Ενόψει των εκλογών στην Ολλανδία στις 17 Μάρτη, με το βλέμμα στραμμένο στις προοπτικές για την Αριστερά της χώρας, αναδημοσιεύουμε έναν απολογισμό της κρίσης στην οποία έχει βρεθεί το Σοσιαλιστικό Κόμμα, που σε μια προηγούμενη περίοδο παρουσιάστηκε ως "ιστορία επιτυχίας" της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Είναι χρήσιμο για την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της φετινής εκλογικής μάχης, ενώ περιέχει και χρήσιμα συμπεράσματα για την υπόλοιπη Αριστερά. -Rp

Στα τέλη της δεκαετίας του 2000, το ολλανδικό Σοσιαλιστικό κόμμα [ολλ. Socialistische Partij, SP] ήταν μια ιστορία επιτυχίας, έχοντας εξελιχθεί από μια μικρή μαοϊκή οργάνωση σε ένα κόμμα 50.000 μελών. Ωστόσο μια διάσπαση με τη Νεολαία του και η συζήτηση για πιθανό συνασπισμό με δεξιούς έχουν αποθαρρύνει τους ακτιβιστές του -ενώ παράλληλα έχουν δείξει τους κινδύνους της απομάκρυνσης  ενός κοινοβουλευτικού κόμματος από τα εργατικά και τα κοινωνικά κινήματα.

Το ολλανδικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (SP) ήταν από καιρό μία από τις επιτυχημένες προσπάθειες της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Ξεκινώντας ως μια μαοϊκή οργάνωση τη δεκαετία του 1970, κατάφερε να αποκτήσει παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή τη δεκαετία του 1990, ακόμα και όταν τα κομμουνιστικά κόμματα κατέρρεαν και η σοσιαλδημοκρατία υιοθετούσε τον νεοφιλελευθερισμό σε ολόκληρη την ήπειρο. [[1]]

Με την αλλαγή της χιλιετίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα «ανοίχτηκε» στα κοινωνικά κινήματα και καθιερώθηκε ως σημείο αναφοράς για τους αριστερούς ακτιβιστές. Τα μέλη του αυξήθηκαν ραγδαία και στα τέλη της δεκαετίας του 2000, είχε 50.000 μέλη, δηλαδή τα διπλάσια σε σχέση με 10 χρόνια πριν. Το 2006 κέρδισε πάνω από το 16% των ψήφων.

Ωστόσο παρά τις προηγούμενες επιτυχίες του, σήμερα οι προοπτικές του SP δεν φαίνονται καλές. Η Ολλανδία διεξάγει γενικές εκλογές τον Μάρτιο και το SP είναι διχασμένο και αβέβαιο για τον τρόπο που θα αντιστρέψει την πρόσφατη υποχώρησή του.

Μειούμενη ελκυστικότητα

Πολλοί ακτιβιστές του SP είναι απαισιόδοξοι. Τα μέλη έχουν μειωθεί κατά 18.000 τα τελευταία δέκα χρόνια και η υποστήριξη του κόμματος στις εθνικές εκλογές έχει πέσει κάτω από 10%. Μόλις τέσσερις μήνες πριν τις εκλογές του Μαρτίου, η ηγεσία του κόμματος έκοψε την υποστήριξή του στην νεολαία του κόμματος, ROOD, κατηγορώντας τη ότι έχει υποστεί διείσδυση από ριζοσπάστες κομμουνιστές και ότι παραβιάζει τους κομματικούς κανόνες. Είχε προηγηθεί η διαγραφή ορισμένων ακτιβιστών που κατηγορήθηκαν ότι ήταν μέλη του Mαρξιστικού Φόρουμ (Marxist Forum) ή/και της Κομμουνιστικής Πλατφόρμας (Communist Platform), δύο ομάδων που δραστηριοποιούνταν εντός του SP και η ηγεσία χαρακτήρισε ως «αντίπαλα» πολιτικά κόμματα. [[2]]

Η διαφωνία εναντίον αυτών των μέτρων είναι διάχυτη και στο συνέδριο όπου το Σοσιαλιστικό Κόμμα διαμόρφωσε το πρόγραμμά του για τις προσεχείς εκλογές, πάνω από το ένα τρίτο του κόμματος εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτά τα βήματα. Αυτή η σύγκρουση μεταξύ της ηγεσίας και της Νεολαίας ROOD, ενέτεινε τις προϋπάρχουσες διαφωνίες σχετικά με τις εκτιμήσεις της πτωτικής πορείας του SP τα τελευταία χρόνια, το πώς μπορεί να ανακάμψει και το ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητές του.

Με αυτή την έννοια, το SP αντιμετωπίζει ερωτήματα παρόμοια με εκείνα που αντιμετώπισαν άλλα κόμματα στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, όπως ποιες συμμαχίες και ποιοι συμβιβασμοί μπορούν να ωφελήσουν τη σοσιαλιστική πολιτική μακροπρόθεσμα -και υπό ποιες συνθήκες μπορεί ένα σοσιαλιστικό κόμμα να αναλάβει κυβερνητικό ρόλο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η σύγκρουση μεταξύ της ROOD και της ηγεσίας του κόμματος κλιμακώθηκε όταν η οργάνωση της νεολαίας δημοσίευσε σε ανακοίνωση την αντίθεσή της στη συμμετοχή του SP σε κυβερνητικό συνασπισμό όπου συμμετέχει η Δεξιά.

Οι Ολλανδικές κυβερνήσεις αποτελούνται παραδοσιακά από συνασπισμούς πολλών διαφορετικών κομμάτων που μαζί συγκροτούν πλειοψηφία, δεδομένου του μεγάλου αριθμού κομμάτων που εκπροσωπούνται στο κοινοβούλιο. Η σημερινή ηγεσία του SP έχει δηλώσει ότι είναι πρόθυμη να εξετάσει συνασπισμούς με δεξιά κόμματα σε υποθετικές μελλοντικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένου του φιλελεύθερου Λαϊκού Κόμματος για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία [ολλ. Volkspartij voor Vrijheid en Democratie, VVD), του πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε. Το SP έχει ήδη συνεργαστεί με το VVD σε τοπικό επίπεδο και πρόσφατα διαφοροποιήθηκε από τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα υποστηρίζοντας έναν αμφιλεγόμενο περιβαλλοντικό νόμο που πρότεινε η κυβέρνηση.

Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τι συμβαίνει μέσα στο SP. Το κόμμα έχει μια διαβόητη κάθετη ιεραρχική δομή, που κληρονόμησε εν μέρει από το παρελθόν του ως μαοϊκή οργάνωση, ενώ απαγορεύει τις φράξιες και τις οργανωμένες τάσεις στο εσωτερικό του. Επιπλέον, καθώς η συμμετοχή του κόμματος σε τοπικές κυβερνήσεις και δημοτικά συμβούλια αυξήθηκε παράλληλα με το δικό του κομματικό μηχανισμό, επαγγελματικά στελέχη που συχνά είναι ταυτόχρονα και εκλεγμένοι αντιπρόσωποι σε θεσμούς ή εργάζονται στο επιτελείο τους, συγκεντρώνουν όλο και περισσότερο στα χέρια τους τις πληροφορίες και τη λήψη αποφάσεων. Η απουσία συζήτησης σε ολόκληρο το κόμμα ή συμμετοχής της βάσης σημαίνει ότι οι πολιτικές του κόμματος αποφασίζονται από μικρές άτυπες ομάδες.

Ένα παράδειγμα αυτής της λειτουργίας είναι η θέση του κόμματος για συμμετοχή σε κυβερνητικό συνασπισμό. Μία πρόσφατη πρόταση απόφασης που ζητούσε να διεξαχθεί συζήτηση στο SP  σχετικά με αυτό το ζήτημα απορρίφτηκε με το επιχείρημα ότι ήταν «πολύ νωρίς» για μια τέτοια συζήτηση. Ωστόσο λίγο μετά από αυτό, η ηγεσία άλλαξε τη θέση της χωρίς να προηγηθεί συζήτηση, καθώς μετακινήθηκε από τη στάση αντίθεσης σε συνασπισμό με το VVD στην αποδοχή του ως πιθανότητα.

Εκλογές και Kοινωνικά κινήματα

Οι πρόσφατες απογοητεύσεις δημιούργησαν αυτό που μπορούμε να περιγράψουμε σε γενικές γραμμές ως δύο διαφορετικές ομάδες στην ηγεσία του SP.

Η μία ομάδα επιμένει στην ανάγκη να παρουσιάζεται το κόμμα ως αξιόπιστος κυβερνητικός εταίρος για τις δυνάμεις στα δεξιά του. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης, το SP ήδη πριν από μερικά χρόνια προσχώρησε σε τοπικές διοικήσεις, όπως στο Άμστερνταμ, όπου εντάχθηκε σε ένα συνασπισμό με τα κόμματα της Δεξιάς που απέκλειε το Εργατικό Κόμμα. Μια άλλη ομάδα ηγετικών στελεχών του SP, αν και δεν αντιτίθεται από θέση αρχής σε τέτοιους συνασπισμούς, παρ’ όλα αυτά επιμένει στην ανάγκη ενός πιο ακτιβίστικου προφίλ για το κόμμα και υιοθετεί μια πιο παραδοσιακή σοσιαλιστική ρητορική.

Η διαφωνία μεταξύ των «υποστηρικτών συνασπισμών» και των «ακτιβιστών» αφορά ουσιαστικά το πώς πρέπει να παρουσιάζεται το SP στους ψηφοφόρους: Ως «υπεύθυνο» κόμμα που είναι  κατάλληλο για διακυβέρνηση και λειτουργία μέσα στους περιορισμούς της παραδοσιακής πολιτικής, ή ως κόμμα αφοσιωμένων αντιπολιτευτικών αγωνιστών. Η πιο σημαντική «υποστηρίκτρια συνασπισμών» είναι η Lilian Marijnissen, πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος. Είναι η κόρη του Jan Marijnissen, του ιστορικού ηγέτη του κόμματος υπό την ηγεσία του οποίου το SP έγινε πανεθνική δύναμη. Ένας σημαντικός εκπρόσωπος της «ακτιβίστικης» γραμμής ήταν ο Ron Meyer, πρώην πρόεδρος του κόμματος. Ο Meyer, ένα πρώην συνδικαλιστικό στέλεχος, αποχώρησε από τη θέση του στο κόμμα μετά την αποτυχία της καμπάνιας των ευρωεκλογών του 2019.

Ωστόσο, παρά τις διαφορές τους, και οι δύο ομάδες επικεντρώνονται στις εκλογές ως διέξοδο από τη δύσκολη θέση του SP. Η οικοδόμηση ανεξάρτητων κοινωνικών κινημάτων ως αυτοτελής στόχος  ή ως μέρος μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής δεν αποτελεί μέρος του οράματος καμίας από τις δύο ομάδες.

Πραγματικά, πολλοί ακτιβιστές του SP πιστεύουν ότι ο τρέχων προσανατολισμός του κόμματος το απομονώνει από τα κοινωνικά κινήματα. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές όσον αφορά τις κινητοποιήσεις γύρω από τον ρατσισμό και την κλιματική αλλαγή. Το SP ήταν πάντα αδύναμο στο ζήτημα του αντιρατσισμού, καθώς το θεωρούσε δευτερεύον ζήτημα, αλλά η αδιαφορία του για την καταπολέμηση του ρατσισμού γίνεται ολοένα και πιο προφανής καθώς αυτό το θέμα παίρνει  μεγαλύτερες διαστάσεις και αποκτά αυξημένη σημασία στην Ολλανδική πολιτική.

Η Ολλανδική ακροδεξιά έχει ενισχυθεί δραματικά, τροφοδοτώντας και ενθαρρύνοντας την ισλαμοφοβία και άλλες μορφές ρατσισμού [3]. Ως απάντηση, υπήρξαν σημαντικές αντιρατσιστικές κινητοποιήσεις και αυξημένη πολιτική συζήτηση για τον ρατσισμό. Αλλά το SP δεν συμμετέχει σε αυτές τις εξελίξεις. Στα υλικά «εκπαίδευσης» των μελών του, το SP αντιπαραβάλει την «ταξική πάλη» σε αυτό που αποκαλεί «φυλετική πάλη».

Σημαντικές κινητοποιήσεις που προσελκύουν πολλούς νέους ανθρώπους έχουν επίσης πραγματοποιηθεί γύρω από το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής, αλλά και σε αυτό το μέτωπο το κόμμα παρέμεινε αμέτοχο. Η συμμετοχή επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στις αποφάσεις των τοπικών οργανώσεων και της ROOD.

Για αρκετούς ανθρώπους, οι ανησυχίες για το ζήτημα του ρατσισμού και της κλιματικής αλλαγής είναι το πρώτο βήμα μιας ευρύτερης πολιτικοποίησης –αλλά δεν θα τους φαινόταν λογική επιλογή το να ενταχθούν στο υπαρκτό SP.

Όταν το SP απέχει από τέτοιες κινητοποιήσεις, δεν το κάνει λόγω έλλειψης δυνατοτήτων. Πρόκειται περισσότερο για στρατηγική επιλογή, που έχει ως κίνητρο την ιεράρχηση των εκλογικών αποτελεσμάτων ως μεγαλύτερη προτεραιότητα και τους υπολογισμούς της κομματικής ηγεσίας ως προς το τι θα φέρει περισσότερες ψήφους. Τα πολιτικά μέτρα αντιμετώπισης του ρατσισμού και της κλιματικής αλλαγής θεωρούνται πολύ «αμφιλεγόμενα» για τους (δυνητικούς) ψηφοφόρους του SP.

Ο πρώην δημοτικός σύμβουλος του SP, Mahmut Erciyas [*], περιγράφει αυτήν τη στρατηγική ως προσπάθεια «συνδυασμού προοδευτικών κοινωνικοοικονομικών πολιτικών με τον πολιτιστικό συντηρητισμό». Τα μέλη του κόμματος παραπονούνται ότι οι εταιρείες μάρκετινγκ και οι εμπειρογνώμονες δημοσίων σχέσεων είχαν περισσότερο λόγο στον καθορισμό αυτής της πορείας από τους αγωνιστές της βάσης. Όταν τα μέλη κατάφεραν να κατοχυρώσουν το ζήτημα της καταπολέμησης του ρατσισμού ως προτεραιότητα σε ένα πρόσφατο κομματικό συνέδριο, αυτό δεν είχε κάποια πρακτική συνέχεια.

Ο Erciyas ήταν για χρόνια δημοτικός σύμβουλος στην πόλη Oss, η οποία είναι ένας από τους προμαχώνες του SP, και η πόλη όπου η Lilian και ο Jan Marijnissen ξεκίνησαν την πολιτική τους σταδιοδρομία. Το Oss είναι ένα τυπικό προπύργιο του SP: μεσαίου μεγέθους πόλη, στον πρώην καθολικό νότο της χώρας, με κατά κύριο λόγο λευκό πληθυσμό και χωρίς ισχυρή αριστερή παράδοση.

Η δυσαρέσκεια για τον τρέχοντα πολιτικό προσανατολισμό του SP είναι ιδιαίτερα έντονη στις μεγαλύτερες, πιο φυλετικά ποικιλόμορφες πόλεις, όπως στο Ρότερνταμ (η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της χώρας) και στο Άμστερνταμ.

«Ο σημερινός πολιτικός προσανατολισμός του SP είναι αδιέξοδος, δεν συνδέεται με την πραγματικότητα της διαφορετικότητας μέσα στην εργατική τάξη, ειδικά όπως αυτή υφίσταται στις μεγαλύτερες πόλεις», λέει ο Erciyas.

Άλλοι ακτιβιστές του SP επικρίνουν τον προσανατολισμό της ηγεσίας με παρόμοιους όρους, λέγοντας ότι προσπαθεί να απευθυνθεί σε μια ξεπερασμένη εκδοχή καρικατούρας της εργατικής τάξης που αποτελεί στην ουσία ένα μόνο κομμάτι της. Με προτάσεις όπως το προαπαιτούμενο  άδειας εργασίας για άτομα από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το SP «επαναλαμβάνει τα λάθη που κάναμε απέναντι στους Τούρκους και Μαροκινούς μετανάστες εργάτες», λέει ο Ercyias. «Προσπαθούμε να κρατήσουμε μακριά τους Πολωνούς εργάτες, αντί να υποστηρίξουμε σθεναρά τον αγώνα τους για μια καλύτερη ζωή».

Μεταξύ των συνδικαλιστών, το SP είναι ένα από τα πιο δημοφιλή κόμματα -μαζί με το Εργατικό Κόμμα, αλλά και εδώ το κόμμα δεν είναι μια ισχυρή, οργανωμένη δύναμη. Το SP διέλυσε τις εργατικές δομές του στους χώρους δουλειάς πριν από χρόνια.

Σύμφωνα με τον Gus Ootjers, ένα από τα διαγραμμένα μέλη του SP, το κόμμα αφήνει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία να οργανώσει τους υποστηρικτές του στην εργατική τάξη. «Υπάρχουν πολλά μέλη του SP που είναι επίσης ενεργοί συνδικαλιστές, αλλά η ηγεσία του κόμματος δεν θέλει να αναπτύξει μια στρατηγική για τα συνδικάτα. Το κόμμα δεν εμπλέκεται σε εξελίξεις και συζητήσεις μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και στη συνέχεια διαμαρτύρεται ότι ο προσανατολισμός του είναι πολύ δεξιός».

Μια αποτυχημένη στρατηγική

Η ιεράρχηση των εκλογικών αποτελεσμάτων και η αποφυγή δύσκολων ζητημάτων έχει οδηγήσει στο να παρουσιάζεται το κόμμα να μην έχει μια σαφή τοποθέτηση πάνω σε κεντρικά πολιτικά θέματα. Οι προσπάθειες του SP να δημιουργήσει πολιτική φυσιογνωμία μέσα από δικές του καμπάνιες, όπως αυτή για την υγειονομική περίθαλψη, δεν ήταν τόσο επιτυχημένες όσο ήλπιζε και εντάσσονταν στην προεκλογική δουλειά.[4] Ήδη από το 2006, τα προγραμματικά σημεία του SP που θεωρήθηκαν «εμπόδια» για μια πιθανή συμμετοχή στην κυβέρνηση, όπως ο ρεπουμπλικανισμός [η εναντίωση στο θεσμό της μοναρχίας] και το ζήτημα του ΝΑΤΟ, αφαιρέθηκαν από τα προεκλογικά προγράμματα του κόμματος. Οι πρόσφατες διαγραφές είναι ένα ακόμη βήμα για την ενσωμάτωση του SP στην κατεστημένη πολιτική.

Ένα ζήτημα στο οποίο το SP παίρνει όντως μια ξεκάθαρα διαφορετική θέση αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το SP προειδοποιεί για ένα «ευρωπαϊκό υπερκράτος» και απαιτεί την επιστροφή στο ολλανδικό εθνικό νόμισμα. Ωστόσο, δεν έχει ένα εναλλακτικό όραμα για τη διεθνή αριστερή συνεργασία και δίνει ανεπαρκή προσοχή στις διεθνείς εξελίξεις. Το SP ποτέ δεν εντάχθηκε στο Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, όπου συμμετέχουν δυνάμεις όπως η Die Linke στη Γερμανία. Αντίθετα, η ηγεσία του SP δίνει έμφαση στο ολλανδικό έθνος-κράτος ως το πολιτικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται.

Σε αυτή την κατεύθυνση, πριν από τις ευρωεκλογές του 2019, το SP προσπάθησε να απευθυνθεί προνομιακά σε αυτούς που ο πρώην ευρωβουλευτής του Erik Meijer αποκαλούσε «οργισμένους εκτός συστήματος». Δηλαδή τα άτομα που διαφορετικά είτε θα απείχαν είτε θα ψήφιζαν υπέρ του ακροδεξιού PVV του Geert Wilders. Αλλά οι προσπάθειές του να κινητοποιήσει το αντι-ΕΕ αίσθημα δεν ήταν επιτυχημένες και έχασε τις δύο έδρες που είχε στο ευρωκοινοβούλιο από το 2004.

Η υποστήριξη στην προσπάθεια να παρουσιαστεί το SP ως δυνητικός κυβερνητικός εταίρος μετριάζοντας τα αιτήματά του, προέρχεται -εν μέρει- από μέλη που έχουν συμμετάσχει σε τοπικές και περιφερειακές διοικήσεις τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο αυτή η πίεση προέρχεται και από απλούς ψηφοφόρους και μέλη. Αυτό είναι λογικό, από τη στιγμή που το SP δεν παρουσιάζει κανένα μακροπρόθεσμο στόχο εκτός από την επιδίωξη καλών εκλογικών αποτελεσμάτων και τη συμμετοχή σε κυβερνήσεις με αστικά κόμματα.

Παραμένει απίθανο να ενταχθεί το SP όντως σε έναν κυβερνητικό συνασπισμό μετά τις εκλογές του Μαρτίου. Η έμφαση της ηγεσίας στην προθυμία της να συμμετέχει σε έναν τέτοιο συνασπισμό βασίζεται περισσότερο στην εκτίμηση ότι μια τέτοια ρητορική είναι απαραίτητη για να παρουσιαστεί το κόμμα στις κάλπες ως μια αποδεκτή επιλογή.

Αποφάσεις όπως η δήλωση ότι το SP είναι πρόθυμο να συνεργαστεί με τον παραδοσιακό εχθρό της Αριστεράς, το VVD, ή η αποχή από τα κοινωνικά κινήματα και η μεταχείριση του ακτιβισμού ως εργαλείου προεκλογικής εκστρατείας, απορρέουν από τον εκλογικοκεντρικό προσανατολισμό του κόμματος. Αυτό έχει οδηγήσει σε δυσαρέσκεια και απογοήτευση στις γραμμές των αγωνιστών του. Την τελευταία δεκαετία, τα μέλη μειώθηκαν κατά περισσότερο από το 1/3, και οι πρόσφατες συγκρούσεις οδήγησαν σε ακόμα περισσότερες αποχωρήσεις θυμωμένων και απογοητευμένων μελών.

Διαφορετικό περιβάλλον

Ακόμα και με τους δικούς του στενά εκλογικούς όρους, η στρατηγική του SP δεν λειτουργεί. Και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι τόσο βαθιές ώστε να μη μπορούν να λυθούν απλά από μια επιτυχημένη εκλογική εκστρατεία ή από ειδικούς στις δημόσιες σχέσεις. Το πολιτικό κλίμα έχει γίνει πιο συντηρητικό [5] και ενώ διαχειρίζεται άσχημα την επιδημία COVID, ο σημερινός πρωθυπουργός Rutte παραμένει πολύ δημοφιλής.

Υπάρχουν και άλλες αλλαγές στις οποίες το κόμμα πρέπει να ανταποκριθεί. Η επερχόμενη οικονομική κρίση μετά την πανδημία θα οδηγήσει σε νέους γύρους λιτότητας, ενώ η ένταξη μελών στις συνδικαλιστικές οργανώσεις μειώνεται έντονα. Η πιο σημαντική συνδικαλιστική ομοσπονδία, η FNV, έχασε το 7% των μελών της το 2019. Από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ολλανδία έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά εργαζομένων στην επισφάλεια. Αλλά τα συνδικάτα αδυνατούν να προσελκύσουν τους νεαρούς, επισφαλείς εργαζόμενους.

Ωστόσο, ακόμη και αν το βάρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχει μειωθεί, νέα κοινωνικά κινήματα έχουν εμφανιστεί σχετικά με το ρατσισμό και την οικολογία, και οι άνθρωποι διαφορετικού χρώματος [μη-λευκοί] έχουν οργανωθεί περισσότερο πολιτικά για να απαντήσουν στο ρατσισμό και την ακροδεξιά. Η αδιαφορία του SP για σημαντικές κοινωνικές κινητοποιήσεις, η άκαμπτη δομή του και η εχθρική του αντιμετώπιση στον ανοιχτό διάλογο, το καθιστούν απωθητικό για τους πρόσφατα πολιτικοποιημένους ακτιβιστές. Μέσα στο κόμμα, τα πιο επικριτικά μέλη φοβούνται ότι το SP θα χάσει την επαφή με τις νεότερες γενιές ακτιβιστών. Η διαμάχη με τη ROOD είναι μια δραματική απόδειξη αυτού του κινδύνου.

Στο παρελθόν, οι επιτυχίες του SP προσέφεραν νομιμοποίηση στην ηγεσία. Όμως, καθώς οι τύχες του έχουν επιδεινωθεί, η δυσαρέσκεια και η αντιπολίτευση έχουν αυξηθεί. Μερικοί σκέφτονται τον Μάρτιο να ψηφίσουν το νέο αντιρατσιστικό κόμμα Bij1 (προφέρεται «μαζί» στα ολλανδικά) που έχει επίσης ένα έντονα αριστερό οικονομικό πρόγραμμα. Οι ριζοσπάστες μέσα στο SP υποστηρίζουν ότι παρά τα όσα έχουν γίνει, ο κόσμος πρέπει να παραμείνει στο κόμμα και να προσπαθήσει να αλλάξει την πορεία του.

Η ROOD συνεχίζει τις δραστηριότητές της, ενώ απαιτεί από την ηγεσία του κόμματος να αποκαταστήσει τους δεσμούς του με την Οργάνωση Νεολαίας. Μέλη του κόμματος έχουν ξεκινήσει μια εκστρατεία οικονομικής στήριξης της ROOD και ζητούν επίσης την αποκατάσταση των δεσμών μεταξύ κόμματος-νεολαίας.

Οι ριζοσπάστες στο SP καλούν σε έναν προσανατολισμό που να δίνει προτεραιότητα στην αντιπολίτευση εντός και εκτός του κοινοβουλίου και στη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης ατζέντας. Γι’ αυτό το στόχο, απαιτείται ενεργή συμμετοχή στα κοινωνικά κινήματα και η διαμόρφωση πολιτικών θέσεων που να ενσωματώνουν τα ζητήματα των κινημάτων και τα αιτήματα της εργατικής τάξης.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν το SP συνεργαστεί και με άλλες δυνάμεις. Τα τελευταία χρόνια, το SP έχει γίνει -σύμφωνα με τα λόγια ενός ακτιβιστή- «κόμμα επίλυσης προβλημάτων», δηλαδή κόμμα που επικεντρώνεται στην ανταπόκριση σε πολιτικά ζητήματα που προκύπτουν, αλλά δεν διαθέτει δικές του εναλλακτικές προτάσεις και ένα μακροπρόθεσμο όραμά. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την περιορισμένη ορατότητα των σοσιαλιστικών ιδεών στην Ολλανδία, είναι επειγόντως απαραίτητος ο ιδεολογικός αγώνας για το ποια θα πρέπει να είναι η μορφή της κοινωνίας.

Η Ολλανδία δεν αποτελεί εξαίρεση στο παγκόσμιο μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο εκρήξεις οργής  οδηγούν σε κινητοποιήσεις που μπορεί στη συνέχεια να εξαφανιστούν χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους. Αυτό καθιστά αναγκαία την οικοδόμηση αυτού που ο Alan Sears όρισε ως νέες «υποδομές αμφισβήτησης», «το αμάλγαμα των χώρων, των δικτύων και των θεσμών στους οποίους οι ακτιβιστές αναπτύσσουν τις δυνατότητές τους να αντεπιτεθούν ενάντια στην καπιταλιστική συναίνεση λιτότητας και το στενό πλαίσιο της επίσημης πολιτικής». Αντί να προσπαθεί να απευθυνθεί σε μια υποτιθέμενα υπαρκτή εκλογική βάση (η οποία όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των εκλογών είναι περιορισμένη), το κόμμα πρέπει να προσπαθήσει να κερδίσει τους ανθρώπους σε ένα διαφορετικό όραμα.

Είναι σαφές ότι εάν το SP επιμείνει στη σημερινή πορεία του, η περαιτέρω απομόνωση και πτώση είναι αναπόφευκτες. Η επιβολή αλλαγών στον προσανατολισμό του κόμματος θα είναι ένας δύσκολος αγώνας. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαρθρωτική αδυναμία της Αριστεράς, δεν υπάρχει εγγύηση επιτυχίας.

*Συντάκτης του Grenzeloos, περιοδικού του ολλανδικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς

Σημειώσεις

[1] Βλ. Alex De Jong, Οκτώβρης 2014, “Dutch Socialist Party from Sect to Mass Party”.

[2Weekly Worker, 12 Νοέμβρη, 2020 “Bureaucratic control-freakery”, Communist Platfor “About us”.

[3Jacobin, 27 Οκτώβρη 2020 “How US Neocons Inspired the Netherlands’ New Radical Right”, 25 Μάρτη 2019 “The Decline of the Low Countries”.

[4Jacobin “Fights We Can Win”.

[5] Alex De Jong, Jacobin, 14 Μάρτη 2017 “The Right’s Model Nation”.

 

Ετικέτες