Δύο κρίσιμες κυβερνητικές αποφάσεις των προηγούμενων ημερών επιβεβαίωσαν ότι η σύγκρουση με το «βαθύ κράτος» και όσους το εκπροσωπούν, δεν βρίσκεται στις προτεραιότητες της κυβέρνησης «με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ». Αντίθετα, η προσχώρηση στην καταστροφική λογική της «συνέχειας του κράτους» και των «ειδικών», αποτελεί τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια ανατροπής της λιτότητας και των κοινωνικών συσχετισμών.
Η επιλογή του Λάμπη Ταγματάρχη στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της ΕΡΤ προκάλεσε νέα απογοήτευση στον κόσμο που έδωσε τον εμβληματικό αγώνα για την επαναλειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Μόνο ως αστείο μπορεί να ειπωθεί ότι η μάχη ενάντια στα καθεστωτικά ΜΜΕ θα ξεκινήσει με έναν γνήσιο εκφραστή του μιντιακού κατεστημένου στο τιμόνι της ΕΡΤ. Θέση που κατείχε και το διάστημα 2010-12, τότε που η ΕΡΤ πρωτοστατούσε στην αισχρή προπαγάνδα για την «ευλογία» των μνημονίων και ο Ταγματάρχης υποβάθμιζε το έργο της ΕΡΤ, απαιτώντας εργασιακές σχέσεις γαλέρας.
Ακόμα μια πρόκληση ήταν η αναβάθμιση του πρώην εισαγγελέα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας αλλά και επικεφαλής της ΕΥΠ επί Καραμανλή, Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Ο τελευταίος, από γενικός γραμματέας του υπουργείου Δικαιοσύνης, ανέλαβε καθήκοντα υφυπουργού στο ίδιο υπουργείο με αρμοδιότητα σε θέματα Διαφάνειας. Είναι ενδεικτικό πως λίγες μόνον ώρες πριν από την ορκωμοσία του νέου υφυπουργού, το γραφείο του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου δήλωνε άγνοια για το γεγονός.
Με τις νέες αυτές «εκπλήξεις», ο κατάλογος της αξιοποίησης στελεχών από το χώρο του «καραμανλισμού» και του «σημιτικού» ή «παπανδρεϊκού» ΠΑΣΟΚ συνεχώς διευρύνεται. Είχαν προηγηθεί εξέχουσες μορφές της πολιτικής ελίτ και λοιποί γραφειοκράτες που οργάνωσαν και υλοποίησαν τη νεοφιλελεύθερη επίθεση στον κόσμο της εργασίας για λογαριασμό των καπιταλιστών: Παυλόπουλος, Παναρίτη, Σαγιάς, Σπίρτζης, Ρουμπάτης, Κατσέλη κ.λπ.
Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα πρόσωπα, ακόμα και αν έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, δεν μπορούν να υπηρετήσουν τα συμφέροντα της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και τους πολιτικούς στόχους της Αριστεράς. Είναι ταγμένοι στο αντίπαλο στρατόπεδο, εργάζονται συνειδητά για τη διατήρηση της «καθεστηκυίας τάξης» και απολύτως φυσιολογικά μετατρέπονται σε ιμάντα μεταφοράς των πιέσεων του συστήματος εντός της κυβέρνησης.
Για να δικαιολογηθούν αυτές οι επιλογές -που επιπλέον εξοργίζουν και αποθαρρύνουν τα μέλη, τα στελέχη, αλλά και τους απλούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ- ορισμένοι επικαλούνται την «αυθεντία των ειδικών», τις «τεχνοκρατικές δεξιότητες» ή τη γνώση «των λειτουργιών του κράτους», ως κριτήριο για τη συμμετοχή κάποιου/ας στο κυβερνητικό σχήμα. Είμαστε βέβαιοι ότι επιστήμονες και πολιτικά στελέχη με τέτοιες ικανότητες υπάρχουν στην κοινωνία, εντός και εκτός των γραμμών της Αριστεράς, χωρίς να συνδέονται με όλους εκείνους που σάρωσαν τα δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας, που ξεπούλησαν τα δημόσια αγαθά και πλειοδότησαν στην κατασυκοφάντηση και την καταστολή των εργατικών-λαϊκών αντιστάσεων.
Δυστυχώς, πίσω από αυτές τις επιλογές για τόσο σημαντικές θέσεις άσκησης πολιτικής κρύβεται ένα θεμελιώδες λάθος στρατηγικής που έχει πληρωθεί με πολιτικές και ιδεολογικές πανωλεθρίες για την Αριστερά: η επιτυχία προϋποθέτει να μην «τρομάξει ο αντίπαλος», οι περιστάσεις απαιτούν συγκλίσεις και επιμέρους συναινέσεις με ένα δήθεν «προοδευτικό» τμήμα της αστικής τάξης.
Για να μη ζήσουμε τις ήττες της δικής μας εποχής, ακριβώς επειδή η ιστορική διακύβευση είναι μεγάλη, πρακτικές και πρόσωπα που «κλείνουν το μάτι» σε αντιλήψεις «εθνικής ενότητας» και «σεβασμού της ταξικής κυριαρχίας», που επιχειρούν να χτίσουν το νέο με τα φθαρμένα υλικά του παλιού, οφείλουν να εγκαταλειφθούν άμεσα. Ο χρόνος εξάλλου δεν είναι απεριόριστος.