Από πολιτική άποψη, δεν έχει κανένα ενδιαφέρον το ερώτημα αν ο Ναβάλνι δολοφονήθηκε άμεσα, κατόπιν εντολής, στις φυλακές υψίστης ασφαλείας στον Αρκτικό Κύκλο, ή αν πέθανε από τις κακουχίες της απομόνωσης και των στερήσεων, μετά από πολύχρονες διώξεις και την προηγούμενη απόπειρα δολοφονίας του με νευροτοξικό δηλητήριο.

Επίσης δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον οι υποκριτικές κραυγές των ηγετών της Δύσης, που βρήκαν ευκαιρία να κάνουν επίδειξη «ανθρωπισμού» και «δημοκρατικότητας» καταγγέλοντας τον Πούτιν, μέσα σε μια ψυχροπολεμική όξυνση που υπάρχει και θα υπάρχει για γεωπολιτικούς λόγους κατά πολύ σοβαρότερους από τον θάνατο του Ναβάλνι. Εκεί όπου μετριέται η όποια «αξία» των ηγετών της Δύσης, στο χώρο που μπορούν άμεσα να επηρεάσουν με τις αποφάσεις τους, στην ανελέητη σφαγή του πληθυσμού της Γάζας από το Κράτος του Ισραήλ, οι «δημοκρατικές» ηγεσίες της Ευρώπης και της Αμερικής αποδεικνύουν καθημερινά τον πιο απίστευτο απάνθρωπο κυνισμό.

Όμως και αντίστροφα, μια αρθρογραφία μέσα στους κύκλους της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που ισχυρίζεται ότι τελικά «δεν τρέχει και τίποτα» με τον θάνατο του Ναβάλνι, αποδεικνύεται κυνική. Θα λέγαμε το ίδιο αν αύριο πχ. η Μελόνι άρχιζε να εξοντώνει στελέχη της (αστικής) αντιπολίτευσης, ή θα βγάζαμε συμπεράσματα για προφανείς κινδύνους;

Πολύ περισσότερο που κάποιοι αρθρογράφοι του «βαθέως αντι-ιμπεριαλισμού» (της βερσιόν που ταυτίζει τον ιμπεριαλισμό με τις ΗΠΑ, άντε και 2-3 μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες) προχώρησαν στη βαθυστόχαστη διάγνωση ότι τον Ναβάλνι τον φάγανε οι… δυτικές μυστικές υπηρεσίες για «να προβοκάρουν τον Πούτιν». Το επιχείρημά τους είναι, τάχα, ακλόνητο: στην παρούσα συγκυρία, λέει, ο θάνατος του Ναβάλνι δεν ήταν προς το συμφέρον του Πούτιν.

Όσοι σκέφτονται έτσι δεν κατανοούν το παραμικρό από τις πραγματικότητες στη σημερινή Ρωσία. Το καθεστώς του Πούτιν, στο εσωτερικό της Ρωσίας, δεν κρύβει αλλά αντίθετα προβάλει επιδεικτικά τη δυνατότητά του να εξοντώνει κάθε αντίπαλο, πραγματικό ή υποθετικό, ακόμα κι αν αυτός ή αυτή θεωρεί ότι είναι προστατευμένος/νη από μια δημοσιότητα ή δημοφιλία. Άλλωστε, το έχει κάνει πολλές φορές μέχρι σήμερα, με θύματα δημοσιογράφους, δικηγόρους, ακτιβιστές, αντιπολιτευόμενες προσωπικότητες, ενοχλητικούς εθνικιστές, «φάλτσους» αξιωματικούς, ακόμα και ολιγάρχες. Η επίδειξη αυτής της θανατηφόρας ικανότητας, υπεράνω «νόμων και θεσμών», είναι συστατικό στοιχείο του καθεστώτος που ο μέχρι πριν λίγα χρόνια «γκρίζος καρδινάλιος» του Πούτιν, ο Βλαντισλάβ Σουρκόφ ονόμασε «κυριαρχική δημοκρατία». Για τον Πούτιν και τους ανθρώπους του, που είναι στην εξουσία χωρίς διάλλειμα από το 1999, η κατηγορία ότι εξοντώνουν αντιπάλους δεν θεωρείται σοβαρή ή επιβλαβής. Αντίθετα θα θεωρούσαν επικίνδυνη και διαβρωτική την κατηγορία ότι επί των ημερών τους οι δυτικές «υπηρεσίες» μπορούν να δολοφονούν κάποιον φυλάσσεται σε συνθήκες ακραίας επιτήρησης στη Σιβηρία.

Για όποιον εξακολουθεί να σκέφτεται λογικά, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι οι ευθύνες για τον θάνατο του Ναβάλνι βαρύνουν αποκλειστικά το καθεστώς του Πούτιν. Αυτό ισχύει ακόμα και στο «καλύτερο» σενάριο, όπου ο θάνατός του θα αποδειχθεί αποτέλεσμα των συνθηκών κράτησης σε μια από τις πιο βάρβαρες φυλακές του κόσμου.

Ο Ναβάλνι δεν ήταν ασφαλώς αντικαπιταλιστής, ούτε καν ένας ριζοσπάστης ακτιβιστής. Προσπάθησε να χτίσει πολιτική επιρροή ποντάροντας πάνω στην «καταγγελία της διαφθοράς». Είχε φιλελεύθερο-δυτικό προσανατολισμό, και στις αρχές της σταδιοδρομίας του βρίσκονται οι σχέσεις με το δεξιό συνασπισμό του «Γιαμπλόκο» και με τους ολιγάρχες της εποχής των ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων.

Όμως αυτό ισχύει για όλο το πολιτικό προσωπικό που «φύτρωσε» στη Ρωσία της μετασοβιετικής κατάρρευσης. Ο ίδιος ο Πούτιν έκανε το άλμα από άσημος πράκτορας της KGB στην ηγεσία της FSB και στη συνέχεια στην εξουσία, μέσω της υποστήριξης των ολιγαρχών Τσουμπάις και Μπερεζόφσκι, ενώ ορίστηκε ως διάδοχος του Γιέλτσιν από τον ίδιο τον… Μπόρις Γιέλτσιν και την κλειστή «οικογένεια» που έλεγχε την απόλυτη εξουσία στη Ρωσία μέχρι το 1999, όταν αναδείχθηκε ως «υπηρεσιακός πρόεδρος» ο Πούτιν.

Το πολιτικό ενδιαφέρον αρχίζει όταν εντάξουμε την εξόντωση του Ναβάλνι στη «μεγάλη εικόνα» για το τι συμβαίνει σήμερα στη Ρωσία.

Από την ημέρα της εισβολής του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, κάποιες δεκάδες Ρώσοι ολιγάρχες έπαθαν σύνδρομο «αιφνίδιας αυτοκτονίας». Πολλοί «αυτοκτόνησαν» μαζί με τα παιδιά και τις συζύγους τους (δηλαδή χωρίς να αφήνουν αδιαμφισβήτητους κληρονόμους). Ανάμεσά τους ξεχωρίζει στατιστικά, ο μεγάλος αριθμός αυτοκτονημένων στελεχών της Gazprom και της LukOil. Οι ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου πράγματι συνεχίστηκαν μετά το 2022 αμείωτες, στρίβοντας προς την Κίνα και την Ινδία, αλλά πλέον στις τιμές περίπου στο 40% εκείνων που διασφάλιζαν όταν κατευθύνονταν προς τη Γερμανία και την ΕΕ. Οι απώλειες προκάλεσαν «αστάθειες» μέσα στην κυρίαρχη τάξη, αλλά κάθε «ερωτηματικό» αντιμετωπίστηκε με θανατηφόρα πυγμή από το καθεστώς.

Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις στο εσωτερικό της Ρωσίας αντιμετωπίστηκαν από την αρχή με γυμνή καταστολή. Οι (μικρές) οργανώσεις της άκρας Αριστεράς και οι αναρχικές ομάδες υπολογίζουν σε αρκετές εκατοντάδες τους ακτιβιστές που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε πολύχρονες ποινές σε φυλακές-κόλαση. Οι αυθόρμητες πυρπολήσεις των «γραφείων στρατολόγησης» κληρωτών, ειδικά στις φτωχές απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές, αντιμετωπίστηκαν με κύμα βίας της αστυνομίας και των φασιστικών συμμοριών. Ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι, από τους πιο γνωστούς διεθνώς Ρώσους μαρξιστές διανοούμενους, παρότι αρχικά υιοθέτησε μια απολογητική θέση για τον πόλεμο, μόλις διατύπωσε κριτικές παρατηρήσεις για την πορεία του και για την κτηνωδία που τον συνοδεύει, συνελήφθη και φυλακίστηκε.

Ενδιαφέροντα πράγματα για την πραγματική πορεία του πολέμου στην Ουκρανία δείχνουν οι κλιμακούμενες αντιδράσεις της ρωσικής εθνικιστικής ακροδεξιάς. Ο αδίστακτος μπράβος του Πούτιν, ο Πριγκόζιν της Βάγκνερ, δήλωσε ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία, με τους αρχικούς στόχους που είχε θέσει ο Πούτιν, έχει ήδη κριθεί αρνητικά. Η «εξέγερση» της Βάγκνερ ελέγχθηκε και ο Πριγκόζιν δολοφονήθηκε μαζί με κάποιους έμπιστους υποστηρικτές του. Το Γενάρη του ’24 καταδικάστηκε σε 5 χρόνια φυλακή ο «αστέρας» της ρωσικής ακροδεξιάς και ηγέτης του «Συνδέσμου Θυμωμένων Πατριωτών», Ιγκόρ Γκίρκιν ή Στρέλκοφ. Πρόκειται για τον αρχηγό των «εθελοντικών» ρωσικών δυνάμεων που έδρασαν στην ανατολική Ουκρανία μετά το 2014. Ο Γκίρκιν διατέλεσε υπουργός Άμυνας της λεγόμενης «Λαϊκής Δημοκρατίας του Ντονιέτσκ» και ανακλήθηκε στη Ρωσία μετά το 2016-17, όταν κρίθηκε ότι είχε έρθει η ώρα να πάρουν το πάνω χέρι πιο «θεσμικές» δυνάμεις. Ο Γκίρκιν ή Στρέλκοφ θεώρησε ότι η προϊστορία του τον προστάτευε και έκανε το σφάλμα να κατηγορήσει δημόσια τον Πούτιν ως ανίκανο να οδηγήσει σε μια «μεγάλη ρωσική νίκη» στην Ουκρανία. Ένας συμπολεμιστής του Γκίρκιν, ο Αλεξάντερ Ρουμπίν, ηγετικός στην ένοπλη δράση στο Λουγκάνσκ το 2014-16, βρέθηκε στις 9/1/2024 νεκρός σε ένα χαντάκι στο Ροστόφ, κοντά στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα. Μετά από μια περιοδεία του στη Μαριούπολη είχε καταγγείλει στα ρωσικά ακροδεξιά-φιλοπόλεμα sites την «απίστευτη διαφθορά» που διέκρινε στην ανοικοδόμηση της πόλης και τη διαπίστωση ότι «για τους ρωσόφωνους πληθυσμούς, η κατάσταση σήμερα είναι χειρότερη απ’ ό,τι ήταν πριν το 2022».

Ο κρατικός μηχανισμός και η Ορθόδοξη Εκκλησία έχουν ήδη κηρύξει τον Ισλαμισμό ως «εχθρική δύναμη» για το ρωσικό έθνος. Υπενθυμίζεται ότι στη ρωσική επικράτεια ζουν, περίπου, 15 εκατομμύρια μουσουλμάνοι. Η κυβέρνηση και η Εκκλησία έχουν ήδη κηρύξει τους ομοφυλόφιλους ανθρώπους ως απειλή: οι επιθέσεις σε χώρους συνάντησης των ΛΟΑΤΚΙ πολλαπλασιάζονται, τα σχετικά σύμβολα ή χαρακτηριστικά απωθούνται στην παρανομία. Αυτή η υπερσυντηρητική πολιτική επεκτείνεται σταδιακά σε όλα τα πεδία της ελεύθερης σεξουαλικότητας. Η έκτρωση έχει απαγορευτεί στις ιδιωτικές κλινικές, ενώ στα δημόσια νοσοκομεία έχει ως προϋπόθεση μια «τεκμηρίωση» αυτής της επιλογής.

Μέσα σε αυτήν την ελλειπτική συνολικότερη εικόνα, η εξόντωση του Ναβάλνι, που κάποτε θεωρούταν ο μοναδικός πιθανός εκλογικός αντίπαλος του Πούτιν (έχοντας πάρει παλιότερα στη Μόσχα το 27% των ψήφων), είναι ένα ξεκάθαρο καθεστωτικό πολιτικό μήνυμα: Οι επερχόμενες προεδρικές εκλογές θα είναι τμήμα μιας εικονικής πραγματικότητας. Ο Πούτιν θα (πρέπει να) πάρει κάτι γύρω στο 80% των ψήφων, και το υπόλοιπο 20% θα διαμοιραστεί στις δυνάμεις της «νομιμόφρονος αντιπολίτευσης». Οτιδήποτε πέραν αυτού δεν είναι ανεκτό. Έτσι δουλεύει η χειραγωγημένη «κυριαρχική δημοκρατία» που εμπνεύστηκε ο Σουρκόφ. Η δύναμη λύνει τα πραγματικά ζητήματα εξουσίας, ενώ όλα τα άλλα μετατρέπονται σε μια θεατρική αναπαράσταση «δημοκρατίας», με στόχο τον συμπληρωματικό αποπροσανατολισμό των μαζών. Στον πυρήνα της, αυτή η λειτουργία είναι σε ισχύ και στις δυτικές «δημοκρατίες», αλλά στη Ρωσία δουλεύει χωρίς φραγμούς και προσχήματα, είναι παρούσα στη σκηνή ολόγυμνη.

Αυτή η κατρακύλα στον αυταρχισμό, γίνεται ταχύτερη και πιο άγρια λόγω των αναγκών του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Ρώσος μαρξιστής Ίλια Μπουντράιτσκις την χαρακτηρίζει ως «πορεία φασιστικοποίησης του καθεστώτος». Και προβλέπει ότι θα ενταθεί: η δεξαμενή των «εθελοντών» που πολεμούν με (καλό) μισθό στην Ουκρανία, έχει εν πολλοίς εξαντληθεί. Η προαναγγελθείσα εαρινή επίθεση των ρωσικών δυνάμεων προϋποθέτει αυξημένη επιστράτευση (άμισθων) κληρωτών που, κατά τον Μπουντράιτσκις, θα γίνει με εξαναγκασμό στις φτωχότερες περιοχές της ρωσικής υπαίθρου.

Σε ποιο σημείο, όμως, βρίσκεται ο πόλεμος στην Ουκρανία; Μετά από δύο χρόνια, με τρομακτικές απώλειες και για τις δύο πλευρές, που όμως βαρύνουν αντικειμενικά περισσότερο τους ασθενέστερους Ουκρανούς, το ρωσικό κράτος πανηγυρίζει για την αποτυχία της ουκρανικής επίθεσης μέσα στο έδαφος του… Ντονμπάς! Πράγματι, η υποχώρηση του ουκρανικού στρατού, που μοιάζει να ξεμένει από πυρομαχικά και άνδρες, μπορεί να οδηγήσει στη ρωσική κατάληψη μεγάλου μέρους αυτής της αιματοβαμμένης Περιφέρειας. Ο ρωσικός Τύπος δηλώνει ότι μια επιτυχημένη ρωσική επίθεση κατά την φετινή Άνοιξη, θα πρέπει να έχει ως στόχο την κατάληψη των ουκρανικών εδαφών ανατολικά του ποταμού Δνείπερου, περιγράφοντας έτσι μια «συνοριακή γραμμή» ως βάση μελλοντικών διαπραγματεύσεων ανακωχής.

Για να κατανοήσουμε τι σημαίνουν πολιτικά αυτά τα πολεμικά ανακοινωθέντα, θα πρέπει να θυμηθούμε τους αρχικούς στόχους της ρωσικής εισβολής που έθεσε το διάγγελμα του Πούτιν.

Το χειμώνα του 2022, η επίθεση στην Ουκρανία παρουσιαζόταν σαν μια σχετικά σύντομα «Ειδική Στρατιωτική Επιχείρηση». Η κατάληψη της ανατολικής Ουκρανίας φαινόταν ως αυτονόητα εύκολη υπόθεση και ως «μίνιμουμ» στόχος. Ο Πούτιν δεν περιοριζόταν σε αυτό. Η ρητορική περί «αποναζιστικοποίησης» της Ουκρανίας έθετε ως στόχο τον πολιτικό έλεγχο του συνόλου της χώρας μέσα από την επιβολή ενός καθεστώτος-μαριονέτας, ενώ η συμπληρωματική ρητορική περί «αποστρατιωτικοποίησης» του ουκρανικού κράτους περιέγραφε μια προοπτική ημι-αποικίας της Μόσχας. Γι’ αυτό άλλωστε τα ρωσικά τανκς έφτασαν στην πρώτη φάση του πολέμου στα πρόθυρα του Κιέβου.

Όμως αυτοί οι ευρύτεροι στόχοι συνάντησαν την αποφασιστική απόρριψη της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού της Ουκρανίας, που επέλεξε να «ματώσει» για να διατηρήσει την ανεξαρτησία του. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το φαινόμενο υπήρξε ισχυρό και στην ανατολική Ουκρανία, όπου η «ρωσόφωνη» συνιστώσα του πληθυσμού είναι ισχυρή αλλά όχι κυρίαρχη, αφού σημαντικά τμήματα στο Ντονμπάς εξακολουθούν να επιμένουν στην επιλογή της ουκρανικής εθνικότητας. Αυτός ο πολιτικός παράγοντας μεγάλης σημασίας, έχει ενισχυθεί από τις αιματηρές εμπειρίες δύο χρόνων πολέμου, και θα αποτελεί ισχυρό υπόβαθρο της αστάθειας όποιας «λύσης» (λιγότερο ή περισσότερο «προσωρινής») που μπορεί να προκύψει δια της διπλωματίας και μιας πιθανής «ανακωχής». Με πολιτικούς και όχι στρατιωτικούς όρους, η Ουκρανία, μια σχετικά αναπτυγμένη χώρα με 42 εκατ. πληθυσμό, μπορεί να αποδειχθεί για τη Ρωσία πολύ πιο επικίνδυνη παγίδα από ό,τι ήταν το Αφγανιστάν για την (τότε) ΕΣΣΔ.

Αλλά αυτός ο παράγοντας δεν είναι ούτε ο μόνος, ούτε ο καθοριστικός, για μια εκτίμηση για τον χαρακτήρα του πολέμου. Μετά τη Σύνοδο Κορυφής της Μαδρίτης (Άνοιξη του 2022), το ΝΑΤΟ προχώρησε στο μαζικό εξοπλισμό του ουκρανικού στρατού, προσανατολίστηκε στη διεύρυνση στις σκανδιναυικές χώρες, επιτάχυνε τη στρατιωτικοποίηση των προϋπολογισμών όλων των χωρών-μελών της ΕΕ, και μετέφερε σημαντικές μάχιμες δυνάμεις στο «τόξο ανάσχεσης» της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Ο πόλεμος στην Ουκρανία μετατράπηκε σε σύγκρουση «δι’ αντιπροσώπων» μεταξύ του ευρωατλαντισμού και της Ρωσίας, με επίδικο την κυριαρχία και τις ισορροπίες στις κρίσιμες περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και της Μαύρης Θάλασσας.

Η «άτυπη», αλλά υπαρκτή, διαπραγμάτευση για το μέλλον της Ουκρανίας ήδη έχει περάσει πάνω από τα κεφάλια των Ουκρανών και διεξάγεται μεταξύ Μόσχας-Ουάσινγκτον-Βρυξελλών.

Μια δημόσια περιγραφή των όρων αυτής της διαπραγμάτευσης έδωσε η πρόσφατη συνέντευξη του Πούτιν στον Αμερικανό (και φίλο του Τραμπ…) δημοσιογράφο Τάκερ Κάρλσον. Η δήλωση του Πούτιν ότι η Ρωσία «είναι αδύνατο να ηττηθεί», αποκωδικοποιείται από τους Δυτικούς ως υπόμνηση του πυρηνικού οπλοστασίου της. Όχι τυχαίως, ο δυτικός Τύπος προχώρησε σε «αποκαλύψεις» ότι ο Πούτιν είχε επισήμως διαμηνύσει στον Μπάιντεν και στον Σολτς ότι, αν η Ρωσία ζοριζόταν ιδιαίτερα στα μέτωπα του Ντονμπάς, δεν θα απέκλειε ένα «περιορισμένης ισχύος» πυρηνικό πλήγμα. Αν αυτά περιγράφουν το ένα άκρο, το ερώτημα των συνεπειών μιας ρωσικής ήττας, εξίσου εκρηκτικό είναι το αντίστροφο ερώτημα των συνεπειών μιας ρωσικής νίκης. Ο Πούτιν επέμεινε να υπογραμμίζει ότι δεν έχει πρόθεση «επίθεσης σε όποια, άλλη, γειτονική χώρα». Όμως οι πολλές εμμέσως απειλητικές αναφορές του στην Πολωνία (στην πιο ισχυρή και, για ιστορικούς λόγους, «πρόθυμη» να πολεμήσει χώρα της «γειτονιάς»…) λειτούργησαν ανάποδα: σαν προειδοποίηση για μια δοκιμασία των ανακλαστικών σχετικά με το Άρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ. Ο υπουργός Άμυνας της Πολωνίας προανήγγειλε «κόκκινο συναγερμό» του πολωνικού στρατού, ενώ ο υπουργός Άμυνας της Σουηδίας κάλεσε τον πληθυσμό «να προετοιμαστεί ψυχολογικά και υλικά» για συνθήκες πολέμου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοιες δηλώσεις εμπεριέχουν πολιτικάντικη δημαγωγία, αλλά είναι επίσης ισχυρές ενδείξεις της επικινδυνότητας που εμπεριέχει η συγκυρία.

Στην πρόσφατη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, εκδηλώθηκαν και οι δύο ισχυρές προβληματικές μέσα στον ευρωατλαντισμό σχετικά με τις εξελίξεις στην Ουκρανία και στη Ρωσία.

Αφενός, τα αντιρωσικά «γεράκια» έβαλαν την έμφαση στην ανάγκη για ταχύτερη και χωρίς «περιορισμούς» (πχ τη διάκριση μεταξύ αμυντικών και επιθετικών) παροχή όπλων και πυρομαχικών στην Ουκρανία. Με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Μπάιντεν με τις αντιρρήσεις των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο (και υπό την απειλή της εκλογικής νίκης του Τραμπ), το βάρος αυτής της έμφασης αρχίζει να πέφτει στους Ευρωπαίους, που δεν αποκλείουν πλέον την αποστολή βαριών τεθωρακισμένων, πυραυλικών συστημάτων, ακόμα και μαχητικών αεροσκαφών. Πρόκειται για όπλα που μπορούν να επιφέρουν πλήγματα στο έδαφος της Ρωσίας, κάτι που ο Πούτιν έχει επανειλημμένα ορίσει ως «κόκκινη γραμμή» σχετικά με το ενδεχόμενο επέκτασης του πολέμου.

Αφετέρου, οι «ρεαλιστές» που, κρυφά ή φανερά, πριμοδοτούν ένα «διάλογο» με στόχο μια ανακωχή, χωρίς να αρνούνται τη συνέχεια του εξοπλισμού των Ουκρανών, αλλά κυρίως με «αμυντικά» όπλα.

Όλοι αυτοί παίζουν με τη φωτιά. Στην ιστορία συχνά, οι οπαδοί του ενδοϊμπεριαλιστικού «διαλόγου» οδήγησαν σε κλιμάκωση των συγκρούσεων, γιατί προαπαιτούμενο ακόμα και μιας «προσωρινής» ανακωχής είναι η κατοχύρωση των κερδών και η ανάδειξη κάποιου «νικητή» στη σύγκρουση που προηγήθηκε. Ακόμα περισσότερο η επιδίωξη μιας «καθαρής νίκης», μπορεί να ανοίξει την πόρτα του τρελοκομείου: ακόμα και ένα μικρό «θερμό επεισόδιο» σήμερα στη Μολδαβία, στη Φινλανδία, ή στα ουκρανο-πολωνικά σύνορα, μπορεί ταχύτατα να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη επέκταση του πολέμου.

Ταυτόχρονα όλοι αυτοί τζογάρουν με το αίμα των Ουκρανών. Η Ουκρανία σήμερα επιστρατεύει ηλικίες ακόμα και 60 χρονών! Αυτό σημαίνει ότι οι νεότεροι άνδρες της έχουν χαθεί από τις πόλεις και τα χωριά, έχουν σφαγιαστεί στις μάχες 2 χρόνων. Κατά τον διεθνή Τύπο η στρατολόγηση γίνεται πλέον και στην Ουκρανία με εξαναγκαστικό τρόπο, καθώς η φρίκη του πολέμου έχει εξαερώσει τον ενθουσιασμό της πρώιμης φάσης.

Η ανάγκη για την επιβολή μιας άμεσης ειρήνευσης είναι προφανής. Όπως είναι προφανές το ότι η επιβολή δίκαιων λύσεων σε όλα τα ζητήματα, θα πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα πολιτικά και δημοκρατικά μέσα, με τη δράση και τις επιλογές των απλών ανθρώπων και όχι με την κτηνώδη δύναμη των εξοπλισμών. Όμως μια τέτοια λύση άμεσης ειρήνης και δίκαιης ειρήνευσης, θα μπορούσε να υπαγορεύσει μόνο ένα διεθνές ισχυρό αντιπολεμικό κίνημα που θα πίεζε απειλητικά τόσο τους ευρωατλαντιστές όσο και το καθεστώς του Πούτιν. Για την ύπαρξη ενός τέτοιου κινήματος είναι απόλυτη προϋπόθεση η πλήρης ιδεολογικοπολιτική ανεξαρτησία της Αριστεράς απέναντι τόσο στους «χορτάτους» όσο και στους «πεινασμένους» ιμπεριαλιστές που συγκρούονται σήμερα στα πεδία της Ουκρανίας. Αλλά και η εγκατάλειψη όλων των αυταπατών ότι το δολοφονικό καθεστώς του Πούτιν τάχα διατηρεί μια κάποια, οποιαδήποτε, σχέση συνέχειας με αυτό που, 100 χρόνια πριν, ξεκινούσε στην επαναστατική Ρωσία.

Ετικέτες