Παρέμβαση στη διήμερη συζήτηση που οργανώσαν Iskra-Rproject-ΜΑΧΩΜΕ

Αυτήν τη στιγμή, διεθνώς, διεξάγεται μια διπλή, μια παράλληλη συζήτηση. Υπάρχουν τμήματα της Αριστεράς που συζητούν για τον σοσιαλισμό στον 21ο αιώνα, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για θεωρητικές και τακτικές «τομές» -με βάση τη συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων, νέων, συνθηκών- αλλά αναγνωρίζοντας επίσης τη «συνέχεια» αυτών των προσπαθειών με τα επαναστατικά κινήματα και τις μαρξιστικές παραδόσεις του 20ου αιώνα. Υπάρχουν όμως και τμήματα της Αριστεράς που συζητούν για το σοσιαλισμού του 21ου αιώνα, με όρους ρήξης με την παράδοση του 20ου, παράδοση που θεωρούν από ξεπερασμένη έως και επικίνδυνη.

Δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική διορατικότητα για να διακρίνει κανείς ότι αυτό το δεύτερο «ρεύμα» οδηγείται και οδηγεί σε συντηρητικές, πολιτικά, μετατοπίσεις και προσαρμογές.

Δεν πρόκειται (κυρίως) για έλλειψη αντοχής προσώπων και οργανώσεων ή κομμάτων. Οι ιδέες της προσαρμογής σε έναν εύκολο «ρεαλισμό» έχουν υλική βάση.

Οι ανατροπές του 1989 στην Ανατολή και ο καλπασμός του νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού στη Δύση δημιούργησαν το υπέδαφος για τη μαζική διάδοση των ιδεών περί ιστορικής υπεροχής της αγοράς και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Οι ιδέες αυτές, βέβαια, δοκιμάζονται σήμερα αγρίως μέσα στις συνθήκες της κρίσης. Όμως, ταυτόχρονα, η περίοδος που προηγήθηκε χαρακτηρίστηκε από ένα παρατεταμένο «βαρομετρικό χαμηλό» επαναστατικής απόπειρας. Δεν είναι πολλές στην ιστορία οι περίοδοι 30-40 χρόνων όπου δεν έχουμε καμία απόπειρα διεθνώς να αντιμετωπιστεί μια κοινωνικοπολιτική κρίση με τη μέθοδο της εξέγερσης-επανάστασης από τα κάτω ακόμα και με την πιο πλατιά έννοια (τα τελευταία παραδείγματα «επαναστατικής» απόπειρας είναι η ανατροπή του Σάχη στο Ιράν και η Νικαράγουα των Σαντινίστας…).

Αν και πράγματι είναι σπάνια στην ιστορία τέτοια περίοδος επαναστατικής άμπωτης δεν είναι, όμως, και η μοναδική. Και πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η περίοδος αυτή αρχίζει να αλλάζει. Τα πρώτα παραδείγματα ήταν η Λατινική Αμερική, με την επανασύνδεση των εργατικών-λαϊκών αιτημάτων για μεταρρυθμίσεις με το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας, με τη μορφή των κυβερνήσεων της Αριστεράς. Οι αραβικές εξεγέρσεις είναι ένα πιο προωθημένο «βήμα»: Επαναφέρουν στο προσκήνιο την εξέγερση ως κατάλληλη μέθοδο για να λύνουν οι λαϊκές δυνάμεις τους, φαινομενικά, άλυτους κοινωνικοπολιτικούς Γόρδιους Δεσμούς.

Η γνώμη μου είναι ότι οι εξελίξεις στην Ελλάδα μπορούν να γεννήσουν το επόμενο υπόδειγμα, με προφανή σημασία για όλη την Ευρώπη.

Η πλατιά και σκληρή κοινωνική αντίσταση στις μνημονιακές πολιτικές δημιούργησε στην Ελλάδα ένα πολιτικό θαύμα: βύθισε το καθεστώς σε πολιτική κρίση, διάλυσε το κάποτε κραταιό σοσιαλδημοκρατικό στρατόπεδο, στρέφοντας τη βάση του μαζικά προς την Αριστερά. Αυτά δεν είναι αυτονόητα ή αυτόματα αποτελέσματα της κρίσης: Δεν συνέβησαν πχ στην Ιταλία (όπου ένας κλόουν έχει καταλάβει τη θέση της Αριστεράς) ή στη Γαλλία, όπου η κατάρρευση της επιρροής του Σοσιαλιστικού Κόμματος θεριεύει την Μαρίν Λεπέν. Το ενδεχόμενο μιας πολιτικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, μπορεί –υπό προϋποθέσεις- να οδηγήσει σε παροξυσμό τον πολιτικό αγώνα στη χώρα, με πολλές δυνατότητες για «ντόμινο» συνεπειών στην Ευρώπη.

Το πώς αντιμετωπίζει η Αριστερά –όλη η Αριστερά!- αυτό το ενδεχόμενο, αποτελεί απολύτως κρίσιμο παράγοντα.

Και εδώ θα χρειαστούμε την πολύτιμη πείρα του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ο αιώνα. Αναφέρομαι στο 4ο συνέδριο της 3ης Διεθνούς, στο τελευταίο συνέδριο που πήρε μέρος η «μεγάλη» επαναστατική γενιά του 1917. Θεωρώ σκόπιμο εδώ να ανοίξω μια παρένθεση: Η Αριστερά στην Ελλάδα πληρώνει ακριβά το γεγονός ότι δεν έχει τακτοποιήσει τους λογαριασμούς με τις «λευκές σελίδες» της ιστορίας της. Η οργάνωσή μου ανήκει στην παράδοση του Τρότσκι, όμως δεν θέλω εδώ να το θέσω «στενά». Ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Κάμενεφ, ο Ζινόβιεφ, η μεγάλη πλειοψηφία των Μπολσεβίκων της Οκτωβριανής Επανάστασης, υπέγραψαν με το αίμα τους τον ισχυρισμό ότι οι θεωρητικοπολιτικές παραδόσεις του σταλινισμού δεν αποτελούν ομαλή «συνέχεια» των 4ων πρώτων συνεδρίων της Κομιντέρν. Το γράμμα του Μπουχάριν, την παραμονή της εκτέλεσής του, προς «τις μελλοντικές γενιές των κομουνιστικών στελεχών», περιγράφει κάποιες υποχρεώσεις της Αριστεράς στον 21ο αιώνα.

Γυρίζοντας στο 4ο συνέδριο της Κομιντέρν ας σκεφτούμε την απόφαση για την κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτή μας λέει ότι σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε συνθήκες βαθιάς κοινωνικής κρίσης, σε συνθήκες οξυμένου πολιτικού αγώνα, σε συνθήκες όπου η άμεσα επαναστατική λύση δεν είναι εφικτή, τότε το σύνθημα για μια κυβέρνηση των εργατικών κομμάτων, για μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μπορεί να αποδειχθεί το κατάλληλο «εργαλείο» για την κλιμάκωση της ταξικής πάλης με κατεύθυνση, πάντα, τη διεκδίκηση του σοσιαλισμού.

Με βάση την ανάλυση της Κομιντέρν, η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι απόληξη της λογικής του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου. Για αυτό έχει δίκιο η Αριστερή Πλατφόρμα όταν, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζει επίμονα ότι η μόνη θεμιτή πολιτική συμμαχία είναι μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΚΚΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γιατί πολιτική συμμαχία με αστικά κόμματα –ή τμήματά τους- οδηγεί σε κυβερνητικά σχήματα Εθνικής Ενότητας (ή Εθνικής Σωτηρίας ή όπως ονομαστούν…) σε σχήματα που είναι ποιοτικά διαφορετικά από μια κυβέρνηση της Αριστεράς.

Με βάση την ανάλυση της Κομιντέρν, μια κυβέρνηση της Αριστεράς είναι άμεσα συνδεδεμένη με το αναγκαίο Μεταβατικό Πρόγραμμα. Που δεν αποτελεί ένα χαρτί γεμισμένο με προτάσεις, αλλά ένα ιεραρχημένο πλαίσιο στόχων και αιτημάτων που διαθέτουν τη συναίνεση-υποστήριξη πλατιών εργατικών-λαϊκών στρωμάτων και –κυρίως- τη διαμορφωμένη θέλησή τους να παλέψουν συγκεκριμένα για την επίτευξη αυτών των στόχων. Και στον τομέα αυτό, τόσο εμείς μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και οι σύντροφοι μέσα στο ΚΚΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, απέχουμε αρκετά από τις ανάγκες της περίοδου.

Με βάση την ανάλυση της Κομιντέρν, τέλος, η προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με τη συστηματική υποστήριξη των κοινωνικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων. Αναφέρομαι, προφανώς, στις Λαϊκές Επιτροπές αντίστασης και ανατροπής. Που πρέπει να τις αναπτύξουμε ως οργανώσεις αντίστασης σήμερα, ανατροπής αύριο, μαζικής υποστήριξης μιας κυβέρνησης της Αριστεράς μεθαύριο, αλλά και σαν οργανώσεις υπεράσπισης της εργατικής τάξης απέναντι σε λάθη ή υποχωρήσεις μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, αν όπου και όποτε αυτό καταστεί αναγκαίο. Στον τομέα αυτό –όλοι!- είμαστε πολύ πίσω από τις προφανείς υποχρεώσεις μας.

Οι επιθέσεις των καθεστωτικών δυνάμεων ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύουν ότι το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης της Αριστεράς θα είναι μια κρίσιμη πολιτική αναμέτρηση.

Δεν είναι δυνατόν να βαδίζουμε αμέριμνα προς αυτήν. Γιατί μια κυβέρνηση της Αριστεράς, μπορεί να καταλήξει σε συντριπτική ήττα. Είτε με τη μορφή του Αλιέντε στη Χιλή, είτε με τη μορφή του Πρόντι στην Ιταλία. Σε αυτήν την περίπτωση τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά για όλους (είναι απολύτως ουτοπική η προσδοκία ότι αν αποδειχθεί μια «προδοσία» του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα μαζικοποιηθεί κάποιο άλλο ρεύμα της Αριστεράς. Προς απόδειξη, δείτε την κατάσταση όλης της Αριστεράς στην Ιταλία, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης Πρόντι με τη συμμετοχή του Μπερτινότι…).

Όμως, επίσης, μια κυβέρνηση της Αριστεράς, προκαλώντας μιαν αναπτέρωση των ελπιδών του κόσμου και ένα νέο κύμα αγώνων και διεκδικήσεων, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για μια ευρύτερη εργατική-σοσιαλιστική νίκη.

Για αυτήν την προοπτική αξίζει να παλέψουμε, συνειδητά και οργανωμένα, όλοι μας.