Στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο socialistworker.org, στις 11 Μάρτη, οι Sean Larson και Lee Sustar ανατρέχουν στην ιστορία του ουκρανικού εθνικισμού, τις σχέσεις της Ρωσίας και της Ουκρανίας και το πώς αυτά έχουν επιδράσει στις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, στο παρελθόν και στο σήμερα.

Ο εθνικισμός σε διάφορες μορφές ενεδρεύει σε κάθε πτυχή των περίπλοκων συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που εξελίσσονται στην Ουκρανία σήμερα.

Στην Κριμαία, για παράδειγμα, το τοπικό κοινοβούλιο δρομολόγησε μέσα σε λίγες μέρες δημοψήφισμα για την απόσχιση από την Ουκρανία και την προσάρτηση στη Ρωσία. Είχε προηγηθεί η στρατιωτική κατάληψη της Κριμαίας από τη Ρωσία, με την υποστήριξη τοπικών πολιτικών ηγετών, στα τέλη του Φλεβάρη, σαν αντίποινα για την έλευση στην εξουσία μιας φιλοδυτικής κυβέρνησης στο Κίεβο μετά την πτώση του πρώην Προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς.

Χρησιμοποιώντας ρητορική που θυμίζει τις «ανθρωπιστικές» δικαιολογίες των στρατιωτικών επεμβάσεων των ΗΠΑ, οι Ρώσοι ηγέτες υπερασπίστηκαν την κατάληψη της Κριμαίας σαν απαραίτητη κίνηση για την προστασία των εθνικά Ρώσων, πλειοψηφία στην περιοχή, από κατασταλτικά μέτρα που θα εφάρμοζε η νέα κυβέρνηση στο Κίεβο, που κυριαρχείται από Ουκρανούς εθνικιστές.

Ωστόσο, ο πληθυσμός της Κριμαίας περιλαμβάνει επίσης ένα 20% εθνικά Ουκρανών και ένα 15% Τατάρων της Κριμαίας, έναν τουρκικής προέλευσης μουσουλμανικό λαό που κατοικούσε στη χερσόνησο πριν το μαζικό εκτοπισμό του στην κεντρική Ασία από τον πρώην τύραννο της ΕΣΣΔ Ιωσήφ Στάλιν κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου Πολέμου. Οι Τάταροι, που τους επιτράπηκε τελικά να επιστρέψουν στην Κριμαία μόνο τη δεκαετία του ’80, έχουν σοβαρούς λόγους να φοβούνται μήπως γίνουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε μια περιοχή προσαρτημένη στη Ρωσία.

Στο μεταξύ, στο Κίεβο, η νέα κυβέρνηση της Ουκρανίας, που κυριαρχείται από κεντροδεξιά και ακροδεξιά κόμματα, επιστρατεύει τον εθνικισμό για να σταθεροποιήσει μια βάση υποστήριξης, κυρίως στα δυτικά και τα βόρεια τμήματα της χώρας. Μία από τις πρώτες αποφάσεις του κοινοβουλίου μετά την πτώση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς ήταν η κατάργηση ενός νόμου που επέτρεπε σε άλλες γλώσσες πέραν της Ουκρανικής να χρησιμοποιούνται τοπικά σαν επίσημες γλώσσες (η απόφαση τελικά ακυρώθηκε από το βέτο του σημερινού προέδρου).

Αυτά παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους πιο γνωστούς ηγέτες της αντιπολίτευσης -όπως οι πολύ πιθανοί υποψήφιοι για την προεδρία Βιτάλι Κλίτσκο και Γιούλια Τιμοσένκο, και ο πρόσφατα διορισμένος πρωθυπουργός Αρσένι Γιατσένικουκ- χρησιμοποιούν τα ρωσικά σαν πρώτη τους γλώσσα. Στο δυτικό τμήμα της χώρας, όπου τα εθνικιστικά κόμματα είναι ισχυρότερα, υπάρχουν σημαντικές μειονότητες που μιλάνε πολωνικά και ρουμανικά. Και οι γλωσσικές προτιμήσεις δεν αντιστοιχίζονται ευθέως με τις πολιτικές πεποιθήσεις, κάτι που περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράματα.

Για να κατανοήσουμε το εθνικό ζήτημα στην Ουκρανία σήμερα, απαιτούνται γνώσεις για την ιστορία της χώρας -συγκεκριμένα για την ιμπεριαλιστική υποδούλωσή της από τη Ρωσία, πρώτα από την τσαρική αυτοκρατορία και αργότερα, με την επικράτηση της σταλινικής αντεπανάστασης στη Ρωσία, από την πρώην ΕΣΣΔ. Όπως είπε και ο Ρώσος σοσιαλιστής Ίλια Μπρουντάιτσκις σε συνέντευξή του στο Γερμανικό περιοδικό Marx21, η ένταση του εθνικισμού στην Ουκρανία είναι:

«συνυφασμένη με τον τρόπο που η Ουκρανία ιδρύθηκε σαν ανεξάρτητο κράτος -μέσα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Έτσι εξηγείται γιατί ο εθνικισμός είναι τόσο δημοφιλής και διεισδυτική ιδεολογία. Η ψυχοσύνθεση που επικρατεί είναι σαν αυτή μιας πρώην αποικίας. Οι περισσότεροι Ουκρανοί πιστεύουν ότι το πιο σημαντικό πράγμα είναι να ελέγχονται από μια ξένη δύναμη». 

Η ρωσική κυριαρχία στην Ουκρανία χρονολογείται από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, όταν η κατάληξη του τριακονταετή πολέμου μεταξύ Ρωσίας, Πολωνίας, Τούρκων και Κοζάκων έδωσε τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της χώρας στον Τσάρο της Ρωσίας. 

Ο ασφυκτικός έλεγχος της τσαρικής αυτοκρατορίας στην Ουκρανία κλονίστηκε με τη ρώσικη επανάσταση του 1917. Υπήρξε μια άνθιση της Ουκρανικής γλώσσας και του πολιτισμού -που ενθαρρύνθηκε από την κυβέρνηση των Μπολσεβίκων στην Μόσχα- ως κορύφωση ενός κινήματος για την εθνική απελευθέρωση που διευρυνόταν μέσα στην Ουκρανία.

Το 1918, ένας μονάρχης, υποστηριζόμενος από τη Γερμανία, άρπαξε την εξουσία στην Ουκρανία, και οι αντεπαναστατικοί Λευκοί στρατοί -εξοπλισμένοι και υποστηριζόμενοι από τις Δυτικές κυβερνήσεις για να πολεμήσουν τους Κόκκινους του ρώσικου εργατικού κράτους- προσπάθησαν να διώξουν τους αγρότες από τη γη που είχαν καταλάβει από τους γαιοκτήμονες το 1917. Η πλειοψηφία του κόσμου στην Ουκρανία τότε κινήθηκε αποφασιστικά υπέρ της ομοσπονδιοποίησης με τη Ρωσία στο νεοσχηματιζόμενο εργατικό κράτος -την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών ΕΣΣΔ).

Αλλά η άνοδος της Σταλινικής γραφειοκρατίας τη δεκαετία του ’20 άρχιζε να υπονομεύει τα εθνικά δικαιώματα των Ουκρανών και των άλλων πρώην αποικιακών κτήσεων του Τσάρου. Αν και καθηλωμένος από την επιδείνωση της υγείας του τα χρόνια πριν το θάνατό του, ο Ρώσος επαναστάτης ηγέτης Λένιν επιχείρησε να εναντιωθεί στο Στάλιν, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην υπεράσπιση του δικαιώματος στον αυτοπροσδιορισμό της Ουκρανίας και της γειτονικής Γεωργίας.

Μέσα σε λίγα χρόνια, ωστόσο, η σταλινική αντεπανάσταση νίκησε. Οι νέοι εξουσιαστές της ΕΣΣΔ, παρόλο που συνέχισαν να χρησιμοποιούν μια σοσιαλιστική ρητορική, ανέτρεψαν κάθε κατάκτηση της επανάστασης του 1917, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των καταπιεσμένων εθνών στην αυτοδιάθεση.

Στις αρχές του ’30,  η πολιτική του Στάλιν για τη βίαιη κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής περιουσίας και το σαρωτικό Πενταετές Πλάνο εκβιομηχάνισης είχαν καταστροφικές συνέπειες στην Ουκρανία. Μετά από μια καμπάνια «ρωσοποίησης» σε σχολεία και χώρους δουλειάς το 1931, που ουσιαστικά έθεσαν εκτός νόμου την Ουκρανική γλώσσα, οι οικονομικές πολιτικές του Κρεμλίνου οδήγησαν σε ένα μαζικό λιμό το 1932-33, που κόστισε τις ζωές τουλάχιστον 3,3 εκατομμυρίων Ουκρανών. Στην καταστροφή που θα έφερνε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ουκρανία υπέφερε περισσότερο από κάθε άλλο τμήμα της ΕΣΣΔ.

Αυτό ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε η Οργάνωση Ουκρανών Εθνικιστών (OUN) -που σήμερα τιμάνε οι υπερεθνικιστές που εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση. Η OUN τάχθηκε υπέρ ενός ένοπλου αγώνα για μια εθνικά ομογενοποιημένη Ουκρανία. Με τμήματα της Ουκρανίας κάτω από τον έλεγχο της Ρωσίας ανατολικά και της Πολωνίας δυτικά, η  OUN επικέντρωσε τις επιθέσεις της ενάντια στους εθνικά Ρώσους και Πολωνούς.

Επίσης, στόχευε στην εκκαθάριση των Εβραίων της Ουκρανίας. Το 1938, η οργάνωση διασπάστηκε σε δυο πτέρυγες -μία καθοδηγούταν από το Στέπαν Μπαντέρα και συμμάχησε με τους Γερμανούς Ναζί. Στα τελευταία χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η OUN υπό τις διαταγές του Μπαντέρα, μαζί με το ένοπλο τμήμα της, τον Ουκρανικό Επαναστατικό Στρατό, προχώρησε σε μεγάλης κλίμακας εθνικές εκκαθαρίσεις, σκοτώνοντας πάνω από 90 χιλιάδες Εβραίους και Πολωνούς.

Η σταλινική ελίτ στη Ρωσία είχε προσπαθήσει να κλείσει συμφωνία με τον Αδόλφο Χίτλερ και τους Ναζί για να μοιράσουν την Ανατολική Ευρώπη μεταξύ τους, αλλά μετά την εισβολή του Χίτλερ στη Ρωσία, η Μόσχα πολέμησε στο πλευρό των Συμμάχων. Μετά τη νίκη των Συμμάχων επί της Γερμανίας, οι σοβιετικές αρχές διεξήγαγαν έναν παρατεταμένο πόλεμο ενάντια στην OUN, συντρίβοντάς την ως το 1953.

Ο ουκρανικός εθνικισμός αναβίωσε τη δεκαετία του ’80, στα χρόνια της παρακμής της ΕΣΣΔ.

Τα εθνικιστικά αισθήματα που αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο δεν ήταν απλή αναβίωση της ακροδεξιάς

OUN και της φασιστικής της ιδεολογίας. Κάτω από την πολιτική της «Γκλασνόστ» (Διαφάνεια) του ηγέτη της ΕΣΣΔ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, έγινε δυνατό να ανοίξει δημόσια η συζήτηση για την καταστροφή που επιβλήθηκε στην Ουκρανία στο λιμό της δεκαετίας του ’30 και για τις επόμενες δεκαετίες που η χώρα βρέθηκε κάτω από την μπότα του Σταλινισμού. Η πολιτιστική ανάταση στην Ουκρανία γέννησε ελπίδες για μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική χώρα -τόσο στην ουκρανόφωνη και κυρίως αγροτική δύση, όσο και στην ανατολή, με την πιο στενά δεμένη με την ΕΣΣΔ βιομηχανική οικονομία.

Το 1989, ένα μαζικό απεργιακό κύμα Ουκρανών εργατών στα ορυχεία, παρόλο που εκτυλίχθηκε κυρίως στο ρωσόφωνο τμήμα της Ανατολής, και αντανακλούσε και ενίσχυε αυτές τις ελπίδες. Όπως το είχε θέσει ένας δημοσιογράφος από τους Νιου Γιορκ Τάιμς που βρισκόταν εκεί: «Η εργατική μαχητικότητα στην Ουκρανία, τη δεύτερη μεγαλύτερη Σοβιετική Δημοκρατία, θα γεννούσε μια ακόμα σοβαρή ανησυχία στους συντηρητικούς ηγέτες αυτού του βιομηχανικού κέντρου, που ήδη πάλευαν να αντιμετωπίσουν την άνοδο του ουκρανικού εθνικισμού».    

Οι Ρώσοι εθνικιστές, καθώς προσπαθούσαν να διατηρήσουν μια αυτοκρατορία στη θέση της ΕΣΣΔ που κατέρρεε, επιχείρησαν να προσεγγίσουν τους Ρωσόφωνους σε όλη της την επικράτεια. Όπως όμως έγραψε κι ο συγγραφέας Mark Beissinger, «απέτυχαν να βρουν μαζική υποστήριξη μέσα στη Ρωσία. Η προσπάθειά τους να προσεταιριστούν τους ανθρακωρύχους της Ουκρανίας, της Σιβηρίας και του Βορείου Καζακστάν κατέληξαν επίσης στο απόλυτο τίποτα».

Με το σταλινικό σύστημα εμφανώς σε θανάσιμη παρακμή, οι πιο διορατικοί γραφειοκράτες στην Ουκρανία άρχισαν στα τέλη του ’80 να κάνουν κριτική στο Κομμουνιστικό Κόμμα και να εκφράζουν ανοιχτά συμπάθεια στο ρεύμα πολιτισμικής εθνικιστικής αναγέννησης -παρόλο που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στην υπηρεσία του Κρεμλίνου. Στον απόηχο μιας αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος ενάντια στον Γκορμπατσόφ στη Μόσχα, ένας από αυτούς τους γραφειοκράτες, ο Λεονίντ Κραβτσούκ, μέχρι τότε προεδρεύων  του κοινοβουλίου της Ουκρανίας, κήρυξε την ανεξαρτησία της χώρας από την ΕΣΣΔ και έγινε ο νέος πρόεδρός της.

Το Δεκέμβρη 1991, περίπου το 90% των Ουκρανών ψήφισε υπέρ της ανεξαρτησίας από τη Ρωσία. Η υποστήριξη ήταν μεγάλη ακόμα και στις πιο ρωσοποιημένες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας. Όπως έγραψε τότε ο δημοσιογράφος  Bohdan Nahaylo:

«Αυτό που φαίνεται να έχει συμβεί είναι ότι ραγδαία και σχεδόν ανεπαίσθητα… συνέβη μια επανάσταση στα μυαλά των κατοίκων της Ουκρανίας. Με κάποιον τρόπο, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, η ιδέα της Ουκρανικής ανεξαρτησίας, που για τόσο καιρό περιγραφόταν από το Σοβιετικό Τύπο ως ο μάταιος στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών εθνικιστών στη Δυτική Ουκρανία, κυριάρχησε πλήρως σε όλη τη Δημοκρατία».

Μετά την ανεξαρτησία, ωστόσο, ο Ουκρανικός εθνικισμός έγινε ένα πολιτικό εργαλείο στα χέρια ανταγωνιζόμενων πολιτικών που εξυπηρετούσαν διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα. Πολλοί πρώην ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος χρησιμοποίησαν τις «εκ των έσω» διασυνδέσεις τους για να καρπωθούν τα οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις και να μετατραπούν σε υπερπλούσιους ολιγάρχες -έτσι και η ηγέτιδα της αντιπολίτευσης Yulia Tymoshenko, παρόλο που φυλακίστηκε από το Γιανουκόβιτς, έγινε μια από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στην Ουκρανία χάρη στις έξυπνες επιχειρηματικές συμφωνίες της και με Ουκρανούς και με Ρώσους ολιγάρχες. 

Αυτοί οι πολιτικοί ήταν εθνικιστές μόνο όταν ταίριαζε με τα προσωπικά και πολιτικά τους συμφέροντα. Ο Κραβτσούκ, υποτιθέμενος εθνικιστής, ηττήθηκε το 1994 στις προεδρικές εκλογές από τον πρώην σύντροφο/παλιόφιλο γραφειοκράτη, Λεονίντ Κούτσμα, που έγερνε περισσότερο προς σύσφιξη των σχέσεων με τη Ρωσία. Ο Κούτσμα ήταν ακριβώς το ίδιο διεφθαρμένος και εγκληματίας όσο και οι αντίπαλοί του - παρόλο που ήταν στιγματισμένος ως τσιράκι της Μόσχας, στην πραγματικότητα στράφηκε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για οικονομική βοήθεια και ενίσχυσε τη στρατιωτική συνεργασία της Ουκρανίας με την αμερικανοκαθοδηγούμενη συμμαχία του ΝΑΤΟ.

Στις προεδρικές εκλογές του 2004, ο Κραβτσούκ υποστήριξε έναν άλλο πολιτικό, ο οποίος θεωρούνταν πως είναι υπέρ της Μόσχας -που δεν ήταν άλλος από το Βίκτορ Γιανουκόβιτς. Αλλά η εξόφθαλμη νοθεία οδήγησε στην έκρηξη μαζικών διαδηλώσεων που έγιναν γνωστές με τον όρο «Πορτοκαλί Επανάσταση». Ο Γιανουκόβιτς υποχρεώθηκε να διεξάγει επαναληπτικές εκλογές στις οποίες κέρδισε τελικά ο αντίπαλός του, ο Βίκτορ Γιουστσένκο.

Ο Γιουστσένκο στηρίχθηκε στον εθνικισμό για να σταθεροποιήσει την εξουσία του. Οι κρατικοί θεσμοί ξεκίνησαν να διαδίδουν μιαν άλλη εκδοχή της ιστορίας του εθνικιστικού κινήματος της δεκαετίας του ’30, «εξαγνισμένου» από τον αντισημιτισμό του και τη φασιστική του ιδεολογία, και αντίθετα να το παρουσιάζουν σαν ένα ηρωικό Ουκρανικό εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα. 

Αλλά καθώς δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τα βασικά οικονομικά αίτια αγανάκτησης που υπέβοσκαν στην Πορτοκαλί Επανάσταση, ο Γιουστσένκο έχασε ραγδαία σε υποστήριξη. Το 2010, ο Γιανουκόβιτς κέρδισε εύκολα τις προεδρικές εκλογές -αν και αυτή τη φορά ο κάποτε σύμμαχος της Ρωσίας υποσχόταν ότι θα ενισχύσει τους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας την περαιτέρω συνεργασία με το ΝΑΤΟ.

Σήμερα σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα στο Κίεβο βρίσκεται περιχαρακωμένο στα όρια των διαφόρων εθνικισμών.

Και το Σβόμποντα και η «Τρίαινα» -μια από τις ηγετικές οργανώσεις του Δεξιού Τομέα που υψώθηκε στο πολιτικό προσκήνιο εξαιτίας του ρόλου που διαδραμάτισε στην υπεράσπιση της κατάληψης του Μεϊντάν (Πλατεία Ανεξαρτησίας)  στο Κίεβο από τις αστυνομικές επιθέσεις που διέταξε ο Γιανουκόβιτς- ισχυρίζονται ότι είναι οι απόγονοι της OUN του Στεπάν Μπαντέρα.

Από το 2004, το Σβόμποντα μιμείται τις στρατηγικές των δυτικο-ευρωπαίων ομολόγων του, όπως το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, προσπαθώντας να διευρύνει τη βάση του καταπιανόμενο με κοινωνικά ζητήματα που δε συνδέονται άμεσα με την ακροδεξιά ιδεολογία. Έτσι, ο συνδυασμός  υπερεθνικισμού και ρατσισμού στις καθημερινές δραστηριότητες του Σβόμποντα, «σκεπάζεται» σε μεγάλο βαθμό στα επίσημα κείμενά του. Αλλά δεν πρόκειται και για κανένα μυστικό –για παράδειγμα ο αρχηγός του Σβόμποντα Όλεχ Τιάνιμποκ, ισχυρίστηκε μέσα στο κοινοβούλιο ότι η κυβέρνηση Γιαουκόβιτς είχε κυριευτεί από την «Εβραιομοσχοβίτικη μαφία».

Αυτό είναι το ιστορικό και ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οι σοσιαλιστές και η Αριστερά πρέπει να δράσουν στην Ουκρανία.

Η ιστορία της Ουκρανίας έχει καταστήσει πολύ δύσκολη την ανάπτυξη ανεξάρτητων σοσιαλιστικών πολιτικών οργανώσεων -καθώς, όπως και σε άλλες χώρες που κυριαρχούνταν από την πρώην ΕΣΣΔ, οι ιδέες του μαρξισμού και η σοσιαλιστική παράδοση στιγματίστηκαν από την συσχέτιση τους με τους  Σταλινικούς τυράννους. Η ιστορική υποδούλωση της Ουκρανίας στο Ρώσικο ιμπεριαλισμό είχε ως συνέπεια  ότι η ταξική επαναστατική πολιτική στην Ουκρανία πρέπει συχνά να αντιπαλέψει έναν χυδαίο αντι-ρωσισμό που προωθείται από αντιδραστικές εθνικιστικές ομάδες.  

Ο στόχος πρέπει να είναι να αποτραπεί η διοχέτευση της λαϊκής οργής σε εθνικιστικές κατευθύνσεις και να κατευθυνθεί η οργή ενάντια στους ολιγάρχες της Ουκρανίας, που είναι αυτοί οι οποίοι πραγματικά ευθύνονται για τη δυστυχία των εργαζομένων. Αυτό έχει γίνει πολύ πιο δύσκολο με τη Ρώσικη παρέμβαση στην Κριμαία, η οποία έχει θέσει την εθνοτική διαμάχη της χώρας στο προσκήνιο και τροφοδοτεί τον αντιδραστικό εθνικισμό των ακροδεξιών κομμάτων. 

Οι ισχυρισμοί των Ρώσων ηγετών ότι αντιμετωπίζουν τους φασίστες και την άκρα δεξιά στην Ουκρανία είναι ψέματα. Στην πραγματικότητα, η απειλή ενός γενικευμένου πολέμου λόγω της Ρώσικης παρέμβασης απλά δίνει στους εθνικιστές το πάτημα να διευρύνουν την επιρροή τους, ως οι αποφασισμένοι υπερασπιστές της Ουκρανίας ενάντια στην ξένη κυριαρχία.

Να γιατί παραμένει επιτακτικό να υπάρξει πάλη ενάντια σε όλες τις πλευρές της ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης που διεξάγεται στην Ουκρανία. Ο Ρωσικός ιμπεριαλισμός έκανε την κίνησή του για να διατηρήσει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία στη χώρα μέσα από την κατάληψη της Κριμαίας -αυτό θα έπρεπε να καταδικαστεί κατηγορηματικά από όλους επαναστάτες που αυτοπροσδιορίζονται ως αντι-ιμπεριαλιστές.

Αλλά θα έπρεπε να είναι προφανές ότι η καταδίκη του ρώσικου ιμπεριαλισμού δε σημαίνει με κανένα τρόπο υπεράσπιση των Δυτικών συμφερόντων ή της νέας διορισμένης κυβέρνησης στο Κίεβο. Η παρέμβαση των ΗΠΑ και της ΕΕ -είτε στη μορφή της διπλωματικής και οικονομικής πίεσης είτε με πραγματικές στρατιωτικές επιχειρήσεις - δε θα γίνει γιατί κόπτονται για το καλό της δημοκρατίας ή για τις συνθήκες διαβίωσης των απλών ανθρώπων στην Ουκρανία. Αντιθέτως, το μόνο που ενδιαφέρει τις δυτικές κυβερνήσεις είναι να κερδίσουν τον έλεγχο στην Ουκρανία σε βάρος της Ρωσίας.

Η ανθεκτικότητα του εθνικισμού στην Ουκρανία, ιδιαίτερα στις δυτικές περιοχές, δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως από τους σύγχρονους οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, αλλά αυτοί οι δεσμοί αποτελούν κάποια βάση. Ένα σοβαρό κομμάτι της Ουκρανικής οικονομίας εξαρτάται ακόμα από τη γείτονά του στα ανατολικά.  

Όπως αποδεικνύει ο Sławomir Matuszak's σε εκτεταμένη έρευνα, η Ουκρανία πιθανά έχει τη διεθνή πρωτιά όσον αφορά το επίπεδο άμεσου ελέγχου της κυβέρνησης από τους ολιγάρχες. Ανάμεσα στους ολιγάρχες που βασιλεύουνε στη δύση, ένα από τα κίνητρα για την αποστροφή τους προς τη σχέση με τη Ρωσία, είναι το ενδεχόμενο να εμπλακεί άμεσα ο Πούτιν στην πολιτική ζωή της χώρας.

Η εγκαθίδρυση και σταθεροποίηση της κρατικής εξουσίας στη Ρωσία που πέτυχε ο Πούτιν, περιελάμβανε και την αποστέρηση των Ρώσων ολιγαρχών από την πολιτική τους δύναμη. Με την υποστήριξή του στον  Γιανουκόβιτς, ο Πούτιν προσπαθούσε να διασφαλίσει όσο μεγαλύτερο έλεγχο μπορούσε πάνω στους ζωτικούς αγωγούς αερίου που συνδέουν τους ενεργειακούς παραγωγούς της Ρωσίας με τους πελάτες τους στην Ευρώπη. Μεταξύ άλλων τρόπων, και μέσα από τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους υπό τον έλεγχο του Γιανουκόβιτς και των συμμάχων του. Αυτό προφανώς αποτελούσε μια απειλή για τμήματα της ολιγαρχίας.

Από αυτήν την άποψη, η διαφορά μεταξύ των αντι-ρώσων ολιγαρχών που βρίσκονται κυρίως στη δυτική Ουκρανία και της ομάδας που παρέμεινε πιστή στο Γιανουκόβιτς, είναι ότι η φιλορωσική ομάδα χρειαζόταν την οικονομική και πολιτική στήριξη του Πούτιν για να διατηρήσει την εξουσία της, ενώ το αντιρωσικό τμήμα ξεκίνησε πρόσφατα να βασίζεται περισσότερο στη διοχέτευση της υπάρχουσας λαϊκής δυσαρέσκειας σε εθνικιστική κατεύθυνση.

Αυτές οι διαιρέσεις δεν είναι συμπαγείς, ωστόσο. Και οι «ανατολικοί» και οι «δυτικοί» ολιγάρχες έχουν αποδειχθεί στο παρελθόν αρκετά πρόθυμοι να αλλάξουν πολιτικές προτιμήσεις όποτε ήταν συμφέρον γι αυτούς. Η πρόσφατη πολιτική μεταμόρφωση του πλουσιότερου ανθρώπου στην Ουκρανία, του Rinat Akhmetov, από θερμό υποστηρικτή του Γιανουκόβιτς σε σύμμαχο της κυβέρνησης του Κιέβου, είναι απολύτως ταιριαστό παράδειγμα.

Ενώ η εσωτερική αγορά στην Ουκρανία παραμένει σημαντική για τους λιγότερο ισχυρούς ολιγάρχες, οι πλουσιότεροι και πιο σημαντικής επιρροής βασίζονται εξίσου και στις εξαγωγές και, άρα, στην πρόσβασή τους στις ξένες αγορές. Κοιτάζοντας τις εξαγωγές της Ουκρανίας συνολικά, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη τάση προς την Ανατολή ή τη Δύση: 38% των εμπορευμάτων πωλούνται στα πρώην σοβιετικά κράτη που σχημάτισαν την Κοινοπολιτεία των Ανεξάρτητων Κρατών, 26% κατευθύνεται στην ΕΕ και 36% σε άλλες χώρες.

Ωστόσο η Ουκρανία παραμένει ακόμα σε σχέση εξάρτησης με τη Ρωσία από πολλές πλευρές, συμπεριλαμβανομένου του τεράστιου εμπορικού χρέους των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που η Μόσχα σήμερα καθιστά άμεσα απαιτητό. Σχεδόν το ένα τρίτο των εξαγωγών της Ουκρανίας κατευθύνονται στη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένων πιο εξελιγμένων βιομηχανικών προϊόντων που δεν είναι ανταγωνιστικά στην αγορά της ΕΕ.

Από την άλλη, περίπου το 36% των εισαγωγών της Ουκρανίας γίνονται από τη Ρωσία, που περιλαμβάνουν και το 60% περίπου του φυσικού αερίου της. Οι προνομιακές τιμές που απολάμβανε η Ουκρανία από τη Ρωσία ήταν η ανταπόδοση για τα χαμηλά τέλη μεταφοράς που πληρώνονταν στην Ουκρανία για να μεταφερθεί το ρωσικό αέριο στις Ευρωπαϊκές αγορές. To 80% του αερίου της Ρωσίας εξακολουθεί να κατευθύνεται στην ΕΕ μέσω Ουκρανίας. Εν τω μεταξύ, η ρωσική κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Rosneft -η μεγαλύτερη στον κόσμο- ήδη κατέχει το δεύτερο μεγαλύτερο διυλιστήριο της Ουκρανίας και είναι στη διαδικασία απόκτησης του πρώτου μεγαλύτερού της.

Αυτή η σχέση -ειδικά η ενεργειακή εξάρτηση της Ουκρανίας- είναι φανερά συμφέρουσα για τις ρωσικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται υπό κρατικό έλεγχο. Γι’ αυτό το ρωσικό κράτος έχει επέμβει στο παρελθόν για να διατηρήσει την εξαρτώμενη θέση της Ουκρανίας -για παράδειγμα, διακόπτοντας την παροχή αερίου το Γενάρη του 2006 εν μέσω κινήσεων της Ουκρανικής κυβέρνησης στην κατεύθυνση πιο διευρυμένων σχέσεων με την ΕΕ, και ξανά το 2009. Έτσι και σήμερα, η Ρωσία ετοιμάζεται να ακυρώσει, ξεκινώντας τον Απρίλιο, την πίστωση πληρωμής που παίρνει η Ουκρανία για τις εισαγωγές φυσικού αερίου.

Πρόκειται για το οικονομικό ισοδύναμο της στρατιωτικής κατάληψης της Κριμαίας το οποίο πιθανότατα θα εξοργίσει εξίσου τους απλούς ανθρώπους της Ουκρανίας. Γι’ αυτό το λόγο αξιοποιήθηκε αμέσως ως «καύσιμο» για τα εθνικιστικά κελεύσματα των συντηρητικών πολιτικών κομμάτων, που υποστηρίζονται από τα αντίστοιχα τμήματα της άρχουσας τάξης. 

Οι ίδιοι οι ολιγάρχες -παρόλο που ευνοούνται, τόσο οι δυτικοί όσο και οι ανατολικοί, από τους δεσμούς τους με τις ρώσικες επιχειρήσεις- δυσφορούν από τις συχνές ρωσικές κρατικές παρεμβάσεις για να εμποδιστεί οποιοδήποτε άνοιγμα στην Ευρώπη. Έτσι, η νέα κυβέρνηση του Κιέβου πρόσφατα διόρισε δυο από τους πιο εξέχοντες ανατολικούς ολιγάρχες στην Ουκρανία ως κυβερνήτες στο Donetsk και στο  Dnipropetrovsk  -η άμεση εγκαθίδρυση της εξουσίας τους δείχνει ότι η κεντρική κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον το συντομότερο δυνατόν. 

Ταυτόχρονα, ένας άλλος ολιγάρχης, ο Dmytro Firtash, επιστρατεύτηκε για να καλέσει ρωσικούς επιχειρηματικούς κύκλους να ασκήσουν την επιρροή τους υπέρ της ειρήνης, με το αιτιολογικό ότι οποιαδήποτε κλιμάκωση της σύγκρουσης θα ήταν κακή για τις «δουλειές» και για τις δυο πλευρές.

Ο διορισμός δυο δισεκατομμυριούχων να αναλάβουν την πολιτική διοίκηση σε σημαντικές ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας δείχνει ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τις απειλές της Ρωσίας για επέμβαση, για να προσπαθήσει να σταθεροποιήσει τα ερείσματά της στην Ανατολική Ουκρανία γύρω από μια αφήγηση εθνικής ενότητας –αλλά μιας εθνικής ενότητας τέτοιας που να επικεντρώνεται στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Αυτό ταιριάζει με τη συνολικότερη ατζέντα της κυβέρνησης -χρησιμοποιεί τη σύγκρουση με τη Ρωσία σαν μέσο εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, ενώ φέρνει σε πέρας νεοφιλελεύθερα μέτρα πολύ οικεία στους απλούς ανθρώπους της Ουκρανίας από την εποχή του Γιανουκόβιτς, αλλά και στους λαούς της Ελλάδας, της Ισπανίας και άλλων Ευρωπαϊκών χωρών που υφίστανται τα βάρη της κρίσης του χρέους.  

Τελικά, η χρήση του εθνικισμού για να ενισχυθεί ένα σύστημα που ευνοεί τους ολιγάρχες θα ορίσει το πεδίο για τις επόμενες συγκρούσεις και αγώνες.

Το ακροδεξιό Σβόμποντα συμμετέχει πλάι-πλάι με κεντροδεξιά κόμματα σε μια κυβέρνηση που αναπόφευκτα θα διαλύσει κάθε ελπίδα για οικονομική πρόοδο για την πλειοψηφία του λαού στην Ουκρανία. Ο πρωθυπουργός Γιατσένιουκ παραδέχτηκε ότι η συμμετοχή στο νέο καθεστώς ισοδυναμεί με «πολιτική αυτοκτονία» -ακριβώς λόγω του μεγέθους των μέτρων λιτότητας που έρχονται.   

Η κυβέρνηση έχει ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για δανεισμό με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που θα περιλαμβάνει αυστηρές δεσμεύσεις –που περιλαμβάνουν, σύμφωνα με μια εκτίμηση: περαιτέρω περικοπές σε συνταξιοδοτικές αποζημιώσεις, αυξημένους ενεργειακούς φόρους στους ανθρώπους της εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις κρατικών βιομηχανιών και επιχειρήσεων, την πλήρη κατάργηση αρκετών υπουργείων, την περικοπή  επιδομάτων ανεργίας και δαπανών υγείας.  

Η εφαρμογή τέτοιων μέτρων θα τραυματίσει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης, της οποίας η υποστήριξη ήδη εξασθενεί. Οι πολιτικές προσωπικότητες που ισχυρίζονταν ότι «ηγούνται» του κινήματος Μεϊντάν παραδέχτηκαν πριν την πτώση του Γιανουκόβιτς ότι δεν ήλεγχαν το μαζικό κίνημα. Πλέον από τη θέση των διαπραγματευτών για ακόμα πιο ακραία λιτότητα, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να γίνουν ακόμα πιο «ύποπτοι» στα μυαλά των εργαζομένων.

Όσο για τις επερχόμενες προεδρικές εκλογές, ο αντιρώσος ολιγάρχης, καναλάρχης και βασικός χρηματοδότης της «Πορτοκαλί Επανάστασης» Πέτρο Ποροσένκο προηγούνταν των Κλίτσκο και Τιμοσένκο, ακόμα και σε ένα γκάλοπ που έγινε λίγο μετά την απομάκρυνση του Γιανουκόβιτς από την εξουσία. Το ίδιο γκάλοπ έδειξε ότι το 48,7% όσων ερωτήθηκαν αρνήθηκε να κάνει προβλέψεις για το ποιος θα εκλεγεί στις εκλογές του Μάη και το 29,6% δήλωσε δυσαρεστημένο με τις υπάρχουσες επιλογές.  

Στα ανατολικά της χώρας, όπου ο Γιανουκόβιτς είχε την κύρια βάση υποστήριξής του, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στάθηκε παθητικά, αν και κάποιες μικρές φιλο-ρωσικές και φιλο-ουκρανικές  διαδηλώσεις τράβηξαν την προσοχή των ΜΜΕ. Γενικά, υπάρχει μικρό τμήμα κόσμου που να υποστηρίζει την απόσχιση και την ένωση με τη Ρωσία, ακόμα και στις βασικές ανατολικές πόλεις -αλλά μικρή είναι και η υποστήριξη για τη νεοεγκαθιδρείσα κυβέρνηση του Κιέβου, με την ανοιχτά εθνικιστική της ατζέντα.

Προς το παρόν, η «πέτρα του σκανδάλου» θα συνεχίσει να είναι η Κριμαία, όπου η τοπική φιλορωσική ελίτ πιέζει να γίνει το δημοψήφισμα υπέρ της προσάρτησης στη Ρωσία στις 16 Μαρτίου. Η βεβιασμένη ψηφοφορία δεν μπορεί να θεωρηθεί μια ορθή αποτύπωση της εθνικής θέλησης του πληθυσμού της Κριμαίας -περισσότερο θα αντανακλά μια στιγμιαία φωτογραφία της κοινής γνώμης, ενώ ταλαντεύεται υπό το βάρος ενός βομβαρδισμού με προπαγάνδα από όλες τις πλευρές. 

Το εκλεγμένο κοινοβούλιο της Κριμαίας παρουσιάζεται να τάσσεται σχεδόν ομόφωνα υπέρ της προσάρτησης στη Ρωσία, αλλά μια έρευνα της κοινής γνώμης τον προηγούμενο Δεκέμβρη έδειχνε ότι μόνο το 35% στην Κριμαία υποστήριζε την ανεξαρτησία τόσο από την Ουκρανία όσο και από τη Ρωσία και το 56% ήταν αντίθετο στην απόσχιση από την Ουκρανία. 

Ανάμεσα στον Ταταρικό πληθυσμό της Κριμαίας, υπάρχει δυσαρέσκεια για την Ουκρανική κυβέρνηση στο Κίεβο, που αρνήθηκε να παρέχει κρατική χρηματοδότηση στα ταταρό-γλωσσα σχολεία. Παρ’όλα αυτά η κοινότητα των Τατάρων της Κριμαίας παραμένει σχεδόν ομόφωνα ενάντια στην προσάρτηση στη Ρωσία, και έχει υπάρξει ένα κάλεσμα σε μποϊκοτάζ του επερχόμενου δημοψηφίσματος.

Όπως εξηγούσε σε μια ανακοίνωση η Αριστερή Αντιπολίτευση στην Ουκρανία, οι σοσιαλιστές θα έπρεπε να υπερασπιστούν το δικαίωμα των ανθρώπων της Κριμαίας να προσδιορίσουν οι ίδιοι την εθνική τους κατάσταση. Αλλά ο πραγματικός αυτοπροσδιορισμός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτω από τα όπλα μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης.

Ένα αυθεντικό δημοψήφισμα για τη στάση του λαού της Κριμαίας θα απαιτούσε σαν προϋπόθεση την απόσυρση των Ρωσικών στρατευμάτων και μια καθυστέρηση μερικών μηνών για να επιτραπεί πλατιά δημόσια συζήτηση. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος, επίσης, για να συμμετέχουν επί ίσοις όροις στη συζήτηση και οι 300.000 φωνές της Ταταρικής κοινότητας της Κριμαίας.

Αν η ψηφοφορία προχωρήσει, θα συμβάλει ακόμα περισσότερο στη δυναμική που έχει περιθωριοποιήσει όσους αγωνίζονται ενάντια στον εθνικισμό και την καταπίεση.

Οι πολεμικές απειλές της Ρωσίας έχουν ενισχύσει τη θέση των εθνικιστών και των ανοιχτά φασιστών που κυριαρχούν στο νέο καθεστώς του Κιέβου, αν όχι στο μαζικό κίνημα του Μεϊντάν που το έφερε στην εξουσία. Στο μεταξύ, η δεξιά ρητορεία και πολιτική της κεντρικής κυβέρνησης ωθούν τους απλούς ανθρώπους στην ανατολική και νότια Ουκρανία να βλέπουν τις Ρωσικές δυνάμεις σαν προστάτες τους ενάντια σε ένα καθεστώς που απειλεί να τους στερήσει  τη γλώσσα τους και τα πολιτικά τους δικαιώματα.

Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος χρειάζεται ένας ξεσηκωμός από τα κάτω, βασισμένος σε μια πολιτική εναλλακτική που μπορεί να ενώσει τους εργαζόμενους πέρα από τις διάφορες διαιρέσεις που απειλούν να διασπάσουν την Ουκρανία –μια πολιτική που για παράδειγμα, να μπορεί να κινητοποιήσει τον μεγάλο αριθμό των κυρίως νεότερων, ρωσόφωνων ανθρώπων στην ανατολή, που αυτοπροσδιορίζονται ως Ουκρανοί και αντιτίθενται ρητά στην αφομοίωση από τη Ρωσία, προς την ενότητα με τους πιο ενεργούς πολιτικά ανθρώπους στη δύση που έχουν μπουχτίσει με τους ολιγάρχες που ελέγχουν το σύστημα.  

Ένα κίνημα που μπορεί να κινητοποιήσει  τους εργαζόμενους ενάντια σε όλους τους ολιγάρχες έχει τη δυνατότητα να σπάσει τα δεσμά που βάζει στον ταξικό αγώνα η ιδεολογία των εθνικών πεποιθήσεων στην Ουκρανία.

Ο Alan Maass συνεισέφερε σε αυτό το άρθρο.