Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις και εντός της Αριστεράς, που η οικολογική διάσταση των προγραμματικών επεξεργασιών αντιμετωπίζεται είτε ως μια μορφή περιβαλλοντισμού, είτε ως ζήτημα περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Ταυτόχρονα, προβάλλεται η αντίληψη ότι, στην εποχή της κρίσης, προέχουν πιο επιτακτικές ανάγκες. Η οικολογική ατζέντα και συνολικά οι πολιτικές που άπτονται του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν πολυτέλεια έναντι της επανεκκίνησης της ανάπτυξης.

Δεν είναι λίγες οι πε­ρι­πτώ­σεις και εντός της Αρι­στε­ράς, που η οι­κο­λο­γι­κή διά­στα­ση των προ­γραμ­μα­τι­κών επε­ξερ­γα­σιών αντι­με­τω­πί­ζε­ται είτε ως μια μορφή πε­ρι­βαλ­λο­ντι­σμού1, είτε ως ζή­τη­μα πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής ευαι­σθη­σί­ας. Ταυ­τό­χρο­να, προ­βάλ­λε­ται η αντί­λη­ψη ότι, στην εποχή της κρί­σης, προ­έ­χουν πιο επι­τα­κτι­κές ανά­γκες. Η οι­κο­λο­γι­κή ατζέ­ντα και συ­νο­λι­κά οι πο­λι­τι­κές που άπτο­νται του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος απο­τε­λούν πο­λυ­τέ­λεια ένα­ντι της επα­νεκ­κί­νη­σης της ανά­πτυ­ξης.

Συχνά, οι αντι­λή­ψεις αυτές ει­κο­νο­γρα­φούν μια ελ­λι­πή κα­τα­νό­η­ση του σύγ­χρο­νου πε­ριε­χο­μέ­νου ανα­τρο­πής του τρό­που κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης της πα­ρα­γω­γής στην εποχή της συν­δυα­σμέ­νης οι­κο­νο­μι­κής-οι­κο­λο­γι­κής κρί­σης του κα­πι­τα­λι­σμού.

Η ει­δο­ποιός δια­φο­ρά με­τα­ξύ της σύγ­χρο­νης «οι­κο­λο­γι­κής κρί­σης» και γε­γο­νό­των πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κών κα­τα­στρο­φών που κα­τα­γρά­φο­νται σε προ­κα­πι­τα­λι­στι­κές πε­ριό­δους, δεν αφορά μόνο στην πλα­νη­τι­κή διά­στα­ση ή στην έκτα­ση και την έντα­ση των φαι­νο­μέ­νων, αλλά και σε μια βαθιά ποιο­τι­κή διά­κρι­ση. Κατά το ιστο­ρι­κό πα­ρελ­θόν η πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή υπο­βάθ­μι­ση συν­δε­ό­ταν, κατά κύριο λόγο, με την αντι­με­τώ­πι­ση της μό­νι­μης τάσης έλ­λει­ψης επαρ­κούς πα­ρα­γω­γή­ς2. Σή­με­ρα, η γε­νε­σιουρ­γός αιτία είναι αντί­στρο­φη. Έγκει­ται στην εκ­θε­τι­κή τάση υπερ-πα­ρα­γω­γής και στο επι­βαλ­λό­με­νο μο­ντέ­λο κα­τα­νά­λω­σης (στα κέ­ντρα του πα­γκό­σμιου κα­πι­τα­λι­σμού) που συν­δέ­ε­ται με τον εγ­γε­νή «πα­ρα­γω­γι­σμό» της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, με όρους αέ­ναης πο­σο­τι­κής με­γέ­θυν­σης (ΑΕΠ) και πα­ρα­γω­γής για τη διαρ­κή συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου, «Συσ­σω­ρεύ­ε­τε, συσ­σω­ρεύ­ε­τε! Αυτά λένε οι νόμοι και οι προ­φή­τες! [...] Συσ­σώ­ρευ­ση για τη συσ­σώ­ρευ­ση, πα­ρα­γω­γή για την πα­ρα­γω­γή [...]3».

Η μη αμ­φι­σβή­τη­ση των γε­νε­σιουρ­γών αι­τί­ων που οδη­γούν στη διεύ­ρυν­ση των κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των, στην ανι­σό­με­τρη ανά­πτυ­ξη και στο χάσμα με­τα­ξύ Βορρά και πα­γκό­σμιου Νότου και πα­ρου­σιά­ζο­νται με τους πό­λους, από τη μια της υπερ-συσ­σώ­ρευ­σης κε­φα­λαί­ου και από την άλλη της ανερ­γί­ας και της φτώ­χειας, ανα­πα­ρά­γει τη διαιώ­νι­σή τους μέσα από την αστι­κή στρα­τη­γι­κή της «επι­στρο­φής στην ανά­πτυ­ξη». Ανά­πτυ­ξη που εάν δεν ανα­τρα­πεί στον πυ­ρή­να της, υπά­γει τις κοι­νω­νι­κές ανά­γκες στην ανά­καμ­ψη των κερ­δών, επε­κτεί­νει την εξου­σία του κε­φα­λαί­ου (εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση) σε κάθε φυ­σι­κό δια­θέ­σι­μο, οδη­γώ­ντας, ταυ­τό­χρο­να, στην επι­τά­χυν­ση της οι­κο­λο­γι­κής κρί­σης.

Οι­κο­λο­γι­κή Κρίση και Αρι­στε­ρά

Ο όρος «οι­κο­λο­γι­κή κρίση», στο πλαί­σιο της Αρι­στε­ράς, εντο­πί­ζει την ιστο­ρι­κά κα­θο­ρι­σμέ­νη κρίση των σχέ­σε­ων κοι­νω­νί­ας-φύ­σης που πη­γά­ζει από την κυ­ριαρ­χία του κα­πι­τα­λι­στι­κού τρό­που πα­ρα­γω­γής.

Η ανά­σχε­ση της κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής και ευ­ρύ­τε­ρα της οι­κο­λο­γι­κής κρί­σης, δεν πη­γά­ζει από ένα κα­θή­κον ενός ιδιό­μορ­φου «ανρ­θω­πο­κε­ντρι­σμού» που ανά­γει τον άν­θρω­πο σε σω­τή­ρα της φύσης. Το δια­κύ­βευ­μα έγκει­ται στην ανά­σχε­ση μιας μη αντι­στρε­πτής με­τα­βο­λής στις συν­θή­κες της Ολό­και­νου γε­ω­λο­γι­κής επο­χής (10 -12.000 έτη) που επέ­τρε­ψε την ανά­πτυ­ξη του σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμού. Αυτό που σή­με­ρα απει­λεί­ται είναι το παρόν και το μέλ­λον των κοι­νω­νιών.

Ως εκ τού­του, η διέ­ξο­δος από τη δο­μι­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση της επο­χής καθώς επί­σης και κάθε εγ­χεί­ρη­μα κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης, για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των συλ­λο­γι­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών της πα­ρού­σας αλλά και των επερ­χό­με­νων γε­νε­ών, έχει ως προ­ϋ­πό­θε­ση την εν­σω­μά­τω­ση της οι­κο­λο­γι­κής διά­στα­σης στο επί­κε­ντρο της τα­ξι­κής σύ­γκρου­σης και της διεκ­δί­κη­σης της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας. Αντί­στρο­φα, ο επι­τα­κτι­κός σή­με­ρα οι­κο­λο­γι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός δεν μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί χωρίς έναν ταυ­τό­χρο­νο ρι­ζο­σπα­στι­κό κοι­νω­νι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της πα­ρα­γω­γής.

Η επι­τα­κτι­κή ανά­γκη ρήξης με το υπάρ­χον

Οι ανα­πτυ­ξια­κές ανι­σο­με­τρί­ες, η διεύ­ρυν­ση των κοι­νω­νι­κών ανι­σο­τή­των και η συ­γκέ­ντρω­ση της εξου­σί­ας πα­ρο­ξύν­θη­καν τις πε­ρα­σμέ­νες δε­κα­ε­τί­ες κυ­ριαρ­χί­ας του νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, παίρ­νο­ντας ακραία μορφή στην εποχή της κρί­σης που αξιο­ποιεί­ται, από τις κυ­ρί­αρ­χες ελίτ, ως ευ­και­ρία για την απο­σά­θρω­ση κάθε κοι­νω­νι­κού, ερ­γα­σια­κού και πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κού κε­κτη­μέ­νου, στο­χεύ­ο­ντας στην επέ­κτα­ση και εμ­βά­θυν­ση της εκ­με­τάλ­λευ­σης τόσο σε το­μείς δη­μό­σιων-κοι­νω­νι­κών αγα­θών, όσο και στα «κοινά» αγαθά.
Οι πο­λι­τι­κές αυτές εφαρ­μό­ζο­νται με σφο­δρό­τη­τα σε χώρες ευά­λω­τες σε οι­κο­νο­μι­κές-πο­λι­τι­κές πιέ­σεις, όπως η Ελ­λά­δα των μνη­μο­νί­ων, πάντα υπό το ιδε­ο­λό­γη­μα της προ­σέλ­κυ­σης επεν­δύ­σε­ων και της αύ­ξη­σης της «αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τας», για την απο­πλη­ρω­μή του δη­μο­σί­ου χρέ­ους και τη δη­μιουρ­γία θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας.

Πρό­κει­ται για ένα πρό­γραμ­μα ανά­τα­ξης της κερ­δο­φο­ρί­ας και επα­νεκ­κί­νη­σης της συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου, με επέ­κτα­ση του ιδιω­τι­κού τομέα και των ιδιω­τι­κών δι­καιω­μά­των ιδιο­κτη­σί­ας, σε συν­δυα­σμό με ρα­γδαία αλ­λα­γή της πρω­το­γε­νούς δια­νο­μής του προ­ϊ­ό­ντος με­τα­ξύ μι­σθών- κερ­δών, που οδη­γούν την κοι­νω­νι­κή πλειο­ψη­φία στην εξα­θλί­ω­ση. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή είναι η επι­θε­τι­κή προ­ώ­θη­ση του “success story” των εξο­ρύ­ξε­ων, ως ανα­πτυ­ξια­κού μο­ντέ­λου, από τη μνη­μο­νια­κή κυ­βέρ­νη­ση. Η στρα­τη­γι­κή αυτή, γνω­στή από τον 19ο αι., «Το κε­φά­λαιο προ­σαρ­τώ­ντας του δύο πρω­ταρ­χι­κούς δη­μιουρ­γούς του πλού­του, την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη και τη γη, απο­χτά­ει μια επε­κτα­τι­κή δύ­να­μη που του επι­τρέ­πει να επε­κτεί­νει τα στοι­χεία της συσ­σώ­ρευ­σής του πέρα από τα όρια που φαι­νο­με­νι­κά του κα­θο­ρί­ζει το μέ­γε­θός του […]4», ναρ­κο­θε­τεί το παρόν και το μέλ­λον των κοι­νω­νιών.

Η ανα­τρο­πή της επι­τάσ­σει την πλα­τιά απεύ­θυν­ση ενός πο­λι­τι­κού προ­γράμ­μα­τος με με­τα­βα­τι­κή λο­γι­κή, που σκια­γρα­φεί ένα δο­μι­κά νέο υπό­δειγ­μα συ­νάρ­θρω­σης του τα­ξι­κού με το οι­κο­λο­γι­κό, σύμ­φω­να με τις σύγ­χρο­νες ανά­γκες και συν­θή­κες της επο­χής. Ένα υπό­δειγ­μα αντι­θε­τι­κό σε κάθε αστι­κό, που δεν ανα­πα­ρά­γει τις ανα­πτυ­ξια­κές πο­λι­τι­κές του πα­ρελ­θό­ντος: α) του δυ­τι­κού με­τα­πο­λε­μι­κού υπο­δείγ­μα­τος του πα­ρα­γω­γι­σμού με την «εξω­τε­ρι­κή» προ­σθή­κη μιας κά­ποιας πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής προ­στα­σί­ας και β) των πρό­σφα­των αφη­γή­σε­ων της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης «πρά­σι­νης ανά­πτυ­ξης» και του πρά­σι­νου εκ­συγ­χρο­νι­σμού της αγο­ράς. μια πο­λι­τι­κή πρό­τα­ση δια­δο­χι­κών ρή­ξε­ων με το υπάρ­χον, που στο­χεύ­ει στην κι­νη­το­ποί­η­ση και ενερ­γό συμ­με­το­χή των ερ­γα­ζο­μέ­νων και της κοι­νω­νί­ας, για τη δη­μιουρ­γία ενός πο­λι­τι­κού και κοι­νω­νι­κού ρεύ­μα­τος ανα­τρο­πής, ανα­γκαί­ου όρου ύπαρ­ξης μιας «Κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς».

Κόμ­βοι και υπό­βα­θρο ενός νέου υπο­δείγ­μα­τος

Το προ­γραμ­μα­τι­κό πλαί­σιο μιας ταυ­τό­χρο­να τα­ξι­κής και οι­κο­λο­γι­κής προ­σέγ­γι­σης διαρ­θρώ­νε­ται γύρω από τις έν­νοιες: α) του κοι­νω­νι­κού-οι­κο­λο­γι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού της πα­ρα­γω­γής, β) της οι­κο­νο­μί­ας των ανα­γκών και γ) της αξιο­βί­ω­της αν­θρώ­πι­νης ανά­πτυ­ξη­ς5.

Με επί­κε­ντρο τις ανά­γκες των πολ­λών και την ενερ­γό ου­σια­στι­κή συμ­με­το­χή τους, εν­σω­μα­τώ­νει σε μια δυ­να­μι­κή διερ­γα­σία τόσο τη διά­κρι­ση και σύν­δε­ση των ποι­κί­λων χω­ρι­κών επι­πέ­δων, όσο και τη με­τα­βα­τι­κή δια­δι­κα­σία των φά­σε­ων με­τα­σχη­μα­τι­σμού, στην κα­τεύ­θυν­ση μιας οι­κο­νο­μί­ας των ανα­γκών, με σο­σια­λι­στι­κό ορί­ζο­ντα.

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό στοι­χείο της επε­ξερ­γα­σί­ας κοι­νω­νι­κού-οι­κο­λο­γι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού της πα­ρα­γω­γής είναι ότι δεν απο­τε­λεί μια το­με­α­κή, θε­μα­τι­κή ή κλα­δι­κή επε­ξερ­γα­σία, αλλά «διά­στα­ση» (φυ­σιο­γνω­μι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό) της πο­λι­τι­κής πρό­τα­σης και του προ­γράμ­μα­τος της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, σε άμεση συ­νέρ­γεια με το σύ­νο­λο σχε­δόν των το­μέ­ων αλλά και της στρα­τη­γι­κής της κα­τεύ­θυν­σης. Ει­δι­κό­τε­ρα, αφορά τα πιο ζω­τι­κά στοι­χεία της πα­ρα­γω­γής και της κοι­νω­νι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά είτε «κοι­νών» (Commons), είτε ελεύ­θε­ρων, είτε δη­μό­σιων-κοι­νω­νι­κών αγα­θών, που εκτεί­νο­νται από τα δα­σι­κά οι­κο­συ­στή­μα­τα, τη δη­μό­σια γη και τους υδα­τι­κούς πό­ρους, έως την ενέρ­γεια, τη δια­χεί­ρι­ση απορ­ριμ­μά­των, τους ορυ­κτούς πό­ρους, τους κοι­νό­χρη­στους χώ­ρους πρα­σί­νου και την ποιό­τη­τα της ατμό­σφαι­ρας.

Πα­ράλ­λη­λα, δεν απο­τε­λεί πα­ρά­γω­γο μιας δια­δι­κα­σί­ας εκ­πό­νη­σης θέ­σε­ων «ει­δι­κών», ούτε δά­νειο αστι­κών επι­χει­ρη­σια­κών σχε­δί­ων και ανα­πτυ­ξια­κών μο­ντέ­λων. Εδρά­ζε­ται στη συσ­σω­ρευ­μέ­νη εμπει­ρία και στις επε­ξερ­γα­σί­ες που προ­έ­κυ­ψαν από τους κοι­νω­νι­κούς-οι­κο­λο­γι­κούς αγώ­νες (το­πι­κούς και διε­θνείς) για την ανά­σχε­ση της κλι­μα­τι­κής αλ­λα­γής , για την προ­στα­σία των το­πι­κών πα­ρα­γω­γι­κών δρα­στη­ριο­τή­των και συν­θη­κών δια­βί­ω­σης, ενά­ντια στη συ­γκέ­ντρω­ση και αρ­πα­γή γης από την επέ­λα­ση με­γά­λων ιδιω­τι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Ιδιαί­τε­ρα στην Ελ­λά­δα υπάρ­χει μια πλού­σια πα­ρα­κα­τα­θή­κη, από την πλειά­δα των κι­νη­μά­των πόλης έως τα κι­νή­μα­τα ενά­ντια στον λι­θάν­θρα­κα, στην εξά­πλω­ση των βιο­μη­χα­νι­κής κλί­μα­κας Α.Π.Ε, στην εξό­ρυ­ξη χρυ­σού, στην εκτρο­πή του Αχε­λώ­ου, στην ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση του νερού, των αι­για­λών και συ­νο­λι­κά στην εκ­ποί­η­ση δη­μό­σιας γης. Τα κι­νή­μα­τα αυτά συν­δέ­θη­καν με τους αντί­στοι­χους αγώ­νες, τις θέ­σεις και τις διεκ­δι­κή­σεις επι­στη­μο­νι­κών και συν­δι­κα­λι­στι­κών φο­ρέ­ων που πε­ρι­λαμ­βά­νουν, με­τα­ξύ άλλων, τη δα­σι­κή πο­λι­τι­κή, την ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση της ενέρ­γειας, το νερό και τη δια­χεί­ρι­ση των απορ­ριμ­μά­των. Στα πα­ρα­πά­νω προ­στί­θε­νται στοι­χεία του θε­ω­ρη­τι­κού/επι­στη­μο­νι­κού δια­λό­γου και των επε­ξερ­γα­σιών που δια­μορ­φώ­νο­νται στο πλαί­σιο της αρι­στε­ράς σε ευ­ρω­παϊ­κό και διε­θνές επί­πε­δο.

Το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον και η ερ­γα­σία στο επί­κε­ντρο

Η οπτι­κή του κε­φα­λαί­ου αντι­με­τω­πί­ζει την ερ­γα­σία, την απο­κα­τά­στα­ση της οι­κο­λο­γι­κής ισορ­ρο­πί­ας και τη δια­φύ­λα­ξη του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λο­ντος ως κό­στος. Αντι­με­τω­πί­ζει τα κε­κτη­μέ­να των ερ­γα­ζο­μέ­νων, της κοι­νω­νί­ας αλλά και τα δη­μό­σια-κοι­νω­νι­κά και κοινά αγαθά ως εμπό­δια στην ανά­πτυ­ξή του που πρέ­πει να συ­ντρί­ψει προ­κει­μέ­νου να τρο­φο­δο­τή­σει την κερ­δο­φο­ρία του.
Η δική μας οπτι­κή είναι εκ δια­μέ­τρου αντί­θε­τη. Η ερ­γα­σία και το φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον απο­τε­λούν τη βάση (και το σκοπό) ανα­συ­γκρό­τη­σης και προ­ώ­θη­σης του κοι­νω­νι­κού-οι­κο­λο­γι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού της πα­ρα­γω­γής.

Βρι­σκό­μα­στε στην ανα­το­λι­κή με­σό­γειο, σε μια χώρα με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό το νη­σιω­τι­κό στοι­χείο, με ιδιαί­τε­ρα ευ­νοϊ­κές κλι­μα­τι­κές συν­θή­κες (π.χ. για τη μα­ζι­κή εγκα­τά­στα­ση μι­κρής κλί­μα­κας συ­στη­μά­των Α.Π.Ε.), με ποι­κι­λο­μορ­φία οι­κο­συ­στη­μά­των (και ορει­νών), με ιδιαί­τε­ρη γε­ω­μορ­φο­λο­γία, με πλη­θώ­ρα φυ­σι­κών πόρων και ταυ­τό­χρο­να με ση­μα­ντι­κά στοι­χεία πα­γκό­σμιας πο­λι­τι­στι­κής κλη­ρο­νο­μιάς. Σε μια χώρα με ση­μα­ντι­κή εξει­δί­κευ­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων, με συσ­σω­ρευ­μέ­νες υπο­δο­μές, με ανα­πτυγ­μέ­νο πα­ρα­γω­γι­κό, επι­στη­μο­νι­κό και τε­χνο­λο­γι­κό δυ­να­μι­κό καθώς επί­σης και με πλειά­δα πα­ρα­γω­γι­κών δρα­στη­ριο­τή­των (συ­νυ­πο­λο­γί­ζο­ντας την εκρη­κτι­κή ανερ­γία και το αρ­γούν πα­ρα­γω­γι­κό δυ­να­μι­κό). Τα δύο αυτά στοι­χεία απο­τε­λούν την αφε­τη­ρία του δικού μας σχε­δί­ου.

Ενός σχε­δί­ου που στη­ρί­ζε­ται στις το­πι­κές πα­ρα­γω­γι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες, που σέ­βε­ται τη φέ­ρου­σα ικα­νό­τη­τα των το­πι­κών οι­κο­συ­στη­μά­των και τις το­πι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες, προ­ω­θώ­ντας τη συ­νέρ­γεια και την ισορ­ρο­πία με­τα­ξύ των το­μέ­ων της πα­ρα­γω­γής, με κε­ντρι­κό στόχο την ευ­ρύ­τα­τη δια­νο­μή της πα­ρα­γό­με­νης αξίας.

Με­τα­σχη­μα­τί­ζο­ντας τη δομή της πα­ρα­γω­γής

Πυ­λώ­νες του υπο­δείγ­μα­τος απο­τε­λούν ο δη­μό­σιος και ο κοι­νω­νι­κός το­μέ­ας της οι­κο­νο­μί­ας. Ο κοι­νω­νι­κός-οι­κο­λο­γι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός της πα­ρα­γω­γής δεν αφορά απλώς μια τε­χνο­λο­γι­κή – τε­χνι­κή με­τά­βα­ση, ανα­πα­ρά­γο­ντας τις κυ­ρί­αρ­χες κοι­νω­νι­κές μορ­φές του κε­φα­λαί­ου που την επι­κα­θο­ρί­ζουν. Τα κρι­τή­ρια της δρα­στι­κής εξοι­κο­νό­μη­σης (ενέρ­γειας, πρώ­των υλών, πόρων), της απο­κέ­ντρω­σης αν­θρώ­πων και δρα­στη­ριο­τή­των, της σύν­δε­σης του τόπου πα­ρα­γω­γής με αυτόν της κα­τα­νά­λω­σης και της κα­τάλ­λη­λης κλί­μα­κας (με έμ­φα­ση στη μικρή) σχε­δια­σμού, πα­ρα­γω­γής και εγκα­τα­στά­σε­ων, συ­νο­δεύ­ο­νται από μια αντί­στοι­χη ανά­γκη δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νης τε­χνο­λο­γί­ας, υπο­δο­μών, εξο­πλι­σμού, τε­χνι­κών δια­τά­ξε­ων και με­θό­δων πα­ρα­γω­γής, στον αντί­πο­δα του μο­νο­πω­λια­κού έλεγ­χου της τε­χνο­λο­γί­ας από με­γά­λες πο­λυ­ε­θνι­κές και της ει­σα­γω­γής τυ­πο­ποι­η­μέ­νων αντα­γω­νι­στι­κών μο­νά­δων και εξο­πλι­σμού με­γά­λης κλί­μα­κας (π.χ. ενέρ­γεια) που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την κί­νη­ση του συ­γκε­ντρω­μέ­νου με­γά­λου κε­φα­λαί­ου.

Απα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση σε αυτή την κα­τεύ­θυν­ση είναι η επέ­κτα­ση και ανα­συ­γκρό­τη­ση του δη­μό­σιου τομέα πα­ρα­γω­γής αγα­θών και υπη­ρε­σιών σε μια ρι­ζι­κά νέα βάση. Εν­δει­κτι­κή είναι η πε­ρί­πτω­ση της ενέρ­γειας, όπου η ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση και η προ­ω­θού­με­νη απε­λευ­θέ­ρω­ση της αγο­ράς έχει οδη­γή­σει στο φαι­νό­με­νο, η υπε­ρε­πάρ­κεια εγκα­τε­στη­μέ­νης ισχύ­ος να συν­δυά­ζε­ται με την οξεία ενερ­γεια­κή φτώ­χεια. Συ­νε­πώς, στο­χεύ­ο­ντας στον κοι­νω­νι­κό-οι­κο­λο­γι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό του κλά­δου (η ενέρ­γεια δη­μό­σιο-κοι­νω­νι­κό αγαθό) και τη στα­δια­κή με­τά­βα­ση σε μια οι­κο­νο­μία «μη­δε­νι­κών εκ­πο­μπών άν­θρα­κα», ανα­γκαία συν­θή­κη απο­τε­λεί η ακύ­ρω­ση των επι­χει­ρού­με­νων ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σε­ων και η ανά­κτη­ση της πλή­ρους δη­μό­σιας ιδιο­κτη­σί­ας των στρα­τη­γι­κής ση­μα­σί­ας επι­χει­ρή­σε­ων του κλά­δου. Η ολο­κλή­ρω­ση του με­τα­σχη­μα­τι­σμού πε­ρι­λαμ­βά­νει, πέρα από την κρα­τι­κή μορφή ιδιο­κτη­σί­ας, α) τη με­τα­τρο­πή των επι­χει­ρή­σε­ων σε επί της ου­σί­ας δη­μό­σιες, λει­τουρ­γώ­ντας με κρι­τή­ρια δη­μο­σί­ων-κοι­νω­νι­κών ανα­γκών αντί ιδιω­τι­κο­οι­κο­νο­μι­κών και β) την κοι­νω­νι­κο­ποί­η­σή τους, με δη­μο­κρα­τι­κό έλεγ­χο από την κοι­νω­νία και τους ερ­γα­ζό­με­νους. με αυτόν τον τρόπο προ­ω­θεί­ται και η συ­νέρ­γεια-υπο­βο­ή­θη­ση ανά­πτυ­ξης του κοι­νω­νι­κού τομέα πα­ρα­γω­γής με βα­σι­κή αρχή τις σχε­δια­σμέ­νες επεν­δύ­σεις για την ικα­νο­ποί­η­ση πα­ρα­γω­γι­κών ή κα­τα­να­λω­τι­κών ενερ­γεια­κών ανα­γκών και όχι τις απο­δό­σεις κε­φα­λαί­ου από τη δια­νο­μή της ενέρ­γειας στο δί­κτυο.

Κομ­βι­κοί για τον κοι­νω­νι­κό –οι­κο­λο­γι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της πα­ρα­γω­γής είναι εξί­σου ο οι­κια­κός και ο το­μέ­ας των με­τα­φο­ρών-συ­γκοι­νω­νιών, όπου η ανά­γκη για εκ βά­θρων αλ­λα­γή του υπάρ­χο­ντος μο­ντέ­λου με επί­κε­ντρο την εξοι­κο­νό­μη­ση, είναι επι­τα­κτι­κή. Εν­δει­κτι­κά, η αντι­στρο­φή της πα­ρού­σας κα­τά­στα­σης του κτι­ρια­κού μας απο­θέ­μα­τος, ως ενός από τα πλέον ενερ­γο­βό­ρα στην Ε.Ε. και η προ­ώ­θη­ση ενός προ­γράμ­μα­τος ανά­πτυ­ξης πυ­κνών δι­κτύ­ων δη­μό­σιων μ.μ.μ., στα­θε­ρής τρο­χιάς και ιδιαί­τε­ρα ηλε­κτρο­κί­νη­των, τόσο για συ­γκοι­νω­νί­ες (αστι­κές ή μη) όσο και για με­τα­φο­ρές, απο­τε­λούν δύο άξο­νες πα­ρέμ­βα­σης.

Σε έναν τέ­τοιο με­τα­σχη­μα­τι­σμό κε­ντρι­κό ρόλο θα παί­ξει η κι­νη­το­ποί­η­ση ευ­ρύ­τα­των κοι­νω­νι­κών δυ­νά­με­ων: δη­μό­σιες επι­χει­ρή­σεις, πα­νε­πι­στή­μια και ερευ­νη­τι­κά κέ­ντρα, επι­στη­μο­νι­κοί-κοι­νω­νι­κοί φο­ρείς, η το­πι­κή αυ­το­δί­οι­κη­ση α’ και β΄ βαθ­μού και φυ­σι­κά οι το­πι­κές κοι­νω­νί­ες και τα νέα σχή­μα­τα κοι­νω­νι­κής και αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μί­ας. Συ­νο­λι­κά, η ενερ­γο­ποί­η­ση του εγ­χώ­ριου επι­στη­μο­νι­κού, τε­χνι­κού και ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού με στόχο την ανα­ζω­ο­γό­νη­ση της έρευ­νας και τε­χνο­λο­γί­ας και την ανά­πτυ­ξη/ενί­σχυ­ση της εγ­χώ­ριας πα­ρα­γω­γής (π.χ. εξο­πλι­σμός Α/Γ, βά­σεις, φ/β πάνελ), αξιο­ποιώ­ντας όλες τις υπάρ­χου­σες δυ­να­τό­τη­τες (π.χ. ναυ­πη­γεία, ΕΑΒ), με τη δη­μιουρ­γία με­γά­λου αριθ­μού θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας, απο­τε­λεί πρώτη προ­τε­ραιό­τη­τα. Η δη­μιουρ­γία θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας επε­κτεί­νε­ται και στους το­μείς της πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κής προ­στα­σί­ας, της πρό­λη­ψης και απο­κα­τά­στα­σης, αλλά και ευ­ρύ­τε­ρα στην προ­ώ­θη­ση «πρά­σι­νων και κόκ­κι­νων» θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας στους το­μείς της γε­ωρ­γί­ας και των τρο­φί­μων, της δα­σο­πο­νί­ας, του του­ρι­σμού, της έρευ­νας – τε­χνο­λο­γί­ας κ.α.
Η με­τά­βα­ση σε μια «οι­κο­νο­μία των ανα­γκών» προ­φα­νώς δεν αφορά μια ομαλή με­τα­βο­λή. Εμπε­ριέ­χει τόσο στο επί­πε­δο του θε­σμι­κού πλαι­σί­ου – πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή νο­μο­θε­σία (π.χ. δάση, βιο­ποι­κι­λό­τη­τα, υδα­τι­κοί πόροι, εξο­ρύ­ξεις), χω­ρι­κός σχε­δια­σμός, πρό­τυ­πα πα­ρα­γω­γής (π.χ. ενερ­γεια­κή από­δο­ση)- όσο και στο επί­πε­δο του με­τα­σχη­μα­τι­σμού κε­ντρι­κών πα­ρα­γω­γι­κών κλά­δων, συ­γκρού­σεις με ισχυ­ρά συμ­φέ­ρο­ντα. Εν­δει­κτι­κά, στον τομέα της δια­χεί­ρι­σης απορ­ριμ­μά­των και στε­ρε­ών απο­βλή­των η δική μας ολο­κλη­ρω­μέ­νη πρό­τα­ση δια­χεί­ρι­σης «με απο­κέ­ντρω­ση, κοι­νω­νι­κό έλεγ­χο, δη­μό­σιο χα­ρα­κτή­ρα στη­ριγ­μέ­νη στης προ­τε­ραιό­τη­τες της μεί­ω­σης των απορ­ριμ­μά­των και της δια­λο­γής στην πηγή» συ­γκρού­ε­ται με τα σχέ­δια και τα συμ­φέ­ρο­ντα με­γά­λων εγ­χώ­ριων ιδιω­τι­κών ομί­λων.

Οι ερ­γα­ζό­με­νοι/ες και η δη­μο­κρα­τία στην πα­ρα­γω­γή, στο προ­σκή­νιο

Συ­νε­κτι­κός κρί­κος και ανα­γκαί­ος όρος ενός τέ­τοιου υπο­δείγ­μα­τος είναι η επέ­κτα­ση και εμ­βά­θυν­ση της δη­μο­κρα­τί­ας στην ίδια την πα­ρα­γω­γή. Ο δη­μό­σιος και κοι­νω­νι­κός έλεγ­χος των συλ­λο­γι­κών κοι­νών αγα­θών. Η επέ­κτα­ση της δη­μο­κρα­τί­ας σε όλα τα επί­πε­δα του σχε­δια­σμού, της πα­ρα­γω­γής, της δια­νο­μής, αλλά και στη λήψη απο­φά­σε­ων τόσο στους δη­μό­σιους-κοι­νω­νι­κο­ποι­η­μέ­νους το­μείς, όσο και στον τομέα της κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας (συ­νε­ται­ρι­σμοί, εται­ρί­ες λαϊ­κής βάσης, συ­νερ­γα­τι­κά-αλ­λη­λέγ­γυα εγ­χει­ρή­μα­τα) απο­τε­λεί ανα­γκαία συν­θή­κη. Ο ου­σια­στι­κός έλεγ­χος και η ενερ­γός συμ­με­το­χή των ερ­γα­ζο­μέ­νων, της πλειο­ψη­φί­ας των λαϊ­κών στρω­μά­των και των το­πι­κών κοι­νω­νιών (κι­νή­μα­τα, το­πι­κοί φο­ρείς, αυ­το­διοί­κη­ση) ορί­ζει την κοι­νω­νι­κή συμ­μα­χία (κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να) που τί­θε­ται επι­κε­φα­λής ενός τέ­τοιου με­τα­σχη­μα­τι­σμού, απο­τε­λώ­ντας ταυ­τό­χρο­να την κι­νη­τή­ριο δύ­να­μή του. Η εν­σω­μά­τω­ση των πα­ρα­πά­νω αρχών και στην ανά­πτυ­ξη της κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας δια­σφα­λί­ζει τη μη ανα­πα­ρα­γω­γή των αρ­νη­τι­κών φαι­νο­μέ­νων του πα­ρελ­θό­ντος και των κλα­σι­κών προ­τύ­πων της αγο­ράς και των επι­χει­ρή­σε­ων.

Στην εποχή της δο­μι­κής κρί­σης του κα­πι­τα­λι­σμού η ανά­δει­ξη μιας «Κυ­βέρ­νη­σης της Αρι­στε­ράς» απο­τε­λεί πρό­κλη­ση για την ει­σα­γω­γή ενός νέου υπο­δείγ­μα­τος ταυ­τό­χρο­να τα­ξι­κού και οι­κο­λο­γι­κού. Ενός δο­μι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού της πα­ρα­γω­γής με τους ερ­γα­ζό­με­νους/ες και την κοι­νω­νία στο προ­σκή­νιο. Ενός εγ­χει­ρή­μα­τος με στρα­τη­γι­κό ορί­ζο­ντα τον οι­κο-σο­σια­λι­στι­κό με­τα­σχη­μα­τι­σμό της κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γής, που θα απο­τε­λέ­σει πα­ρά­δειγ­μα και ταυ­τό­χρο­να πόλο έλξης και στή­ρι­ξης στους αγώ­νες της επο­χής μας.

  1. «Ονο­μά­ζω πε­ρι­βαλ­λο­ντι­σμό τα κι­νή­μα­τα τις ορ­γα­νώ­σεις και τα πρό­σω­πα που δεν συν­δέ­ουν της απο­σύν­θε­ση του πε­ρι­βάλ­λο­ντος με τη δομή της κοι­νω­νί­ας». Μπού­κτσιν Μάρεϊ, (2000), Τι είναι Κοι­νω­νι­κή Οι­κο­λο­γία, Βι­βλιο­πέ­λα­γος, σελ. 78.
  2. Tanuro D., (2011), Foundations of an ecosocialist strategy, p. 2, http://​www.​europe-​solidaire.​org/​spip.​php?​article22770
  3. Μαρξ Κ. (2006), Το Κε­φά­λαιο, Κρι­τι­κή της Πο­λι­τι­κής Οι­κο­νο­μί­ας, τόμος πρώ­τος, Σύγ­χρο­νη Εποχή, σελ. 616
  4. ο.π., σελ. 625
  5. Προ­γραμ­μα­τι­κό κεί­με­νο Τμή­μα­τος Οι­κο­λο­γί­ας και Πε­ρι­βάλ­λο­ντος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, Ιού­λιος 2014

Ετικέτες