Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις και εντός της Αριστεράς, που η οικολογική διάσταση των προγραμματικών επεξεργασιών αντιμετωπίζεται είτε ως μια μορφή περιβαλλοντισμού, είτε ως ζήτημα περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Ταυτόχρονα, προβάλλεται η αντίληψη ότι, στην εποχή της κρίσης, προέχουν πιο επιτακτικές ανάγκες. Η οικολογική ατζέντα και συνολικά οι πολιτικές που άπτονται του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν πολυτέλεια έναντι της επανεκκίνησης της ανάπτυξης.

Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις και εντός της Αριστεράς, που η οικολογική διάσταση των προγραμματικών επεξεργασιών αντιμετωπίζεται είτε ως μια μορφή περιβαλλοντισμού1, είτε ως ζήτημα περιβαλλοντικής ευαισθησίας. Ταυτόχρονα, προβάλλεται η αντίληψη ότι, στην εποχή της κρίσης, προέχουν πιο επιτακτικές ανάγκες. Η οικολογική ατζέντα και συνολικά οι πολιτικές που άπτονται του φυσικού περιβάλλοντος αποτελούν πολυτέλεια έναντι της επανεκκίνησης της ανάπτυξης.

Συχνά, οι αντιλήψεις αυτές εικονογραφούν μια ελλιπή κατανόηση του σύγχρονου περιεχομένου ανατροπής του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής στην εποχή της συνδυασμένης οικονομικής-οικολογικής κρίσης του καπιταλισμού.

Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της σύγχρονης «οικολογικής κρίσης» και γεγονότων περιβαλλοντικών καταστροφών που καταγράφονται σε προκαπιταλιστικές περιόδους, δεν αφορά μόνο στην πλανητική διάσταση ή στην έκταση και την ένταση των φαινομένων, αλλά και σε μια βαθιά ποιοτική διάκριση. Κατά το ιστορικό παρελθόν η περιβαλλοντική υποβάθμιση συνδεόταν, κατά κύριο λόγο, με την αντιμετώπιση της μόνιμης τάσης έλλειψης επαρκούς παραγωγής2. Σήμερα, η γενεσιουργός αιτία είναι αντίστροφη. Έγκειται στην εκθετική τάση υπερ-παραγωγής και στο επιβαλλόμενο μοντέλο κατανάλωσης (στα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού) που συνδέεται με τον εγγενή «παραγωγισμό» της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με όρους αέναης ποσοτικής μεγέθυνσης (ΑΕΠ) και παραγωγής για τη διαρκή συσσώρευση του κεφαλαίου, «Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε! Αυτά λένε οι νόμοι και οι προφήτες! [...] Συσσώρευση για τη συσσώρευση, παραγωγή για την παραγωγή [...]3».

Η μη αμφισβήτηση των γενεσιουργών αιτίων που οδηγούν στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην ανισόμετρη ανάπτυξη και στο χάσμα μεταξύ Βορρά και παγκόσμιου Νότου και παρουσιάζονται με τους πόλους, από τη μια της υπερ-συσσώρευσης κεφαλαίου και από την άλλη της ανεργίας και της φτώχειας, αναπαράγει τη διαιώνισή τους μέσα από την αστική στρατηγική της «επιστροφής στην ανάπτυξη». Ανάπτυξη που εάν δεν ανατραπεί στον πυρήνα της, υπάγει τις κοινωνικές ανάγκες στην ανάκαμψη των κερδών, επεκτείνει την εξουσία του κεφαλαίου (εμπορευματοποίηση) σε κάθε φυσικό διαθέσιμο, οδηγώντας, ταυτόχρονα, στην επιτάχυνση της οικολογικής κρίσης.

Οικολογική Κρίση και Αριστερά

Ο όρος «οικολογική κρίση», στο πλαίσιο της Αριστεράς, εντοπίζει την ιστορικά καθορισμένη κρίση των σχέσεων κοινωνίας-φύσης που πηγάζει από την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Η ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και ευρύτερα της οικολογικής κρίσης, δεν πηγάζει από ένα καθήκον ενός ιδιόμορφου «ανρθωποκεντρισμού» που ανάγει τον άνθρωπο σε σωτήρα της φύσης. Το διακύβευμα έγκειται στην ανάσχεση μιας μη αντιστρεπτής μεταβολής στις συνθήκες της Ολόκαινου γεωλογικής εποχής (10 -12.000 έτη) που επέτρεψε την ανάπτυξη του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό που σήμερα απειλείται είναι το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών.

Ως εκ τούτου, η διέξοδος από τη δομική καπιταλιστική κρίση της εποχής καθώς επίσης και κάθε εγχείρημα κοινωνικής χειραφέτησης, για την εξυπηρέτηση των συλλογικών κοινωνικών αναγκών της παρούσας αλλά και των επερχόμενων γενεών, έχει ως προϋπόθεση την ενσωμάτωση της οικολογικής διάστασης στο επίκεντρο της ταξικής σύγκρουσης και της διεκδίκησης της πολιτικής εξουσίας. Αντίστροφα, ο επιτακτικός σήμερα οικολογικός μετασχηματισμός δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς έναν ταυτόχρονο ριζοσπαστικό κοινωνικό μετασχηματισμό της παραγωγής.

Η επιτακτική ανάγκη ρήξης με το υπάρχον

Οι αναπτυξιακές ανισομετρίες, η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η συγκέντρωση της εξουσίας παροξύνθηκαν τις περασμένες δεκαετίες κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού, παίρνοντας ακραία μορφή στην εποχή της κρίσης που αξιοποιείται, από τις κυρίαρχες ελίτ, ως ευκαιρία για την αποσάθρωση κάθε κοινωνικού, εργασιακού και περιβαλλοντικού κεκτημένου, στοχεύοντας στην επέκταση και εμβάθυνση της εκμετάλλευσης τόσο σε τομείς δημόσιων-κοινωνικών αγαθών, όσο και στα «κοινά» αγαθά.
Οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονται με σφοδρότητα σε χώρες ευάλωτες σε οικονομικές-πολιτικές πιέσεις, όπως η Ελλάδα των μνημονίων, πάντα υπό το ιδεολόγημα της προσέλκυσης επενδύσεων και της αύξησης της «ανταγωνιστικότητας», για την αποπληρωμή του δημοσίου χρέους και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Πρόκειται για ένα πρόγραμμα ανάταξης της κερδοφορίας και επανεκκίνησης της συσσώρευσης του κεφαλαίου, με επέκταση του ιδιωτικού τομέα και των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό με ραγδαία αλλαγή της πρωτογενούς διανομής του προϊόντος μεταξύ μισθών- κερδών, που οδηγούν την κοινωνική πλειοψηφία στην εξαθλίωση. Χαρακτηριστική είναι η επιθετική προώθηση του “success story” των εξορύξεων, ως αναπτυξιακού μοντέλου, από τη μνημονιακή κυβέρνηση. Η στρατηγική αυτή, γνωστή από τον 19ο αι., «Το κεφάλαιο προσαρτώντας του δύο πρωταρχικούς δημιουργούς του πλούτου, την εργατική δύναμη και τη γη, αποχτάει μια επεκτατική δύναμη που του επιτρέπει να επεκτείνει τα στοιχεία της συσσώρευσής του πέρα από τα όρια που φαινομενικά του καθορίζει το μέγεθός του […]4», ναρκοθετεί το παρόν και το μέλλον των κοινωνιών.

Η ανατροπή της επιτάσσει την πλατιά απεύθυνση ενός πολιτικού προγράμματος με μεταβατική λογική, που σκιαγραφεί ένα δομικά νέο υπόδειγμα συνάρθρωσης του ταξικού με το οικολογικό, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες και συνθήκες της εποχής. Ένα υπόδειγμα αντιθετικό σε κάθε αστικό, που δεν αναπαράγει τις αναπτυξιακές πολιτικές του παρελθόντος: α) του δυτικού μεταπολεμικού υποδείγματος του παραγωγισμού με την «εξωτερική» προσθήκη μιας κάποιας περιβαλλοντικής προστασίας και β) των πρόσφατων αφηγήσεων της νεοφιλελεύθερης «πράσινης ανάπτυξης» και του πράσινου εκσυγχρονισμού της αγοράς. μια πολιτική πρόταση διαδοχικών ρήξεων με το υπάρχον, που στοχεύει στην κινητοποίηση και ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων και της κοινωνίας, για τη δημιουργία ενός πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος ανατροπής, αναγκαίου όρου ύπαρξης μιας «Κυβέρνησης της Αριστεράς».

Κόμβοι και υπόβαθρο ενός νέου υποδείγματος

Το προγραμματικό πλαίσιο μιας ταυτόχρονα ταξικής και οικολογικής προσέγγισης διαρθρώνεται γύρω από τις έννοιες: α) του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής, β) της οικονομίας των αναγκών και γ) της αξιοβίωτης ανθρώπινης ανάπτυξης5.

Με επίκεντρο τις ανάγκες των πολλών και την ενεργό ουσιαστική συμμετοχή τους, ενσωματώνει σε μια δυναμική διεργασία τόσο τη διάκριση και σύνδεση των ποικίλων χωρικών επιπέδων, όσο και τη μεταβατική διαδικασία των φάσεων μετασχηματισμού, στην κατεύθυνση μιας οικονομίας των αναγκών, με σοσιαλιστικό ορίζοντα.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της επεξεργασίας κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής είναι ότι δεν αποτελεί μια τομεακή, θεματική ή κλαδική επεξεργασία, αλλά «διάσταση» (φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό) της πολιτικής πρότασης και του προγράμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε άμεση συνέργεια με το σύνολο σχεδόν των τομέων αλλά και της στρατηγικής της κατεύθυνσης. Ειδικότερα, αφορά τα πιο ζωτικά στοιχεία της παραγωγής και της κοινωνικής αναπαραγωγής με χαρακτηριστικά είτε «κοινών» (Commons), είτε ελεύθερων, είτε δημόσιων-κοινωνικών αγαθών, που εκτείνονται από τα δασικά οικοσυστήματα, τη δημόσια γη και τους υδατικούς πόρους, έως την ενέργεια, τη διαχείριση απορριμμάτων, τους ορυκτούς πόρους, τους κοινόχρηστους χώρους πρασίνου και την ποιότητα της ατμόσφαιρας.

Παράλληλα, δεν αποτελεί παράγωγο μιας διαδικασίας εκπόνησης θέσεων «ειδικών», ούτε δάνειο αστικών επιχειρησιακών σχεδίων και αναπτυξιακών μοντέλων. Εδράζεται στη συσσωρευμένη εμπειρία και στις επεξεργασίες που προέκυψαν από τους κοινωνικούς-οικολογικούς αγώνες (τοπικούς και διεθνείς) για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής , για την προστασία των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και συνθηκών διαβίωσης, ενάντια στη συγκέντρωση και αρπαγή γης από την επέλαση μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα υπάρχει μια πλούσια παρακαταθήκη, από την πλειάδα των κινημάτων πόλης έως τα κινήματα ενάντια στον λιθάνθρακα, στην εξάπλωση των βιομηχανικής κλίμακας Α.Π.Ε, στην εξόρυξη χρυσού, στην εκτροπή του Αχελώου, στην ιδιωτικοποίηση του νερού, των αιγιαλών και συνολικά στην εκποίηση δημόσιας γης. Τα κινήματα αυτά συνδέθηκαν με τους αντίστοιχους αγώνες, τις θέσεις και τις διεκδικήσεις επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη δασική πολιτική, την ιδιωτικοποίηση της ενέργειας, το νερό και τη διαχείριση των απορριμμάτων. Στα παραπάνω προστίθενται στοιχεία του θεωρητικού/επιστημονικού διαλόγου και των επεξεργασιών που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της αριστεράς σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Το φυσικό περιβάλλον και η εργασία στο επίκεντρο

Η οπτική του κεφαλαίου αντιμετωπίζει την εργασία, την αποκατάσταση της οικολογικής ισορροπίας και τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος ως κόστος. Αντιμετωπίζει τα κεκτημένα των εργαζομένων, της κοινωνίας αλλά και τα δημόσια-κοινωνικά και κοινά αγαθά ως εμπόδια στην ανάπτυξή του που πρέπει να συντρίψει προκειμένου να τροφοδοτήσει την κερδοφορία του.
Η δική μας οπτική είναι εκ διαμέτρου αντίθετη. Η εργασία και το φυσικό περιβάλλον αποτελούν τη βάση (και το σκοπό) ανασυγκρότησης και προώθησης του κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού της παραγωγής.

Βρισκόμαστε στην ανατολική μεσόγειο, σε μια χώρα με χαρακτηριστικό το νησιωτικό στοιχείο, με ιδιαίτερα ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες (π.χ. για τη μαζική εγκατάσταση μικρής κλίμακας συστημάτων Α.Π.Ε.), με ποικιλομορφία οικοσυστημάτων (και ορεινών), με ιδιαίτερη γεωμορφολογία, με πληθώρα φυσικών πόρων και ταυτόχρονα με σημαντικά στοιχεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Σε μια χώρα με σημαντική εξειδίκευση των εργαζομένων, με συσσωρευμένες υποδομές, με αναπτυγμένο παραγωγικό, επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό καθώς επίσης και με πλειάδα παραγωγικών δραστηριοτήτων (συνυπολογίζοντας την εκρηκτική ανεργία και το αργούν παραγωγικό δυναμικό). Τα δύο αυτά στοιχεία αποτελούν την αφετηρία του δικού μας σχεδίου.

Ενός σχεδίου που στηρίζεται στις τοπικές παραγωγικές δραστηριότητες, που σέβεται τη φέρουσα ικανότητα των τοπικών οικοσυστημάτων και τις τοπικές ιδιαιτερότητες, προωθώντας τη συνέργεια και την ισορροπία μεταξύ των τομέων της παραγωγής, με κεντρικό στόχο την ευρύτατη διανομή της παραγόμενης αξίας.

Μετασχηματίζοντας τη δομή της παραγωγής

Πυλώνες του υποδείγματος αποτελούν ο δημόσιος και ο κοινωνικός τομέας της οικονομίας. Ο κοινωνικός-οικολογικός μετασχηματισμός της παραγωγής δεν αφορά απλώς μια τεχνολογική – τεχνική μετάβαση, αναπαράγοντας τις κυρίαρχες κοινωνικές μορφές του κεφαλαίου που την επικαθορίζουν. Τα κριτήρια της δραστικής εξοικονόμησης (ενέργειας, πρώτων υλών, πόρων), της αποκέντρωσης ανθρώπων και δραστηριοτήτων, της σύνδεσης του τόπου παραγωγής με αυτόν της κατανάλωσης και της κατάλληλης κλίμακας (με έμφαση στη μικρή) σχεδιασμού, παραγωγής και εγκαταστάσεων, συνοδεύονται από μια αντίστοιχη ανάγκη διαφοροποιημένης τεχνολογίας, υποδομών, εξοπλισμού, τεχνικών διατάξεων και μεθόδων παραγωγής, στον αντίποδα του μονοπωλιακού έλεγχου της τεχνολογίας από μεγάλες πολυεθνικές και της εισαγωγής τυποποιημένων ανταγωνιστικών μονάδων και εξοπλισμού μεγάλης κλίμακας (π.χ. ενέργεια) που χαρακτηρίζουν την κίνηση του συγκεντρωμένου μεγάλου κεφαλαίου.

Απαραίτητη προϋπόθεση σε αυτή την κατεύθυνση είναι η επέκταση και ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών σε μια ριζικά νέα βάση. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ενέργειας, όπου η ιδιωτικοποίηση και η προωθούμενη απελευθέρωση της αγοράς έχει οδηγήσει στο φαινόμενο, η υπερεπάρκεια εγκατεστημένης ισχύος να συνδυάζεται με την οξεία ενεργειακή φτώχεια. Συνεπώς, στοχεύοντας στον κοινωνικό-οικολογικό μετασχηματισμό του κλάδου (η ενέργεια δημόσιο-κοινωνικό αγαθό) και τη σταδιακή μετάβαση σε μια οικονομία «μηδενικών εκπομπών άνθρακα», αναγκαία συνθήκη αποτελεί η ακύρωση των επιχειρούμενων ιδιωτικοποιήσεων και η ανάκτηση της πλήρους δημόσιας ιδιοκτησίας των στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων του κλάδου. Η ολοκλήρωση του μετασχηματισμού περιλαμβάνει, πέρα από την κρατική μορφή ιδιοκτησίας, α) τη μετατροπή των επιχειρήσεων σε επί της ουσίας δημόσιες, λειτουργώντας με κριτήρια δημοσίων-κοινωνικών αναγκών αντί ιδιωτικοοικονομικών και β) την κοινωνικοποίησή τους, με δημοκρατικό έλεγχο από την κοινωνία και τους εργαζόμενους. με αυτόν τον τρόπο προωθείται και η συνέργεια-υποβοήθηση ανάπτυξης του κοινωνικού τομέα παραγωγής με βασική αρχή τις σχεδιασμένες επενδύσεις για την ικανοποίηση παραγωγικών ή καταναλωτικών ενεργειακών αναγκών και όχι τις αποδόσεις κεφαλαίου από τη διανομή της ενέργειας στο δίκτυο.

Κομβικοί για τον κοινωνικό –οικολογικό μετασχηματισμό της παραγωγής είναι εξίσου ο οικιακός και ο τομέας των μεταφορών-συγκοινωνιών, όπου η ανάγκη για εκ βάθρων αλλαγή του υπάρχοντος μοντέλου με επίκεντρο την εξοικονόμηση, είναι επιτακτική. Ενδεικτικά, η αντιστροφή της παρούσας κατάστασης του κτιριακού μας αποθέματος, ως ενός από τα πλέον ενεργοβόρα στην Ε.Ε. και η προώθηση ενός προγράμματος ανάπτυξης πυκνών δικτύων δημόσιων μ.μ.μ., σταθερής τροχιάς και ιδιαίτερα ηλεκτροκίνητων, τόσο για συγκοινωνίες (αστικές ή μη) όσο και για μεταφορές, αποτελούν δύο άξονες παρέμβασης.

Σε έναν τέτοιο μετασχηματισμό κεντρικό ρόλο θα παίξει η κινητοποίηση ευρύτατων κοινωνικών δυνάμεων: δημόσιες επιχειρήσεις, πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, επιστημονικοί-κοινωνικοί φορείς, η τοπική αυτοδίοικηση α’ και β΄ βαθμού και φυσικά οι τοπικές κοινωνίες και τα νέα σχήματα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Συνολικά, η ενεργοποίηση του εγχώριου επιστημονικού, τεχνικού και εργατικού δυναμικού με στόχο την αναζωογόνηση της έρευνας και τεχνολογίας και την ανάπτυξη/ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής (π.χ. εξοπλισμός Α/Γ, βάσεις, φ/β πάνελ), αξιοποιώντας όλες τις υπάρχουσες δυνατότητες (π.χ. ναυπηγεία, ΕΑΒ), με τη δημιουργία μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας, αποτελεί πρώτη προτεραιότητα. Η δημιουργία θέσεων εργασίας επεκτείνεται και στους τομείς της περιβαλλοντικής προστασίας, της πρόληψης και αποκατάστασης, αλλά και ευρύτερα στην προώθηση «πράσινων και κόκκινων» θέσεων εργασίας στους τομείς της γεωργίας και των τροφίμων, της δασοπονίας, του τουρισμού, της έρευνας – τεχνολογίας κ.α.
Η μετάβαση σε μια «οικονομία των αναγκών» προφανώς δεν αφορά μια ομαλή μεταβολή. Εμπεριέχει τόσο στο επίπεδο του θεσμικού πλαισίου – περιβαλλοντική νομοθεσία (π.χ. δάση, βιοποικιλότητα, υδατικοί πόροι, εξορύξεις), χωρικός σχεδιασμός, πρότυπα παραγωγής (π.χ. ενεργειακή απόδοση)- όσο και στο επίπεδο του μετασχηματισμού κεντρικών παραγωγικών κλάδων, συγκρούσεις με ισχυρά συμφέροντα. Ενδεικτικά, στον τομέα της διαχείρισης απορριμμάτων και στερεών αποβλήτων η δική μας ολοκληρωμένη πρόταση διαχείρισης «με αποκέντρωση, κοινωνικό έλεγχο, δημόσιο χαρακτήρα στηριγμένη στης προτεραιότητες της μείωσης των απορριμμάτων και της διαλογής στην πηγή» συγκρούεται με τα σχέδια και τα συμφέροντα μεγάλων εγχώριων ιδιωτικών ομίλων.

Οι εργαζόμενοι/ες και η δημοκρατία στην παραγωγή, στο προσκήνιο

Συνεκτικός κρίκος και αναγκαίος όρος ενός τέτοιου υποδείγματος είναι η επέκταση και εμβάθυνση της δημοκρατίας στην ίδια την παραγωγή. Ο δημόσιος και κοινωνικός έλεγχος των συλλογικών κοινών αγαθών. Η επέκταση της δημοκρατίας σε όλα τα επίπεδα του σχεδιασμού, της παραγωγής, της διανομής, αλλά και στη λήψη αποφάσεων τόσο στους δημόσιους-κοινωνικοποιημένους τομείς, όσο και στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας (συνεταιρισμοί, εταιρίες λαϊκής βάσης, συνεργατικά-αλληλέγγυα εγχειρήματα) αποτελεί αναγκαία συνθήκη. Ο ουσιαστικός έλεγχος και η ενεργός συμμετοχή των εργαζομένων, της πλειοψηφίας των λαϊκών στρωμάτων και των τοπικών κοινωνιών (κινήματα, τοπικοί φορείς, αυτοδιοίκηση) ορίζει την κοινωνική συμμαχία (κοινωνικά υποκείμενα) που τίθεται επικεφαλής ενός τέτοιου μετασχηματισμού, αποτελώντας ταυτόχρονα την κινητήριο δύναμή του. Η ενσωμάτωση των παραπάνω αρχών και στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας διασφαλίζει τη μη αναπαραγωγή των αρνητικών φαινομένων του παρελθόντος και των κλασικών προτύπων της αγοράς και των επιχειρήσεων.

Στην εποχή της δομικής κρίσης του καπιταλισμού η ανάδειξη μιας «Κυβέρνησης της Αριστεράς» αποτελεί πρόκληση για την εισαγωγή ενός νέου υποδείγματος ταυτόχρονα ταξικού και οικολογικού. Ενός δομικού μετασχηματισμού της παραγωγής με τους εργαζόμενους/ες και την κοινωνία στο προσκήνιο. Ενός εγχειρήματος με στρατηγικό ορίζοντα τον οικο-σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνικής παραγωγής, που θα αποτελέσει παράδειγμα και ταυτόχρονα πόλο έλξης και στήριξης στους αγώνες της εποχής μας.

  1. «Ονομάζω περιβαλλοντισμό τα κινήματα τις οργανώσεις και τα πρόσωπα που δεν συνδέουν της αποσύνθεση του περιβάλλοντος με τη δομή της κοινωνίας». Μπούκτσιν Μάρεϊ, (2000), Τι είναι Κοινωνική Οικολογία, Βιβλιοπέλαγος, σελ. 78.
  2. Tanuro D., (2011), Foundations of an ecosocialist strategy, p. 2, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article22770
  3. Μαρξ Κ. (2006), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος πρώτος, Σύγχρονη Εποχή, σελ. 616
  4. ο.π., σελ. 625
  5. Προγραμματικό κείμενο Τμήματος Οικολογίας και Περιβάλλοντος ΣΥΡΙΖΑ, Ιούλιος 2014

Ετικέτες