Η αστική εκλογική πολιτική σκηνή στις ΗΠΑ έχει μπει σε μια εποχή αστάθειας άνευ προηγουμένου, με τρία γεγονότα να είναι ενδεικτικά.

Πρώτα, το καταστροφικό ντιμπέιτ του προέδρου Τζο Μπάιντεν και η δημοσκοπική κατάρρευση που ακολούθησε έδειχνε να καταδικάζει τους Δημοκρατικούς σε βέβαιη ήττα. Έπειτα, η παραλίγο δολοφονία του Ντόναλντ Τραμπ, η -κατά τον ίδιο- εκ θαύματος σωτηρία του και το θριαμβευτικό Ρεπουμπλικανικό Εθνικό Συνέδριο που ακολούθησε, έδειχναν να «κλειδώνουν» την προεδρία και ίσως και μια Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία και στα δύο σώματα του Κογκρέσου.

Τέλος, σε μια απελπισμένη απόπειρα να διασώσουν την εκλογική τους μοίρα, οι καπιταλιστές χορηγοί των Δημοκρατικών και η κομματική γραφειοκρατία αποφάσισαν να παρέμβουν για να εκθρονίσουν τον Μπάιντεν και να ορίσουν την αντιπρόεδρο Καμάλα Χάρις ως νέα υποψηφιότητα. Πλέον η εκλογική μάχη δείχνει απολύτως ισορροπημένη και η έκβασή της είναι αυτήν τη στιγμή απρόβλεπτη. Θα την επηρεάσουν όλων των ειδών οι εκπλήξεις, εγχώριες και διεθνείς, που θα προκύψουν ως το Νοέμβρη. Όποιο κόμμα κι αν νικήσει, οι ΗΠΑ θα αποκτήσουν μια διαιρεμένη κυβέρνηση, παράλυτη κι ανίκανη να εφαρμόσει το σύνολο του προγράμματος του νικητή, αντιμέτωπη με μια αδιάλλακτη πολιτική αντιπολίτευση, που θα επιταχύνει μια ήδη υφέρπουσα συνταγματική κρίση.    

Παγκόσμια πολιτική αστάθεια

Η εκλογική αστάθεια στις ΗΠΑ είναι στην πραγματικότητα ο κανόνας που ισχύει σε όλο τον πλανήτη. Υπάρχουν ελάχιστα σταθερά καθεστώτα, δημοκρατικά ή αυταρχικά. Γιατί; Επειδή οι πολλαπλές κρίσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού υπονομεύουν την λαϊκή υποστήριξη προς τα κράτη, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση. 

Δείτε μόνο τις κυβερνητικές ηγεσίες που συναντήθηκαν στην τελευταία σύνοδο των G7. Από τον Μπάιντεν και τον Εμμανουέλ Μακρόν, μέχρι τον πρόσφατα ηττημένο Ρίσι Σούνακ, όλοι είχαν ιστορικά χαμηλά επίπεδα αποδοχής. Το ίδιο ισχύει για τις καπιταλιστικές απολυταρχίες. Από τη Ρωσία, όπου ο Βλαδίμηρος Πούτιν αντιμετώπισε πέρσι απόπειρα πραξικοπήματος, μέχρι την Κίνα, της οποίας ο πληθυσμός πριν 2 χρόνια οργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις και απεργίες ενάντια στην δρακόντεια πολιτική του Ξι Τζινπίνγκ για Μηδενικό Κοβίντ με λοκντάουν μέσα στα σπίτια και στους χώρους δουλειάς.

Οι κρίσεις του καπιταλισμού υπονομεύουν το αστικό κατεστημένο, προκαλώντας πολιτική πόλωση προς τα δεξιά και τα αριστερά και εντείνοντας εξωτερικές συγκρούσεις μεταξύ κρατών σε όλα τα επίπεδα της ιμπεριαλιστικής ιεραρχίας. Αυξάνονται οι αντιπαλότητες ανάμεσα σε κατεστημένες και τις ανερχόμενες δυνάμεις, με πιο εμφανή την αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας, αλλά και οι συγκρούσεις ανάμεσα σε αυτές και περιφερειακές δυνάμεις και συχνά αυτές οι συγκρούσεις αφορούν και τον έλεγχο καταπιεσμένων εθνών όπως στην Παλαιστίνη, την Ουκρανία και την Ταϊβάν.

Στο εσωτερικό των εθνών-κρατών, τα κατεστημένα κόμματα και τα καθεστώτα είναι ανίκανα να αντιμετωπίσουν τις δυσφορίες των κατώτερων τάξεων. Αυτό έχει ανοίξει δρόμο για τους αντιπάλους τους, συνήθως των κομμάτων της ακροδεξιάς. Αλλά όταν και όπου έρχονται στην εξουσία αυτές οι δυνάμεις, έχουν φανεί ανίκανες να επιβάλουν σταθερά καθεστώτα, γιατί δεν μπορούν να λύσουν ούτε τις κρίσεις του καπιταλισμού ούτε την αυξανόμενη ανισότητα. Στην πραγματικότητα οι πολιτικές τους παροξύνουν αυτές τις κρίσεις.

Στις σπάνιες περιπτώσεις όπου αριστερά και μεταρρυθμιστικά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, κατάφεραν να κερδίσουν την κυβερνητική εξουσία, βρίσκονται κι αυτά περιορισμένα από το αστικό κράτος και την καπιταλιστική οικονομία, ανίκανα να υλοποιήσουν τις υποσχέσεις τους και υποχρεωμένα να κάνουν συμβιβασμούς. Η απογοήτευση από τη διακυβέρνησή τους ξανανοίγει με τη σειρά της το δρόμο για το αστικό κατεστημένο και την ακροδεξιά να ανακτήσουν την εξουσία.

Η αποτυχία των κυβερνήσεων να παρουσιάσουν οποιουδήποτε είδους λύση έχει πυροδοτήσει εξεγέρσεις από τα κάτω, και από την εργατική τάξη και τα καταπιεσμένα στρώματα, όπως και από την αναστατωμένη μικροαστική τάξη. Αλλά σε αυτό το σημείο η επαναστατική Αριστερά είναι πολύ μικρή και χωρίς επαρκείς ρίζες για να μπορέσει να ενισχύσει μαζικούς αγώνες για μεταρρυθμίσεις και για αμφισβήτηση του συστήματος, διευκολύνοντας έτσι το κατεστημένο και τη Δεξιά να ενσωματώσουν και να καναλιζάρουν τα κινήματα στα εκλογικά τους σχέδια, ή απλά να τα καταστείλουν με απόλυτη αγριότητα.  

Μια σοσιαλιστική προσέγγιση στην εκλογική πολιτική

Σε αυτήν την εποχή πολιτικής αστάθειας, οι σοσιαλιστές οφείλουν να αναπτύξουν μια στρατηγική προσέγγιση απέναντι στις εκλογές. Δεν είμαστε αναρχικοί. Δεν απορρίπτουμε τις εκλογές ως άσχετες με την ταξική πάλη. Η εκλογική πολιτική είναι ένα από τα πεδία μάχης της ταξικής πάλης.

Πρέπει να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με άρχουσα τάξη σε όλα τα μέτωπα του συστήματος, από το οικονομικό ως το κοινωνικό, το ιδεολογικό και το πολιτικό. Δεν μπορούμε να αγνοούμε ή να απέχουμε από την εμπλοκή στη μάχη σε οποιοδήποτε από αυτά τα μέτωπα. Αν αφήσουμε την εκλογική πολιτική μόνο στα χέρια των αστικών και των ακροδεξιών δυνάμεων, αυτό τους δίνει δύναμη να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική, την ιδεολογία και τις οργανωτικές προτεραιότητες των εργαζομένων και των καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Αν αγνοήσουμε τις εκλογές, λειτουργεί εις βάρος μας.

Γι’ αυτό και ο Ένγκελς ισχυριζόταν ότι η εργατική τάξη πρέπει παντού να συγκροτήσει ένα δικό της πολιτικό κόμμα που θα ηγείται του αγώνα σε όλα τα μέτωπα του ταξικού πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της αντιπαράθεσης με τα κόμματα της άρχουσας τάξης στις εκλογές. Οι εκλογές είναι ένα μέσο να κερδίσουμε την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική ανεξαρτησία της τάξης μας από τους κυρίαρχους. Αν χρησιμοποιηθούν σωστά, είναι και ένας τρόπος να υποκινήσουμε αγώνες από τα κάτω, για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις στο δρόμο για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.

Στις ΗΠΑ, έχουμε ένα ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, δεν έχουμε κανένα σοσιαλδημοκρατικό ή εργατικό κόμμα, αλλά δύο κόμματα της αστικής τάξης, τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους. Και τα δύο κόμματα χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από την αστική τάξη η οποία τα χρησιμοποιεί για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, όχι τα δικά μας.

Όμως τα κόμματα αυτά δεν είναι ίδια, και από τη δεκαετία του 1930 και μετά, λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους. Οι Ρεπουμπλικάνοι υπήρξαν το βασικό κόμμα του κεφαλαίου -η πρώτη ομάδα του. Οι Δημοκρατικοί υπήρξαν η ομάδα των αναπληρωματικών, αυτή που έρχεται από τον πάγκο όταν η πρώτη ομάδα αποτυγχάνει, προκειμένου να υποσχεθεί προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για τη συντήρηση του συστήματος και την αποτροπή της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κόμματος των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. Υπάρχουν για να ενσωματώνουν την Αριστερά και να εξουδετερώνουν την ταξική και κοινωνική πάλη.  

Η μεταμόρφωση του αμερικανικού δικομματικού συστήματος

Μέχρι τη Μεγάλη Ύφεση, τα δύο κόμματα συμμερίζονταν την αφοσίωσή τους στο νεοφιλελευθερισμό στο εσωτερικό και την ιμπεριαλιστική ηγεμονία στο εξωτερικό, και οι διαφορές μεταξύ τους αφορούσαν το βαθμό κι όχι το είδος πολιτικής. Αλλά στη σημερινή εποχή κρίσης, αυτή η πολιτική τακτοποίηση έχει αλλάξει ριζικά.

Ο Τραμπ, ένας λούμπεν καπιταλιστής έξω από τα δύο κόμματα, μεταμόρφωσε τους Ρεπουμπλικάνους σε ένα ακροδεξιό κόμμα σαν τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Έχει αποκτήσει μια εκλογική βάση στους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων και σε ανοργάνωτα, φτωχοποιημένα, αποξενωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά, μεταξύ λευκών εργατών που χτυπήθηκαν από την αποβιομηχάνιση και το νεοφιλελευθερισμό. 

Το σημερινό, τραμπικό, Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υποστηρίζει αυταρχικές εθνικιστικές λύσεις στις πραγματικές κρίσεις του καπιταλισμού. Το πρόγραμμά του ενσαρκώνεται στο Σχέδιο 2025. Αν και ο Τραμπ αποκήρυξε την «ιδιοκτησία» αυτού του Σχεδίου, αυτό το έγραψε ένας κορυφαίος έμπιστος σύμβουλός του. Ενώ ο υποψήφιος αντιπρόεδρος που επέλεξε, ο άθλιος «shillbily» (ΣτΜ: αυτός που ψευδώς ισχυρίζεται ότι είναι από τα Απαλάχια και εκφράζει τους φτωχούς της περιοχής), Τζέι Ντι Βανς, έγραψε τον πρόλογο του νέου βιβλίου του Κέβιν Ρόμπερτς, από το Ίδρυμα Κληρονομιάς για το οποίο γράφτηκε το Σχέδιο 2025. Οι περισσότερες ιδέες που περιλαμβάνει το Σχέδιο κατέληξαν ως σημεία του προεκλογικού προγράμματος των Ρεπουμπλικάνων, τονισμένα με bold τίτλους και με κεφαλαία γράμματα, σε κλασσικό τραμπικό στυλ.  

Το Σχέδιο 2025 υποστηρίζει μια εθνικιστική πρώτα-η-Αμερική εξωτερική πολιτική σε αντίθεση με τις πολυμερείς συμμαχίες της Ουάσιγκτον όπως το ΝΑΤΟ, μαζικές αυξήσεις σε προστατευτικούς δασμούς, ριζοσπαστική απορρύθμιση της οικονομίας και μειώσεις φόρων για τους πλούσιους, διάλυση του λεγόμενου διοικητικού κράτους και κήρυξη πολιτισμικού πολέμου ενάντια στις καταπιεσμένες ομάδες, ιδιαίτερα τους έγχρωμους ανθρώπους, τις γυναίκες, τα κουίρ άτομα και τους μετανάστες. Αντανακλά τα συμφέροντα μιας ομάδας «μεσαίων» καπιταλιστών επιχειρηματιών στις τεχνολογίες, ιδιαίτερα στο Κρυπτονόμισμα και την Τεχνητή Νοημοσύνη, των προσανατολισμένων στην εθνική αγορά μεγάλων εταιρειών και την θυμωμένη μισαλλοδοξία των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών που πιέζονται προς τα κάτω.

Επί Μπάιντεν, το Δημοκρατικό Κόμμα αντικατέστησε τους Ρεπουμπλικάνους ως το βασικό κόμμα του κεφαλαίου. Έχει την μεγαλύτερη καπιταλιστική υποστήριξη και έχει συγκροτήσει μια εκλογική βάση σε ανώτερα τμήματα των επαγγελματικών μεσοστρωμάτων και στην πλειοψηφία της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης.

Ο Μπάιντεν ανέπτυξε μια στρατηγική ιμπεριαλιστικού κεϊνσιανισμού για να πετύχει αρκετούς, αλληλοσυνδεόμενους στόχους. Επεδίωξε να ανασυγκροτήσει τις συμμαχίες των ΗΠΑ ενάντια στην Κίνα και την Ρωσία, να εφαρμόσει μια βιομηχανική πολιτική ανοικοδόμησης της αμερικανικής παραγωγής (ιδιαίτερα στις υψηλές τεχνολογίες για να ανταγωνιστεί την Κίνα) και να προσφέρει ένα πρόγραμμα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων για να αποκαταστήσει την καπιταλιστική ηγεμονία στις λαϊκές τάξεις, να αντιμετωπίσει την πρόκληση των ακροδεξιών Ρεπουμπλικάνων και να ενσωματώσει κι εξουδετερώσει σοσιαλδημοκράτες όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα.

Όμως το πρόγραμμα του Μπάιντεν αποδείχθηκε απολύτως ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες δυσφορίες των εργαζόμενων τάξεων και των καταπιεσμένων, που τους σφυροκοπά ο πληθωρισμός. Απέτυχε επίσης να ξεπεράσει τις κρίσεις του συστήματος και τις μεταστάσεις τους, ιδιαίτερα την κλιματική αλλαγή, η οποία προκαλεί την μία καταστροφή μετά την άλλη, με αβάστακτους καύσωνες, πλημμύρες, πυρκαγιές και καταιγίδες να σπέρνουν καταστροφές από την Καλιφόρνια μέχρι το Βερμόντ. 

Ακόμα χειρότερα, το σχέδιο επανεπιβεβαίωσης της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μέσω της υποστήριξης του Ισραήλ στον γενοκτονικό του πόλεμο στην Παλαιστίνη, εξώθησε τους Παλαιστίνιους, τους Άραβες, τους Μουσουλμάνους, τους Μαύρους και την πολυφυλετική νεολαία ενάντια στην κυβέρνησή του. Όλοι αυτοί δεν τον βλέπουν ως φιλελεύθερο, ή όπως επιμένει ο Σάντερς να τον αποκαλεί ως «τον πιο προοδευτικό πρόεδρο μετά τον Φράνκλιν Ρούζβελτ», αλλά ως εγκληματία πολέμου που αξίζει το παρατσούκλι Γενοκτόνος Τζο.   

Η αταλάντευτη υποστήριξη του Μπάιντεν στο Ισραήλ, σε συνδυασμό με το μαζικό κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη, υπονόμευσε την ιδιοτελή προπαγάνδα του ότι η Ουάσινγκτον υπερασπίζεται την διεθνή βασισμένη σε κανόνες τάξη πραγμάτων. Επίσης καταδίκασε τις πιθανότητες επανεκλογής του, καθώς εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι προσχώρησαν στο «Κίνημα των Αδεσμεύτων» κατά τις προκριματικές εκλογές του Δημοκρατικού Κόμματος, σε πολλές αμφίρροπες εκλογικά Πολιτείες, όπως η απολύτως κρίσιμη Πολιτεία του Μίσιγκαν. 

Οι πολιτικές του, η διανοητική του αδυναμία που παρουσιάστηκε στο καταστροφικό ντιμπέιτ με τον Τραμπ και τα εγκλήματα πολέμου του γκρέμιζαν τη δημοσκοπική του δημοφιλία και προκαλούσαν κατάθλιψη, αποξένωση και οργή στην εκλογική βάση την οποία είχε ανάγκη για να επανεκλεγεί. Αυτό διευκόλυνε τον Τραμπ, τον άλλον πλατιά μισητό υποψήφιο, να διευρύνει το προβάδισμά του επί του Μπάιντεν και να δείχνει έτοιμος να νικήσει στις προεδρικές εκλογές ή και να οδηγήσει τους Ρεπουμπλικάνους σε πλειοψηφικό έλεγχο και στα δύο σώματα του Κογκρέσου. 

Η Χάρις και η ανάσταση του κατεστημένου του Δημοκρατικού Κόμματος

Ο ορισμός της Χάρις ως υποψήφιας από τους Δημοκρατικούς άλλαξε σχεδόν σε ένα βράδυ αυτές τις εκλογές. Αντικατέστησαν έναν υποψήφιο που παρέπαιε με μια υποψήφια που είναι ικανή και την προωθούν ως Μαύρη, Νοτιο-Ασιάτισα Γυναίκα προκειμένου να επανενεργοποιήσουν τους καπιταλιστές χορηγούς, τα κομματικά μέλη και μια εκλογική βάση που είχε αποθαρρυνθεί.

Υπάρχει πραγματικός ενθουσιασμός γύρω της και μια αίσθηση ότι πλέον μπορεί να νικήσει. Η δημοφιλία της θυμίζει κάπως την ελκτική δύναμη που αξιοποίησε ο Ομπάμα για να γίνει ο πρώτος Μαύρος πρόεδρος στην ιστορία της χώρας. Τόσο οι καπιταλιστές όσο και οι μικροδωρητές άνοιξαν και πάλι τα πορτοφόλια τους για εισφορές, με 310 εκατομμύρια δολάρια να ρέουν στην καμπάνια της Χάρις μέσα στον Ιούλη. Η καμπάνια της περιλαμβάνει μαζικές τηλεφωνικές κλήσεις από τα κομματικά μέλη προς ψηφοφόρους και έχει οργανώσει συγκεντρώσεις με μεγάλα ενθουσιώδη πλήθη.

Η Χάρις έχει επίσης ωφεληθεί από την αμήχανη εκκίνηση του ψηφοδελτίου Τραμπ/Βανς μετά το Ρεπουμπλικανικό Συνέδριο. Είναι εμφανές ότι ο Τραμπ νοσταλγεί τον Μπάιντεν ως ανυπεράσπιστο αντίπαλο και δεν έχει βρει κάποια άλλη στρατηγική απέναντι στη Χάρις πέρα από ρατσιστικές και μισογυνικές επιθέσεις εναντίον της. Αυτές μπορεί να μπετονάρουν την δεξιά του βάση αλλά μάλλον θα του κοστίσουν ταλαντευόμενους ψηφοφόρους των προαστίων.

Από μεριάς του, ο Βανς δεν έχει αποδειχθεί πολύ καλύτερος στις ομιλίες του από αυτή την αποκρουστική απουσία χαρίσματος που λέγεται Ρον ΝτεΣάντις. Αυτός έχει εγκλωβιστεί στην προσπάθεια να δικαιολογήσει τις μισογυνικές επιθέσεις του ενάντια στις γυναίκες του Δημοκρατικού Κόμματος ως «άτεκνες κυρίες με γάτες» και να δώσει εξηγήσεις για τον μακρύ κατάλογο των παλιών του επιθέσεων ενάντια στο νέο αφεντικό του, τον Ντόναλντ Τραμπ. Αναμφίβολα ο Τραμπ έχει μετανιώσει που διάλεξε αυτόν για μαθητευόμενο και μπορούμε να φανταστούμε να τον απολύει σε μια στιγμή ξεσπάσματος θυμού.

Πρέπει ωστόσο να είμαστε ξεκάθαροι σε ένα πράγμα. Η Χάρις άλλαξε μόνο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εκλογικής καμπάνιγας, όχι τον ταξικό χαρακτήρα του Δημοκρατικού Κόμματος ή το πρόγραμμα ιμπεριαλιστικού κεϊνσιανισμού του. Όπως σημειώνουν οι New York Times, απέρριψε την Αριστερά, αγκάλιασε το κομματικό κατεστημένο και παρουσιάζεται ως επαρκής υπερασπίστρια των πεπραγμένων του Μπάιντεν.

Ως δείγμα του πόσο πολύ δεξιά έχει μετακινηθεί, η Χάρις σήμερα διαφημίζει την καριέρα της ως μια «σκληρή απέναντι στο έγκλημα» εισαγγελέας και, προσπαθώντας να αποκρούσει τις Ρεπουμπλικανικές επιθέσεις, υπόσχεται να ενεργοποιήσει ακραίους περιορισμούς στα σύνορα εφόσον εκλεγεί. Όσα ψίχουλα προσφέρει στους εργαζόμενους και τα θύματα καταπίεσης αποτελούν μια ανακύκλωση του οικονομικού σχεδίου του Μπάιντεν, Build Back Better, το οποίο τορπιλίστηκε από το Κογκρέσο που μάλλον θα ξανακάνει το ίδιο στο μέλλον.

Αλλά ακόμα κι αν εγκριθούν και υλοποιηθούν, αυτές οι ήπιες μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιμετωπίσουν τις βαθιές δυσφορίες της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Αυτό ισχύει και για την υπόσχεσή της να παλέψει για το δικαίωμα στην άμβλωση. Στην καλύτερη περίπτωση, οι Δημοκρατικοί θα αποκαταστήσουν το προηγούμενο στάτους κβο, όταν η απόφαση Ρόου ίσχυε ως γενικός κανόνας στη χώρα.

Στην χειρότερη, όπως έχουν ξανακάνει στο παρελθόν, θα χρησιμοποιήσουν τη στάση τους υπέρ της επιλογής για να ενεργοποιήσουν εκλογική υποστήριξη, αλλά όταν αντιμετωπίσουν την αδιάλλακτη αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικάνων, θα εγκαταλείψουν την υπόσχεσή τους για πανεθνική επανανομιμοποίηση της άμβλωσης. Και φυσικά, δεν πρόκειται για να παλέψουν για την αποκατάσταση της δημόσιας χρηματοδότησης για αμβλώσεις. 

Η πραγματική αλλαγή σε αυτό και σε κάθε άλλο αίτημα πρέπει να είναι υπόθεση αγώνων από τα κάτω. Αυτό είναι πιο ξεκάθαρο από οπουδήποτε αλλού στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Ενώ δήλωσε τη συμπάθειά της για τους Παλαιστίνιους που σφάζονται στη Γάζα και κάλεσε σε κατάπαυση του πυρός, η Χάρις δεν εναντιώθηκε ποτέ στην άνευ όρων στήριξη, χρηματοδότηση κι εξοπλισμό του Ισραήλ από τον Μπάιντεν, για να διεξάγει αυτό τη γενοκτονία.

Στην πραγματικότητα, έχει υποστηρίξει αυτή την πολιτική από την κορυφή ως τα νύχια. Ως αντιπρόεδρος, υπήρξε συνεργός στη γενοκτονία. Και ως υποψήφια εν αναμονή πρόεδρος, έχει επαναλάβει την υποστήριξή της στο λεγόμενο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα (ένα δικαίωμα που δεν έχει μια δύναμη κατοχής με βάση το διεθνές δίκαιο) και έχει καταγγείλει τις διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. 

Το αδιέξοδο του μικρότερου κακού

Έχοντας πει αυτά, πρέπει να είμαστε απολύτως ξεκάθαροι: Οι δύο υποψηφιότητες και τα δύο κόμματα δεν είναι ίδια και είναι αριστερίστικο λάθος να τα χαρακτηρίζουμε έτσι. Το μεγαλύτερο κακό είναι προφανώς ο Τραμπ και το ακροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αυτός απειλεί με απέλαση 13 εκατομμύρια ανθρώπους και με ποινικοποίηση τα κουίρ άτομα, όχι η Χάρις.

Συγκριτικά, η Χάρις και το Δημοκρατικό Κόμμα είναι το μικρότερο κακό. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει το ότι αποτελούν κακό. Η υποστήριξή τους στο Ισραήλ, οι αυξήσεις ρεκόρ στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων και η μαζική καταστολή στα σύνορα το αποδεικνύουν αυτό πέρα από την παραμικρή αμφιβολία.

Και οι δύο υποψηφιότητες και τα δύο κόμματα εκφράζουν το κακό, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι είναι ανοιχτά εχθροί των συνδικάτων και των καταπιεσμένων, παρότι φιλοξένησαν τον προδότη Σιν Ο’ Μπράιν, πρόεδρο του συνδικάτου Teamsters, ή καναδύο έγχρωμους ομιλητές ή ινφλουένσερς στο Συνέδριό τους.

Η Χάρις και οι Δημοκρατικοί είναι ένα αστικό κόμμα που προωθεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης ενσωματώνοντας κι εξουδετερώνοντας την Αριστερά και τους κοινωνικούς αγώνες. Κατευθύνουν αυτούς τους αγώνες πίσω στα όρια του καπιταλιστικού προοδευτισμού και επιδίωξης μικροδιορθώσεων στο σύστημα, διορθώσεις που είναι ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας. 

Η λεγόμενη πραγματιστική Αριστερά ισχυρίζεται ότι η υποστήριξη στο μικρότερο κακό είναι ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος να σταματήσουμε το μεγαλύτερο κακό, να κερδίσει η μεριά μας ζωτικό χώρο για να χτίσει τις δυνάμεις της και με τον καιρό να χτίσει μια πολιτική εναλλακτική. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία 4 χρόνια διέψευσαν όλους αυτούς τους ισχυρισμούς.

Το πιο προφανές είναι ότι η υποστήριξη στο μικρότερο κακό δεν σταμάτησε την άνοδο της ακροδεξιάς τις ΗΠΑ. Ακόμα και μετά από όλες τις καταδίκες για την 6η Γενάρη, ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά επέκτειναν τις δυνάμεις τους και διεύρυναν την βάση τους.

Επειδή η Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα εγκατέλειψαν την αντιπολίτευση στον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς και σταμάτησαν συνολικά να αγωνίζονται για τα πιο ριζοσπαστικά μας αιτήματα, ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εμφανίζονται σήμερα ως η μόνη αντιπολίτευση. Κατά συνέπεια, ο Τραμπ αυτήν τη στιγμή προηγείται στις δημοσκοπήσεις πανεθνικά και στις Πολιτείες που είναι κρίσιμες για το Κολέγιο των Εκλεκτόρων.

Ο απολογισμός των τελευταίων τεσσάρων χρόνων για την Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα υπήρξε σκληρός. Όταν το 2020 η δική μας πλευρά έριξε όλη την υποστήριξή της στον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς, αυτοί στην καλύτερη περίπτωση εφάρμοσαν το δικό τους πρόγραμμα κι όχι το δικό μας, και στη χειρότερη προσαρμόστηκαν στο πρόγραμμα της Δεξιάς.

Κατά συνέπεια, τέσσερα χρόνια μετά, η Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα είναι σε γενικές γραμμές, πιο αδύναμα, πιο αποδιοργανωμένα και με λιγότερη αυτοπεποίθηση. Οι μόνες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα είναι συνδικάτα όπως το UAW που οργάνωσαν απεργίες ενάντια στα αφεντικά και το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη που ενίσχυσε την κοινή γνώμη ενάντια στο γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ, συνέβαλε στην απόσυρση του Μπάιντεν από την κούρσα και πέτυχε σημαντικές νίκες στα πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα.

Η Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα οφείλουν να βγάλουν συμπεράσματα από τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αυτό που αποδίδει είναι η αμείλικτη υποκίνηση κι ο αγώνας για τα αιτήματά μας, όχι το να βγάζουμε τα παπούτσια που έχουμε για διαδηλώσεις, να αφήνουμε στην άκρη τις πικέτες μας, να εγκαταλείπουμε το πεδίο της μάχης και να υποστηρίζουμε το μικρότερο κακό με τη μάταιη ελπίδα να σταματήσουμε το μεγαλύτερο. Αυτός είναι ο δρόμος που οδηγεί σε βέβαιη ήττα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. 

Οι σοσιαλιστές και οι εκλογές του 2024

Ανεξάρτητα από την έκβαση αυτής της εκλογής, οδεύουμε προς μια πολιτική παράλυση στην Ουάσινγκτον ενώ πλανάται μια συνταγματική κρίση. Ακόμα και με το «ντοπάρισμα» που προκάλεσε ο ορισμός της Χάρις ως υποψήφιας των Δημοκρατικών, οι εκλογές είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίρροπες. Το αποτέλεσμα δεν θα κριθεί από τη λαϊκή ψήφο, αλλά από τις 7 αμφίρροπες Πολιτείες που θα γείρουν την πλάστιγγα του Κολεγίου των Εκλεκτόρων υπέρ της μίας ή της άλλης υποψηφιότητας.

Η μάχη για την προεδρία μπορεί να έχει οποιαδήποτε από τις δύο εκβάσεις, ανάλογα τις στροφές και τις εκπλήξεις στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και τα απρόβλεπτα γεγονότα μέσα στη χώρα και στον πλανήτη. Στις εκλογές για το Κογκρέσο, τα δύο κόμματα θα μοιραστούν οριακά τις ψήφους, οδηγώντας είτε σε μια αδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση είτε σε μια διαιρεμένη. Σε κάθε περίπτωση, οι οριακές πλειοψηφίες και μια αδύναμη εκλογική εντολή θα οδηγήσουν πιθανότατα σε πολιτική παράλυση.

Αν κερδίσει ο Τραμπ, θα επιχειρήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυταρχικού εθνικισμού με την έγκριση της ακροδεξιάς πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο και στις Πολιτείες που ελέγχουν θα εναντιωθούν στα πιο ακραία μέτρα του Τραμπ, όπως οι μαζικές απελάσεις ή η ποινικοποίηση των κουίρ, φτάνοντας και στην ανυπακοή στις εντολές του. Αυτό θα προκαλέσει μια συνταγματική κρίση.

Αν κερδίσει η Χάρις, ο Τραμπ δεν θα αποδεχτεί το αποτέλεσμα. Όχι μόνο επειδή δεν πιστεύει στη δημοκρατία, αλλά και γιατί αντιμετωπίζει βέβαιες διώξεις και πιθανές καταδίκες για πολλές εγκληματικές κατηγορίες. Υπό την απειλή μιας φυλάκισης, θα ενθαρρύνει την εξαγριωμένη, πιστή του βάση ακροδεξιών αγωνιστών να οργανώσει διαδηλώσεις σαν αυτήν που ζήσαμε στις 6 Γενάρη. Ήδη οι Νεοναζί κάνουν πορείες σε πολλές πόλεις, όπως στο Νάσβιλ. 

Οι Ρεπουμπλικάνοι θα τον ακολουθήσουν στην εναντίωση απέναντι σε οτιδήποτε προτείνει η Χάρις και σε ομοσπονδιακό και σε πολιτειακό επίπεδο, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο θα τους υποστηρίζει. Έτσι, ακόμα και στην περίπτωση μιας νίκης της Χάρις, θα βρεθούμε σε πολιτική παράλυση και συνταγματική κρίση.

Απέναντι σε αυτό το σκοτεινό σενάριο, τι πρέπει να κάνει η Αριστερά; Καταρχήν, δεν πρέπει να διαφωνήσουμε για το τι θα κάνει ο κάθε άνθρωπος ατομικά πάνω από την κάλπη. Δεν είναι αυτό το κρίσιμο ερώτημα ούτε η σημαντική συζήτηση που έχουμε να κάνουμε. Αντί αυτού, πρέπει να επιμείνουμε ότι οι ακτιβιστές-στριες, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα δεν πρέπει να σπαταλήσουμε το χρόνο μας, τα χρήματά μας και την ενέργειάς μας κάνοντας καμπάνια υπέρ της Χάρις ως το μικρότερο κακό.

Αυτοί οι πόροι θα όφειλαν να αξιοποιηθούν για την οικοδόμηση ανεξάρτητων κοινωνικών και ταξικών αγώνων για τα αιτήματά μας. Φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με τα 310 εκατ. δολάρια που μάζεψε η Χάρις τον Ιούλη. Φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με τις χιλιάδες ώρες εθελοντικής εργασίας που ξοδεύονται για την προσπάθεια εκλογής της. Φανταστείτε τις οργανώσεις και τα σωματεία που θα μπορούσαν να χτιστούν, τα απεργιακά ταμεία που θα μπορούσαν να ενισχυθούν, τις απεργίες και τις μαζικές διαδηλώσεις που θα μπορούσαν να οργανωθούν.

Καταθέτοντας αυτό το στρατηγικό επιχείρημα, δεν πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα αδέλφια μας στην Αριστερά και στα συνδικάτα και στα κινήματα που διαφωνούν μαζί μας ως αντιπάλους που πρέπει να καταγγελθούν και να απορριφθούν. Αντίθετα πρέπει να συζητήσουμε μαζί τους σαν να είναι σύντροφοι σε έναν κοινό αγώνα. Αυτό είναι κρίσιμο, γιατί θα χρειαστεί να ενωθούμε και να παλέψουμε μαζί μετά τις εκλογές, ενάντια στη Δεξιά και στο καπιταλιστικό κατεστημένο.

Και πρέπει να βρούμε τους επόμενους μήνες σημεία συμφωνίας, κυρίως τα αιτήματα που υποστηρίζουμε από κοινού. Πρέπει να τους ενθαρρύνουμε να ενωθούν μαζί μας στην απαίτηση για μεταρρυθμίσεις  όπως η υγειονομική περίθαλψη για όλους, ένα Πράσινο Νιου Ντιλ, τη νομιμοποίηση όλων, τη μόνιμη κατάπαυση του πυρός στο γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ και τον άμεσο τερματισμό κάθε αμερικανικής βοήθειας στο Ισραήλ, μεταξύ πολλών άλλων.

Στα συνδικάτα και στα κινήματα, πρέπει να τονίσουμε ότι δεν πρέπει να στηρίξουμε την Χάρις και τους Δημοκρατικούς εφόσον δεν στηρίζουν τα αιτήματά μας. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη και το αίτημά μας για τερματισμό του πολέμου και κάθε αμερικανικής βοήθειας στο Ισραήλ. Όπως έγραψε πρόσφατα η Νούρα Ερακάτ για την Χάρις, «Το να υιοθετούμε την υποψηφιότητά της χωρίς να έχουμε αποσπάσει ούτε αυτήν την πολύ βασική παραχώρηση είναι στρατηγικά κοντόφθαλμο και αυτογκόλ».

Θεμελιωδώς, πρέπει να υποστηρίξουμε την πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία των κινημάτων και των συνδικάτων μας από το Δημοκρατικό Κόμμα. Οι ανεξάρτητοι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες μας είναι το κλειδί για να κερδίζουμε οποιαδήποτε άμεση νίκη κόντρα στη θέληση και των δύο κομμάτων, να χαράξουμε ένα δρόμο μέσα στην επερχόμενη συνταγματική κρίση και να χτίσουμε ένα νέο σοσιαλιστικό κόμμα για να ηγηθεί στον επαναστατικό μετασχηματισμό του αποτυχημένου καπιταλιστικού συστήματος.

Ετικέτες