Οι πολιτικές προεκτάσεις μιας αντιπαράθεσης και η ζωτική ανάγκη για το χτίσιμο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στην Κύπρο.

Στις 22 Αυγούστου ο Δημήτρης Χριστόφιας κλήθηκε να καταθέσει στην ερευνητική επιτροπή για την οικονομία κάτι που τελικά δεν έγινε μιας και ο τέως πρόεδρος αποχώρησε καταγγέλλοντας την επιτροπή για μεροληπτική και προσβλητική στάση απέναντι του. Τα μέλη της ερευνητικής επιτροπής, με τη σειρά τους, κατηγόρησαν το Χριστόφια για ασέβεια προς τους θεσμούς και παρέπεμψαν το θέμα στο γενικό εισαγγελέα. Τις επόμενες μέρες το ζήτημα πήρε μεγάλες διαστάσεις. Τα ΜΜΕ αφιέρωσαν πολύ χώρο και χρόνο στην ανάδειξη του ‘βομβαρδίζοντας’ το κοινό με δηλώσεις και αλληλοκατηγορίες κομματικών στελεχών, νομικών, δημοσιογράφων κλπ.

Όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Αυτό, όμως, που δεν είναι προφανές είναι γιατί ένα θέμα που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει τεχνικό και ‘νομικίστικο’ πήρε τέτοιες διαστάσεις (αφορμή για τη σύγκρουση ήταν η άρνηση της επιτροπής στο αίτημα Χριστόφια να ξεκινήσει την κατάθεση του διαβάζοντας κείμενο που είχε προετοιμάσει με τους συμβούλους του). Η απάντηση βρίσκεται στα πολιτικά ζητήματα που κρύβονται πίσω από αυτή την αντιπαράθεση.

Τις μέρες που ακολούθησαν, σύσσωμα τα κόμματα της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης επιτέθηκαν στο Χριστόφια. Ο νομικός σύμβουλος του ΔΗΣΥ, Τριανταφυλλίδης, υποστήριξε ότι ο πρώην πρόεδρος επέδειξε ασέβεια απέναντι στους θεσμούς και τους νόμους και κάλεσε το Γενικό Εισαγγελέα «να εφαρμόσει την ισοτιμία όλων των πολιτών έναντι του νόμου». Στο ίδιο μοτίβο το ΔΗΚΟ υποστήριξε ότι η στάση του Χριστόφια «συνιστά απαράδεκτη πράξη ασέβειας και ανυπακοής… και εντείνει τη γενικότερη απαξιωτική στάση της κοινωνίας έναντι των θεσμών και των οργάνων της πολιτείας και της πολιτικής». Το ΕΥΡΩΚΟ με τη σειρά του χαρακτήρισε «απαράδεκτη την προσπάθεια του ΑΚΕΛ να παρουσιάσει τον κ. Χριστόφια ως θύμα πολιτικής καταδίωξης» σημειώνοντας πως «η επαλήθευση της ισονομίας και της ισοπολιτείας είναι πλέον στα χέρια του Γενικού Εισαγγελέα». Η ΕΔΕΚ χαρακτήρισε τη συμπεριφορά Χριστόφια «στρεψόδικο και κατακριτέα» ενώ οι Οικολόγοι την περιέγραψαν ως «καλοστημένη θεατρική παράσταση».

Παράλληλα όμως με την κριτική στο Χριστόφια για απαξίωση των θεσμών ξεδιπλώθηκε μια συντονισμένη επίθεση ΜΜΕ, κομματικών στελεχών και θεσμικών παραγόντων με στόχο να πειστεί η κοινωνία για το εξής:Hκοινωνική καταστροφή που βιώνουμε δεν είναι αποτέλεσμα της ασυδοσίας των τραπεζιτών και της ατολμίας/απροθυμίας του ΑΚΕΛ να συγκρουστεί με τα συμφέροντα τους και τους εκβιασμούς της Ε.Ε, αλλά η καθυστέρηση της προηγούμενης κυβέρνησης να βάλει τη χώρα στο μνημόνιο μια ώρα αρχύτερα και τα ψίχουλα που δαπανήθηκαν για την κάλυψη κοινωνικών δαπανών (π.χ. επιδόματα ανεργίας). Πλήρης αντιστροφή της πραγματικότητας δηλαδή…

Το χορό αυτής της ιδεολογικής επίθεσης τον σέρνουν (ποιοι άλλοι;), οι ίδιοι οι τραπεζίτες. Διαβάζουμε λοιπόν σε σχετικό δημοσίευμα (Φιλελεύθερος 27/08): «o πρώην Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Αθανάσιος Ορφανίδης επέρριψε βαρύτατες ευθύνες στο ΑΚΕΛ, την κυβέρνηση Χριστόφια και την Κεντρική Τράπεζα για την καταστροφή του τραπεζικού συστήματος και το «κούρεμα» των καταθέσεων… Υποστήριξε ότι, ενορχηστρωμένα μέσω της Κεντρικής Τράπεζας, η κυβέρνηση Χριστόφια και το ΑΚΕΛ πέτυχαν την εκτόξευση των αναγκών των τραπεζών, για να αποδείξουν τη θέση ότι για όλα φταίνε οι τράπεζες».

Ο τωρινός Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Πανίκος Δημητριάδης, δήλωσε ότι «θα έπρεπε να υποβληθεί αίτημα στο Μηχανισμό Στήριξης από το τέλος του 2011 με αρχές του 2012, και θα μπορούσε να αποφευχθεί το «κούρεμα» των καταθέσεων, αν υπογραφόταν το προκαταρκτικό Μνημόνιο… η καθυστέρηση να αποταθούμε στον Μηχανισμό Στήριξης υπήρξε ζημιογόνος, αν όχι καταστρεπτική για την κυπριακή οικονομία» και πρόσθεσε ότι «είναι λυπηρό που δεν υπογράφτηκε το προκαταρκτικό Μνημόνιο».

Όπως ήταν αναμενόμενο η επιχειρηματολογία των τραπεζιτών υποστηρίζεται με λύσσα από τη συντριπτική πλειοψηφία των κομμάτων και των ΜΜΕ στην Κύπρο. Αυτό που, ίσως, να μην ήταν και πολύ αναμενόμενο αποτελεί το γεγονός ότι τα ίδια επιχειρήματα τα ξεστομίζουν και σημαίνοντα στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης. Ο εκλεκτός του ΑΚΕΛ για την οικονομία, πρώην υπουργός Οικονομικών, Κίκης Καζαμίαςδήλωσε πως «αν υπογραφόταν τον Μάρτιο του 2012 Μνημόνιο, τότε η οικονομία της χώρας μας θα μπορούσε να ξεπεράσει τα προβλήματά της». Δεν σταμάτησε όμως εκεί, υποστήριξε επιπλέον ότι «ήταν μονόδρομος η απομείωση των ελληνικών ομολόγων και κατ’ επέκταση οι ζημιές στις δύο κυπριακές τράπεζες» (Φιλελεύθερος 27/08). Το ενδεχόμενο να κρατικοποιηθούν οι υπό κατάρρευση τράπεζες χωρίς να αποζημιωθούν οι τραπεζίτες που τις οδήγησαν στην κατάρρευση δεν φαίνεται να περνά από το μυαλό του ‘αριστερού’ πρώην υπουργού. Αντιθέτως, θεωρεί μονόδρομο αυτό που έγινε τελικά: την κοινωνικοποίηση της ζημιάς των τραπεζών. 

Δυστυχώς, οι θέσεις αυτές δεν είναι προσωπικές απόψεις ενός τεχνοκράτη αλλά απηχούν τις θέσεις της ηγεσίας του ΑΚΕΛ, όπως αυτές εκφράστηκαν και από τα πλέον επίσημα χείλη του κόμματος, από τον ίδιο το Χριστόφια. Στο κείμενο που είχε ετοιμάσει για την ερευνητική επιτροπή και δημοσιεύτηκε στη Χαραυγή[1]αναφέρει μεταξύ άλλων:

«Ιδιαίτερη προσοχή επιδείξαμε και λάβαμε συγκεκριμένα μέτρα για συγκράτηση των δαπανών στη δημόσια υπηρεσία. Για πρώτη φορά στα χρονικά της Κυπριακής Δημοκρατίας τέθηκε ουσιαστικό µορατόριουµ στην πρόσληψη δημοσίων υπαλλήλων µε αποτέλεσμα ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αρχικά να συγκρατηθεί και ακολούθως να μειωθεί, όταν για δεκαετίες επί όλων των κυβερνήσεων ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξανόταν κατά χίλια άτομα περίπου κάθε χρόνο». Στην προσπάθειά του να απαντήσει στο άθλιο επιχείρημα ότι για την κρίση στην Κύπρο ευθύνεται ο υπέρογκος δημόσιος τομέας περηφανεύεται γιατί επί διακυβέρνησης του μειώθηκαν για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας οι δημόσιοι υπάλληλοι! Καταπίνει, δηλαδή, αμάσητο το νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό πλαίσιο και απολογείται στους απολογητές του συστήματος.

Δεν σταματά όμως εκεί, συνεχίζει απτόητος στο θέμα των κοινωνικών δαπανών: «Όχι µόνο δεν υπήρξε υπερβολή στην κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης µου, αλλά σημειώνω ότι είναι η πρώτη κυβέρνηση στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας η οποία εισήγαγε την αρχή της στόχευσης στις κοινωνικές παροχές ώστε να τυγχάνουν βοήθειας εκείνοι που χρειάζονται περισσότερο τη βοήθεια αυτή. Σημειώνω επίσης την κατάργηση προνομίων που υπήρχαν στη δημόσια υπηρεσία, όπως για παράδειγμα την παροχή ανεργιακού επιδόματος στους δημοσίους υπαλλήλους για περίοδο έξι μηνών μετά από τη συνταξιοδότησή τους».

Έχοντας αποδεχτεί το κυρίαρχο καπιταλιστικό πλαίσιο, ο Χριστόφιας υποχωρεί ατάκτως μπροστά στον αντίπαλο. Κατ’ αρχήν επιχειρηματολογεί υπέρ «της στόχευσης των κοινωνικών παροχών» που πέτυχε η κυβέρνηση του (και πάλι για πρώτη φορά στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας). Το πρόβλημα εδώ είναι ότι «στόχευση των κοινωνικών παροχών» είναι η φράση που χρησιμοποιούν οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι όταν τσεκουρώνουν τα κονδύλια που δίνονται για την δημόσια υγεία, την παιδεία και την κοινωνική πρόνοια. Και προχωρά ο πρώην πρόεδρος χαρακτηρίζοντας ως «προνόμιο» μια κατάκτηση των εργαζόμενων στο δημόσιο που μια αριστερή κυβέρνηση όφειλε να παλέψει ώστε να επεκταθεί και για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, αυτό που δεν μας λέει είναι ότι τα λεφτά που κόπηκαν από τις κοινωνικές παροχές και τα ‘προνόμια’ των δημοσίων υπαλλήλων δεν πάνε για την κάλυψη κοινωνικών αναγκών αλλά στη μαύρη τρύπα της αποπληρωμής του χρέους που δημιούργησαν οι τραπεζίτες.     

Ο κατήφορος, όμως, δεν έχει τελειωμό όταν η συζήτηση φτάνει στο θέμα της καθυστερημένης υπογραφής του μνημονίου. Εκεί ο Χριστόφιας, στην προσπάθεια να απαντήσει στις ‘κατηγορίες’ που του αποδίδει το αστικό μπλοκ για απροθυμία υπογραφής του μνημονίου, επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι η κυβέρνηση του ήθελε να το υπογράψει αλλά οι επίδοξοι σωτήρες μας δεν ανταποκρινόταν! «Ένας δημοφιλής ισχυρισμός ορισμένων πολιτικών δυνάμεων είναι ότι εμείς δεν προχωρήσαμε στην υπογραφή του Μνημονίου. Κι αυτός ο ισχυρισμός δεν έχει καμία σχέση µε την πραγματικότητα. Όταν µε σκληρή διαπραγμάτευση καταλήξαμε σε κατ’ αρχήν συμφωνία µε την Τρόικα και την καλέσαμε να το υπογράψουμε μόλις ολοκληρωθεί και ο διαγνωστικός έλεγχος που θα καθόριζε το ποσό ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών  (υπενθυμίζω ότι η έκθεση της PIMCO υποβλήθηκε την 1 Φεβρουαρίου 2013), η Τρόικα και το Γιούρογκρουπ δεν ανταποκρίθηκαν.»

Είναι ξεκάθαρο ότι η επίθεση στο Χριστόφια και το ΑΚΕΛ δεν αφορά μόνο αυτούς αλλά κατευθύνεται εναντίον όλης της εργατικής τάξης και της αριστεράς στο νησί. Στις μέρες που έρχονται η ντόπια αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι ετοιμάζονται για μια άνευ προηγουμένου επίθεση στα κεκτημένα των εργαζομένων. Γνωρίζουν καλά ότι προκειμένου να νικήσουν πρέπει να τσακίσουν τις αντιστάσεις στο πολιτικό, κοινωνικό και συνδικαλιστικό πεδίο αλλά και στο πεδίο των ιδεών. Για να το καταφέρουν επιχειρούν να ταυτίσουν τις ιδέες και τη δράση της αριστεράς με τη διακυβέρνηση Χριστόφια και τις επιλογές της ηγεσίας του ΑΚΕΛ. Γιατί γνωρίζουν, επίσης, ότι ο κόσμος που πάλεψε για να έρθει το ΑΚΕΛ στην κυβέρνηση δεν είδε τις ελπίδες του να γίνονται πραγματικότητα.

Η κυβέρνηση Χριστόφια δεν συγκρούστηκε με τη διαφθορά, το πελατειακό σύστημα και τη διαπλοκή των πολιτικών με το κεφάλαιο όπως απαιτούσαν οι εργαζόμενοι και ο κόσμος της Αριστεράς. Αντιθέτως, ήρθαν στο φως της δημοσιότητας διαφόρων ειδών σκάνδαλα. Το κυριότερο όμως είναι ότι η κυβέρνηση του ΑΚΕΛ δεν ήρθε σε ρήξη με τον ‘καπιταλιστικό μονόδρομο’. Ακολούθησε μια πολιτική διαρκών συμβιβασμών και συνειδητής υποχώρησης από τα αιτήματα του κόσμου και τις θέσεις με τις οποίες εξελέγη ο Χριστόφιας το 2008. Μια πολιτική συναίνεσης και εθνικής ομοφωνίας, μια πολιτική διαχείρισης του συστήματος που απέφευγε τη ρήξη με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Ο απολογισμός της κυβέρνησης Χριστόφια είναι καθαρά αρνητικός: αποδοχή του μνημονίου,  ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών χωρίς κρατικοποίηση, φορολογική ασυλία του πλούτου και της εκκλησίας, ‘πάγωμα’ στο κυπριακό, διεύρυνση των οικονομικών/διπλωματικών /στρατιωτικών σχέσεων με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ.

Σε αυτό ‘ποντάρει’ η αστική τάξη της Κύπρου και προσπαθεί να μας πείσει ότι και η Αριστερά είναι ‘μια από τα ίδια’ προκειμένου να καθαρίσει μια και καλή με τις ιδέες και τη δράση της. Σε αυτές τις συνθήκες οφείλουμε να χτίσουμε στην Κύπρο μια αριστερά που δεν θα απαντά με υποχωρήσεις. Μια αριστερά που θα επιστρέψει στις ιδεολογικές της ρίζες. Στις βάσεις, δηλαδή, πάνω στις οποίες κτίστηκε και το ΑΚΕΛ και τις οποίες η ηγεσία του έχει προ πολλού εγκαταλείψει, αφήνοντας την εργατική βάση του κόμματος εκτεθειμένη. Μια αριστερά που δρα μέσα στην κοινωνία και υπερασπίζεται τον κόσμο της δουλειάς οργανώνοντας μαζικά τον αγώνα για την κατάργηση του μνημονίου. Μια αριστερά που να δίνει αποφασιστικά τη μάχη στο πεδίο των ιδεών. Χρειάζεται να χτίσουμε την αριστερά της ρήξης και της αντικαπιταλιστικής ανατροπής, και θα το κάνουμε!

 

Ετικέτες