo του περασμένου χειμώνα συνέβαλε πολύ ουσιαστικά στην ορατότητα του φαινομένου της σεξιστικής βίας και άνοιξε για πρώτη φορά πλατιά στην ελληνική κοινωνία τη σχετική συζήτηση. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι φανερό πως μένει πολύς δρόμος να διανυθεί μέχρι την εκρίζωση μίας μορφής βίας και καταπίεσης, την οποία εκτρέφει το ίδιο το σύστημα.

Με αυτή την παραδοχή, θεωρούμε αναγκαίο να ανοίξει στους κόλπους του φεμινιστικού κινήματος  μία ουσιαστική συζήτηση για το πώς μπορούμε να αντιπαλέψουμε την επίθεση στα δικαιώματα και τις ζωές μας. Ως συμβολή σε αυτή τη συζήτηση, παραθέτουμε το εισηγητικό κείμενο της εκδήλωσης «Εμπειρίες και συμπεράσματα από τους αγώνες του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα», που διοργανώθηκε στα πλαίσια του Camping Resist.Reclaim.Revolt τον Αύγουστο του 2021.

-----------

Εδώ και δεκαετίες το σύστημα προσπαθεί να μας πείσει ότι η καταπίεση και οι διακρίσεις είναι φαινόμενα που η «πολιτισμένη Δύση» έχει αφήσει προ πολλού πίσω της, με την έμφυλη ισότητα να είναι  κεκτημένη και τους γυναικείους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες παρωχημένους.

Το αφήγημα αυτό διαψεύδουν οι ίδιες οι γυναίκες σε όλον τον κόσμο με τους ζωντανούς αγώνες τους για ισότητα και ζωή με δικαιώματα: από τις φεμινιστικές απεργίες για την 8η Μάρτη σε όλο τον κόσμο -με καρδιά την Ισπανία-, μέχρι το κίνημα Ni una menos στη Λατινική Αμερική και τον αγώνα για την υπεράσπιση των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων σε πολλές χώρες του κόσμου. Ακόμη και στον ανεπτυγμένο Δυτικό κόσμο, βλέπουμε τις γυναίκες να βγαίνουν στο δρόμο είτε για να διεκδικήσουν δικαιώματα που δεν έχουν ακόμη κατοχυρωθεί σε νομικό επίπεδο (στην Αργεντινή μόλις πριν λίγους μήνες κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα σε νόμιμη και ασφαλή έκτρωση έπειτα από πολύμηνες μαζικές γυναικείες διαδηλώσεις), είτε για να υπερασπιστούν δικαιώματα μέχρι πρότινος κεκτημένα, που το σύστημα θέτει ξανά υπό διακύβευση (απαγόρευση του δικαιώματος στην έκτρωση στην Πολωνία, απόσυρση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, κ.ά.).

Αντίστοιχα και στην Ελλάδα, την τελευταία πενταετία το φεμινιστικό κίνημα βρίσκεται σε τροχιά ανοδική. Η δυναμική αυτή τροφοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το παραπάνω παγκόσμιο ξέσπασμα των φεμινιστικών αγώνων – αυτό που έχει αποκληθεί ως τέταρτο κύμα φεμινισμού. Την ίδια στιγμή, οι γυναίκες στην Ελλάδα κινητοποιούνται επειδή βρίσκονται αντιμέτωπες με μία πολυεπίπεδη θεσμική επίθεση σε μία σειρά δικαιωμάτων τους.

Κατά τη δεκαετία της κρίσης οι μη προνομιούχες γυναίκες, οι γυναίκες  της εργατικής τάξης, έγιναν οι «φτωχότερες των φτωχών». Ούσες ήδη υποαμειβόμενες, επλήγησαν δυσβάσταχτα από τις μισθολογικές περικοπές, ενώ, συγχρόνως, αποτέλεσαν κατά πλειονότητα τη δεξαμενή από την οποία αντλήθηκε ελαστικό εργατικό δυναμικό. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η αποδιάρθρωση των δομών και των υπηρεσιών που εξυπηρετούσαν τις όποιες μέχρι τότε πολιτικές της φροντίδας μετακύλησαν εξ ολοκλήρου στις γυναίκες τα βάρη της ανατροφής των παιδιών, των οικιακών εργασιών, της φροντίδας των ηλικιωμένων.

Σε αυτό το έδαφος, η συνθήκη της πανδημίας ήρθε να γιγαντώσει όλη αυτή την αόρατη καταπίεση. Με το ΕΣΥ στα πρόθυρα της κατάρρευσης, την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας ανύπαρκτη, με κλειστά τα σχολεία και τους παιδικούς σταθμούς, οι γυναίκες επωμίστηκαν την «ατομική ευθύνη» της 24ωρης κατ’ οίκον φροντίδας των αρρώστων, των ηλικιωμένων, των παιδιών.

Είναι σαφές ότι η έμφυλη ανισότητα πατά πάνω στη συστημική αντιμετώπιση των γυναικών ως πολιτών δεύτερης - βοηθητικής κατηγορίας: ως υποαμειβόαμενου εργατικού δυναμικού, φθηνού και συμφέροντος, στην εργασία και ως μηχανής κοινωνικής αναπαραγωγής στο σπίτι, μέσω της απλήρωτης οικιακής εργασίας. Η υποτίμηση της αξίας της ζωής των γυναικών και η αντικειμενοποίηση του γυναικείου σώματος είναι τα βαθύτερα συστημικά αίτια της έκρηξης της έμφυλης βίας που αυτό το καλοκαίρι έγινε πιο ορατή από ποτέ. Μέσα στο τελευταίο δίμηνο καταγράφηκαν έξι γυναικοκτονίες, με το μοτίβο να είναι πανομοιότυπο: γυναίκες που βρίσκονταν σε κακοποιητικές σχέσεις και όταν προσπάθησαν να διαφύγουν βρέθηκαν εκτεθειμένες στη δολοφονική βία των γυναικοκτόνων, αφού προηγουμένως είχαν συναντήσει την εγκληματική αδιαφορία των αρχών και την απουσία της οποιασδήποτε κρατικής στήριξης.

Όσο όμως οι δείκτες της βίας εκτινάσσονται, τόσο οι γυναίκες οργιζόμαστε και κινητοποιούμαστε: το μαρτυρούν οι μαζικές απεργιακές συγκεντρώσεις των τελευταίων χρόνων για την 8η Μάρτη. Η μεταφορά του συνθήματος της παγκόσμιας φεμινιστικής απεργίας στην Ελλάδα και η διοργάνωση απεργιακών κινητοποιήσεων για την 8η Μάρτη με τη συμμετοχή - στήριξη συνδικάτων και σωματείων αποτελεί σημείο – τομή για το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα. Το 2018 η οργή για τη γυναικοκτονία της Ελένης Τοπαλούδη εκφράστηκε μέσα από αυθόρμητες μαζικές πορείες γυναικών και δράσεις σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Η φετινή εμπειρία του ελληνικού metoo έσπασε τη σιωπή και τη συγκάλυψη και αξίωσε από την κοινωνία να αντικρύσει το φαινόμενο της έμφυλης βίας.

Απέναντι σε αυτή την αυξημένη ορατότητα και ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, το σύστημα αντεπιτίθεται με διάφορους τρόπους. Άλλοτε προσπαθεί να συσκοτίζει (victim blaming, ψυχιατρικοποίηση των δραστών έμφυλων εγκλημάτων, συγκάλυψη, κ.ά.) τα πραγματικά αίτια της καταπίεσης και της βίας  και άλλοτε επιχειρεί να ενσωματώνει πτυχές του λόγου ή των αιτημάτων του φεμινιστικού κινήματος. Η πρόσφατη δημόσια τοποθέτηση της ΠτΔ υπέρ της νομικής αναγνώρισης του όρου «γυναικοκτονία» (με αφορμή τις γυναικοκτονίες σε Φολέγανδρο και Γλυκά Νερά) αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του λόγου ενός «θεσμικού φεμινισμού», που έχει  κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα. Όσο όμως και αν ο φεμινισμός αυτός επιδίδεται σε εκκλήσεις για θεσμική επαγρύπνηση και υιοθετεί ορισμένα από τα θεσμικά αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος, ήταν και παραμένει εχθρικός απέναντι στις διεκδικήσεις που θα επιτρέψουν υλικά στις μη προνομιούχες γυναίκες να απαλλαγούν από τα δεσμά της καταπίεσης, της βίας, της ανισότητας.

Όμως η γυναικεία απελευθέρωση δε θα έρθει με γενικόλογα αιτήματα ενδυνάμωσης και «παιδείας» εκ μέρους προνομιούχων γυναικών με θεσμικό ρόλο, ούτε με διαδικτυακές πλατφόρμες #metoo ή κίβδηλα προοδευτικές μεταρρυθμίσεις ενταγμένες σε νεοφιλελεύθερα, αντιδραστικά νομοσχέδια (Νόμος Χατζηδάκη, Νόμος Τσιάρα). Απέναντι σε αυτές τις συστημικές φωνές έχουμε ανάγκη από ένα φεμινισμό «του 99%». Ένα φεμινισμό ταξικό, διαθεματικό, με αναφορά στις μη προνομιούχες, τις εργαζόμενες, τις άνεργες, τις πολλαπλά καταπιεζόμενες (μετανάστριες, ΛΟΑΤΚΙΑ+, ανάπηρες, σεξεργάτριες, κ.ό.κ.), ένα φεμινισμό που αντιλαμβάνεται τη σύνδεση της καταπίεσης με την εκμετάλλευση. Χρειαζόμαστε ένα φεμινισμό αγωνιστικό και κινηματικό, που επιδιώκει να συνδέεται με το εργατικό κίνημα και αξιοποιεί τις πρακτικές του (απεργίες, διαδηλώσεις, κλπ) για να προωθήσει τις διεκδικήσεις των γυναικών, όπως έγινε με την παγκόσμια φεμινιστική απεργία.

Μέσα από αυτή την περιγραφή αναδεικνύεται η ανάγκη για φεμινιστικές πρωτοβουλίες, συλλογικότητες, ομάδες, οι οποίες – χωρίς να υποκαθιστούν τις δομές του εργατικού κινήματος (σωματεία, κλπ)- θα επεξεργάζονται, θα εξειδικεύουν και θα προωθούν τις γυναικείες διεκδικήσεις, συμβάλλοντας στη συγκρότηση ενός σύγχρονου ριζοσπαστικού φεμινιστικού κινήματος. Στους κοινωνικούς χώρους (χώρους εργασίας, σωματεία, φοιτητικούς συλλόγους, κ.ό.κ.) οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν να παίξουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο αναδεικνύοντας τη έμφυλη διάσταση μίας σειράς ζητημάτων: από το θεσμικό σεξισμό των εκάστοτε κρατικών πολιτικών μέχρι τον καθημερινό σεξισμό στην εργασία, μέσα στα Πανεπιστήμια και τα σχολεία, στο δρόμο.

Το πρόσφατο παράδειγμα του νόμου Χατζηδάκη είναι ενδεικτικό. Πρόκειται για ένα νομοθέτημα απειλητικό για θεμελιώδεις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος και επιθετικό προς το σύνολο των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, έχει και μία ιδιαίτερη έμφυλη διάσταση (ο ίδιος ο Υπουργός διατράνωνε πόσο θα διευκολύνει η τηλεργασία τις γυναίκες, «για την εναρμόνιση της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής»). Ως Συνέλευση 8ης Μάρτη ήδη από νωρίς εντοπίσαμε την έμφυλη πλευρά του νόμου και επιδιώξαμε να την αναδείξουμε και να τη συνδέσουμε με τον καθολικά αντεργατικό χαρακτήρα του, παράγοντας σχετικό πρωτογενές υλικό. Η εμπειρία μας αυτή είναι ενδεικτική της δυνατότητας φεμινιστικών συλλογικοτήτων να κάνουν τέτοιου είδους συνδέσεις, ιδίως σε ζητήματα όπου υπάρχει κενό επεξεργασίας από οποιοδήποτε άλλο φορέα.

Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία τέτοιων συλλογικοτήτων στο δρόμο, στις μεγάλες κινητοποιήσεις και απεργίες, δίπλα στα συνδικάτα και τα σωματεία. Στα μεγάλα απεργιακά συλλαλητήρια των περασμένων μηνών (Πρωτομαγία, νόμος Χατζηδάκη) η συμμετοχή φεμινιστικών πρωτοβουλιών, όπως η Συνέλευση 8 Μάρτη στην Αθήνα και η Συνέλευση Γυναικών 8Μ στη Θεσσαλονίκη, συνέβαλε στην αυξημένη ορατότητα των γυναικείων διεκδικήσεων.

Αλλά και μέσα στα ίδια τα συνδικάτα, οι πρωτοβουλίες γυναικών έχουν να παίξουν αφενός το ρόλο της συστηματικής επεξεργασίας και εξειδίκευσης των φεμινιστικών αιτημάτων. Αφετέρου, χρειάζεται να εκκινήσουν το διάλογο για τα ζητήματα σεξισμού που εκδηλώνονται εντός του συνδικαλιστικού κινήματος: μορφές καθημερινού σεξισμού, ανισότητες στην εκπροσώπηση, κ.ά. Σε αυτή τη λογική, ξεκινά μία προσπάθεια από συντρόφισσες συνδικαλίστριες να ανοίξουν αυτή τη συζήτηση στα σωματεία, με σκοπό σταδιακά να συγκροτηθούν επιτροπές με σχετικές αρμοδιότητες, στις οποίες θα μπορούν να καταφεύγουν οι εργαζόμενες όταν βιώνουν κάποια διάκριση, κακοποιητική συμπεριφορά ή ακόμη και λεκτική εκδήλωση του σεξισμού. Η καλλιέργεια αντισεξιστικής κουλτούρας στους εργαζόμενους/συνδικαλιστές είναι αναγκαία ώστε τα σωματεία να γίνουν περιβάλλοντα ασφαλή μέσω των οποίων εργαζόμενες και εργαζόμενοι θα οργανώνουν την κοινή τους διεκδίκηση.

Με αντίστοιχο τρόπο χρειάζεται να τεθούν σε κίνηση και οι Φοιτητικοί Σύλλογοι. Τα σχήματα και οι παρατάξεις της φοιτητικής αριστεράς, λόγω του κατακερματισμού αλλά και των διαφορετικών ιεραρχήσεων, έχουν δείξει ότι επικοινωνούν ανεπαρκώς τα ζητήματα του σεξισμού μέσα στις σχολές. Για το λόγο αυτό υπάρχει η ανάγκη παρέμβασης των φεμινιστικών πρωτοβουλιών στα Πανεπιστήμια, με αφετηρία τους σημαντικότερους ετήσιους κόμβους του φεμινιστικού κινήματος (8η Μάρτη, 25η Νοέμβρη, Pride). Σε συνεργασία με τα αριστερά σχήματα, μπορούν τα μεγάλα κινηματικά γεγονότα να μεταφερθούν μέσα στις σχολές και μέσω των Γενικών Συνελεύσεων να εμπλέξουν όσο το δυνατόν περισσότερες φοιτήτριες/φοιτητές.

Στα σχολεία οι δυσκολίες είναι σαφώς μεγαλύτερες, λόγω της ανυπαρξίας κατοχυρωμένων συλλογικών οργάνων/ διαδικασιών και περιορισμένων δυνάμεων που παρεμβαίνουν. Την ίδια στιγμή, όμως, από τη σχολική καθημερινότητα ο σεξισμός δε λείπει: προβληματικές συμπεριφορές καθηγητών, αναπαραγωγή στερεοτύπων μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια, σεξιστικό bullying, κ.ά. Έτσι, ομάδες όπως οι Μαθητές Ενάντια στο Σύστημα μπορούν μέσα από πρωτοβουλίες και δράσεις (μικροφωνικές, συζητήσεις, εκδηλώσεις) να μεταφέρουν τη συζήτηση για το σεξισμό μέσα στα σχολεία.

Συγκεφαλαιώνοντας τις παραπάνω σκέψεις, το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα που χρειαζόμαστε είναι συνυφασμένο με την ανάγκη για φεμινιστικές συλλογικότητες και κινήσεις, οι οποίες θα βαθύνουν την ενασχόληση με τα ζητήματα του σεξισμού και της έμφυλης ανισότητας και θα μεταφέρουν αυτές τις εμπειρίες στους διάφορους κοινωνικούς χώρους. Δημιουργώντας εκείνες τις εστίες αγώνα που επιτρέπουν σε μικρά γεγονότα και αντιστάσεις να συνενώνονται με άλλες μεγαλύτερες, μπορούμε να δώσουμε νικηφόρα τις μάχες όχι μόνο απέναντι στις επιμέρους εκφάνσεις του σεξισμού, αλλά και στο ίδιο το άδικο σύστημα που τις γεννά.

Ετικέτες