Η Συστημική προσέγγιση (Οικογενειακή Συστημική θεραπεία, δεκαετία ’50), με σημαντικούς εκφραστές την Satir V. και Minuchin S., βασίστηκε στην θεωρία των Γενικών Συστημάτων του Βιολόγου Bertalanffy.
Σύμφωνα με τον βιολόγο Bertalanffy (1971), κάθε σύστημα είναι: «ένα σύμπλεγμα αλληλεπιδρώντων στοιχείων». Η μελέτη ενός συστήματος δεν εστιάζει στα μεμονωμένα μέρη που το αποτελούν, αλλά στις σχέσεις και στην αλληλεξάρτηση που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Κάθε αλλαγή σε κάποιο στοιχείο του συστήματος επιφέρει αλλαγές σε ολόκληρο το σύστημα (Bateson, 1972).
Επομένως, ένα σύστημα δεν είναι απλά το άθροισμα των μερών του, αλλά μια οργανική ενότητα που διαφέρει ποιοτικά από τα επιμέρους κομμάτια που την απαρτίζουν, φέροντας νέες ιδιότητες.
Ο άνθρωπος γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα σε συστήματα – με βασικότερο την οικογένεια, αλλά και την ομάδα – από τα οποία προσλαμβάνει έντονη επιρροή και διαμορφώνεται καταλυτικά.
Αυτό σημαίνει ότι ένα κοινωνικό/οικογενειακό σύστημα δεν συνεπάγεται απλώς το άθροισμα των μερών του, αλλά εμπεριέχει τις αμέτρητες αλληλεπιδράσεις των μελών που το απαρτίζουν και τελικώς καθορίζουν και τη συμπεριφορά και το σύμπτωμα που εκδηλώνει κάποιος/α κάθε στιγμή.
Ο Γιάλομ μας λέει ότι « Όταν το σκάκι τελειώσει, στρατιώτες, βασιλιάδες και βασίλισσες μπαίνουν στο ίδιο κουτί». Οι συστημικοί ερευνητές και θεραπευτές διατείνονται πως για να κατανοήσει κανείς ένα σύστημα, δεν αρκεί να παρατηρήσει μόνο τα μέρη του: «Δεν είναι δυνατόν να καταλάβεις το σκάκι μόνο παρατηρώντας τα κομμάτια του. Θα πρέπει να εξετάσεις το παιχνίδι ως όλον και να δεις πώς οι κινήσεις των μερών επηρεάζουν τη θέση και τις κινήσεις των άλλων τμημάτων στο όλο πλαίσιο»( Παπαδιώτη Αθανασίου, Β.,2006).
Διευκρινίζοντας τη σχέση της διαλεκτικής της φύσης, της ιστορίας, της λογικής και της θεωρίας της γνώσης, ο μη συμβατικός μαρξιστής ΈβαλντΙλιένκοφ, στη Διαλεκτική Λογική του αναφέρεται στο πρόβλημα της ολότητας ως εξής: «Στα περασμένα δέκα η δεκαπέντε χρόνια γράφτηκαν αρκετά έργα, αφιερωμένα σε ξεχωριστούς κλάδους που είναι μέρη του όλου, το οποίο ακόμα μόνο το ονειρευόμαστε. Δίκαια μπορούν να θεωρηθούν σαν παράγραφοι, ή ακόμα κεφάλαια της μελλοντικής Λογικής, σαν λιγότερο ή περισσότερο τελειωμένοι λίθοι του οικοδομήματος που χτίζεται.
Δεν μπορούμε φυσικά να συναρμολογήσουμε μηχανικά αυτούς του “λίθους” σε όλο», (Ε. Β. Ιλιένκοφ: Διαλεκτική Λογική σελ. 15).
Για να καταλάβουμε τα μέρη πρέπει να ξεκινήσουμε από το όλο και όχι απλά να «συναρμολογήσουμε τα μέρη». Και συνεχίζει: «Για να καταλάβουμε το όλο πρέπει να αναλύσουμε τις διαλεκτικές συνέπειες των μερών που βγαίνουν από το όλο. Πρέπει να αφαιρέσουμε αυτό το διαλεκτικό άπειρο «όλο» μέσα στο πεπερασμένο μέρος και τις αλληλοσυνδέσεις ανάμεσα στο άπειρο και στο πεπερασμένο, όπως και τις αλληλοσυνδέσεις, με άλλα αντικείμενα που εξετάζουμε». Στην επόμενη παράγραφο αναφέρει: «Στη φιλοσοφία, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη επιστήμη, όπως παρατήρησε ο Χέγκελ με κάποια θλίψη στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, “ο σκοπός ή το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται ... να έχει εκφράσει απόλυτα το ολοκληρωμένο γεγονός καθαυτό, στην ίδια του τη φύση: σε αντίθεση μ’ αυτό, το προτσές απλά και μόνο να φέρεις αυτό το γεγονός στο φως θα φαινόταν, για να μιλήσουμε πιο σωστά, να μην έχει ουσιαστική σημασία”, (αναφορά στο Χέγκελ: «Άπαντα», τόμ. 4, σελ. 1, 1959). Αυτό είναι πολύ σωστό. Όσο η διαλεκτική (διαλεκτική λογική) θεωρείται σαν ένα απλό εργαλείο για να αποδείξει κανείς μια από τα πριν παραδεχτή θέση (ανεξάρτητα αν η θέση είχε τεθεί εξαρχής, όπως απαιτούσαν οι κανόνες στις μεσαιωνικές διαμάχες, ή αν βγήκε σαν συμπέρασμα στο τέλος της συζήτησης με σκοπό να δημιουργήσει την εντύπωση ότι δεν ήταν προκατασκευασμένη, δηλαδή σαν να λέει κανείς, “Κοίτα, αυτό πετύχαμε παρ’ όλο που δεν το υποθέσαμε”), θα παραμένει κάτι που “δεν έχει ουσιαστική σημασία”. Όταν η διαλεκτική μετατρέπεται σε απλό εργαλείο για να αποδείχνει κανείς μια από τα πριν παραδεχτή (ή δοσμένη) θέση, μετατρέπεται σε σοφιστεία που εξωτερικά μόνο μοιάζει με διαλεκτική, αλλά είναι κενή από περιεχόμενο» (Ε. B. Ιλιένκοφ: Διαλεκτική Λογική, σελ. 15-16, Εκδόσεις «Gutenberg»).
Έτσι «Το όλον είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα των μερών του» μας λέει ο Αριστοτέλης.
Σε συνέχεια των μελετών της Κοινωνικής Ψυχολογίας, που διερευνά τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις διεργασίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, η Συστημική Διαλεκτική θεωρία και θεραπεία καταπιάνεται και αυτή με την έρευνα των ανθρώπινων συστημάτων, ξεκινώντας από αυτό της οικογένειας, ως ομάδας ισχυρής διαμορφωτικής επιρροής στην προσωπικότητα του ανθρώπου, αλλά επεκτεινόμενη και σε ευρύτερα μικρο και μακρό-συστήματα όπως αυτά της γειτονιάς, της κοινότητας, των ομάδων ένταξης του καθενός/μιάς, της εργασίας, της κοινωνικής τάξης, του πολιτισμού, της κοινωνίας και ολόκληρης της ανθρωπότητας συμπεριλαμβάνοντας τα σε μια ολιστική, εμπλουτισμένη θεώρηση του ανθρώπου του περιβάλλοντος και των ομάδων του.
Συνεπώς το κάθε σύστημα είναι μέρος ενός ευρύτερου συστήματος, σε μια οργανωμένη διαλεκτική και ιεραρχική σχέση και σε συνεχή αλληλεπίδραση μαζί του.
Για παράδειγμα, ο άνθρωπος ως άτομο είναι μέρος του συστήματος της οικογένειας, η οποία ανήκει στο ευρύτερο σύστημα της κοινότητας, η οποία ανήκει στο ευρύτερο σύστημα της κοινωνίας, η οποία με τη σειρά της ανήκει στο σύστημα της ανθρωπότητας (Βασιλείου, 1987).
Συνεπώς ο άνθρωπος, τόσο ως βιολογικό όσο και ως πνευματικό και κοινωνικό ον, αποτελεί από μόνος του ένα πολύπλοκο, ανοικτό, με πολλά υποσυστήματα, σύστημα, αλλά ταυτόχρονα γίνεται νοητός ως στοιχείο του συστήματος οικογένεια, η οποία νοείται επίσης ως στοιχείο μιας ευρύτερης κοινότητας, και στη συνέχεια μιας οικιστικής μονάδας, αυτής νοουμένης ως στοιχείο μιας πόλης, ενός έθνους και ενός πολιτισμού που αλληλοσυσχετίζονται με το σύστημα των εθνών/πολιτισμών που δρουν ως σύστημα πλανήτης Γη, στοιχείο του ηλιακού μας συστήματος, υποσύστημα του Γαλαξία μας, που κι’ αυτός με τη σειρά του αποτελεί υποσύστημα «του κόσμου του Μέγα», του ενός αναρχοατελεύτητου και μοναδικού Σύμπαντος.(Λάμπου,2021).
Με τη στροφή από το μεριστικό στο ολιστικό και από την ατομική στη συλλογική ευθύνη αποφεύγεται η απόδοση κατηγοριών και επικρίσεων, επομένως η ενοχοποίηση ορισμένων μόνο ατόμων και καταργείται η καρτεσιανή γραμμική απόδοση της αιτίας, η οποία αντυικαθίσταται από την κυκλική αιτιότητα, που καταδεικνύει πιο ολοκληρωμένα τη πολυπλοκότητα, συνθετότητα και την αλληλεξάρτηση της κουλιούρας, των στάσεων και συμπεριφορών (Schlippe&Schweitzer, 2008,Παπαδιώτη-Αθανασίου &Σοφτά-Nall, 2006, Goldenberg, &Goldenberg, 2000).
Έτσι όπως έχουμε ήδη αναφέρει και παραπάνω, γενικά, ως σύστημα νοείται ένα σύνολο στοιχείων σε ανοιχτή ή κλειστή, σε απλή ή σύνθετη διάταξη (δομή) τα οποία άμεσα ή έμμεσα αλληλοσυσχετίζονται μεταξύ τους (διάδραση) προκειμένου να μετασχηματίσουν (λειτουργία/δράση) κάποιες εισροές σε κάποιες εκροές αναγκαίες για την επιβίωση και εξέλιξη του ανθρώπου, της κοινωνίας και της ανθρωπότητας.
Στοιχεία ενός συστήματος μπορούν να είναι όντα, πρόσωπα, φυσικό περιβάλλον, πράγματα, σχέσεις, θεσμικές οντότητες κ. λπ.
Όλα τα συστήματα, όπως και να οριστούν βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση.
Το σύνολο των συστημάτων που αλληλοεπιδρούν διακριτά πάνω σε κάποιο συγκεκριμένο σύστημα ονομάζεται Περιβάλλον του συστήματος.
Η συνδυασμένη ανάλυση της σχέσης του επιμέρους στοιχείου με το όλον σύστημα αποτελεί, όπως είναι γνωστό χαρακτηριστικό της Συστημικής (Διαλεκτικής)Προσέγγισης, η οποία διευρύνεται σε Ολιστική Προσέγγιση, ως ανάλυση της σχέσης μεταξύ περισσότερων συστημάτων νοουμένων ως Όλον.
Η Συστημική Διαλεκτική Προσέγγιση αποτελεί μέθοδο μελέτης μιας οντότητας ή ενός φαινομένου θεωρούμενης ως σύστημα, το οποίο αλληλοεπιδρά, ανάλογα με το δυναμικό του φορτίο, με άλλα συστήματα του στενού και ευρύτερου περιβάλλοντός του.
Τέλος τα συστήματα διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
α. στα αμιγώς φυσικά συστήματα τα οποία υπακούουν στους αναλλοίωτους φυσικούς νόμους της γέννησης, της ακμής, της παρακμής και του θανάτου, με την έννοια του πρώτου νόμου της θερμοδυναμικής, σύμφωνα με την οποία ύλη και ενέργεια υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, όπως μας δίδαξε ο Ηράκλειτος ως πυρ αείζωον που ανάβει κα σβήνει με μέτρο και συνεπώς δεν χρειάζονται δημιουργό ούτε και καταστρέφονται, απλά αλλάζουν μορφή.
β. στα αμιγώς θεσμικά κοινωνικά συστήματα τα οποία κινούνται στη βάση κανόνων και προδιαγραφών με αρχή, μέση και τέλος που ορίζονται από την εκάστοτε εξουσία που τα θεσμοθετεί, και
γ. στα μικτά συστήματα (όπου αΧβΧγn>α+β+γn) που λειτουργούν στη βάση ενός συνδυασμού κοινωνικών και φυσικών νόμων που υπαγορεύονται από τον εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, ως προς το κοινωνικό μέρος τους, σε γόνιμη ή μη συνεργασία με τους φυσικούς νόμους ως προς το φυσικό τους μέρος.
Μιλώντας για φυσικά, κοινωνικά και μικτά συστήματα ο διαλεκτικός φιλόσοφος της επιστημολογίας ΈβαλντΙλιένκοφ, στη Διαλεκτική Λογική του, επιστρέφει στην αντίληψη του Μαρξ για τη φύση ως το ανόργανο σώμα του ανθρώπου και σημειώνει: «Οι νόμοι της ανθρώπινης δραστηριότητας είναι συνεπώς πριν απ’ όλα νόμοι του φυσικού υλικού από το οποίο οικοδομήθηκε το “ανόργανο σώμα του ανθρώπου”, το αντικειμενικό υλικό σώμα του πολιτισμού, δηλαδή οι νόμοι κίνησης και αλλαγής των φυσικών αντικειμένων, που μετατράπηκαν σε όργανα του ανθρώπου, σε στιγμές της διαδικασίας παραγωγής της υλικής ζωής της κοινωνίας… Γι’ αυτό οι γενικοί νόμοι της αλλαγής της φύσης από τον άνθρωπο αποδεικνύονται και γενικοί νόμοι αλλαγής της ίδιας της φύσης, που αποκαλύφθηκαν από τη δραστηριότητα του ανθρώπου… Οι καθολικοί νόμοι αλλαγής της φύσης από τον άνθρωπο αποτελούν επίσης καθολικούς νόμους της φύσης, σύμφωνα με τους οποίους και μόνο, ο άνθρωπος μπορεί να την αλλάζει με επιτυχία. Από τη στιγμή που θα συνειδητοποιηθούν, εμφανίζονται επίσης σαν νόμοι της νόησης, σαν λογικοί νόμοι». (Ε. Β. Ιλιένκοφ, Διαλεκτική Λογική, εκδ. Gutenberg, σελ. 215).
Το πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου ζει και αναπτύσσεται o άνθρωπος και οι ομάδες του, μπορεί να επηρεάζει διακριτικά αλλά σε βάθος την προσωπικότητα του ατόμου/προσώπου, αφού καθορίζει το ρόλο του μέσα στην κοινωνία, τους αποδεκτούς τρόπους έκφρασης των συναισθημάτων, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, τη στάση μας απέναντι στη ζωή και το θάνατο κ.α.
Έτσι η αμεσότερη και πληρέστερη διάγνωση των ανθρώπινων δυσλειτουργιών έγκειται στην εξέταση τους μέσα στο συνολικό τους πλαίσιο(Βασιλείου & Βασιλείου,1983).
Συνοψίζοντας: Η Συστημική Διαλεκτική Προσέγγιση είναι ένα ενοποιητικό, φιλοσοφικό πλαίσιο εννοιών. Βασίζεται στον ολισμό και όχι στον αναγωγισμό, δηλαδή στη μελέτη ενός συστήματος αποκλειστικά με αναγωγή του στα δομικά του μέρη. Υιοθετεί μία δυναμική και σχεσιακή αντίληψη του κόσμου και προτείνει τη μετατόπιση της έννοιας της σκοπιμότητας από τα άτομα προς τα συστήματα στα οποία ανήκουν.
Η Συστημική Διαλεκτική Προσέγγιση(ΣΔΠ) με την διεπιστημονική σύνθεση της έρχεται σε αντίθεση με την δογματική, μηχανιστική και διχοτομική παράδοση της μεταφυσικής φιλοσοφίας, που οδηγούσε πάντοτε στη σύλληψη δύο αντιτιθέμενων και ξεχωριστών πόλων, π.χ. υποκείμενο-αντικείμενο, άτομο-κοινωνία, σώμα-πνεύμα, εξωτερικό-εσωτερικό.
Είναι η μέθοδος που καθοδηγεί τα ανθρώπινα συστήματα (οικογένειες ομάδες και οργανισμούς), αλλά και τα μέλη τους, σε μία γόνιμη διαδικασία μάθησης και αλλαγής, ώστε να επιβιώνουν με περισσότερη συνεργασία-αρμονία, επιτυχία και υγεία. Κατανοεί τα ατομικά προβλήματα ως συστημικά, βοηθώντας έτσι, ταυτόχρονα και τα άτομα και τα συστήματα.
Με άλλα λόγια αφορά τη δημιουργία νέων συνθέσεων για τον εαυτό μας, παράλληλα με την αλλαγή της προσωπικής μας κουλτούρας και του προσωπικού μας πλαισίου αναφοράς.
Τα θέματα που εστιάζουν περισσότερο την προσοχή τους οι άνθρωποι αφορούν τη διεργασία ψυχικής ωρίμανσης, δηλαδή την προσωπική διαφοροποίηση, ανάπτυξη και ωριμότητα τους, καθώς και τη λειτουργική τους εναρμόνιση στην κοινωνία, στην εργασία, στις σχέσεις, στο γάμο και στην οικογένεια.
Έτσι η ίδια η ψυχοθεραπευτική διεργασία συνιστά μια διεργασία μετασχηματισμού της εμπειρίας, μια διεργασία δηλαδή όπου ο άνθρωπος αναστοχάζεται τις εμπειρίες του, δημιουργώντας μέσω αυτών μια καινούρια γνώση.
Οι εμπειρίες αυτές διατρέχουν οριζόντια και κάθετα τη ζωή του ανθρώπου, αφορούν με λίγα λόγια τόσο την καθημερινή του λειτουργία, όσο και το γενεαλογικό και ιστορικό πλαίσιο αναφοράς του, εστιάζοντας συγχρόνως και στις αναφορές του στο μέλλον, δηλαδή τις προσδοκίες και τους στόχους του.
Το ζητούμενο λοιπόν παραμένει, όπως σημειώνει ο Κ Λάμπου(2021),να κάνουμε ορατό το κοινωνικό σύστημα με την ενεργό συμμετοχή μας στα δημόσια πράγματα, όμως, όχι ως οπαδοί, αλλά ως ενεργοί Πολίτες που διεκδικούν να αλλάξουν προς το καλύτερο τις εξελίξεις, κάτι που, βεβαίως, δεν μπορεί να συμβεί χωρίς την αλλαγή της σχέσης της κοινωνίας με τα μέσα παραγωγής, χωρίς την αντικατάσταση των υποκειμένων που παίρνουν τις αποφάσεις από την ίδια την κοινωνία στο σύνολό της.
Και ο αείμνηστος Δημητρίου Σωτήρης συμπληρώνει: «Η κρίση της οικονομικής λειτουργίας, της χαρακτηριστικής λειτουργίας του βιομηχανικού πολιτισμού, αποτελεί την άμεσα ορατή ένδειξη αποδόμησης του όλου συστήματος. Άρα βρισκόμαστε στην ιστορική καμπή της αλλαγής πολιτισμού […] συνεπώς, μοναδική ιστορική έξοδος από την παγκόσμια κρίση, είναι η ανατροπή και η αναδόμηση του συστήματος. Έχουν αναπτυχθεί πλέον οι τεχνικές προϋποθέσεις γι’ αυτήν […] Για να σχηματίσουμε μια ολιστική εικόνα της κρίσης, μπορούμε να αντικρίσουμε την ανθρώπινη κοινωνία με όρους συστήματος. Ο πληρέστερος τρόπος για την εξέτασή της είναι η συστημική ανάλυση. Δηλαδή, να θεωρήσουμε τον κοινωνικό-πολιτισμικό σχηματισμό ως σύστημα ανώτερης οργάνωσης, μεταβαλλόμενο και δυναμικό, που αναπτύσσεται αντλώντας ύλη/ενέργεια από τα κατώτερα συστήματα του περιβάλλοντος(βιολογικά, οικολογικά) και αποδίδοντας σ’ αυτά πληροφορία με τη μορφή διαχείρισης και μετασχηματισμού του.[..] Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε κάτι που είναι υποτιμημένο από τις κοινωνικές αναλύσεις και έρευνες: Την επίδραση των κοινωνικό-ιστορικών όρων στη διαμόρφωση του ψυχισμού.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιρροή των ιστορικών και κοινωνικών όρων στη διαμόρφωση της ψυχολογίας των ανθρώπων διαμέσου της κουλτούρας. Πιο συγκεκριμένα, ενδιαφέρει η ισχυρή επίδραση που ασκεί το χρήμα στην ατομική ψυχολογία» (Σωτήρης Δημητρίου,2014).
Η συστημική προσέγγιση του ανθρώπου, της ομάδας και της κοινωνίας του επειδή είναι διαλεκτική αναστοχαστική και διαλογική, μπορεί να συμβάλλει με την ολιστική προοπτική της στην σταδιακή και ριζική αναμόρφωση του κόσμου μας, στο βαθμό που ο καθένας μας θα απελευθερώνεται από θρησκευτικές και εξουσιαστικές ιδεολογικές αγκυλώσεις και θα συνθέτει και σμιλεύει στο ατομικό και συλλογικό φαντασιακό του τον πολιτισμό της ειρήνης και της κοινωνικής ισότητας.
Συνεπώς, όπως αναφέρει ο Κ. Λάμπου(2014), η κριτική συστημική διαλεκτική σκέψη ως θεωρία, πρακτική και η συστημική οικογενειακή συμβουλευτική με προοπτική την ολιστική συστημική αντιμετώπιση τέτοιας φύσης προβλημάτων, στα πλαίσια ενός λ. χ. επιστημονικού κλάδου της θεωρητικής και εφαρμοσμένης κοινωνιολογίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς ή εναλλακτικά της ψυχο-κοινωνιολογίας, αντί του θολού «ψυχολογία», θα μας επέτρεπε να οραματιζόμαστε και να αγωνιζόμαστε για ένα κόσμο της κοινωνικής ισότητας και για τον homohumanisticusuniversalis και με αυτήν την έννοια μπορούμε να παραφράσουμε τον CharlesWestChurchman που θεωρούσε ότι «η συστημική προσέγγιση δεν είναι μια κακή ιδέα» και να υπερθεματίσουμε λέγοντας πως: «Η συστημική διαλεκτική προσέγγιση είναι μια πολύ καλή, κοινωνικά χρήσιμη και απελευθερωτική ιδέα».
Έτσι είναι σημαντικό να εστιάσουμε την προσοχή μας στη συνολική εικόνα, στο πλαίσιο μιας διαλεκτικής συστημικής προσέγγισης και στο γεγονός ότι από τα τρία πλαίσια άσκησης ηγεμονίας (το οικονομικό, το γεωπολιτικό-στρατιωτικό και το πολιτισμικό), το πολιτισμικό είναι εκείνο που παρέχει σ’ ένα ηγεμονικό καθεστώς την συλλογική νομιμοποίηση, η οποία του εξασφαλίζει την συναίνεση των πολιτών και των υπηκόων – και συνεπώς, την σχετική ιστορική του σταθερότητα.
Άρα, καθίσταται περισσότερο επίκαιρη από κάθε άλλη ιστορική περίοδο, η δήλωση του Οδυσσέα Ελύτη με αφορμή την βράβευσή του για το Νόμπελ Λογοτεχνίας :
«Είναι η βαρβαρότητα. Την βλέπω να ‘ρχεται μεταμφιεσμένη, κάτω από άνομες συμμαχίες και προσυμφωνημένες υποδουλώσεις.
Δεν θα πρόκειται για φούρνους του Χίτλερ ίσως, αλλά για μεθοδευμένη και οιονεί επιστημονική καθυπόταξη του ανθρώπου. Για τον πλήρη εξευτελισμό του. Για την ατίμωσή του…».
Επίσης επίκαιρη είναι και η δήλωση του Γουίλιαμ Μπάροουζ: «Η μέθοδος για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο ή ένα έθνος είναι να σταματήσεις τα όνειρά του. Με τον ίδιο τρόπο που οι λευκοί αντιμετωπίζουν τους ινδιάνους: σκοτώνοντας τα όνειρά τους, τη μαγεία τους, τα προγονικά τους πνεύματα».
Οι δυνάμεις της Εργασίας, της Επιστήμης και του Πολιτισμού, ζώντας στο περιθώριο του εκάστοτε συστήματος εξουσίας αναγκάζονται εκ των πραγμάτων να αναζητούν, να οραματίζονται και να αγωνίζονται για εναλλακτικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης(Κ. Λάμπου,2021).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Βασιλείου, Γ. (1987). Ο άνθρωπος ως σύστημα: Μια παρουσίαση για τον παιδοψυχίατρο. Στο Ι. Τσιάντης& Σ. Μανωλόπουλος (Επιμ.), Σύγχρονα θέματα παιδοψυχιατρικής, τομ. 1, μερ. 3,.Αθήνα: Καστανιώτης.
2. Δημητρίου Σωτήρης, (2014), «Η έρευνα για την κρίση» (2010-2014), εκδ. Κέδρος.
3. Goldenberg, I. &Goldenberg, H. (2000). Oικογενειακή θεραπεία. Μια επισκόπηση. Αθήνα: Εκδόσεις Έλλην.
4.Ε. B. Ιλιένκοφ,(1983), Διαλεκτική Λογική, Εκδόσεις «Gutenberg»
5.Λάμπος Κώστας, 27-28/11/2021, Κείμενο που παρουσιάστηκε στην επιστημονική Διαδικτυακή Διημερίδα της Συστημικής Εταιρείας Βόρειας Ελλάδας, Σχέσεις παραγωγής και συστήματα εξουσίας με θέμα: Ποιος έχει τον τελευταίο λόγο; Εξουσίες, Συστήματα και Σχέσεις.
6.Παπαδιώτη Αθανασίου, Β. &Σοφτά – Nall, Λ. (2006). Οικογενειακή συστημική θεραπεία, βασικές προσεγγίσεις, θεωρητικές θέσεις και πρακτική εφαρμογή. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
7. Schlippe, A., Von, &Schweitzer, J. (2008). Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας και Συμβουλευτικής. Θεσσαλονίκη: UniversityStudioPress.
8.Vassiliou G, VassiliouV,(1983),On Diogenes Search: Outline a Dialectic-Systemic Approach Concerning the Functioning of Anthropos and his Syprasystems. In Routledge M, Keagan P(ed)The Evolution of Group Analysis, London.